Σαν να είναι δικοί μου
Ένα σχόλιο για τη φωτογραφία που μας έκανε να λυγίσουμε.
Και στην τελική να σου πω κάτι ρε φίλε, αν κάτι με κάνει να αισθάνομαι ακόμα καλά, να κρατιέμαι, να προχωράω, αν κάτι με κρατάει ακόμα ικανό και με διάθεση να δέχομαι τα ερεθίσματα και τα συναισθήματα που φυλάει η ζωή για τον καθένα μας, απ’ τη χαρά μέχρι την απόγνωση, να κοιμάμαι νιώθοντας εντάξει και να ξυπνάω νιώθοντας ζωντανός είναι οι μεγάλοι άνθρωποι.
Τα διπλωμένα από την κούραση χέρια τους, ο χελωνιασμένος λαιμός τους, τα μελανιασμένα πόδια των γιαγιάδων και τα μέχρι τη μέση του ποδιού γεροντίστικα καλσόν. Τα αργά, σχεδόν συρτά, βήματα των παππούδων και οι μασέλες τους στο ποτήρι το βράδυ. Το κουτί με τα χάπια τους και οι πλάστες για να ανοίγουν τα φύλλο ακόμα και σε αυτή την ηλικία. Οι χτένες και οι νυχοκόπτες τους. Οι συνήθως κωμικοί και ενίοτε τρυφεροί καυγάδες τους, μερικές φορές ένας συνδυασμός των δυο. Το γέλιο έχει αγάπη κι αντίστροφα. Η βαρηκοΐα τους και η καθαρότητα στο βλέμμα, όταν κοιτάνε τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Η βαζελίνη και οι καραμέλες ούζου στο πιατάκι. Το να σε παίρνουν από το χέρι μέχρι το ψιλικατζίδικο για ΚΟΥΚΟΥ-ΡΟΥΚΟΥ και να σου δίνουν στα κρυφά υπό άκρα μυστικότητα ένα εικοσάρικο. Τα λάθη τους και οι πιέσεις τους που έσβηναν και συγχωρούνταν, καθώς βαφτίζονταν για δεύτερη φορά μέσα στο άσπρο χρώμα του μαλλιού τους.
Μ’ αρέσει των ανθρώπων που αγαπώ να γνωρίζω τους παππούδες. Βλέπω πράγματι γιατί τους αγάπησα, γιατί με αγγίζουν. Βλέπω το πώς περνά το κρύσταλλο της μεγάλης τους εκδοχής σε αυτούς και πόσο ανίκητο στο χρόνο και τις γενιές είναι το καλό. Πόσο χρυσάφι κουβαλάνε οι άνθρωποι οι μεγάλοι που καμαρώνουν τους μικρούς και οι μικροί που μόνο χαρά επιθυμούν να προσφέρουν στους μεγάλους.
Έχουν κάτι οι ρυτίδες στα πρόσωπα, το αργό στις κινήσεις (;) των ηλικιωμένων που με κάνουν να τους ταυτίζω με το καλό. Και εξαιτίας των πολλών ποδιών παππούδων και γιαγιάδων που με ταχτάρισαν ένα πράγμα κατάφερε να με καθορίζει ασυναίσθητα και να το έχω άξονα. Να μην μπορώ, να μην αντέχω να παθαίνουν το κακό οι καλοί άνθρωποι. Σαν να με πνίγει η ανημποριά να μην είμαι εκεί να το πάρω πίσω, να το αποτρέψω, να το περιορίσω.
Και γι’ αυτό σου λέω ρε φίλε με κλειστά μάτια, που δυστυχώς δεν έχω και βλέπω όσα γίνονται, εγώ θα είμαι με αυτούς τους δυο ανθρώπους και το σκυλάκι τους και την αγάπη που συνδέει και τους τρεις τους. Με το τριπλό καλό. Από θέση αρχής. Γι’ αυτό και η οργή μου, γι’ αυτό και λυγίζω κάθε μέρα στην τηλεόραση, γι’ αυτό και ξυπνάω τα βράδια. Γιατί το κακό πάει στο καλό. Και δεν με νοιάζει τίποτα άλλο.
Και είναι και κάποιοι που μέσα σε αυτόν πύρινο εφιάλτη, που μόνο με την ψυχή τον νιώθεις, είχαν την κάψα να αυτοδιαφημιστούν, να γράψουν για το πόσο καλά ξέρουν το νόμο και ότι μια διάταξη θα προστατεύσει μελλοντικά το καμένο δάσος, ενώ εδώ καλά-καλά δεν το προστάτεψαν άνθρωποι επιφορτισμένοι να το κάνουν, εδώ άνθρωποι πήραν εισιτήριο από ανθρώπους που έβλεπαν εν πλω το σπίτι τους να καίγεται και αυτοί επέμεναν πως δεν είναι η ώρα να οργιζόμαστε και ούτε να ισοπεδώνουμε τον πολιτικό διάλογο.
Και θα έρθουν πάλι με την αλαζονεία τους να εξάγουν ανώτερα κοινωνιολογικά συμπεράσματα για την ομοιότητα των οργισμένων της μιας και της άλλης πλευράς, ότι δηλαδή εμείς που φορτιζόμαστε, λυγίζουμε και βρίζουμε είμαστε ίδιοι με αυτούς που τραμπουκίζουν δημοσιογράφους και βρίσκουν άλλοθι στην κλιματική αλλαγή, την οποία μέχρι σήμερα χλεύαζαν, όπως θα κάνουν κι από αύριο, κι αυτοί θα διεκδικήσουν τη θέση του υπερβατικού σοφού. Γιατί αυτό που τους ενόχλησε είναι που ντεμέκ δεν ξέρουμε τις τεχνικές προϋποθέσεις που απαιτεί η εγκατάσταση της ανεμογεννήτριες και ότι με τα ψέματα που δήθεν διαδίδουμε δεν θα έρθει η αναβάθμιση του πολιτικού επιπέδου, αυτού που λένε πως θα σώσει και θα αλλάξει τα πάντα και πως τελικά εμείς θα φταίμε που θα συνεχίσουμε να ζούμε το ίδιο πράγμα.
Και δεν είναι που με ενδιαφέρει η ιδέα καθεαυτή, αλλά το ότι η χρονική συγκυρία και η επιλογή αυτής της τοποθέτησης αποβλέπουν στο ξέπλυμα. Στο να μετριάσουν τα βέλη που πρέπει να φάνε αυτοί που είναι τα φάνε.
Δεν ξέρω ίσως να είναι και ο δικός τους τρόπος να μην τα χάσουν, να ασχολούνται με ζητήματα τέτοια, ενώ καίγεται ο κόσμος και η κυβερνητική διαχείριση γύμνωσε τη χώρα από το πράσινο φόρεμά της. Μια τέτοια ενασχόληση, όμως, αυτές τις μέρες θα σήμαινε πως τα είχαν ήδη χαμένα.
Γι’ αυτό ας μην κολλάω, ας μην κολλάμε στην ανάλυση και τις ιδέες τους, εγώ θα είμαι με τους παππούδες και τις γιαγιάδες, σαν να ήταν δικοί μου και δικές μου.
Για τη φωτογραφία του Κώστα Τσιρώνη (ΑΠΕ-ΜΠΕ) που με διέλυσε.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ