Ρατσισμός: μια διαχρονική “αξία” της Αμερικής
Μια πληγή που δεν κλείνει, αλλά παραμένει...
«Οι ζωές των μαύρων έχουν αξία». Το σύνθημα που διατρανώνεται στις βίαιες διαδηλώσεις που βυθίζουν στο χάος την Αμερική αποδεικνύεται διαχρονικό. Κυριάρχησε στις κινητοποιήσεις κατά των πολιτικών των φυλετικών διακρίσεων και του ρατσισμού το 1960, βρίσκεται και σήμερα στα χείλη χιλιάδων εξοργισμένων Αφροαμερικανών και προοδευτικών λευκών Αμερικανών πολιτών, στις πορείες διαμαρτυρίας για το θάνατο του Τζορτζ Φλόιντ. Μαζί με το «I can΄t breath» που παραπέμπει στις κραυγές αγωνίας του άτυχου Φλόιντ και φέρνει για μία ακόμα φορά στο προσκήνιο τον συστημικό ρατσισμό που μαστίζει την αμερικανική κοινωνία.
Ούτε η Μινεάπολη, με τον προοδευτικό δήμαρχο και τον μαύρο αρχηγό της αστυνομίας, όπου το 20% του πληθυσμού είναι Αφροαμερικανοί, αποτελεί εξαίρεση καθώς στην πόλη αυτή έχουν καταγραφεί σοβαρές περιπτώσεις υπερβολικής αστυνομικής βίας εναντίον μαύρων. Το τελευταίο περιστατικό, με τον τραγικό θάνατο του 46χρονου Τζόρτζ Φλόιντ προστίθεται στο μακρύ κατάλογο φονικής βίας από αστυνομικούς και λευκούς πολίτες, στην πιο ισχυρή χώρα της Δύσης. Αυτό που είναι ξεκάθαρο στις διαδηλώσεις πικρίας στη Μινεάπολη και σε όλη τη χώρα είναι η αίσθηση ότι το κράτος είτε συμμετέχει στη ρατσιστική βία είτε αδυνατεί να αλλάξει ουσιαστικά την κατάσταση. Κι αυτό διατηρήθηκε ως κοινή αίσθηση με τα αλλεπάλληλα περιστατικά αστυνομικής αυθαιρεσίας κατά Αφροαμερικανών και στα χρόνια που τη χώρα διοικούσε ο Αφροαμερικανικής καταγωγής Ομπάμα, ισχύει όμως πολύ περισσότερο σήμερα που ο διχαστικός λόγος του Ντόναλντ Τραμπ προσφέρει άλλοθι στις ακρότητες και την αστυνομική βία.
Στις εθνικά και φυλετικά πολυπολιτισμικές ΗΠΑ, οι λευκοί (με καταγωγή από την Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική και τη Μέση Ανατολή ή τη Βόρεια Αφρική) συγκροτούν την πληθυσμιακή πλειοψηφία σε ποσοστό 72,4% (223.553.265 εκατομμύρια), σύμφωνα με απογραφή του 2010. Οι ισπανόφωνοι Λατίνοι αποτελούν το 15% του πληθυσμού συνθέτοντας έτσι την μεγαλύτερη μειοψηφία του έθνους και οι Αφροαμερικάνοι αποτελούν την μεγαλύτερη φυλετική μειοψηφία με ποσοστό 13%. Παρ’ όλες τις αμφισβητήσεις που παρατηρούνται εξαιτίας θεμάτων όπως η παράνομη μετανάστευση ή τα υψηλά ποσοστά γονιμότητας των “μη-λευκών” πληθυσμών η πλειοψηφία των κατοίκων των ΗΠΑ είναι λευκοί και αγγλόφωνοι αν και υπάρχουν αρκετές τοπικές εξαιρέσεις κυρίως σε περιοχές του Νότου όπου ζει το 55% των Αφροαμερικανών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Washington Post σχετικά με τους πυροβολισμούς εναντίον Αμερικανών, ανά φυλή, οι μαύροι γίνονται θύματα πυροβολισμών είτε σκοτώνονται σε ποσοστό πολύ υψηλότερο από ό,τι οι λευκοί. Επιπλέον Αφροαμερικανοί και Ισπανικής καταγωγής άτομα βρίσκονται αναλογικά σε μεγάλα ποσοστά σε φυλακές των ΗΠΑ ενώ τα παιδιά αφρο-αμερικανικής και ισπανικής καταγωγής που πηγαίνουν σχολείο σε περιοχές όπου κυριαρχούν λευκοί χαρακτηρίζονται ως «άτομα με ειδικές ανάγκες μάθησης» πιο συχνά από ό,τι τα λευκά παιδιά. Αυτό οδηγεί εκατομμύρια παιδιά μειονοτήτων να εξαρτώνται από συνταγογραφούμενα ψυχοτρόπα φάρμακα για να «θεραπεύσουν» την «ψυχική διαταραχή» τους.
Στην εποχή μάλιστα της Covid-19, που περισσότεροι από 1,7 εκατομμύρια Αμερικανοί έχουν μολυνθεί από τον κορονοϊό και πάνω από 103.000 έχουν χάσει τη ζωή τους, τα δεδομένα των Κέντρων Ελέγχου Νόσων υποδεικνύουν ότι οι μαύροι που προσβάλλονται από τον κορονοϊό είναι πιο πιθανό να νοσηλευτούν, ενώ το περιοδικό Wired αναφέρει ότι η οικονομική ανισότητα, η έλλειψη πρόσβασης σε ποιοτική υγειονομική περίθαλψη και τρόφιμα και άλλες διαρθρωτικές ανισότητες, συμβάλλουν στο ότι οι μαύροι πλήττονται δυσανάλογα περισσότερο από την πανδημία.
Αλλά και η ανεργία και η επισιτιστική κρίση, ως αποτέλεσμα του lock down πλήττει περισσότερο τις μειονότητες που αποτελούν και τις οικονομικά ασθενέστερες κοινωνικές ομάδες της Αμερικής. Πάνω 40 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν μείνει χωρίς δουλειά, και χωρίς εγγυημένο εισόδημα για να αγοράσουν τα στοιχειώδη τρόφιμα για τους ίδιους και τις οικογένειές τους, 54 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλη χώρα κινδυνεύουν κυριολεκτικά να πεινάσουν, αν δεν λάβουν ενίσχυση μέσω συσσιτίων ή δελτίων τροφίμων.
Στο νότο, όπου ο οικονομικός αντίκτυπος είναι μεγαλύτερος, η διατροφική ανασφάλεια διαφαίνεται χειρότερη και περισσότεροι από 11 εκατομμύρια άνθρωποι αναμένεται να έρθουν αντιμέτωποι με πρωτοφανή αβεβαιότητα για την τροφή τους σε Λουιζιάνα, Νέο Μεξικό, Τέξας, Τενεσί, Αλαμπάμα, Αρκάνσας και Μισισίπι. Ένα στα τέσσερα παιδιά, περίπου 18 εκατομμύρια, υπολογίζεται πως θα χρειαστούν βοήθεια για να τραφούν εξαιτίας της ιστορικής κρίσης. Η κατάσταση ήταν δεινή ακόμα και πριν το ξέσπασμα της πανδημίας καθώς 37 εκατομμύρια άνθρωποι δεν είχαν εγγυημένη και σταθερή πρόσβαση σε αρκετό φαγητό.
.