Τα τέρατα, η Θάτσερ, και η ποινικοποίηση των καπνογόνων

Ο Θάνος Στρατάκης με αφορμή την δολοφονία του Άλκη γράφει για την εξάλειψη της οπαδικής βίας που θα εμπνέεται από το πρόγραμμα της Θάτσερ.

Θάνος Στρατάκης
τα-τέρατα-η-θάτσερ-και-η-ποινικοποίηση-880135
Θάνος Στρατάκης
sooc

Δεν χρειάζεται να ξανά-επαναλαμβάνουμε αυτό που ειπώθηκε από όλες μας τις τελευταίες μέρες με αφορμή τη δολοφονία του Άλκη από τα τέρατα. Ότι ο αθλητισμός είναι μέρος της κοινωνίας, και ότι όταν ζέχνει η τελευταία – η μόνιμη παρακμή στον πολιτισμό και στις σχέσεις μας από την κρίση και τούδε, για την οποία όλοι έχουμε διαπιστώσεις – αυτή η δυσωδία αναπόφευκτα μεταφέρεται και στο ποδόσφαιρο. Το λέει με έναν πιο περίπλοκο τρόπο ο φιλόσοφος Simon Critchley:

«Τα δύο πράγματα είναι δεμένα σαν κόμπος. Το ποδόσφαιρο είναι η εικόνα του κόσμου στα καλύτερα του και στα χειρότερα του, ταυτόχρονα»

Αυτό που μπορούμε να πιάσουμε ωστόσο είναι η μανία που ξαφνικά μας βρήκε όλους με ένα επιχείρημα για την εξάλειψη της οπαδικής βίας που θα εμπνέεται από το πρόγραμμα της κα Θάτσερ (αν ήταν τελικά αυτηνής). Μία «Θατσερομανία» που θα μπορούσε δυνητικά να ποινικοποίησει ό,τι αγαπάμε στα γήπεδα χωρίς να θίγει τον πυρήνα του προβλήματος που το απασχολεί. Και που δεν είναι απλά η «οπαδική βία».

Για την ιστορία, η κα. Θάτσερ τη δεκαετία του 80’ προσπάθησε να εκριζώσει το χουλιγκανισμό από τα Βρετανικά γήπεδα, τον καιρό που αυτός έδινε μάχες με συμμορίες οργανωμένων οπαδών στους δρόμους και τις παμπς, και νεκρούς με τις εκατόμβες.

Ο χουλιγανισμός γεννήθηκε ακριβώς εκεί, την εποχή εκείνη, και είχε ως βασική του υποδομή τα παιδιά της εργατικής τάξης που αποκομμένα όπως ήταν από την αγορά εργασίας και τους θεσμούς τον καιρό μίας ακόμα κρίσης του καπιταλισμού, έβρισκαν σε αυτόν ένα lifestyle, ένα τρόπο να ακουστούν κάπως στην κοινωνική ζωή, και ένα καλό εισόδημα, ως βαποράκια για τις μαφίες του υπόκοσμου και τους νέο-ναζί που νέμονταν και νέμονται τη ζωή των γειτονιών τους. Ήταν δηλαδή ένα κοινωνικό φαινόμενο μεγάλης κλίμακας και περίπλοκων οργανωτικών απολήξεων.

Η κα. Θάτσερ λοιπόν, αφού συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν αποτελεσματικά μέτρα η αυστηροποίηση και η τήρηση των ποινών (πχ. ταυτότητες για την είσοδο στο γήπεδο), για να το αντιμετωπίσει τότε συνέστησε μία αρμόδια υπηρεσία στην αστυνομία, που λογοδοτούσε απευθείας σε εκείνη και τους αρμόδιους υπουργούς, και που είχε την ευθύνη της παρακολούθησης των γηπέδων. Υποχρέωσε τις διοικήσεις των ομάδων σε κάμερες σε όλες τις γωνιές των σταδίων, και τοποθέτησε «ρουφιάνους» μέσα στους συνδέσμους και στα γήπεδα, ενώ ταυτοχρόνως, έκοβε σε επιδόματα και κοινωνικές δομές.

Το μοντέλο ήταν δηλαδή προληπτικό και ατομοκεντρικό. Δεν περίμενε να ξεσπάσει η «φασαρία» για να λειτουργήσει κατασταλτικά, αλλά κατέγραφε τις κινήσεις των οπαδών που είχαν το προφίλ του «παραβάτη», όπως το κατάρτιζαν οι αρμόδιες υπηρεσίες, ενώ μετέφερε την ευθύνη για την παρακολούθηση των μέτρων και την ομαλή διεξαγωγή των αγώνων και στις διοικήσεις των γηπέδων και των ομάδων. Τις οποίες πίεζε εμμέσως με συμμόρφωση μέσω του αποκλεισμού από τις πηγές των εσόδων τους, τα Ευρωπαϊκά πρωταθλήματα.

Ωραία όλα αυτά θα σκεφτεί κανείς, όμως αμφιβάλλω ότι έχουν κάποια σχέση με τη γενεσιουργό αιτία, την κοινωνική προέλευση της βίας. Είναι πολύ αμφίβολο δηλαδή ότι η βία που σχετίζεται με τον κοινωνικό αποκλεισμό ή τις παράνομες δραστηριότητες, αυτή η βία που την κεφαλαιοποιούν σε επιρροή στην κοινωνία φασίστες και νονοί της νύχτας εξαλείφτηκε. Απλώς πήγε από το γήπεδο με το ακριβό εισιτήριο, πίσω στις γειτονιές που αφήνονται στην κρατική εγκατάλειψη, στις μαγικές δυνάμεις της αγοράς, και στις εγκληματικές οργανώσεις. Ενώ ταυτόχρονα το «οργανωμένο» ποδόσφαιρο, αφού καθάρισε από παραβατικότητα και έγινε ένα «ελκυστικό προϊόν», εκχρηματίστηκε σε τέτοιο βαθμό που μόνο τα κακά – όχι όμως η βία – απέμειναν να αποικίζουν όλα όσα αγαπάμε σε αυτό. Και τι αγαπάμε;

Η βάση του ποδοσφαίρου είναι απλή. Είναι, όπως έγραφε ο Critchley, ένα κατεξοχήν συνεργατικό άθλημα βάσης, που σχετίζεται με την εργατική τάξη και τον απλό λαό. Αρκεί, σε αντίθεση με άλλα σπορ (βλ. τένις, γκολφ, σκι κτλ.) μία παλιό-μπάλα και τέσσερα πανωφόρια για δοκάρια για να ξεκινήσει, αναγκάζοντας ανθρώπους, πολλές φορές άγνωστους μεταξύ τους, να συνεργαστούν, και να τσακωθούν παραγωγικά, πράγμα που επίσης είναι στοιχείο της ζωής – τα καλαμπούρια, τα σκληρά εκτονωτικά μαρκαρίσματα και τα ματωμένα γόνατα – και μάλιστα θεμελιακό.

Όταν το ποδόσφαιρο έγινε επιχείρηση, ο πυρήνας αυτός παρέμεινε άθικτος. Ταπεινοί άνθρωποι, κολλημένοι στην ρουτίνα μας, περιμένουμε μία Κυριακή για να πάμε στις κερκίδες και να ξεχάσουμε τους πόνους μας, να μας συγκινήσει η ενέργεια ενός παίχτη από τη μακρινή Αφρική, να πιούμε μία ρετσίνα και να βλασφημήσουμε ό,τι υπάρχει. Ανάβοντας καπνογόνα και χοροπηδώντας. Και περιμένοντας τη Δευτέρα για να κάνουμε κάνα καλαμπούρι με το συνάδελφο ή να κλαφτούμε συλλογικά για τα χάλια της ομάδας μας.

Ότι έχει γίνει όμως η πιο βρώμικη μπίζνες, με στοιχηματικές και στημένα που περνάνε ατιμώρητα, με ξεπλύματα χρήματος και απατεώνες πρόεδρους/ατζέντηδες που κερδίζουν σε χρήμα και επιρροή όσα έσπειραν σε διχαστικά δελτία τύπου για να φανατίζουν, με πανάκριβα εισιτήρια σε γήπεδα-«διαμάντια» που δεν τα ακουμπάει η «πλέμπα» που τα έχτισε, και πανάκριβα διαφημιστικά συμβόλαια, αυτό φαίνεται πως δεν αρκεί για να το «πιάσει» καμία κάμερα, και καμία μπούκα σε συνδέσμους. Όπως δεν θα «πιάσει» τις πολύπλοκες σχέσεις αλληλεξάρτησης ανάμεσα στο οπαδικό φαινόμενο, τις κοινωνικές ανισότητες, και τις οργανώσεις των ακροδεξιών.

Αν τότε η πολιτεία θέλει να εξυγιάνει πραγματικά το ποδόσφαιρο, βρίθει η Ελληνική ιστορία (δεν είναι ο χώρος να το γράψουμε εδώ, προς το παρόν, μία αναζήτηση απλή αρκεί στο διαδίκτυο αν κάποιοι έχουν επιλεκτικές μνήμες) σε παράνομες/υπερπανάκριβες μπίζνες και σε διαπλεκόμενους προέδρους, με άκρες σε ακτιβιστές του «οπαδικού κινήματος», μέσα ενημέρωσης, καθεστώτα και κυβερνήσεις. Όπως γεμάτη είναι από γειτονιές ξεχασμένες και φωνές, για τις οποίες λίγο μεριμνήσαμε να ακουστούν, πολλώ μάλλον, να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα τους.

Οι κάμερες στα γήπεδα λοιπόν, και ο ένας αστυνομικός/κάμερα σαν σκιά σε κάθε από-τα-πριν τσεκαρισμένο οπαδό είναι μια χαρά για να «μαζέψει» ένα-δύο τέρατα, και για να «βελτιώσει» το «προϊόν», αλλά να μην ποινικοποιήσουμε τα συνθήματα και τα καπνογόνα τώρα. Ή αν το κάνουμε, ας ξέρουμε τουλάχιστον ποιοι το έκαναν, από που εμπνέονταν, και τι έκαναν για όλα τα υπόλοιπα – για το βαθύτερο, κοινωνικό και πολιτικό, νόημα της βίας, και για τις ιδέες/οργανώσεις/διοικήσεις που πραγματικά την υποδαυλίζουν, αν δεν την υποκινούν.

ΥΓ. Καλό παράδεισο παλίκαρε, ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα