Τα Western είναι ο κινηματογράφος!
Οι περισσότεροι αγνοούν τα καλά Western, λίγοι τα εκτιμούν πραγματικά και ακόμα λιγότεροι συζητούν γι' αυτά.
“…και περιπλανιόμασταν τρεφόμενοι με το κρασί των σπηλαίων και με τη γαλέτα του δρόμου, εγώ βιαστικός να βρω τον τρόπο και τη φόρμουλα. ” (Αρθούρος Ρεμπώ)
Τα σπουδαία Western – και δεν είναι πολλά αυτά – σημάδεψαν την ιστορία του κινηματογράφου, αποκλειστικά και μόνο στον 20ο αιώνα. Μάλιστα, οι αισθητικές αρετές των Western επισκίασαν τόσο το σινεμά, ώστε σήμερα, την εποχή της αποκαθήλωσης του, δεν κάνει άλλο από το να ονειρεύεται τον εαυτό του, τέτοιο που είναι. Οι περισσότεροι αγνοούν τα καλά Western, λίγοι τα εκτιμούν πραγματικά και ακόμα λιγότεροι συζητούν γι’ αυτά. Οι αυτοαποκαλούμενοι σινεφίλ και οι κριτικοί του σινεμά – που δεν είναι παρά εκλεπτυσμένοι ανίδεοι οι πρώτοι και ερασιτέχνες βαυκαλιστές οι δεύτεροι- καμία θέση δεν έχουν να επιδείξουν πάνω στην ακαταμάχητη γοητεία των Western. Άλλωστε κανείς δεν περιμένει από αυτούς να ξέρουν κάτι καλύτερο από τον “καλό, τον κακό και τον άσχημο”.
Είναι αλήθεια ότι μέσα στις κινηματογραφικές αποθήκες δύσκολα βρίσκει κανείς πάνω από δέκα σπουδαία Western. Τούτο δω το κείμενο δεν θέλει όμως να επιμείνει σε κάτι άλλο πάρα να αποδώσει έναν υστερόχρονο φόρο τιμής στα διαμάντια της Άγριας Δύσης, μέσα από δυο-τρεις σκόρπιες λέξεις και με τη βεβαιότητα ότι ταινίες σαν το Wild Bunch πάντα θα δικαιώνουν μια τέτοια απόφαση. Ποιό είναι άραγε το συστατικό, το ένστικτο ή το μυστήριο που καθιστά τα γουεστερν τόσο συναρπαστικά, τόσο καθηλωτικά, τόσο κολασμένα; Οι περισσότεροι λόγοι παραμένουν ακόμα μυστηριώδεις, και σίγουρα πολλοί από αυτούς συνδέονται με το φάντασμα την παιδικής ηλικίας και την πρώτη επαφή με τα γουεστερν (οι Bonanza ζουν!). Υπάρχει, ωστόσο, μια ιδιαιτερότητα που περιβάλλει τα καλά γουεστερν, μια συνωμοσία αισθητικής και πρωτόγονου πάθους, και αυτό εξηγεί πολλά. Ιδού, λοιπόν, το σκάνδαλο: PAT GARRETT & BILLY THE KID, WILD BUNCH, RIO BRAVO, RIO GRANDE, UNFORGIVEN, SEARCHERS, JOHNNY GUITAR ! Ορίστε μια πλούσια λίστα μερικά έργα, ανεπανάληπτα και εκλεπτυσμένα. Γουέστερν αγαπημένα, επαναστατικά, που ισορροπούν ανάμεσα στην τέχνη και την αντιτέχνη , που στην ουσία τους είναι αντι-γουέστερν, που μοιάζουν τόσο καλά σχεδιασμένα λες και είναι ικανά να αποθεώνουν ή να εκμηδενίζουν τον ίδιο τους τον εαυτό , σκορπίζοντας τον ύστερα εδώ και εκεί.
Μην πιστέψετε, αγαπητοί μου, όσους ταυτίζουν τα γουεστερν με την αδρεναλίνη που προκαλεί το πιστολίδι και το κυνήγι, μια δήθεν φόρμα που περστρέφεται γύρω από την εαυτό της, αυτοπεριορίζεται και αυτoκτονεί, καθιστώντας – υποτίθεται – τα γουέστερν μονοδιάστατο είδος που απλά μιλάει για ιστορίες της Δύσης. Ο κινηματογράφος δεν κάνει άλλο από το να μιλάει για το θέαμα, να είναι το θέαμα και δι΄εαυτού να παράγει θαμπωμένα πρότυπα και θεαματικές συμπεριφορές που κανείς δεν μπορεί να φτάσει ή να αναγνωρίσει ως δικές του, όσο και αν τις κυνηγάει. Μα, πίσω από το στρογγυλεμένο αυτό θέαμα υπάρχει πάντα η αληθινή ζωή. Στο Johnny Guitar εκτίθενται αληθινές αναμνήσεις έρωτα, στο Billy the Kid μοιρολογείται μια φιλία που σβήστηκε, μια προδοσία που φορολογείται ακριβά από την αφομοίωση της επισημότητας (εδώ συναντάμε την αμύθητη σκηνή, όπου ο Γκάρρεττ ενώ έχει εγκλωβίσει τον παλιό αδελφικό του φίλο και μπορεί να το σκοτώσει όποτε θέλει, περιμένει πρώτα να ολοκληρώσει την ερωτική συνεύρεση με την ερωμένη του – του χαρίζει αδελφικά μια μικρή παράταση, μια τελευταία απόλαυση, κάτω από τα μαγικά τραγούδια του Bob Dylan), στην Άγρια Συμμορία του μοναδικού Σαμ Πεκίνπα, διασταυρώνονται η αγριότητα και η αλληλεγγύη,η ατροφία της ψυχής και το ξεψύχισμα του θάρρους. Στο Rio Bravo ηχούν με δέος οι σάλπιγγες των μεξικανικών σκοπών, όλα έτοιμα για ένα γκράντε φινάλε, για τη μεγάλη μάχη με τους εσωτερικούς δαίμονες, είτε πρόκειται για το αλκοόλ είτε για τον έρωτα, για μια μελαγχολική οριστικοποίηση της αιώνιας διασπάθισης της σάρκας και της ψυχής. Το Rio Grande αναφέρεται σε μια επανάσταση που ηττήθηκε, οι Ασυγχώρητοι δεν μπορούν να συγχωρήσουν τους εαυτούς τους, δεν δικαιούνται την εξιλέωση, δεν έχουν μερτικό από τα ανακουφιστικά προνόμια της λήθης. Εμπρός κολασμένοι, αλήτες της φύσης, άκληροι της ήσυχης ζωής, ανήσυχα τέρατα, εμπρός – επελάστε !
Πολλές φορές η επιστήμη της άγνοιας διαστρεβλώνει και χλευάζει το αληθινό γούστο (Κακό του κεφαλιού της!). Κάτι τέτοιο συμβαίνει και στο κινηματογράφο. Τουλάχιστον όσοι ξέρουν από την αληθινοί ζωή μπορούν να εξηγήσουν την πλούσια γεύση των γουεστερν. Το είδος αυτό είναι – και ήταν από πάντα, να ΄στε σίγουροι- το πιο πρόσφορο πεδίο για να καλλιεργήσει κάποιος εικόνες και σπουδαία κινηματογραφικά παζλ. Είναι η ποικιλία που του χαρίζει μαγικές προσόψεις. Μα πάνω απ’ όλα είναι η κατάργηση των συμβάσεων. Τα γουέστερν είναι παιχνίδι χωρίς δεσμά και κανόνες, είναι η μάχη για την υπέρτατη ελευθερία, την ασταμάτητη περιπλάνηση, για το άγριο μεθύσι της ζωής, για το πόκερ της σαγήνης, για τις σφαίρες του έρωτα: Ο Κόσμος, το Βιος σας, ο Κίνδυνος σας! Τα γουέστερν παίζουν πάντα στην αρένα των αναμνήσεων. Κάθε ιστορία είναι προέκταση μιας άλλης, προγενέστερης, πάντα έτοιμης να επιτεθεί και να εκδικηθεί. Τα γουέστερν είναι η μυθοπλασία των παθών, η φαγούρα στα σωθικά του κτήνους, η εγκατάλειψη ενός τόπου που είναι εφήμερος – λυτρωτικά προσωρινός. Γίνεται εδώ αντιληπτό ότι αυτή η σύντομη, η μεστή και εφήμερη περιπέτεια, η αποδέσμευση, η ποιητική περιπλάνηση, ο χαλασμός εδώ κι εκεί, τους χαρίζουν έξτρα ΔΕΟΣ. Και αυτό δεν είναι άσχετο με το μικρό αριθμό σπουδαίων γουέστερν. Τα μπαρόκ σκηνικά, η αφ’ υψηλού προσπέλαση του παρόντος, οι εξτραβαγκάν νοητικές μονομαχίες και οι συνειδησιακές διακυμάνσεις επενδύουν τα γουέστερν με υπαρξιακές αναμετρήσεις που παραμένουν μυστηριώδεις – που παραμένουν σκοτεινές. Είναι αυτή η πρωτόγονη αίσθηση, η φυσική απλότητα, οι ερεθισμοί του Οίστρου: Το παιχνίδι ακόμα παίζεται – Τα γουέστερν είναι ο κινηματογράφος!
Όλοι θα πιουν από το κρασί της μελαγχολίας και άλλοι τόσοι θα γευτούν τους πικρούς καρπούς της αγριότητας. Άλλωστε κάθε στιγμή είναι πλασμένη με τέτοιο τρόπο, ώστε πιθανόν να είναι και η τελευταία. Γι’ αυτό οι Ιππείς της Κόλασης, οι οπλισμένοι Άγγελοι που αντί για φτερά έχουν γιλέκα, ζουν τη στιγμή αυτή με την αγέρωχη μελαγχολία του αετού που γυρνάει στη φωλιά του νηστικός – με το βλέμμα αυτού που ξέρει ότι σε λίγο μπορεί να πεθάνει, χωρίς να έχει προλάβει να μετανιώσει, να συγχωρήσει ή να συγχωρεθεί. Μαστιγωμένοι από την ψυχρή νύχτα, έχοντας το βάρος να διαχειριστούν τις συνθλιβόμενες φιλοδοξίες και μια λογική απρόβλεπτη, περπατούν μέσα στη νύχτα “και η φωτιά τους κατασπαράζει”. Ιδού, λοιπόν η απρόβλεπτη ποιητική αμαρτία των γουέστερν. Έχουν την μυστικιστική αρμονία του απρόβλεπτου, του απέραντου, του αρχοντικού ταπεραμέντου, της έντονης ροκ έξαψης, ναι είναι έξαψη, είναι αναίμακτο έγκλημα : Για όνομα του Θεού ας πυροβολήσει κάποιος αυτόν τον αχροίο τον βοηθό του Pat – αυτόν τον δειλό!
Μα είναι τόσο μαγικά, ακούραστοι αναγνώστες μου, τόσο μαγικά και αξιολάτρευτα τα γουέστερν (Ιδίως του Σαμ Πεκίνπα και του Τζόν Φόρντ – ο Λεόνε δείχνει προβλέψιμος και πρόχειρος μπροστά τους). Και τόσο τυχερός (Μα την Παναγία!) ο κινηματογράφος που υπάρχουν για να διασώζουν την φθαρμένη τιμή του στους αιώνες των αιώνων. Και προσέξτε, δεν μιλάμε παρά για μερικά φιλμ, πολύ λιγότερα από το χρόνο που έχει αφιερώσει κάποιος για να θαυμάσει, δεξιά κι αριστερά, τις σαβούρες της μεγάλης οθόνης. Είναι αλήθεια από την άλλη, ότι το είδος των γουεστερν έχει το δικό του μερίδιο στον κουμπαρά της αποτυχίας – για να μην πούμε ότι έχει εκφυλιστεί πλήρως εδώ και πολλά χρόνια. Άλλωστε βρίσκονται ήδη στον καταψύχτη της ιστορίας της τέχνης. Ας είναι. Τα αριστουργήματα αυτά θα μείνουν και θα πληγώνουν πάντα την ψευτοδιανόηση των σινεφίλ που δεν χρωστούν να τα αναγνωρίσουν ως τέτοια.