Ρεπορτάζ: Στην Ελλάδα δεν υπάρχει ρατσισμός;

Ο Αντώνης η Μαρία και η Άννα μιλούν για την εμπειρία του διαφορετικού στον τόπο μας.

Parallaxi
ρεπορτάζ-στην-ελλάδα-δεν-υπάρχει-ρατσ-629824
Parallaxi

Λέξεις: Καλλιόπη Καλύμνιου

Έχεις βρεθεί ποτέ σε έναν χώρο ή σε μία παρέα που ο είσαι ο μόνος λευκός εκεί; Έχεις φοβηθεί ποτέ ότι μέλος της Χρυσής Αυγής μπορεί να σου επιτεθεί; Σε έχει κοιτάξει ποτέ περίεργα κάποιος στο δρόμο και σε αποκάλεσε «αράπη» περνώντας από δίπλα σου; Έχεις απορριφθεί ποτέ από κάποια δουλειά εξαιτίας του χρώματός σου; Έχεις κριθεί ποτέ, όχι για τις πράξεις σου ή τον χαρακτήρα σου, αλλά ξεκάθαρα για το χρώμα του δέρματός σου;

Έχεις σκεφτεί ποτέ πως η ζωή σου θα ήταν ευκολότερη, αν απλώς είχες γεννηθεί άσπρος; Το να είσαι μαύρος στις Η.Π.Α. διαφέρει από το να είσαι μαύρος στην Ελλάδα. Στις Η.Π.Α. το να είσαι μαύρος μπορεί να καταλήξει και σε θανατική ποινή, όπως συνέβη για τον Τζορτζ Φλόυντ, τον Μάρτιν Τρέιβον, τον Αχμάντ Αρμπερί και πάρα πολλούς άλλους. Ωστόσο, επειδή στην Ελλάδα δεν έχουμε καθημερινά ακραία συμβάντα ρατσιστικής βίας, δε σημαίνει ότι έχουμε εξαλείψει τον ρατσισμό, την ανισότητα και την προκατάληψη.

Ο Αντώνης, η Μαρία κι η Άννα δέχτηκαν να μας εξηγήσουν τι σημαίνει πραγματικά να είσαι μαύρος στην Ελλάδα. Μας μιλούν για τις εμπειρίες τους, καλές και μη, ανοίγονται για τα παράπονα που έχουν σχετικά με την αντιμετώπιση που δέχονται στην Ελλάδα και μοιράζονται τις σκέψεις, τους προβληματισμούς τους για όσα συμβαίνουν όχι μόνο στην Αμερική, αλλά και σε πολλές άλλες χώρες του κόσμου. Κυρίως, όμως, ελπίζουν προς το μέλλον.

Αντώνης

Ο Αντώνης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ελλάδα. Οι βιολογικοί γονείς του, οι οποίοι κατάγονται από την Κένυα, τον έδωσαν για υιοθεσία και πριν την ηλικία του ενός έτους, ο Αντώνης υιοθετήθηκε από τη μητέρα και τον πατέρα του. Μεγάλωσε στην Ξάνθη και πλέον ζει και σπουδάζει στην Αθήνα, ενώ παράλληλα προσπαθεί να συνδυάσει την δουλειά με την φοιτητική ζωή.

«Χρωστάω ό,τι είμαι σήμερα ξεκάθαρα στους γονείς μου. Είμαι πολύ τυχερός που είναι αυτοί οι γονείς μου, γιατί με μεγάλωσαν με απόψεις, με μεγάλωσαν με αγώνα, μου έδωσαν πολύ μεγάλη βάση στο πώς να μπορέσω να γίνω αυτόνομος, όσο περισσότερο μπορώ. Όσον αφορά τους βιολογικούς, δεν τους έχω γνωρίσει ποτέ κι ούτε το κυνήγησα, γιατί, τουλάχιστον από το δικό μου κομμάτι, δεν έχω κάτι το οποίο με συνδέει με αυτούς.» Ο Αντώνης είναι μαύρος. Το χρώμα του δέρματος του είναι κάτι που τον έκανε να ξεχωρίζει μεγαλώνοντας, ιδίως σε μία πόλη όπως η Ξάνθη, η οποία δεν έχει μεγάλο πληθυσμό μαύρης κοινότητας. Από τον παιδικό μέχρι το λύκειο, ο Αντώνης δεν είχε ποτέ ούτε μαύρο συμμαθητή, ούτε δάσκαλο. Ούτε καν φίλο.

«Στα παιδικά μου χρόνια, η αλήθεια είναι, ήμουν γενικά το μόνο έγχρωμο παιδί στην ηλικία μου σε όλα τα σχολεία, νομίζω. Ρατσισμό δεν έχω δεχτεί, θα μπορούσα να πω, πραγματικά. Και νομίζω αυτό οφείλεται στο αέρα που μου έδωσαν οι γονείς μου. Ότι απέπνεα μια σιγουριά. Όταν ήμουν μικρός, δεν μπορούσα να καταλάβω ότι ήμουν διαφορετικός. Δεν το παρατηρούσα. Τα μόνα πράγματα, ας πούμε, τα οποία άκουγα από αρνητικής άποψης, ήταν χαρακτηρισμοί όπως «μαύρος» ή «αράπης» ή κάποια τέτοια τύπου ύβρι – κορόιδεμα με βάση το χρώμα μου για μειονεκτικούς λόγους, που ήταν ελάχιστα, μπορώ να πω.» «Υπήρχε, νομίζω, ένα σκηνικό, δεν το θυμάμαι με ακρίβεια, που κάτι πρέπει να είχε γίνει τέτοιου τύπου, κι εγώ είχα γυρίσει από το σχολείο με κατεβασμένα μούτρα, με στεναχώρια και κοιτιόμουν λίγο στο καθρέφτη. Είχα, έτσι, ένα βλέμμα στενάχωρο κι είχα μία απορία, ας πούμε.

Θυμάμαι τη μητέρα μου χαρακτηριστικά, γιατί είναι ένας πολύ δυναμικός άνθρωπος μπορώ να πω, κι επειδή είναι πολύ ομιλητική, μου είχε πιάσει μία πολύ έντονη συζήτηση. Με έντονο τρόπο αλλά και με καλό τρόπο. Του τύπου ότι να χαίρεσαι για το ότι διαφέρεις, γιατί όλοι διαφέρουμε. Εσύ απλά διαφέρεις στο χρώμα αλλά έχεις μία εξαιρετική προσωπικότητα. Τότε, μου έλεγε «έχεις χρυσή καρδιά», μια ατάκα που επαναλάμβανε πολύ η μητέρα μου. Το οποίο, εντάξει, σαφώς μου απάλυνε την ενόχληση, τον πόνο που είχα εκείνη τη στιγμή. Αλλά τότε άρχισα, έτσι, λίγο να συνειδητοποιώ κάποια πράγματα.»

Η ζωή στην Αθήνα

Η ζωή για τον Αντώνη κύλησε, όπως κυλάει για τους περισσότερους. Μεγάλωσε, πέρασε στο πανεπιστήμιο και μετακόμισε στην Αθήνα. Τότε, αποφάσισε να αυτονομηθεί περισσότερο. Θέλησε να βρει μια δουλειά, ώστε να μπορέσει να ικανοποιήσει κάποιες από τις ανάγκες του, χωρίς τη βοήθεια των γονιών του. Εκεί το χρώμα του ήρθε στο προσκήνιο.

«…είχα μεγάλη φοβία. Ξέρω τις ικανότητες μου, ξέρω που υστερώ και που όχι στο θέμα το επαγγελματικό. Αλλά, ας πούμε, στο να δουλέψω σερβιτόρος, εγώ το είχα άγχος ότι λόγω του ότι είμαι έγχρωμος και μόνο, χωρίς παραπάνω λόγο, μπορεί να μη με πάρουν στη δουλειά κι ότι θα παίξει, γενικά, ρόλο. Το σκεφτόμουν και το σκέφτομαι ακόμα για δουλειές αυτό το πράγμα.»

Για τον Αντώνη, η Ξάνθη διαφέρει αρκετά από τη Αθήνα. Κάθε πόλη του έχει προσφέρει πολλά. Η πρώτη του έδωσε μία χαρούμενη παιδική ηλικία και φίλους ζωής ενώ η δεύτερη τον εισήγαγε σε έναν νέο κόσμο, πιο πολυπολιτισμικό, πιο διαφορετικό και πιο περίπλοκο. Κι ίσως, σε έναν κόσμο λιγότερο ασφαλή.

«Διαφορά έχει σίγουρα στο ότι μπορείς να βρεις εδώ στην Αθήνα κάθε καρυδιάς καρύδι. Έχει τύχει να περπατήσω, χωρίς να το ξέρω, έξω από τα κεντρικά γραφεία της «Χρυσής Αυγής», ας πούμε. Δεν έγινε τίποτα, απλώς είχα κολλήσει, γιατί είδα στη βιτρίνα έναν νεαρό, ο οποίος αγόραζε μία καραμπίνα και λέω «τι φάση, πουλάνε όπλα εδώ πέρα;» και φεύγω. Μετά συνειδητοποιώ τι έγινε. Ότι ήμουν τυχερός που δεν έσκασε κάποιος. Ήταν πολύ περίεργο.»

Αποικιοκρατία και αμάθεια

Για τον Αντώνη, η κατάσταση στις Η.Π.Α. διαφέρει αρκετά από τα δεδομένα Ελλάδας, χωρίς αυτό να σημαίνει πως εδώ επικρατεί μία ουτοπία. Στην Αμερική, το πρόβλημα της καταπίεσης των μαύρων είναι βαθιά ριζωμένο για εκατοντάδες χρόνια, ξεκινώντας από την αποικιοκρατία και συνεχίζοντας με το φυλετικό διαχωρισμό. Στην Ελλάδα, το πρόβλημα πηγάζει από την αμάθεια και την άγνοια που επικρατεί σε ό,τι αφορά το ξένο ή το διαφορετικό.

«Η Αμερική θεωρώ ότι διαφέρει αρκετά από την Ελλάδα. Δηλαδή, ίσως και λόγω του τουρισμού η Ελλάδα θεωρείται μία χώρα φιλόξενη, άσχετα που υπάρχουν χρηματοκερδοσκοπικά συμφέροντα, και κάνει μία ελάχιστη προσπάθεια να είναι σε επαφή με το διαφορετικό. Δεν υπάρχουν αυτές οι διαφορές, όπως υπήρχαν στην Αμερική, με περιοχές μόνο μαύρων, με λεωφορεία, με δουλικό προσωπικό. Στην Αμερική θεωρώ ότι επικρατεί ένα μεγάλο χάος, που ξεκινάει σαφώς από θέματα παιδείας, κι όχι μόνο στην αστυνομία.»

«Μου κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση, αρνητική κυρίως, το πόσο η Ελλάδα είναι μία χώρα που έχει μείνει πάρα πολύ πίσω. Και τι εννοώ; Στο θέμα της παιδείας, χαρακτηριστικά. Κι από ‘κει πιστεύω ότι πηγάζει κι ο ρατσισμός προς το διαφορετικό. Τα βιβλία είναι γεμάτα με το τι έκαναν οι παλαιοί, πως σήκωσαν το έθνος, πως σήκωσαν τη σημαία. Δεν υπάρχει καμία ενημέρωση για πιο κοινωνικά θέματα, δεν υπάρχει καθόλου συζήτηση εύκολα από καθηγητές για αυτά τα πράγματα.

Βλέπεις, πάρα πολλά παιδιά, ειδικά στην εφηβεία τους, επαναστατούν με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Μπορεί να μπουν σε κάποια παράταξη, μπορεί να γίνουν αντιδραστικοί ή μπορεί, όντως, να ομογενοποιηθούν με αυτές τις απόψεις και να γίνουν ρατσιστές, που είναι πολύ λογικό όταν βγαίνεις από ένα εκπαιδευτικό σύστημα που σου λέει «είσαι Έλληνας, είσαι Έλληνας, είσαι Έλληνας» και βγαίνεις με ένα εθνικό ύφος, ότι υπερτερείς.»

Μαρία

Η Μαρία είναι γέννημα θρέμμα της Θεσσαλονίκης. Ο πατέρας της κατάγεται από Ελλάδα, η μητέρα της από το Κονγκό. Η Μαρία πήγε στο Γαλλικό σχολείο για δημοτικό, ένα μέρος που δεν ένιωσε ότι διέφερε από τα άλλα παιδιά, γιατί τα περισσότερα ήταν διαφορετικής καταγωγής. Μου εκμυστηρεύεται πως η παιδική της ηλικία, αν και μοναχοπαίδι, ήταν ευχάριστη. Τα καλοκαίρια πήγαινε σε θερινό σχολείο, το οποίο σε αντίθεση με το δημοτικό της, δεν ήταν πολυπολιτισμικό.

«Ήταν κάπως περίεργα. Δηλαδή, μπορεί να υπήρχαν κάποια σχόλια, τέλος πάντων, όπως «αυτή είναι μαύρη», αλλά δεν είναι ότι με απομόνωσε ποτέ κοινωνικά αυτό. Δηλαδή, δεν είναι ότι τα παιδιά σταμάτησαν να μου κάνουν παρέα… Αν και εντάξει, τα παιδιά μπορούν να είναι σκληρά αλλά τίποτα τόσο δυνατό, ώστε, πιστεύω, να με επηρέασε στο πως διαμορφώθηκα. Και το θεωρώ τύχη αυτό, γιατί δεν είναι κανόνας.»

Η Μαρία συνέχισε την δευτεροβάθμια εκπαίδευση της σε ένα ιδιωτικό σχολείο της Θεσσαλονίκης. Εκεί, αναφέρει, επικρατούσε πάλι ένα κλίμα άγνοιας από τους συμμαθητές της, και, κυρίως, υπήρχε έντονα το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού.

«Γενικά ως προς το χρώμα μου υπήρχε πιο πολύ φυλετική μικροεπιθετικότητα (microagressions). Δηλαδή, μπορεί να σχολίαζαν τα μαλλιά μου, να έλεγαν «α, πως είναι έτσι τα μαλλιά σου», «είναι σαν σφουγγάρι», είναι το ένα, είναι το άλλο. Τέτοια πράγματα, να σχολιάσουν ως προς την εξωτερική μου εμφάνιση. Ας πούμε, ένα συμμαθητής μου είχε πει «α, Μαρία, εσύ δεν έχεις ελληνική ομορφιά, είσαι πιο…» «Αν κάτι με ενοχλούσε εκείνη τη στιγμή, το σχολίαζα. Αλλά, ας πούμε, με τα μαλλιά κι αυτά, δεν μπορούσα να πω κάτι. Τι να πω; Όχι, δεν είναι σαν σφουγγάρι; Δηλαδή, τι να πεις σε αυτό;»

Συστημικός ρατσισμός

Η Μαρία θεωρεί σημαντικό να έχει επαφή και με τις αφρικανικές της ρίζες. Αν και δεν έχει επισκεφθεί ακόμα το Κονγκό, έχει πάει στη Νότια Αφρική και κάνει ενεργές προσπάθειες ώστε να ενημερώνεται για την ιστορία και τα πολιτισμικά στοιχεία του τόπου αυτού. Το χρώμα του δέρματος της δεν επηρεάζει τη προσωπικότητα της. Αυτό που παίζει ρόλο είναι οι διάφορες πολιτιστικές αναφορές που έχει. Μέσα από θείους, φίλους και γνωστούς, η Μαρία μεγαλώνοντας είχε πρόσβαση στην Κονγκολέζικη κοινότητα της Θεσσαλονίκης, κι έτσι ανατράφηκε με κάποια πολιτιστικά στοιχεία, που ήταν διαφορετικά από τη μέση ελληνική οικογένεια.

«…Πιστεύω στην Ελλάδα είναι εύκολο να αφομοιωθείς άμα έχεις κάποια χαρακτηριστικά. Ας πούμε, εγώ που έχω ελληνικό όνομα, έχω γεννηθεί εδώ, έχω ιθαγένεια, έχω τα πάντα, οπότε είμαι καλυμμένη από το θέμα των χαρτιών. Επομένως, το κράτος δεν μπορεί να μου κάνει κάποια διάκριση με βάση το όνομα μου, όπως γίνεται σε άλλες περιπτώσεις από την μία. Από την άλλη, όταν έχεις μία «οικονομική άνεση», δηλαδή όταν έχεις πάει σε καλά σχολεία, πάλι δεν μπορείς να είσαι τόσο έντονα θύμα διακρίσεων, όπως θα ήταν σε αντίστοιχη θέση κάποιος άνθρωπος. Επομένως, δεν έχω δεχτεί κρατικό ρατσισμό, δηλαδή συστημικό ρατσισμό, όπως θα είχε δεχθεί ένα άτομο, το οποίο θα έπρεπε να πηγαίνει κάθε εβδομάδα να φτιάξει τα χαρτιά του.»

Παρίσι

Η Μαρία είχε τη δυνατότητα μέσω του προγράμματος μετακίνησης Εράσμους, να περάσει ένα εξάμηνο στο Παρίσι. Ήταν ένα ταξίδι που της δίδαξε πολλά και της έδωσε μία ουσιαστική πρώτη εμπειρία στην αντιμετώπιση που δέχονται οι μαύροι πολίτες άλλων ευρωπαϊκών κρατών. Έζησε από πρώτο χέρι το ρατσισμό, όταν κάποιοι άγνωστοι θεώρησαν αστείο και πρωτόγνωρο το ότι έμενε σε μία περιοχή με πολλούς λευκούς, ότι δεν άνηκε σε αυτήν την περιοχή. Ότι θα έπρεπε να ήταν μάλλον ή νταντά ή καθαρίστρια. Δέχθηκε αστυνομική βία όταν αυτή και δύο φίλοι της κρίθηκαν «ύποπτοι» από τους αστυνομικούς και τους πραγματοποίησαν έλεγχο για ναρκωτικά.

Το εξάμηνο που έζησε στο Παρίσι ήταν, πράγματι, μία μοναδική εμπειρία για την Μαρία. Ωστόσο, πέρα από τα αρνητικά, της δόθηκε η ευκαιρία να διευρύνει τους ορίζοντες της, να μάθει περισσότερα για την αφρικανική της καταγωγή και να έχει πρόσβαση σε μεγαλύτερη βιβλιογραφία απ’ ό,τι θα μπορούσε να έχει στην Θεσσαλονίκη.

«Είναι πολύ σημαντικό να αποδεχτείς τον εαυτό σου, γιατί είναι μερικά πράγματα που η κοινωνία μας έχει μάθει ότι δεν πρέπει να τα αποδεχτούμε. Δηλαδή εγώ βγαίνω και με το άφρο μου εντελώς έξω, πλέον. Δε με νοιάζει καθόλου. Μετά το Παρίσι, δε με νοιάζει καθόλου. Δηλαδή, όχι πώς εκεί ήταν πιο ανοιχτόμυαλοι άνθρωποι. Εγώ με αυτό έπαθα σοκ, κυρίως. Με το πώς γίνεται να ζεις με μαύρους, να έχεις τόσους πολλούς μαύρους στην κοινωνία σου και να είσαι τόσο ρατσιστής. Γιατί έτσι είναι τα πράγματα. Κι αν είναι να μιλήσουμε για ρατσιστικά περιστατικά, έχω βιώσει κι εκεί μερικά πράγματα, τα οποία λες, αυτό δεν θα το βίωνα ποτέ στην Ελλάδα.»

Το μέλλον

Η Μαρία επιλέγει να πιστεύει στο μέλλον. Τόσο οι Η.Π.Α., όσο κι οι υπόλοιπες χώρες του πλανήτη έχουν αρχίσει να κάνουν βήματα προς την άμβλυνση των ανισοτήτων μεταξύ μαύρων κι άσπρων και προς την ανάδειξη και καταπολέμηση του προβληματικού χαρακτήρα των αστυνομικών αρχών προς τις μειονότητες της κάθε χώρας.

«Στον κόσμο γενικά, πιστεύω ότι αλλάζουν πράγματα. Μετά από αυτό που έγινε δε θα γυρίσουμε πίσω στην κανονικότητα, και με τον κορωνοϊό, και με τον Τζορτζ Φλόυντ. Δηλαδή, ο κόσμος έχει αρχίσει να ξυπνάει και, εντάξει, δε γυρνάς πίσω. Είναι πάρα πολύ σημαντικό ότι σε χώρες, όπως Η.Π.Α., βλέπεις τέτοιες εξεγέρσεις να συμβαίνουν, που δεν είναι μόνο για αυτό (το λόγο), είναι και για αυτό. Σε όλες τις χώρες που υπάρχει μεγάλη μειονότητα μαύρων, βλέπεις ότι οι άνθρωποι έχουν ξεκινήσει και ζητάνε δικαιοσύνη. Κι όχι μόνο οι μαύροι, αλλά κι οι λευκοί. Και στην Αγγλία που βλέπω, που έχουν αρχίσει να ρίχνουν τα αγάλματα αλλά και στο Βέλγιο είδα, και στη Γαλλία, σε όλον τον κόσμο. Τώρα για την Ελλάδα δεν ξέρω τι θα γίνει, γιατί στην Ελλάδα θα σου πουν ότι δεν έχουμε το ίδιο ζήτημα, άλλο είναι Αμερική και τα λοιπά.»

«Το μόνο εύκολο είναι να πούμε αυτό, ότι εμείς δεν έχουμε πρόβλημα επειδή δεν έχουμε πολλούς μαύρους. Πριν από λίγα χρόνια η «Χρυσή Αυγή» ήταν μέσα στη Βουλή, ήταν τρίτο κόμμα. Το 2015, όταν ήμουν εγώ 16 περίπου χρονών κι έβλεπα να συμβαίνουν όλα αυτά, υπήρχαν στιγμές που φοβόμουν να βγω έξω. Όταν βλέπεις ότι λιντσάρουν Αιγυπτίους και λιντσάρουν κόσμο, λες κι εγώ άμα βγω έξω μπορεί να μου επιτεθούν χωρίς κάποιο λόγο. Μόνο και μόνο για το χρώμα μου, μπορεί να κινδυνέψει η ζωή μου.»

Άννα

Η Άννα διαφέρει από τον Αντώνη και τη Μαρία. Για αρχή, η Άννα γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αιθιοπία. Ο πατέρας της είναι Έλληνας κι η μητέρα της Αιθιόπιδα. Η τριτοβάθμια εκπαίδευση ήταν ο λόγος που η Άννα εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, σε μία πόλη που της έχει προσφέρει πολλές όμορφες αναμνήσεις. Είναι, επίσης, η πόλη στην οποία βίωσε το ρατσισμό, το παράλογο μίσος, την αδικία.

«Όπως και σε άλλες χώρες, ο ρατσισμός υπάρχει και στην Ελλάδα. Έχω βιώσει ρατσισμό λόγω του χρώματός μου. Για παράδειγμα, μια φορά χρησιμοποιούσα το λεωφορείο και καθόμουν σε μια από τις θέσεις που έχει. Ξαφνικά, έρχεται ένας Έλληνας, ο οποίος στεκόταν όρθιος, κι αρχίζει να λέει διάφορα πράγματα, όπως «εσείς έρχεστε εδώ, δούλες μαύρες, παίρνετε τις θέσεις μας» και «κάθεται μαύρος κι εμείς στεκόμαστε.»

«Επίσης, κάποιες φορές, έχω προσέξει ακόμα και στη σχολή μου στο πανεπιστήμιο να με κοιτούν περίεργα, κι αυτό με κάνει να νιώθω άβολα, ότι ξεχωρίζω. Υπάρχουν στιγμές που βγαίνω από το μάθημα έχοντας απορίες, αλλά φοβάμαι να τις ρωτήσω, γιατί δε θέλω ούτε να με προσέξουν, ούτε να με ακούσουν. Στην χώρα μου δεν υφίσταται αυτό, τουλάχιστον δεν έχω αισθανθεί ποτέ ότι είμαι διαφορετική. Στην Ελλάδα θέλεις, δεν θέλεις σε βάζει η κοινωνία κατά κάποιο τρόπο σε μια τέτοια συναισθηματική κατάσταση, που θέλεις να γυρίσεις πίσω.

Πλέον έχω ξεπεράσει κάποια από αυτά τα εμπόδια, όμως στην αρχή μου ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα. Δε λέω, και τώρα στην καθημερινή μου ζωή τα βιώνω απλώς η διαφορά είναι ότι τώρα έχω καταλάβει πως ο ρατσισμός είναι κάτι που υπήρχε από παλιά και θα υπάρχει για πάντα.»

Άσπρος – Μαύρος

«Μπορείς να φανταστείς πως είναι να είσαι Έλληνας και να βιώνεις ρατσισμό μόνο για το χρώμα του δέρματος σου;» Αυτή είναι μία ερώτηση που μου έθεσε η Άννα. Κι η αλήθεια είναι, πως όχι, δεν μπορώ να το φανταστώ. Εκτός αν το έχεις βιώσει, δεν μπορείς πραγματικά να καταλάβεις το συναίσθημα του ρατσισμού. Δεν μπορείς να καταλάβεις γιατί κάποιος σε σιχαίνεται ή σε μισεί ή σε αντιπαθεί απλώς επειδή είσαι μαύρος και κάθεσαι στο λεωφορείο ή περπατάς στο δρόμο.

Ο Αντώνης μου επισήμανε πως μπορεί να καταλάβει από το βλέμμα αν κάνει σε κάποιον αρνητική εντύπωση ή αν ενοχλεί κάποιον απλώς επειδή είναι μαύρος. Η Μαρία μου ανέφερε πως σχεδόν καθημερινά μπορεί κάποιος να την ρωτήσει από πού είναι, κι αν απαντήσει «από Θεσσαλονίκη», θα την ξαναρωτήσουν «από πού είναι, είναι».

«Θα ήθελα παρά πολύ να αλλάξει η αντίληψη που έχει η κοινωνία για τους μαύρους. Αρχικά, πρέπει να αποδεχτεί ότι όλοι είμαστε άνθρωποι. Έχουμε το ίδιο κόκκινο αίμα. Διαφέρουμε μεταξύ μας στα χαρακτηριστικά, στο χρώμα, στη συμπεριφορά και στον τρόπο σκέψης. Γι’ αυτό το λόγο πρέπει να δεχτούμε την πραγματικότητα, ώστε να μην περάσουν τα νέα παιδιά αυτά που περνάμε τώρα. Ας λήξει αυτή η ιστορία.»

Ρατσιστικές αντιλήψεις παντού

Κάτι το οποίο έχουν αναφέρει κι ο Αντώνης, και η Μαρία, αλλά και η Άννα είναι η ανάγκη για γνώση της ιστορίας. Της πραγματικής ιστορίας. Αυτή που αναφέρει και τα κεφάλαια για την αποικιοκρατία, το ρατσισμό, τη δουλεία. Τα κεφάλαια που επισημαίνουν το ρόλο των Ευρωπαϊκών, κι όχι μόνο, χωρών στην εκμετάλλευση αφρικανικών λαών με πρόσχημα την εξευρωπαϊσμό τους. Αυτά τα κεφάλαια δεν αμαυρώνουν την ιστορία της Ευρώπης. Αντιθέτως, αναγνωρίζουν τα λάθη που έγιναν και θέτουν τη βάση για ένα καλύτερο μέλλον για όλους, ανεξαρτήτως χρώματος και φυλής.

«Μεγαλώνοντας έχω ακούσει κι έχω διαβάσει την ιστορία των μαύρων, αλλά αυτό δε με έχει κάνει ποτέ να μισήσω τους άσπρους. Νιώθω απλά τον πόνο τον μαύρων γιατί είμαι κι εγώ μία από αυτούς.

Ένας άσπρος Έλληνας δεν μπορεί να καταλάβει τη στάση του μαύρου για πολλούς λόγους. Καταρχάς, υπάρχει η διαφορά χρώματος. Ο μαύρος ακόμα κι αν είναι Έλληνας και ξέρει καλά ελληνικά, βιώνει ρατσιστικές αντιλήψεις όπου και να πάει στο σχολείο, στην εκκλησία, γενικά στην κοινωνία, ακόμα και στην εργασία. Δε βρίσκει εύκολα δουλειά.» «Το χρώμα μου για μένα είναι η ταυτότητα μου και είμαι ευτυχισμένη έτσι όπως είμαι.» Με αυτήν τη φράση, η Άννα κλείνει τη συζήτηση αυτή.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα