Rous ποιες είναι οι “Eξαιρέσεις” σου;
Ο καλλιτέχνης με τον οποίο περάσαμε μαζί μας την εφηβεία, διηγείται στην parallaxi τις ιστορίες πίσω από τα τραγούδια του.
Θυμάμαι πήγαινα Γυμνάσιο όταν κυκλοφόρησαν οι “Εξαιρέσεις” του, που έγιναν και… δικές μας. Το κομμάτι έπαιζε ασταμάτητα παντού, σε σχολικούς χορούς, σε παρέες στα πάρκα, σε αυτοκίνητα. Ήταν το τραγούδι της χρονιάς για εμένα, είναι κάποια κομμάτια που δεν ξεθωριάζουν ποτέ, έτσι κι αυτό. Μπορεί τότε ως έφηβοι να μην κατανοούσαμε πλήρως τους στίχους του, μα σήμερα πιάνω τον εαυτό μου να το αποζητά και να ανατρέχει στο 2010 βάζοντας το τέρμα στα ακουστικά μου. Μετά τις εξαιρέσεις ακολούθησαν κι άλλα τραγούδια του που μου κράτησαν συντροφιά σε όλη την διάρκεια της εφηβείας μου.
Ο Rous, γεννήθηκε στον Πειραιά και μεγάλωσε στην Καλλιθέα. Εκεί πήγαινε και σχολείο. Σπούδασε ηχοληψία και τηλεοπτική παραγωγή. Το πρώτο τον ενδιέφερε πραγματικά και όπως λέει ήταν κάτι που ήθελε και από πιο μικρή ηλικία. Το δεύτερο έκατσε κατά κάποιο τρόπο, δεν μπορεί να πει ότι τον κέρδισε αλλά αποκόμισε σημαντικά πράγματα που τον βοήθησαν στη συνέχεια. Στον ελεύθερο χρόνο του, αν και τελευταία είναι λίγος, καταπιάνεται με διάφορα πράγματα, όπως για παράδειγμα οι ραδιοεπικοινωνίες, η ερασιτεχνική αστρονομία, αν έχει καλό καιρό ψάρεμα. Του αρέσει επίσης να διαβάζει, να βλέπει ταινίες στην τηλεόραση και να πηγαίνει βόλτες σε μέρη που δεν έχει πολύ ή καθόλου κόσμο. Ήρθε σε επαφή με την μουσική στην ηλικία των 7 ετών.
“Είχα στα χέρια μου τις κασέτες των γονιών μου και ένα μικρό κασετόφωνο. Εκείνο που μου φάνηκε συναρπαστικό ήταν ο πλούσιος ήχος που είχαν τα τραγούδια και προσπαθούσα να κατανοήσω με το μικρό μυαλό μου πώς δημιουργούνται αυτοί οι ήχοι, πώς συγκεντρώνονται ο ένας δίπλα στον άλλο και ακούγεται ένα τόσο όμορφο αποτέλεσμα. Προσπαθούσα πάντα να εστιάσω την προσοχή μου σε βάθος, και στο τελευταίο σε ένταση όργανο, παλεύοντας να καταλάβω τι είναι. Ακαριαία θα έλεγα μου δημιουργήθηκε η δίψα να μάθω. Ήταν ένας μαγικός κόσμος για μένα όλο αυτό.”
Την μουσική του την χαρακτηρίζει ως προσωπικό του αποτύπωμα και όπως λέει του έχει επιτρέψει να πει πράγματα που δεν έβρισκε άλλο τρόπο να τα διατυπώσει. Όσον αφορά τα τραγούδια του διαδραματίζονται στα όρια της μυθοπλασίας και της πραγματικής ζωής. Πιστεύει πως ο κάθε άνθρωπος διαθέτει κάτι ανάλογο με το οποίο εκφράζεται.
“Ο ζωγράφος έχει τον καμβά του, ο ποιητής τις λέξεις και το μέτρο, ο φούρναρης το καλό ζυμάρι και πάει λέγοντας. Αν θα μπορούσα να περιγράψω με λέξεις αυτό που κάνω, θα έλεγα πως μοιάζει με ένα παράθυρο στον κόσμο, το οποίο έχει την δική του μοναδική θέα. Καλώ λοιπόν και άλλους να την δούμε παρέα. Πάντα μου άρεσε να λέω ιστορίες μέσα από τα τραγούδια. Μου αρέσει να εικονοποιώ στο μυαλό μου τους ήρωες των τραγουδιών, να τους πλάθω από το μηδέν. Πολλές φορές υπάρχουν ιστορίες που ακούς, κάτι που σου έκανε κλικ. Και αυτό είναι ένα μεγάλο ερέθισμα. Τα πιο βιωματικά τραγούδια είναι μια άλλη ιστορία, διότι εκεί έχεις άλλο σημείο εκκίνησης, άλλο τρόπο φιλτραρίσματος της πληροφορίας, της ίδιας της ιστορίας. Όλα όμως υμνούν τον άνθρωπο και τα πάθη του. Ένα από τα αγαπημένα μου τυχαίνει να είναι βιωματικό και λέγεται “Γκύζη”. Αναφέρω αυτό γιατί πιστεύω πως κατάφερα να περιγράψω με όσο το δυνατόν λιγότερες λέξεις, μια μακρόχρονη περίοδο της ζωής μου, κατά την οποία έμενα στη συγκεκριμένη συνοικία.“
Το τραγούδι που ξεχωρίζει λίγο παραπάνω από όλα τα υπόλοιπα είναι το “Κόκκινο Φως”, είναι ένα τραγούδι που άνοιξε μόνο του τα φτερά του, πήρε τον χρόνο του, μέστωσε και έφτασε στο ακροατήριο όταν ήταν η ώρα, όπως εξηγεί.
“Έχει τύχει να πω αστειευόμενος για το τραγούδι αυτό, πως ό,τι κέρδισε, το κέρδισε με το σπαθί του. Στο “Όλοι χορεύουν με την Κ.” αναφέρομαι στην Κ που ήταν πολύ δοτικός και γενναιόδωρος άνθρωπος, αλλά πάντα στο τέλος έπαιρνε πολύ λίγα από τους άλλους. Φίλους ή εραστές. Έτσι συμβαίνει πολύ συχνά με την αγάπη και τον έρωτα και αυτή είναι μια ιστορία σχετική με αυτό. Για τον στίχο “αφού δεν ξέρω ποιος είμαι δεν ξέρω ποιον αγαπάω“, ένας άνθρωπος που έχει ξεριζωθεί από τον τόπο του, πρέπει να επαναπροσδιορίσει πολλά για τον εαυτό του, δεν ξέρει πώς να αισθανθεί για το μέλλον και σίγουρα δεν ξέρει πού πάει. Ο ήρωας του τραγουδιού μπορεί να είναι από το φεγγάρι, αλλά δεν μπορεί να είναι πια εκεί. Νιώθει ξένος.”
Το τραγούδι του Rous “Λένε” με ένα απλό ρήμα θίγει όλα αυτά που ζούμε καθημερινά επί χρόνια, αναφερόμενος στην χώρα μας ως γαλάζια νύφη.
“Αν ανοίξεις την τηλεόραση είναι αυτό που συμβαίνει. Λένε. Και λένε και λένε. Η γαλάζια νύφη είναι η πατρίδα μας. Όλοι εκείνοι που έχουν βήμα επιδίδονται σε ένα σπορ λέξεων και εντυπωσιασμού για χάρη της εικόνας τους που είναι πολύ σημαντική για εκείνους. Η πολιτική είναι σαν σπορ επίσης. Το σπορ των πλουσίων, των διασήμων, των λέξεων και των εντυπώσεων.”
Όσον αφορά την μουσική του πορεία μέχρι τώρα, ο Rous την αντικρίζει σαν να είναι ένα ταξίδι με όμορφους προορισμούς, κάποιες φορές φωτεινούς, άλλες σκοτεινούς. Είναι ένας δρόμος δύσκολος και όμορφος μαζί. Όταν πήρε την απόφαση να πάει από αυτό τον δρόμο, σκέφτηκε και αποφάσισε τον τρόπο με τον οποίο θα ήθελε να τον περπατήσει. Στο τέλος θα φανεί η διαδρομή. Ελπίζει ότι την κάνει όπως το ονειρεύτηκε μια μέρα. Αυτό για εκείνον θα ήταν πραγματική ευλογία.
“Όσες φορές κι αν έχει περάσει από το μυαλό μου να σταματήσω την μουσική, ξέρω ότι δεν πρόκειται να συμβεί, διότι είναι κάτι που με καλεί πάντα να επιστρέψεις. Και έχοντας το μικρόβιο μέσα σου ξέρεις πως ό,τι και να συμβεί στη ζωή, η μουσική θα είναι εκεί. Δεν θυμάμαι να υπήρξε κάποιος λόγος συγκεκριμένος που να με ώθησε σε αυτή τη σκέψη έστω και φευγαλέα. Περισσότερο πιστεύω πως έχει να κάνει με την επιθυμία να ζήσεις και να βιώσεις πράγματα διαφορετικά, νέα, που δεν ήξερες ούτε καν πως θα σου αρέσουν. Και εκεί λες, γιατί όχι. Οπότε, ποτέ μη λες ποτέ.”
Τις δύσκολες στιγμές ο Ρους δεν τις συγκρατεί, αντ’αυτού οι όμορφες του στιγμές μέχρι σήμερα είναι πολλές χαρακτηριστικά θυμάται την πρώτη φορά που άκουσε τραγούδι του στο ραδιόφωνο.
“Οδηγούσα θυμάμαι και φανταζόμουν τα αόρατα ραδιοκύματα να ταξιδεύουν στον αιθέρα μεταφέροντας τους ήχους μου παντού, με ταχύτητα σχεδόν σαν εκείνη του φωτός. Ένιωσα μια πληρότητα, αλλά και επιθυμία να δώσω ακόμα περισσότερα. Για εμένα, δεν υπάρχει πιο δυνατή στιγμή από εκείνη που γίνεσαι ένα με τον κόσμο. Όταν τραγουδάτε κυριολεκτικά μαζί. Πετυχαίνω stories στο instagram από τέτοιες στιγμές και βλέπω στο πρόσωπό μου μια ευδαιμονία, μια ευχαρίστηση. Ενώ είσαι μόνος επάνω στη σκηνή, στην ουσία δεν είσαι. Το καλοκαίρι στην Θεσσαλονίκη στο Θέατρο Κήπου, ήταν μια από αυτές τις στιγμές.”
Ξεκαθαρίζει πως υπάρχει και μεγάλη απόσταση από το να το δηλώσεις καλλιτέχνης μέχρι να είσαι, και αυτό διότι το να είσαι καλλιτέχνης είναι τρόπος ζωής, τρόπος οπτικής των πραγμάτων. Είναι μια διαρκής μάθηση, μια αναζήτηση χωρίς τέλος, για τον Ρους, ο τίτλος του καλλιτέχνη είναι μία κατάκτηση. “Και όπως σε πολλά πράγματα στη ζωή, έτσι και στην τέχνη, εκείνο που αναζητάς είναι η πραγμάτωση των ιδανικών μέσα από την δημιουργία. Άρα θα έλεγα με ασφάλεια πρώτον, πως στην Ελλάδα είναι εύκολο να το δηλώσεις, αλλά δύσκολο να είσαι και να κατανοηθεί από το σύνολο της κοινωνίας. Δεύτερον υπάρχει και η αδυσώπητη πραγματικότητα την οποία η τέχνη μέσα στα χρόνια την έχει δαμάσει μεν, αλλά έχει αφήσει τα σημάδια της αναπόφευκτα στις ζωές των καλλιτεχνών. Είναι δύσκολο λοιπόν να είσαι καλλιτέχνης στην Ελλάδα, και εύκολο να δηλώνεις αυτό. Ο κλάδος στη χώρα μας βρίσκεται σε δυσχερή θέση στην covid εποχή, και αυτό από μόνο του μπορεί να εξηγήσει πολλά.”
Kατά την διάρκεια της πανδημίας ολόκληρος ο κλάδος του θεάματος έχει πληγεί σημαντικά, από τους καλλιτέχνες μέχρι και τους τεχνικούς. Κάθε κίνημα όπως το Support Art Worker, εφόσον μπορεί να έχει απήχηση, συμβάλλει στο να ακουστεί η φωνή του κλάδου.
“Tο κράτος υποστήριξε με σαφή καθυστέρηση τον καλλιτεχνικό κλάδο, υποστηρίζοντας πως το έκανε στα πλαίσια των οριζόντιων μέτρων που έλαβε αρχικά. Αυτό ήταν αλήθεια από μία όψη, από την άλλη όμως ήταν η μισή. Και αυτό επειδή, εκείνοι που στηρίχθηκαν ήταν όσοι είχαν ανοιχτά βιβλία και οι ελάχιστοι που είχαν συμβάσεις εργασίας σε ισχύ. Μετά υπήρξε η πρόφαση ότι το τοπίο του χώρου είναι θολό και ότι κινείται στα όρια του μαύρου χρήματος, και ως εκ τούτου έπρεπε να ακολουθήσει η δημιουργία του μητρώου καλλιτεχνών μέσα από πολλά λειτουργικά προβλήματα και με τα έξοδα εν τω μεταξύ να τρέχουν.
Σε σχέση με την υπόλοιπη κοινωνία, ο καλλιτεχνικός κλάδος, για να δει ουσιαστική βοήθεια έπρεπε να περιμένει πολλούς περισσότερους μήνες από όλους. Αφέθηκε λοιπόν κατά κάποιο τρόπο σε δεύτερη μοίρα. Δεν μπορείς να λες σε έναν ελεύθερο επαγγελματία της τέχνης πχ. ότι κινείται στις παρυφές του μαύρου χρήματος όταν το μέτρο του φόρου επιτηδεύματος που πάρθηκε το 2011 και χαρακτηρίστηκε ως προσωρινό, υπάρχει ακόμα εν έτει 2022. Μια δεκαετία τώρα όσοι ελεύθεροι επαγγελματίες έχουν απομείνει, έχουν γονατίσει αν δεν έχουν κλείσει ακόμα τα βιβλία τους. Και μετά σου φαίνεται παράξενο που κινείται μαύρο χρήμα. Είναι παράλογο. Δεν λέω ότι είναι καλό να κινείται μαύρο χρήμα. Λέω ότι υπήρξε υποκρισία από τη μεριά του κράτους όταν οι οικογένειες καλλιτεχνών ζούσαν με δανεικά για μήνες.”
O στίχος που τον καθορίζει είναι από το τραγούδι “Κλικ” που λέει: “…να κάτσουν στις ταράτσες σε καρέκλες, και στα τεντωμένα σύρματα τους, που απλώνουν τα λευκά, σε μια παράδοση άνευ όρων.”
“Μου αρέσει αυτός ο στίχος γιατί η λέξη παράδοση, απέδωσε δύο νοήματα. Και σε αυτές τις γραμμές, υπάρχει η σημερινή πραγματικότητα, αλλά και ο παλιός καιρός που χάθηκε, και μαζί του χάνεται και κάτι από μέσα μας, ένα κομμάτι της ψυχής μας για πάντα. Υπάρχουν πολλοί καλλιτέχνες που θα ήθελα να συνεργαστώ, αλλά δεν ονοματίζω ποτέ, γιατί δεν θέλω να φανεί ότι προσπαθώ να το προκαλέσω. Στην τέχνη δεν πρέπει να πιέζουμε τίποτα, για όλα έρχεται ο καιρός όταν μεστώνουν, και αν δεν έρθει ποτέ σημαίνει ότι δεν ήταν για να γίνει.”
Οι “Εξαιρέσεις” είναι το τραγούδι με το οποίο όλοι εμείς γνωρίσαμε τον Rous, έχει ιδιαίτερη αδυναμία σε αυτό και το απολαμβάνει μέχρι σήμερα επί σκηνής.
“Το έγραψα σε ένα απόγευμα, σε ένα δωμάτιο στου Γκύζη, στο κέντρο της Αθήνας. Δεν μπορούσα να ορίσω την επιτυχία του όταν ακούστηκε στο ραδιόφωνο. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα που δεν ήμουν σε θέση να δρομολογήσω καμία κατάσταση, παρά να τρέχω από πίσω. Ναι, ήταν μεγάλη επιτυχία, που μου δίδαξε πολλά. Για εμένα είναι πάντα εκείνο το τραγούδι που γεννήθηκε σε εκείνο το δωμάτιο. Με τα χρόνια τα τραγούδια έχουν την μαγική ιδιότητα να αλλάζουν μορφή μαζί με το ακροατήριο τους. Για εμένα θα είναι πάντα εκείνο το τραγούδι που έγραψα εκείνο το απόγευμα, που το έβαλα σε στικάκι και το έβγαλα από το σπίτι. Το μοίρασα σε γνωστούς και φίλους. Όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, εκείνο επέστρεψε και ακούστηκε ξανά στο σπίτι μέσα από τα ραδιοφωνικά κύματα, όντας πλέον χιτ. Τώρα για το μέλλον θα ήθελα να μεγαλώσω δύο καλά παιδιά, και μέσα μου ντουζίνες τραγούδια.”
*Ο Rous θα δώσει ένα live στο Καφωδείο την Παρασκευή 17 Δεκέμβριου.