Featured

Σημαία-κοντάρι 10 ευρώ

Ο εορταστικός αέρας της πόλης είναι αλλιώτικος, φυσάει, όμως, πάντα προς τη σωστή κατεύθυνση;

Χρήστος Ωραιόπουλος
σημαία-κοντάρι-10-ευρώ-836151
Χρήστος Ωραιόπουλος

Κατεβαίνει να πετάξει τα σκουπίδια, ακούει ήχους κάτι μεταξύ παλιατζή και μανάβη. Δεν είναι όμως. Η προσοχή του συνεπώς τραβιέται, άλλωστε με τις προμήθειες φρούτων και λαχανικών μεριμνά η κυρία του σπιτιού, που ξέρει να διαλέγει σε αντίθεση με αυτόν. Παλιά πράγματα δεν έχουν στο σπίτι ή είναι όλα μάλλον ή ποτέ δεν θα παραδεχθούν πως ένα αντικείμενο που πορεύτηκε μαζί τους, πάλιωσε. Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε παραδοχή ότι και οι ίδιοι αυτοτελώς, αλλά κι ως ζευγάρι παλιώσανε.

Κατεβαίνω να πετάξω τα σκουπίδια. Σε όλη την πόλη υπάρχει ένας διαφορετικός αέρας. Ο πρόσκαιρος εορταστικός. Κλειστά σχολεία, του Αγίου Ανάμεσα που λέμε. Τα ταξί σταματάνε και παίρνουν μανάδες με τα μικρά τους παιδιά, για να πάνε για καφέ και πορτοκαλάδα, να φέρουν βόλτα τα παιχνιδάδικα. Τέτοιες μέρες μου παίρνανε κι εμένα φιγούρες, μινιατούρες, playmobil, μετά τη μαθητική παρέλαση που όλο και κάποιο συγγενικό πρόσωπο ”καμαρώναμε”. Ευτυχώς η μαθητική παρέλαση φέτος ακυρώθηκε με τη Θεσσαλονίκη να βράζει από κρούσματα θα ήταν εφιαλτικό σενάριο, μαθητές από διαφορετικά σχολεία και περιοχές της πόλης να συγκεντρωθούν στο κέντρο. Δυστυχώς ο λόγος είναι πολύ δυσάρεστος και οδυνηρός, το εθνικό πένθος για τη μαχήτρια και νικήτρια κα. Φώφη Γεννηματά.

Νιώθεις την πόλη να κάνει το διάλειμμά της. Από τα σπίτια δεν βγαίνουν τόσες μυρωδιές, όπως την προηγούμενη βδομάδα και κάθε μέρα. Δεν μαγειρεύουν αυτό το τριήμερο. Μάλλον έχουν φύγει για κάπου, μάλλον θα φάνε έξω, όλο και κάποιον θα έχουν να γιορτάζει. Το αισθάνεσαι αυτό, από τα σημαιάκια στις εκκλησίες από την κίνηση των δρόμων προς το κέντρο, από την έστω και μικρή χαλάρωση των ανθρώπων και των οδηγών, που σε αφήνουν να περάσεις χωρίς να ακολουθήσει βρισίδι ή νεύρα.

Κατεβαίνουν τα πρωινά στις γειτονιές τους οι μεγαλύτεροι άνθρωποι που ενώ μένουν δίπλα δεν συνηθίζουν να συναντιούνται έξω στα παγκάκια να τα πούνε, όμως αυτές τις μέρες σαν να επανακτούν και επανακατακτούν την αίσθηση της γειτονιάς τους. Ότι εδώ πέρασαν τη μισή ζωή τους και, μαζί. Ακόμα και οι ”παλαιάς κοπής” άνδρες αφήνουν το καφενείο και με μιαν άλλη ενέργεια, με έναν άλλο αέρα παίρνουν τους δρόμους πιο γεμάτοι, θαρρείς, πιο ανθρώπινοι, συγκινημένοι κι ευσυγκίνητοι. Μετά από όλα αυτά πάλι θα σκεφτόμαστε τι γίνεται όταν γυρνάνε σπίτι και κλείνει η πόρτα και καλώς θα κάνουμε.

Έλεγα πιο πάνω για τα αυτοκίνητα, τα λιγότερα νεύρα, τη σαλονικιώτικη χαλαρότητα, που μόνο κάποιες μέρες υπάρχει, άσχετα με το μύθο. Εκεί λίγο κάτω από τον κάδο σκουπιδιών ακούω κι εγώ τον κινούμενο ντελάλη. Σαν να μην ξέρει να οδηγάει, πάει αργά, μια δεξιά και μια αριστερά. Πάνω στην Παπάφη, ακριβώς όπως σχηματίζεται η κίνηση του σκουληκιού. Θα μπορούσε να είναι πλαγιότιτλος. Μια στο δρόμο και μια προς το πεζοδρόμιο, σαν ταξιτζής που πλησιάζει τον πεζό για να ρωτήσει πού πάει ψάχνοντας να τσιμπήσει κάποιον, που θα τον κάνει να σταματήσει.

Σημαία-κοντάρι δέκα ευρώ. Ακούγεται στην Τούμπα. Δεν ξέρω κάτι έχουν τα TOYOTA που κουβαλούν ένα φορτίο, μια εικόνα που εύκολα δημιουργεί άλλες εικόνες, σκέψεις, νοηματοδοτείται από τον περαστικό. Στέκομαι και το κοιτάζω να παρελαύνει ως το πιο εθνικά στολισμένο άρμα.

Ο κύριος που κατέβηκε για τα σκουπίδια πλησιάζει το άρμα, ενώ αυτό κόβει την ήδη κομμένη του ταχύτητα και βγάζει το πορτοφόλι από την τσέπη του, αν και θα στοιχημάτιζα ότι θα είχε ήδη βγάλει σημαία από την προηγούμενη βδομάδα ή πως θα την είχε μόνιμα στο μπαλκόνι. Το άρμα που πάει σαν σκουλήκι σταματάει και αμέσως ανοίγει η πόρτα και ο οδηγός-πωλητής σημαιών κατεβαίνει. Ακούω λέει και δέχεται παραγγελία για μια σημαία με κοντάρι στην τιμή των δέκα ευρώ. Ο κύριος που πριν λίγο πετούσε τα σκουπίδια, βγάζει το δεκάρικο λέγοντας ε να βάλουμε μια σημαία γιατί πλέον λίγες είναι στα μπαλκόνια. Τα ξεχάσαμε αυτά. Ο πωλητής και τώρα εισπράττων αναστατώνεται και σε δυνατό τόνο φωνής λέει. ”Ε πώς να είναι πολλές, αφού γεμίσαμε ξένους Αλβανούς, ποιος να τη βγάλει τη σημαία”. Δεν είναι λίγες οι σημαίες, εμείς έχουμε μείνει λίγοι κι επαναλαμβάνει διαρκώς με ποιους ”γεμίσαμε”.

Ο οδηγός-πωλητής-εισπράξας βγάζει το σύντομο λογύδριό του, βάζει τα χρήματα στην τσέπη έχοντας πουλήσει μια ακόμη σημαία. Μπαίνει στο αμάξι και συνεχίζει το κερδοφόρο ζιγκ-ζαγκ του. Όταν γυρίσει στο σπίτι θα μετρήσει τα φράγκα, λίγα/πολλά δεν ξέρω, που στην τελική εντάξει μεροκαματιάρης θα είναι, που άρπαξε και βλέποντας το δελτίο των 8 θα λέει ότι όλοι είναι προδότες, ξεχνούν την πατρίδα, μας γεμίζουν με αλλοδαπούς, αλλοιώνουν τον πολιτισμό, είναι λαϊκιστές, τι έρχονται στην πατριωτική μας γιορτή, αφού δεν πιστεύουν στην πατρίδα, ξεπούλησαν το Έθνος.

Αυτός, βέβαια, μπορεί να έχει ξεπουλήσει τις σημαίες. Κάτι που θεωρεί εθνικό σύμβολο και δήθεν σημαντικό για τα μπαλκόνια του εξασφάλισε κάποια χρήματα περιστασιακά, άρα και έξτρα. Το λες και εθνικό επίδομα. Αυτός δεν ξεπουλά, δηλαδή το έθνος, που τόσο πολύ πιστεύει και πως από άλλους αλλοιώνεται. Κι από ποιους αλλοιώνεται ακριβώς, από τους ανθρώπους που είναι υπάλληλοι στα συνεργεία που επισκευάζουν το άρμα του για να γυρνάει με τις σημαίες και να κόβει χρήμα; Από τα παιδιά που θα κάθονται στο ίδιο θρανίο με τα δικά του;

Αν ήθελε να μην αλλοιώνεται το ”έθνος” να τις μοίραζε δωρεάν ή ακόμα καλύτερα να αναθεωρούσε εντελώς όσα είχε στο μυαλό του για το τι είναι έθνος, τι είναι Ελλάδα και κυρίως λαός. Τρώει, αφοδεύει, ξαναμασουλάει εθνικό σανό και σαν να μην έφτανε η επιχειρηματική του ευρηματικότητα θέλει να τοποθετείται πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά, πιστεύοντας πως θα σώσει το έθνος. Αν σωθεί το έθνος θα σωθεί και η τσέπη του. Λογικό.

Η εθνική αγάπη, η εθνική υποκρισία των φανατικών εραστών της πατρίδας. Δεν δικαιούται θα μου πεις, με τόση αφοσίωση να βγάλει και το κατιτίς. Ή και ο κύριος που αγόρασε από ”αγάπη” με δέκα ευρώ σημαία κοντάρι τι να γινόταν δηλαδή να τον κακολογούσαν οι διπλανοί ότι δεν έβαλε σημαία στο μπαλκόνι, άκουσον-άκουσον, να τον εμπερδεύανε με κάναν ”Αλβανό”.

Κάποιοι βέβαια δεν θέλουν και πολύ για να το παρακάνουν

Πράγματι διαφορετικός αέρας. Επιμένω στις μαμάδες με τα παιδάκια τους που σταματούνε τα ταξί, να βγούνε μαζί στο κέντρο, να τους δώσουν χαρά μετά από το δύσκολο διάστημα που περάσανε. Στον άλλο μας αέρα τώρα τον πολιτικό εθνικό, πράγματι κι αυτός διαφορετικός, κάθε χρόνο επιμένει και μυρίζει όλο και χειρότερα, φυσώντας προς μια εντελώς λάθος κατεύθυνση που σε αντίθεση με το Βαρδάρη δεν καθαρίζει ποτέ την ατμόσφαιρα.

Δείτε επίσης:

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα