Σκέψεις με αφορμή τους Πέρσες online

Πολύ σπάνια θα περάσει παράσταση από την Επίδαυρο που δεν θα διχάσει το κοινό.

Σάββας Πατσαλίδης
σκέψεις-με-αφορμή-τους-πέρσες-online-633715
Σάββας Πατσαλίδης

Σκέψεις με αφορμή τους Πέρσες online

Εν αρχή κάτι κοινότοπο: Πολύ σπάνια θα περάσει παράσταση από την Επίδαυρο που δεν θα διχάσει το κοινό. Είτε στην ορχήστρα είναι οι τραγικοί είτε ο Αριστοφάνης, η κερκίδα είναι πάντα ετοιμοπόλεμη. Προοδευτικοί από τη μια  συντηρητικοί από την άλλη, κουλτουριάρηδες από δω λαϊκιστές από κει, γνώστες και άσχετοι, φανατικοί του χώρου και τουρίστες των πολιτισμών, πολίτες και κοσμοπολίτες, κλασικοί και μεταμοντέρνοι.  Όλες οι θεατρικές φυλές ραντεβού στην Επίδαυρο, το απόλυτο  καλλιτεχνικό και εθνικό site. Άρα, σημειολογικά ο ιδανικός τόπος να εκφραστούν  θέσεις και  αντιθέσεις, εθνικές και διεθνιστικές αντιπαραθέσεις.

Δεν είναι κακό αυτό το μωσαϊκό αντιδράσεων, εφόσον φυσικά το χαρακτηρίζει η σοβαρότητα και όχι η πλάκα (πολύ σύνηθες φαινόμενο). Όταν υπάρχει σοβαρότητα στην υποδοχή του θεάματος η απόκλιση είναι σαφώς προτιμότερη από τη  σύγκλιση απόψεων. Η απόλυτη ομοφωνία στην τέχνη είναι και επικίνδυνη και αντιπαραγωγική.

Τώρα σε ό,τι αφορά την παράσταση των Περσών, σε παραγωγή Εθνικού Θεάτρου, δεν την έχω δει, οπότε δεν έχω άποψη ως προς την ποιότητά της. Έχω όμως άποψη που αφορά την επιλογή του Φεστιβάλ να την προβάλει μέσω live streaming σε όλο τον κόσμο (πλην Ελλάδας και Κύπρου —αυτό ομολογώ δεν το κατάλαβα). Και αυτή την άποψη θα υποστηρίξω παρακάτω.

Εποχή αναθεωρήσεων

Ως Έλληνες μπορεί να θέλουμε να πιστεύουμε ότι κανείς δεν αμφισβητεί τη θέση των αρχαίων δραματικών κειμένων στην παγκόσμια βιβλιογραφία  (και πρακτική), όμως τα πράγματα σαφώς έχουν αλλάξει και δυσκολέψει πολύ τα τελευταία χρόνια. Τίποτα δεν έχει εξασφαλισμένη τη θέση του στο παγκόσμιο χάρτη του πολιτισμού. Όλα δοκιμάζονται,  αμφισβητούνται, επανατοποθετούνται και επανασυναρμολογούνται.  Η επιθυμία του Αντονέν Αρτό για  το «τέλος των αριστουργημάτων», έστω και παρερμηνευμένη,  συναντά πολλά και ευήκοα ώτα.

Η δυναμική εμφάνιση στον χώρο της θεατρικής έρευνας και πρακτικής και  «άλλων» παραδόσεων, άλλων λόγων και άλλων ιδεολογικών και αισθητικών προσανατολισμών, δοκιμάζουν σκληρά το εκτόπισμα και τη μέχρι σχετικά πρόσφατα αδιαφιλονίκητη κυριαρχία του δυτικού θεάτρου, αρχής γενομένης φυσικά με τους πυλώνες του, που είναι οι αρχαίοι ποιητές.

Ένας από τους πιο γνωστούς αμφισβητίες της συμβολής της αρχαίας δραματικής παράδοσης , ο Μάρτιν  Μπερνάλ, στην πολυσυζητημένη μελέτη του Μαύρη Αθηνά   θα υποστηρίξει ότι η κυριαρχία του αρχαίου ελληνικού θεάτρου επιτεύχθηκε εις βάρος άλλων αφρικανικών (αιγυπτιακών κυρίως) παραδόσεων. Μολονότι διάτρητα πολλά από τα επιχειρήματα και συμπεράσματά  του (με έχουν απασχολήσει σε άλλα κείμενά μου) , δεν είναι λίγοι εκείνοι, αφρικανοκεντριστές και όχι μόνο,  που τα βρίσκουν αρκούντως  «βολικά» προκειμένου να μιλήσουν για περιθωριοποίηση των αδυνάτων, για τις επεκτατικές τάσεις του δυτικού πολιτισμού, για ηγεμονισμό, για αποικισμό, για αλαζονική αντιμετώπιση και αποσιώπηση άλλων παραδόσεων κ.ο.κ.

Αυτό το σκηνικό των συνεχών μετατοπίσεων, το οποίο προβλέπω να γίνει ακόμη πιο έντονο,  θα έπρεπε να μας έχει ήδη ευαισθητοποιήσει αρκετά ώστε να συμμετάσχουμε και εμείς δυναμικά και συγκροτημένα με τις προτάσεις μας στις εξελίξεις.

Θα έπρεπε να μας έχει ήδη προβληματίσει το γεγονός ότι, σε μια εποχή όπου το πιο εύκολο πράγμα είναι η διασπορά της οποιασδήποτε είδησης (πολιτικής ή πολιτιστικής), οι ξένοι εξακολουθούν μεν να μελετούν ή να καταπιάνονται με το αρχαίο θέατρο, όμως αγνοούν εν πολλοίς αυτά που εμείς κάνουμε σε αυτό τον τόπο που είναι η κοιτίδα του. Είναι σαν να ασχολείται κάποιος με τον Σαίξπηρ και να μην τον απασχολεί η άποψη που έχουν οι Βρετανοί για τον ποιητή τους.  Βεβαίως δεν το κάνουν σκόπιμα. Δεν έχουν τίποτα εναντίον μας. Οι άνθρωποι λειτουργούν με βάση αυτά που βλέπουν να κυκλοφορούν στη διεθνή αγορά. Στα φεστιβάλ. Στα συνέδρια.  Στις συνεργασίες. Και τι βλέπουν;  Ένα παράδειγμα αρκεί. Το  γεγονός ότι μόνο το όνομα του Θόδωρου Τερζόπουλου ταξιδεύει σταθερά επί δεκαετίες και σταθερά «παιδεύει» με τις αναγνώσεις του το διεθνές κοινό, τα λέει όλα και είναι αποκαλυπτικά και όχι ευχάριστα για το σύνολο του θεάτρου μας.

Υπάρχει ταλέντο

Με αυτό δεν υπαινίσσομαι ότι το θέατρό μας στερείται ταλέντων. Κάθε άλλο. Έχω γράψει πολλές φορές πως σήμερα υπάρχει, ποσοτικά τουλάχιστο, περισσότερο ταλέντο στους κόλπους του από ό,τι πριν από τριάντα χρόνια, όμως όλο αυτό το ταλέντο παραμένει κατά κανόνα εντός των τειχών, παγιδευμένο σε ένα θολό τοπίο που δεν του δημιουργεί τις προϋποθέσεις ώστε να απλωθεί, να δείξει και παραέξω ότι μπορεί να κάνει πολλά και σημαντικά.

Από αυτή την άποψη, λοιπόν, η ιδέα της αναμετάδοσης των Περσών με  live streaming, δεν ήταν  διόλου κακή. Θα μπορούσε μάλιστα να καθιερωθεί από δω και πέρα  ως τακτική μάρκετινγκ  ενταγμένη σε μια συνολικότερη πολιτική διαχείρισης και διεθνούς προβολής της αρχαίας, εν προκειμένω,  θεατρικής γραμματείας, σε συνδυασμό, εννοείται, με ένα γενναίο  φρεσκάρισμα τόσο της φυσιογνωμίας όσο και των στοχεύσεων του Φεστιβάλ της Επιδαύρου, εκεί  όπου φιλοξενείται κάθε χρόνο ο μεγαλύτερος όγκος αυτών των αναγνώσεων.

Το brand name της Επιδαύρου

Η Επίδαυρος από μόνη της είναι το απόλυτο brand name, η θεατρική μας  ναυαρχίδα, και ως τέτοια έχουμε υποχρέωση να την υπηρετούμε με τρόπο ώστε κάθε γεγονός που φιλοξενείται εκεί να γίνεται ταυτόχρονα και παγκόσμια είδηση.

Το ότι κατά καιρούς φιλοξενούνται στο πρόγραμμά του Φεστιβάλ ορισμένα μεγάλα ονόματα (βλ. Γουίλσον, Κομεντί Φρανσέζ  κ.λπ) δεν κάνει την ουσιαστική διαφορά. Ασφαλώς είναι απόλυτα  αναγκαίες, πλην όμως δεν παύουν να είναι συμπληρωματικές πινελιές. Εκείνο που ζητά αναθεώρηση είναι τόσο η βασική φιλοσοφία όσο και η πρακτική του.

Δεν είναι φυσιολογικό  ένα Φεστιβάλ του μεγέθους  του Φεστιβάλ της Επιδαύρου να εξαντλείται εντός των εθνικών του ορίων, δηλαδή ως τοπικό γεγονός. Δεν είναι  φυσιολογικό ο κόσμος ανά την υφήλιο να  γνωρίζει τις τραγωδίες που ανεβάζει η Σαουμπίνε, η Κομεντί Φρανσέζ, το Πίκολο Τεάτρο,  ο Μίλο Ράου στη Γάνδη, και να μην έχει ιδέα ποιες τραγωδίες και κωμωδίες  φιλοξενεί η ορχήστρα της Επιδαύρου.

Οι λύσεις σε αυτή την απομόνωση δεν είναι, όπως  και δεν ήταν ποτέ, εύκολες. Προτάσεις έγιναν και συνεχίζονται να γίνονται. Το θέμα είναι η εφαρμογή τους. Για παράδειγμα, διερωτώμαι (όπως και πολλοί άλλοι), κατά πόσο η ενίσχυση του ερευνητικού χαρακτήρα του Φεστιβάλ  θα ήταν μια λύση προς τη σωστή κατεύθυνση   Μήπως θα ήταν προτιμότερο αντί να γίνεται κάθε χρόνο (με ό,τι αυτό συνεπάγεται: βιαστική και αγχωτική διεκπεραίωση) να γίνεται κάθε δύο χρόνια έτσι ώστε να υπάρχει επαρκής χρόνος προετοιμασίας, έρευνας και πειραματισμού;

Σίγουρα μια  τέτοια λύση δεν είναι και η καλύτερη για την οικονομία της περιοχής, όμως εκτιμώ πως θα βοηθούσε στη ριζική ανανέωση του θεσμού, θα βοηθούσε ώστε να καταλήγουν εκεί καλλιτέχνες και σχήματα που έχουν να προτείνουν  κάτι αλλιώτικο και υποσχόμενο σε ένα χώρο που δείχνει να έχει εξαντλήσει τις εποχικές επιλογές του.

Ας μην κοροϊδευόμαστε. Οι  8 και 10 εβδομάδες που έχουν στη διάθεσή τους για να προετοιμαστούν  οι ομάδες που συμμετέχουν στο Φεστιβάλ οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στη λογική φασόν. Σε προτάσεις ρουτίνας.  Στην καλύτερη περίπτωση, σε προτάσεις απλά αξιοπρεπείς. Εάν δεχτούμε λοιπόν ότι ένας από τους βασικούς στόχους όλων των ψαγμένων και φιλόδοξων φεστιβάλ είναι να λειτουργήσουν και ως ποιοτική βιτρίνα έκθεσης εγχώριων θεατρικών προτάσεων και κατακτήσεων (με την ελπίδα προώθησής του στη διεθνή αγορά), τότε  θα πρέπει να δούμε πιο συγκροτημένα τους λόγους που όλες σχεδόν οι παραστάσεις που βλέπουμε στην Επίδαυρο εξαντλούνται αποκλειστικά στα όρια των εθνικών τους περιοδειών.

Κάποιος θα πει ενδεχομένως  ότι, πέρα από το πρόβλημα που δημιουργεί ο ανεπαρκής χρόνος προετοιμασίας , μπαίνει και ένα άλλο εμπόδιο:  της  απουσίας παράδοσης αποθήκευσης των  παραστάσεων γενικά. Ξέρουμε ότι μόλις εξαντλήσουν την προγραμματισμένη τους πορεία εξαφανίζονται. Είναι όντως μέγα θέμα, όμως στην περίπτωση των επιδαύριων παραστάσεων ακόμη και  να υπήρχε η δυνατότητα αποθήκευσης  πολύ λίγες είναι αυτές που θα μπορούσαν να σταθούν με αξιώσεις δίπλα από τις καινοτόμες προτάσεις που υπογράφουν σκηνοθέτες όπως ο Στάιν, ο Γουίλσον, η Μνουσκίν, ο Οστερμάγιερ, ο βαν Χόβε κ.ά. Αλλά ακόμη και αυτές οι λίγες που ξεχωρίζουν κατά καιρούς (εν τάχει να θυμίσω τη Λυσιστράτη σε σκην. Μαρμαρινού, την Ορέστεια σε σκην. Χουβαρδά, τον Φιλοκτήτη σε σκην. Φιλίππογλου, τον Οιδίποδα σε σκην. Γκραουζίνις και την Ελένη σε σκην. Καρατζά—όλες ιδιαίτερες και πολύ σημαντικές) θα δυσκολεύονταν να βρουν ενδιαφερόμενους αγοραστές, γιατί ο όγκος τους είναι απαγορευτικός. Δεν μπορείς να «πουλήσεις» μια παραγωγή με σαράντα και πενήντα τόσα άτομα στην αποστολή σε ξένο φεστιβάλ. Ποιος θεσμός μπορεί να καλύψει τα έξοδα και μάλιστα σε μια εποχή που τα οικονομικά των φεστιβάλ δεν είναι καθόλου καλά;

Τα κρατικά θέατρα

Τα δύο μεγάλα κρατικά θέατρα που συμμετέχουν σε μόνιμη βάση στο Φεστιβάλ, πρέπει κάποια στιγμή πρώτα αυτά να αλλάξουν μέρος της φιλοσοφίας τους και να αρχίσουν να διαμορφώνουν ορισμένες από τις προτάσεις τους έχοντας κατά νου  το ενδεχόμενο να ταξιδέψουν στο εξωτερικό. Μιλάμε για ένα σχεδιασμό που πρέπει να έχει ως  βάση άλλα θεατρικά μεγέθη, πιο «ευπώλητα». Και δεν εννοώ «εμπορικά», αλλά πιο οικονομικά και ευέλικτα και συνάμα σκηνοθετικά και ερμηνευτικά ενημερωμένα, φρέσκα και  ακομπλεξάριστα.

Το «μία από τα ίδια» μπορεί να πουλάει στο ευρύ κοινό, εκείνο το κοινό που στέκεται με επιφυλάξεις απέναντι στο ρίσκο και το απρόβλεπτο, όμως δεν είναι η καλύτερη συνταγή για την υγεία του είδους, πολλώ δε μάλλον για την εξαγωγή του στην ιδιαίτερα ανταγωνιστική και απαιτητική αλλοδαπή, μια αλλοδαπή η οποία καμιά σχέση δεν έχει με την προ 30 ετών φυσιογνωμία της.

Οι αμφισβητίες  των πανεπιστημίων

Το είπα πιο πάνω. Έχουν αλλάξει θεαματικά πολλά πράγματα στο παγκόσμιο θέατρο και κυρίως έχει αλλάξει ο τρόπος ανάγνωσης και αποτίμησής  του. Έχουν κλονισθεί βεβαιότητες και έχουν διαγραφεί συμπεράσματα. Ο θεατρικός χάρτης ξαναφτιάχνεται, επιβεβαιώνοντας την άποψη εκείνων που λένε ότι ο χάρτης προηγείται  του τόπου κι όχι ο τόπος του χάρτη.

Η πάλαι ποτέ ισχυρή θέση των αρχαίων κειμένων δεν είναι πλέον αυτονόητη ούτε εγγυημένη. Οι αμφισβητίες και οι «νέοι γεωγράφοι και χαρτογράφοι» είναι πολλοί, οι περισσότεροι από τους οποίους εργάζονται στα θεατρικά τμήματα  των μεγάλων πανεπιστημίων, δηλαδή εκεί όπου καλλιεργούνται οι νέες απόψεις/εκτιμήσεις για το παρελθόν και το μέλλον του θεάτρου.

Έχει πλέον γίνει σαρωτική, σχεδόν βασανιστική «μόδα» (πιο πολύ από ό,τι εσωτερική «ανάγκη») η αμφισβήτηση οτιδήποτε δυτικού.  Ανελέητο μαστίγωμα. Για όλα φταίει η Δύση. Παντού παρεισφρέει η καχυποψία η οποία, σε συνδυασμό με έναν ολοένα και πιο άκαμπτο πολιτικά Ορθό Λόγο, έχουν δημιουργήσει  ένα εκρηκτικό κλίμα μέσα στο οποίο δύσκολα επιβιώνει κάποιος χωρίς πιστοποιητικά αμφισβήτησης του δυτικού πολιτισμού (και του θεάτρου του, εννοείται).

Υπ’ αυτήν την έννοια μας αφορούν άμεσα αυτές οι ραγδαίες εξελίξεις. Και κανείς δεν πρόκειται να μας παραχωρήσει θέση στο διεθνές βάθρο για να μιλήσουμε ή να δείξουμε  τι πετύχαμε εάν δεν τη διεκδικήσουμε με όπλο  την ποιότητα των σκέψεων και των προτάσεών μας.

Ο ρόλος της Πολιτείας

Αν λοιπόν η Πολιτεία νοιάζεται πραγματικά για την παγκόσμια  πορεία και παρουσία αυτών των μοναδικών αρχαίων θησαυρών που σήμερα βάλλονται πολλαπλώς, έχει υποχρέωση να κινηθεί προς πάσα σχετική κατεύθυνση προγραμματισμένα και ενημερωμένα, ώστε η θέση τους να συνεχίσει να είναι αυτή που πραγματικά τους αξίζει: στην κορυφή.

Σε αυτή την εποχή του  Αnything goes, των  Fake news και της Post Truth, επιβάλλεται οι παραστάσεις του αρχαίου δράματος, εκείνες  που κρίνονται ότι αξίζουν γενναίας οικονομικής στήριξης και προβολής, να γίνουν η αιχμή του δόρατος της «πολιτιστικής μας διπλωματίας». Και εννοώ άμεσα, πριν μας προσπεράσει  το τρένο επάνω στο οποίο κάθε μέρα ανεβαίνουν πολλοί, επιβάτες και «λαθρεπιβάτες», αναγνώστες και «λαθραναγνώστες», ικανοί και τσαρλατάνοι,  όλοι αγκαλιά με τη δική τους αφήγηση και τη δική τους δυσπιστία απέναντι σε οτιδήποτε δεν εμπίπτει στα όρια της δικής τους «αλήθειας».

Συμπέρασμα

Σε επίπεδο θέματος οι Πέρσες είναι ακριβώς στην καρδιά των πιο σύγχρονων αναζητήσεων. Είναι το πρώτο από τα σωζόμενα έργα  όπου την αφήγηση των σκηνικών παθημάτων τη διαμορφώνουν οι «ηττημένοι» και όχι οι νικητές της ιστορίας. Δηλαδή, πριν από 2500 χρόνια ο ιδιοφυής Αισχύλος έβαλε στο τραπέζι αυτά που απασχολούν και σήμερα την παγκόσμια κοινότητα: σχέσεις πολιτισμών, φυλών, ηγεμονικών αφηγήσεων. Μας παρέδωσε ένα έργο απόλυτα εναρμονισμένο με τις ανησυχίες της μεταμοντέρνας εποχής.

Τώρα, το κατά πόσο αυτή η ποιότητα λόγου και σκέψης φάνηκε στη live streamed παράσταση της 25ης Ιουλίου δυστυχώς δεν το γνωρίζω, ούτε γνωρίζω ποια ήταν  γενικά η διεθνής υποδοχή/απήχηση της σκηνοθετικής πρότασης του Δημήτρη Λιγνάδη (πόσοι παρακολούθησαν, από ποιες χώρες, ποια ηλικιακά στρώματα κ.λπ).  Εκείνο που γνωρίζω, και κλείνω εδώ,  είναι η ανάγκη να υπάρξει συγκροτημένη συνέχεια στον σχεδιασμό προβολής του ελληνικού θεάτρου online (και όχι μόνο του αρχαίου —έχουμε και σύγχρονο, ας μην το ξεχνάμε), με μοναδικό κριτήριο επιλογής την υψηλή ποιότητα. Διαφορετικά θα κάνουμε τεράστια  ζημιά. Και είναι πολλοί αυτοί που «περιμένουν στη γωνία» για να το εκμεταλλευτούν.

Πρέπει όλοι να το καταλάβουν και πρωτίστως η πολιτεία, ότι η εξωστρέφεια δεν είναι επιλογή αλλά αναγκαιότητα. Οφείλουμε να είμαστε εκεί όπου διαμορφώνονται οι νέοι κανόνες του παιχνιδιού. Και οφείλουμε να είμαστε εκεί με ένα δικό μας υποψιασμένο, ανήσυχο, τολμηρό και βασανιστικά δουλεμένο θεατρικό φορτίο ώστε στο τέντωμα του χρόνου να βρει μιμητές από όλο τον κόσμο.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα