Η σιωπηλή, εμβολιασμένη, ανυπόμονη πλειοψηφία

Με την υπομονή απέναντι στην πανδημία να αρχίσει να εξαντλείται, οι πολιτικοί ηγέτες επιλέγουν μια νέα στρατηγική. Πόσο αποτελεσματική είναι όμως;

Ραφαήλ Γκαϊδατζής
η-σιωπηλή-εμβολιασμένη-ανυπόμονη-πλε-872283
Ραφαήλ Γκαϊδατζής

Οι πολιτικοί σπάνια επιδιώκουν να εξοργίσουν τους ψηφοφόρους τους, πολύ λιγότερο να παραδεχτούν ότι το κάνουν. Έτσι, όταν ο Γάλλος πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, εξέφρασε την επιθυμία του να «εκνευρίσει» τους μη εμβολιασμένους κατά της covid, πολίτες της χώρας του, οι παρατηρητές και κάποιοι εκ των αντιπάλων του εμφανίστηκαν τρομοκρατημένοι και μπερδεμένοι. Ο Μακρόν θα επανεκλεγεί τον Απρίλιο και το ένα τέταρτο της χώρας παραμένει ανεμβολίαστο.

Αυτό που έμοιαζε με επικίνδυνη κίνηση για τον Μακρόν θα μπορούσε να αποδειχθεί μια έξυπνη πολιτική κίνηση. Στη Γαλλία και σε άλλες δημοκρατικές χώρες σε όλο τον κόσμο οι μη εμβολιασμένοι αποτελούν ένα σχετικά μικρό τμήμα του πληθυσμού. Ο Μακρόν και οι ομόλογοι του έχουν υπολογίσει ότι η καταδίκη της ομάδας αυτής θα μπορούσε να είναι πιο αποτελεσματική από την υποτίμηση της. Ακόμα και παγκόσμιου φήμης προσωπικότητες όπως ο σταρ του τένις Νόβακ Τζόκοβιτς, που επειδή ήταν ανεμβολίαστος έχασε την δυνατότητα να υπερασπιστεί τον τίτλο του στο Αυστραλιανό Όπεν, έχουν μπει στο στόχαστρο της οργής των πολιτικών. Ακολουθώντας μια πιο σκληρή γραμμή για τους μη εμβολιασμένους, ο Μακρόν και άλλοι δημοκρατικοί εκλεγμένοι ηγέτες που φέτος θα πάρουν μέρος σε εκλογικές μάχες, μπορούν να φλερτάρουν με μια δυναμική, νέα βάση ψηφοφόρων: την εμβολιασμένη και όλο πιο ανυπόμονη, πλειοψηφία.

Παρά την προσοχή που έχει δοθεί στην αυξανόμενη πολιτική ρήξη μεταξύ των εμβολιασμένων και μη, ο εμβολιασμός είναι εξαιρετικά δημοφιλής σε χώρες όπου τα εμβόλια είναι ευρέως διαθέσιμα. Χώρες όπως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Ισπανία, ο Καναδάς έχουν υψηλά ποσοστά εμβολιασμού (94%, 81%, 79% αντίστοιχα), χωρίς να υπάρχουν αποφάσεις για υποχρεωτικούς εμβολιασμούς.

Για να το δούμε και από μια άλλη σκοπιά. Περισσότεροι Βρετανοί έχουν εμβολιαστεί (47 εκατομμύρια) από όσους παρακολούθησαν τον τελικό του Euro 2020 μεταξύ Αγγλίας και Ιταλίας (31 εκατομμύρια). Στις ΗΠΑ ο εμβολιασμός είναι πιο συνηθισμένος από το να πίνεις καφέ, να έχεις τηλεόραση ή να βλέπεις το Super Bowl.

Είναι λογικό ότι οι πολιτικοί θα προσπαθήσουν να χρησιμοποιήσουν αυτό το δημοφιλές ζήτημα προς το πολιτικό τους όφελος. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στο γαλλικό πλαίσιο όπου υπολογίζεται ότι μόνο 5 εκατομμύρια άτομα ηλικίας άνω των 12 ετών δεν έχουν λάβει ακόμα μια δόση. Με την πρόσφατη θέσπιση νέων κανόνων που περιορίζουν την πρόσβαση σε εστιατόρια, μέσα μεταφοράς και άλλους δημόσιους χώρους σε όσους παραμένουν ανεμβολίαστοι, η γαλλική κυβέρνηση προσπαθεί να τους ενθαρρύνει να εμβολιαστούν. Όπως το έθεσε ο Μακρόν, η κυβέρνηση του θέλει να κάνει τους ανεμβολίαστους να αισθανθούν τόσο «άβολα» σε σημείο που αυτό θα τους «εξοργίσει». Μέχρι πρόσφατα οι μη εμβολιασμένοι Γάλλοι εξακολουθούσαν να έχουν πρόσβαση σε δημόσιους χώρους, εφόσον επιδείκνυαν αρνητικό τεστ.

Η υπομονή για τους μη εμβολιασμένους στη Γαλλία μειώνεται. Ο σχεδόν μισός πληθυσμός πιστεύει ότι οι ανεμβολίαστοι θα πρέπει να πληρώσουν μόνοι τους τα νοσήλεια στα νοσοκομεία. Τα δύο τρίτα υποστηρίζουν την επίδειξη πάσου εμβολιασμού για την πρόσβαση σε δημόσιους χώρους. Πολλοί Γάλλοι θεωρούσαν τον εμβολιασμό ως εισιτήριο προς μια κανονικότητα το καλοκαίρι. Με την Όμικρον να εξαπλώνεται και τις ΜΕΘ να γεμίζουν από ανεμβολίαστους, οι εμβολιασμένοι αναρωτιούνται γιατί πρέπει να αντιμετωπίζουν τους ίδιους περιορισμούς με εκείνους που δεν προχώρησαν ακόμα στον εμβολιασμό τους. Σε αυτή τη λογική στηρίχτηκε και η απόφαση της αυστριακής κυβέρνησης που επέβαλε περιορισμούς μόνο στα 2 εκατομμύρια μη εμβολιασμένα άτομα της χώρας, πολιτική την οποία ακολούθησαν στη συνέχεια και άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Βάζοντας στο στόχαστρο τους ανεμβολίαστους, ο Μακρόν τοποθετείται ως σύμμαχος της εμβολιασμένης πλειοψηφίας. Επίσης, φέρνει τους πολιτικούς του αντιπάλους στη δυσάρεστη θέση να πρέπει να υποστηρίξουν τους μη εμβολιασμένους.

Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Ιταλός πρωθυπουργός Μάριο Ντράγκι. «Τα περισσότερα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα εξαρτώνται από το γεγονός ότι υπάρχουν μη εμβολιασμένοι». Σε αντίθεση με τον Μακρόν, ο Ντράγκι δεν διεκδικεί επανεκλογή. Αλλά και να συνέβαινε κάτι τέτοιο, η πλειοψηφία των Ιταλών εμφανίζεται υπέρ των πάσων εμβολιασμού. Η πρόσφατη απόφαση της ιταλικής κυβέρνησης να επιβάλλει πρόστιμα σε ανεμβολίαστους άνω των 50 ετών, επίσης απολαμβάνει ευρείας υποστήριξης.

Το πιο τρανταχτό παράδειγμα της παραπάνω πολιτικής στρατηγικής μπορεί να το δει κανείς με τα όσα συνέβησαν στην Αυστραλία η οποία έδωσε τέλος στην δικαστική αντιπαράθεση των τελευταίων ημερών με τον Τζόκοβιτς ο οποίος απελάθηκε. Ο Σέρβος τενίστας είχε πάει στη χώρα για να υπερασπιστεί τον τίτλο του στο Australian Open. Το κοινό της Αυστραλίας που έχει υποστεί μερικά από τα σκληρότερα περιοριστικά μέτρα σε όλο τον κόσμο, αντιτάχθηκε ευρέως στο να επιτραπεί στον Τζόκοβιτς να λάβει μέρος στη διοργάνωση, επειδή απλώς είναι ένας εκ των κορυφαίων τενιστών. Ο πρωθυπουργός της Αυστραλίας, Σκοτ Μόρισον, ίσως ένιωσε ότι βρέθηκε μια ευκαιρία να ενισχύσει την συρρίκνωση της δημοτικότητας του κόμματος του ενόψει των εκλογών και επικαλέστηκε την εξουσία του για να ακυρώσει την βίζα του Τζόκοβιτς με το σκεπτικό ότι «κανείς δεν είναι υπεράνω των κανόνων».

Το δημόσιο αίσθημα ήταν υπέρ του Μόρισον για το ζήτημα αυτό. Πρόσφατη δημοσκόπηση έδειξε ότι το 71% των Αυστραλών πίστευε ότι δεν έπρεπε να επιτραπεί στον Τζόκοβιτς να παραμείνει στη χώρα και να αγωνιστεί. Ο Ομοσπονδιακός δικαστής αποφάσισε την περασμένη εβδομάδα ότι ο τενίστας έπρεπε να αποφυλακιστεί και να αποκατασταθεί το ζήτημα με τη βίζα του. Αυτό τελικά δεν εμπόδισε την κυβέρνηση Μόρισον να ακυρώσει τη βίζα του Τζόκοβιτς για δεύτερη φορά για λόγους «υγείας και τάξης» υποστηρίζοντας ότι κάτι τέτοιο ήταν προς το δημόσιο συμφέρον.

Η ακύρωση της βίζας του Τζόκοβιτς ήταν επίσης προς το πολιτικό συμφέρον της κυβέρνησης. Αν και η απέλαση του τενίστα ήταν ικανή να προκαλέσει διπλωματικό επεισόδιο με τη Σερβία, η κυβέρνηση της οποίας επέκρινε την μεταχείριση της Αυστραλίας προς το μεγαλύτερο αθλητικό αστέρα της χώρας των Βαλκανίων. Φυσικά και η Αυστραλία δεν επιθυμεί την διπλωματική απομόνωση με τη Σερβία, αλλά το να δοθεί εξαίρεση στον Τζόκοβιτς σε μια χώρα που το 92% είναι εμβολιασμένο θα ήταν πολιτικά επικίνδυνη απόφαση. Προστατεύοντας τη δημόσια υγεία ο Μόρισον προστάτευε και τη δική του πολιτική θέση.

Βέβαια, στις παραπάνω περιπτώσεις υπάρχει πάντα και ο αντίλογος. Στην περίπτωση του Μακρόν, ο Γάλλος πρόεδρος κριτικάρεται από κάποιους για αλαζονεία. Για τον Μόρισον η υπόθεση Τζόκοβιτς θεωρείται από κάποιους ως απόσπαση της προσοχής από τους χειρισμούς της αυστραλιανής κυβέρνησης στη μετάλλαξη Όμικρον. Η μεγαλύτερη ανησυχία που εκφράζουν οι ειδικοί είναι ότι η ρητορική κατά αντιεμβολιαστών μπορεί να τους κάνει ακόμα πιο αμετακίνητους στην απόφαση τους να μην εμβολιαστούν.

Πολλοί όμως που έχουν ήδη εμβολιαστεί και η υπομονή τους για την πανδημία και τους ανεμβολίαστους αρχίζει να εξαντλείται, μπορεί να αισθάνονται ένα είδος ανακούφισης.

Μετά από σχεδόν δύο χρόνια συνύπαρξης με την covid-19 οι ηγέτες τους, τους λένε ακριβώς ποιον πρέπει να κατηγορήσουν.

*μετάφραση άρθρου του Yasmeen Serhan για το The Atlantic

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα