Προδημοσίευση: Tο νέο βιβλίο του Σάκη Σερέφα: «Οδοιπορικό Θεσσαλονίκης, Περπάτημα στην πόλη αλλιώς»
Το νέο βιβλίο του συγγραφέα κυκλοφορεί στις 13 Μαΐου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Ένα απόσπασμα αποκλειστικά στη parallaxi.
O Θεσσαλονικιός συγγραφέας Σάκης Σερέφας αναδεικνύει και φωτίζει άγνωστες πτυχές, διαδρομές και στάσεις της αφανούς ιστορίας της πόλης. Τα χρόνια θητείας στη Θεσσαλονίκη σε συνδυασμό με σημερινές περιπλανήσεις σε γειτονιές αποκαλύπτουν χρόνια ερωτήματα, θρύλους και μύθους που είτε πολλοί γνώριζαν και δεν έψαξαν περαιτέρω, είτε δεν γνωρίζουν καθόλου.
Ποιος ναός της πόλης λειτούργησε ως φρενοκομείο; Ποια πλευρά από τις επάλξεις του Λευκού Πύργου προτιμούν οι αυτόχειρες; Ποιες φράσεις έχουν χαράξει πάνω στους τρούλους από το Μπεζεστένι οι εργάτες εδώ και τρεις αιώνες; Σε ποιας εκκλησίας το προαύλιο έγιναν φονικές μάχες; Γιατί λείπουν τα δάχτυλα από τα αγάλματα της οδού Φράγκων; Σε ποιο σημείο της παλιάς παραλίας στήθηκαν αγχόνες; Μπροστά από ποιο ξενοδοχείο σκοτώθηκε ο καπνεργάτης από τους χωροφύλακες; Μέσα σε ποια εκκλησία τα ποντίκια έφαγαν τους ανθρώπους; Μέσα σε ποιο ζαχαροπλαστείο γυρίστηκε μια σκηνή της Χριστίνας με τον Ηλιόπουλο; Ποιος είναι ο «συνήθης τόπος εκτελέσεων»; Σε ποιο ξενοδοχείο έμενε η Γερμανίδα κατάσκοπος; Ποια είναι η ιστορία της τηγανητής πατάτας στην πόλη; Ποιο πρόπυλο ναού είναι χτισμένο με υλικά από τα σπίτια που κάηκαν το 1917; Σε ποιον δρόμο της πόλης οι άνθρωποι προσκυνούσαν τους αγίους που ζωγραφίζονταν στα τζάμια των σπιτιών; Ποιος μαχαιρώθηκε με τον σουγιά που βρίσκεται πεταμένος στη θάλασσα, μπροστά από το «Όλυμπος-Νάουσα»; Κάτω από ποιο πλατάνι στο κέντρο της πόλης γίνονταν τα παλουκώματα; Ποιο φονικό έγινε στη Διαγώνιο; Σε ποιο σημείο του βυθού στ’ ανοιχτά του Λευκού Πύργου βρίσκεται ποντισμένο ένα πιάνο; Ποιοι θέλησαν να εξοντώσουν τις ακακίες της Βενιζέλου; Μέσα σε ποιον κινηματογράφο αυτοκτόνησε ένας απελπισμένος; Υπάρχουν ιπτάμενοι δίσκοι στην παραλία; Ποιο είναι το πιο κολασμένο στρατόπεδο της πόλης;
Οδοιπορικό Θεσσαλονίκης, Περπάτημα στην πόλη αλλιώς Σάκης Σερέφας, Εκδόσεις Μεταίχμιο, Φωτογραφίες: Πάνος Νικολετάτος σελ. 228, Τιμή: 16,60 €
Το απόσπασμα:
Οι σαλοί του Αγίου Αντωνίου
Έβαζες το κεφάλι σου στο κάγκελο του παραθύρου κι έκανες χάζι βλέποντάς τους να βολοδέρνουν μέσα στη μούρλα τους. Εξ αποστάσεως. Στο άσυλο. Όμως τότε ήταν Μεσαίωνας, παλιά μυαλά… Τα πράγματα βελτιώθηκαν κατά τον δέκατο ένατο αιώνα. Μ’ ένα φτηνό εισιτήριο, μπορούσες τις Κυριακές να τους επισκεφθείς από πολύ κοντά. Ο φύλακας, με λίγες καμουτσιές, τους έβαζε να κάνουν μπροστά σου ακροβατικά και πιρουέτες… Φυσικά, έπεφτε το γέλιο της αρκούδας. Σφυρίγματα, γιουχαΐσματα, χαμός. Αργότερα, τη θέση τού φύλακα την πήρε ένας από αυτούς τους ίδιους. Τους φρενοβλαβείς. Τους μανιακούς. Τους σαλεμένους. Ναι, ναι. Το θέαμα των τρελών αποτελούσε μια από τις πιο συνηθισμένες κυριακάτικες διασκεδάσεις των αστών στη Γερμανία, στην Αγγλία, στη Γαλλία. Ο Φουκώ τα λέει αυτά, όχι εγώ.
| Αλλαγή κατηγορίας. Στο τέμπλο υπάρχουν μπηγμένοι επτά χαλκάδες. Από αυτούς ξεκινούν αλυσίδες που καταλήγουν σ’ ένα κείμενο – συγγνώμη, σ’ ένα κορμί. Ημίγυμνο, βασανισμένο, έτοιμο να περιγραφεί. Ακούστε το: μουγκρίζει, ουρλιάζει, μασάει τη σιωπή του. Τι άλλο; Α, ναι. Τριγύρω υπάρχει άφθονη τουρκοκρατία και πυκνή χριστιανοσύνη. Βρισκόμαστε στον σκληρό πυρήνα του ελληνικού στοιχείου στην πόλη. Τριγύρω, υψηλή συχνότης ναών. Μα εμάς μας ενδιαφέρει τώρα ένας συγκεκριμένος. Ο προστάτης ο δικός μας. Των τρελών, δηλαδή. Ο Άγιος Αντώνιος.
Απέλπιδες συγγενείς σαλών από την πόλη και την ενδοχώρα κομίζουν τους δικούς στον ναό και αποθέτουν τις ελπίδες τους στον άγιο. Στη συνέχεια, τους παραλαμβάνουν ο παπάς με τον καντηλανάφτη. Οι οποίοι φημολογείται ότι τους βαράνε γενναία για να γιάνουν. Μην τρομάζετε, δεν πέσατε σε καμιάν οργίλη αντικληρική μπροσούρα, οι τόνοι πρόκειται να είναι πολύ ήπιοι, αφού αυτά –και χειρότερα– συνέβαιναν τότε παντού. Ας προστεθεί, λοιπόν, η γνώση πως ο Αγιαντώνης δεν ήταν ενοριακός ναός. Ανήκε στη Μητρόπολη, η οποία τον νοίκιαζε για ορισμένα χρόνια στον εκάστοτε ευνοούμενο ή πλειοδότη. Ο οποίος θησαύριζε όχι μόνον από τις προσφορές των συγγενών, αλλά και από τα ταπεινά νοσήλια που διέθεταν για τη θεραπεία των ανθρώπων τους.
Παιδάκι του Δημοτικού ο Ν. Σφενδόνης, στην πρώτη δεκαετία του περασμένου αιώνα, μπαίνει μέσα στον ναό μια μέρα, αντικρίζει, θυμάται και αφηγείται: «Πάνω σε μια ψάθα ήταν ένας νέος άνδρας αξύριστος και μισόγυμνος, δεμένος με αλυσίδες που έφθαναν και σκάλωναν σ’ ένα χονδρό πάσσαλο πλάι στον τοίχο. Μούγκριζε ο τρελός και προσπαθούσε, άδικα, να στριφογυρίσει το κορμί του. Φύγαμε με στεγνό το λαρύγγι μας από τον φόβο. Ακόμα και σήμερα [1964] βλέπω ολοζώντανο στη μνήμη μου τον πρώτο τρελό που είδα στη ζωή μου».
` Οι σαλοί είχαν περασμένο στον λαιμό τους έναν λαιμοδέτη, στον οποίο κατέληγε η αλυσίδα. Αν βρεθείτε στο Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας ή στο Μουσείο Μπενάκη, μπορείτε να περιεργαστείτε μερικούς παρόμοιους οι οποίοι εκτίθενται φερμένοι από τη Μικρά Ασία μετά τη μικρασιατική καταστροφή. Αν σταθμεύσετε στο Μέτσοβο για κοντοσούβλι (προτιμήστε εκείνο της προβατίνας) μπορείτε να δείτε κάποιους παρόμοιους, μαζί με την αλυσίδα τους, προσδεμένη στον εξωνάρθηκα της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου. Στα 1917 ιδρύεται το Άσυλο Φρενοβλαβών, στο τέρμα της οδού Αφροδίτης στον Βαρδάρη, ενώ από τον επόμενο χρόνο οι τρόφιμοι αρχίζουν να μεταφέρονται στις πρωτόγονες εγκαταστάσεις του Λεμπέτ, στη Σταυρούπολη, που είναι διασκευασμένοι στάβλοι των γαλλικών συμμαχικών στρατευμάτων. Όμως ο Άγιος Αντώνιος εξακολουθεί παράλληλα τη λειτουργία του, για πολλά χρόνια. Σε επιστολή της προς τον Δήμαρχο Θεσσαλονίκης στα 1934, μια άμοιρη γυναίκα, κάτοικος στον συνοικισμό της Οσίας Ξένης, εκλιπαρεί: «Λαμβάνω την τιμήν να αναφέρω ότι ο σύζυγός μου πάσχων από μακρού χρόνου εκ συφιλίδος συνεπεία ταύτης έπαθεν προϊούσαν γενικήν παράλυσιν και ούτω κατέστη επικίνδυνος εις την συνοικία μας. Διά ταύτα το Προεδρείον του ημετέρου συνοικισμού εμερίμνησε και μετέφερε τούτον εις την εκκλησίαν του Αγ. Αντωνίου όπου ευρίσκεται δέσμιος. Παρακαλούμεν όπως εγκρίνητε την καταβολήν νοσηλείων και εισαχθή εις ψυχιατρείον, καθ’ όσον τυγχάνω τελείως άπορος μη δυναμένη να εξοικονομήσω και τον επιούσιον ακόμη των τέκνων».
Κάποτε, οι δαιμονισμένοι μετακόμισαν από τον ναό στο Λεμπέτ, και οι κραυγές εγκατέλειψαν τη γειτονιά. Ο ναός γειτόνεψε με έναν κινηματογράφο, μια μασονική στοά, καθαριστήρια ρούχων, φωτοτυπάδικα και μια πολεοδομία. Διαθέτει ένα από τα πιο εράσμια κηπάρια της πόλης με τρία ελαιόδεντρα, μια δάφνη σωστό δέντρο, έξι περιμετρικά κυπαρίσσια (αυτά, σίγουρα πρόλαβαν και τα είδαν οι σαλοί), καθώς και άφθονα νοικοκυρεμένα άνθη. Κήπος-μπιζουδάκι. Τριγύρω, οι φωταγωγοί και τα πίσω μπαλκόνια των πολυκατοικιών, με τα αρμαθιασμένα σκόρδα, την τάβλα του σιδερώματος, τη μεταλλική ντουλάπα με τ’ απορρυπαντικά και τα χειμωνιάτικα παπούτσια. Μέσα του, ο ναός που καταλατρεύω: πεντακάθαρος, συμμαζεμένος, σε μέγεθος νεοϋρκέζικου λοφτ, με τον πλέον παιγνιώδη άμβωνα του πλανήτη (μπορώ να οπτασιαστώ εξαίσιες θεατρικές βραδιές να συμβαίνουν στον εξώστη του), ξύλινη οροφή σε βαλκάνιες αποχρώσεις, και στο δάπεδο η καθαρότερη μοκέτα στην οποία βάδισα και θα βαδίσω ποτέ μου. Απέξω, οι ήχοι της πόλης σε απόσταση χνώτου: ο σκύλος που γαβγίζει στο μπαλκόνι, ο παλιατζής ολαταπαλιαγοράζω, κάτι βραζιλιάνικα από μια τηλεόραση στον δεύτερο απέναντι.
Σκέψεις θολές σαν κρύο πύον πήζουν στο γήινο μυαλό μου: οραματίζομαι μια μικρή καμπίνα στημένη σε μιαν άκρη του προαυλίου, ένας μόνον να χωράει τη φορά, κάτι σαν Μουσειάκι της Τρέλας στην πόλη. Μ’ ένα βίντεο να παίζει εντός του, κι έναν εύχρηστο κομπιούτορα για να βρίσκεις όλα τα χρειαζούμενα data. Μα τι μου συμβαίνει;
| ΣΗΜΕΙΩΣH
Ο δίκλιτος ναός του Αγίου Αντωνίου χρονολογείται στον 18ο αιώνα. Στη βορειοανατολική του γωνία βρίσκεται προσκολλημένο ένα τμήμα ενός τριγωνικού πύργου ο οποίος ανήκε στο ανατολικό τείχος της πόλης. Αυτή η θολωτή κατασκευή του πύργου χρησίμευε ως κελί των φρενοβλαβών. Στο τέμπλο του ναού υπάρχουν ακόμη καρφωμένοι οι επτά χαλκάδες από τους οποίους δένονταν, με αλυσίδα, οι φρενοβλαβείς.
| ΠΗΓΕΣ
Νικ. Α. Σφενδόνης, «Ένα φρενοκομείο της Θεσσαλονίκης κατά τον δέκατον ένατον αιώνα», Μακεδονικόν Ημερολόγιον 1964, Θεσσαλονίκη 1964, 97-100. Όλγα Γκράτζιου, «Κρίκοι φρενοβλαβών από τη Μικρά Ασία. Στο περιθώριο της ιστορίας της ιατρικής και της ιστορίας των μουσείων», Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, 26 (2005), 389-400.
WC of Salonica
Υπολογίζω πως ένας γήινος κατά τη διάρκεια του βίου του αποβάλλει περίπου πεντέμισι τόνους κοπράνων και σαράντα χιλιάδες λίτρα ούρων. Οι υπολογισμοί αυτοί έγιναν με βάση έναν μέσο όρο 75 χρόνων ζωής και με μεικτή δίαιτα δυτικού τύπου, ενώ οι αποβαλλόμενες ποσότητες είναι φυσικό πως ποικίλλουν ανάλογα με τις διατροφικές διαστροφές, τον σωματότυπο, τον ψυχικό υπόκοσμο και τις αναγνωστικές προτιμήσεις του υποκειμένου.
Επίσης, φρονώ πως η ανθρώπινη φυσιολογία ρέπει περισσότερο προς την έκκριση παρά προς την απορρόφηση. Το σώμα είναι κουρντισμένο για να απορρίπτει, να αποβάλλει, να διώχνει, γι’ αυτό και έχει τελειοποιήσει τους ανάλογους μηχανισμούς. Αντίθετα, οι μηχανισμοί πρόσληψης παραμένουν ατελείς, δύσχρηστοι, και σχεδόν προαιρετικοί για μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων οι οποίοι τελούν σε κατάσταση δυσλειτουργίας. Ο δυστυχής, ο ερωτευμένος, ο εμπνευσμένος, μπορεί να ξεχάσει να φάει, να πιει, ν’ ακούσει μουσική, να διαλογιστεί –δηλαδή να εισπνεύσει εντός του τα δεδομένα της πραγματικότητας– μα δεν ξεχνά να ιδρώσει, να αφοδεύσει ή να ξυστεί, δηλαδή να εμπλουτίσει το περιβάλλον με το ενόργανο, ένυλο χνώτο της ύπαρξής του. Η απόρριψη αποτελεί ζωτικότερης σημασίας λειτουργία για τον άνθρωπο παρά η αυτογνωσία, γι’ αυτό και τα εξαρτήματά της λειτουργούν περίφημα. Δείγματος χάριν, ο εγκέφαλος δεν έχει την ικανότητα να αντιλαμβάνεται από ποιο σημείο του λεπτού εντέρου προέρχεται ο πόνος.
Έτσι, οι γενικευμένοι πόνοι μιας γαστρεντερίτιδας εντοπίζονται από τον εγκέφαλο μονάχα στο επίπεδο του ομφαλού, θαρρείς και το σώμα αδιαφορεί να τσεκάρει με ακρίβεια τι συμβαίνει στο εσωτερικό του. Το ίδιο συμβαίνει και με τον σεκλετισμένο. Τα βλέπει όλα μαύρα, του φταίνε όλα. Αντίθετα, η διακριτική ικανότητα αντιλήψεως του εγκεφάλου αυξάνεται όσο προχωρούμε προς τον πρωκτό. Τα αντανακλαστικά τής έπειξης προς αφόδευση εδράζονται στην άνω μοίρα του ορθού και στην κάτω μοίρα του νωτιαίου μυελού, και στέλνουν με ακρίβεια νανοχιλιοστού το συντεταγμένο μήνυμά τους στον εγκέφαλο, πλην παθολογικών εμπλοκών. Όχι μόνο με ακρίβεια, μα και με σήμανση του υπολειπόμενου, για την αφόδευση, χρόνου. Οπότε;
Οπότε μία πόλη πρέπει να διαθέτει σε αφθονία δημόσιες τουαλέτες. Παστρικιές, λειτουργικές, καλόκαρδες. Με φωτοκύτταρα, με δανειστική βιβλιοθήκη, με κιόσκι πούρων, με ενδοεπικοινωνία. Δηλαδή, πρέπει να είναι ελκυστικές, περιζήτητες, γκιουζελίσιμες και, κυρίως, υπαρκτές. Δεν σας έχει προβληματίσει το γεγονός πως δεν έχουμε ούτε μισό στίχο, ούτε μιαν αράδα πεζογραφήματος που να αναφέρονται ή να εκτυλίσσονται σε δημόσιες τουαλέτες; Εάν αποτελούσαν υπαρκτή πτυχή του βίου, τότε σίγουρα η λογοτεχνία θα είχε αναλάβει δράση και θα την είχε κάνει επινοημένη, δηλαδή θα τη μετέτρεπε σε γλώσσα. Έτσι, λογοτεχνία και ζωή βρίσκονται σε κατάσταση επείγοντος, σχεδόν δεν κρατιούνται. Η ίδρυση, με ισχυρό θεσμικό πλαίσιο, δημόσιων τουαλετών στην πόλη οφείλει να υλοποιηθεί πάραυτα. Το δημοτικό συμβούλιο της πόλης ας επισκεφτεί τις αντίστοιχες της αρχαίας Εφέσου ή της ρωμαϊκής Αγοράς της Αθήνας, ας τις τεστάρει ενεργητικά, κι ας τις αντιγράψει στα πάντα. Προσπερνώ, κυριολεκτικά και λεκτικά, τις 4-5 ήδη υπάρχουσες στην πόλη, ως δύσαυλες και ανάξιες λόγου ή δράσης. Guarda, sputa, e passa από μπροστά τους, είναι η συμβουλή μου, αναγνώστη.
Ας είναι καλά οι καφετέριες, τα φαστφουντάδικα και τα φίλια εντευκτήρια για όσους περιπατητές ζορίζονται αίφνης, εκ φύσεως ή εκ παθολογίας. Ακόμη και στην τάχα νεατερντάλεια έναρξη του εικοστού αιώνα, η πόλη διέθετε 7 δημόσιους απόπατους (στις θέσεις Σουλεϊμάν Αγά Τζαμί, Αλατζά Ιμαρέτ, Κούλεα καφενείον, Χαν Βαρδαρίου, Αμτζά βέη, Χαν Καλαμαριάς, Ουζουμσαλίφ), 17 μεγάλα δημόσια ουρητήρια (στις θέσεις Ιπποδρόμιον, Καργί Μεϊντάν, Εσκή Πουμπρούκ, Σαλδελατζελάρ, Καρακάς, Κούλεα καφενείον, Τσικουρχάν, Σούτλα, Μεσσαζερή, Χοϊμούτσου, έναντι τελωνείου, Στρατώνας πεζικού, Γερμανική σχολή, Ισμαήλ Αγά καφενείον, Ντεπό, Αμτζά βέη, Δρόμος Ρεζής) καθώς και ακόμη 40 μονοθέσια. Σύνολο 64 ανακουφιστηρίων, για έναν πληθυσμό μόλις εκατόν πενήντα χιλιάδων ανθρώπων, και μάλιστα πριν διαδοθούν για τα καλά η μπίρα, τα χημικά αρτύματα και τα δρομαία χοτ ντογκ, με τις γνωστές εντεροχλωριδικές συμπεριφορές τους. Μέχρι λοιπόν ν’ αλλάξει κάτι, νηστεία και εγκράτεια.
| ΠΗΓΕΣ Κ. Ν. Κυριαζίδης, Η Θεσσαλονίκη από υγιεινής απόψεως, παράρτημα του Υγιειονομικού Δελτίου του Ιατροσυνεδρίου ΙΙ, Εθνικό Τυπογραφείο, Απρίλιος 1917.