The Chair: Η καλύτερη δραματική σειρά του Netflix των τελευταίων ετών

Μια κωμωδία-δράμα που θίγει το θέμα της ελευθερίας του λόγου στον ακαδημαϊκό χώρο.

Parallaxi
the-chair-η-καλύτερη-δραματική-σειρά-του-netflix-των-804816
Parallaxi
Στιγμιότυπο βίντεο

Ίσως να μας ξεφεύγει ένας αναστεναγμός κάθε φορά που ακούμε την έκφραση «ακύρωση της κουλτούρας», όσο λάθος και διαστρεβλωμένη μπορεί αυτή να ακούγεται έπειτα από αυτά που προκάλεσε η πανδημία στο κινηματογραφικό χώρο. Ωστόσο, οι άνθρωποι πίσω από τη παραγωγή του Netflix «Τhe Chair» αναστενάζουν επίσης για το αριστούργημα που μόλις κυκλοφόρησε. Μια σχεδόν τέλεια τηλεοπτική εκπομπή που διαρκεί μόλις τρεις ώρες, και μια κωμωδία-δράμα που θίγει το θέμα της ελευθερίας του λόγου στον ακαδημαϊκό χώρο, χωρίς να παίρνει θέση και χωρίς να δαιμονοποιεί μια συγκεκριμένη ομάδα.

Το The Chair, που δημιουργήθηκε από την ηθοποιό Amanda Peet και την ακαδημαϊκό και σεναριογράφο Annie Wyman, θα μπορούσε να είναι θεατρικό έργο, με τη Peet να έχει γράψει ήδη δύο. Η δομή του σόου από την εισαγωγή στην εξέλιξη των γεγονότων στην περιπλοκή αυτών και τέλος στην καταστροφή είναι καθαρά επηρεασμένη από τη τεχνική της πυραμίδας του Freytag.

Το σκηνικό της είναι ένα επενδυμένο με ξύλο κολλέγιο αρκετά απομονωμένο από όλα τα υπόλοιπα, το φανταστικό Pembroke College, ένα ψυχρό βορειοανατολικού τύπου κολλέγιο που υποτίθεται ότι είναι ένα «χαμηλού επιπέδου Little Ivy» κολλέγιο. Τα Little Ivies είναι μια ανεπίσημη ομάδα μικρών, ακαδημαϊκά ανταγωνιστικών ιδιωτικών κολεγίων φιλελεύθερων τεχνών στις βορειοανατολικές Ηνωμένες Πολιτείες. Είναι επίσης γνωστά  για τα πρότυπα ακαδημαϊκής αριστείας, το σχετικό ιστορικό κοινωνικό κύρος και τα μεγάλα οικονομικά τους κεφάλαια.

Στο πρώτο επεισόδιο, η Ji-Yoon Kim (την οποία υποδύεται η Sandra Oh) έχει επιτέλους φτάσει στο αποκορύφωμα της καριέρας της ως πρόεδρος του αγγλικού τμήματος του Pembroke. Νευρική και αξιαγάπητα αδέξια με ένα παλτό μοντγκόμερι, μπαίνει στο νέο της γραφείο, ξετυλίγει ένα δώρο και βυθίζεται στη νέα της καρέκλα, η οποία αμέσως σπάει κάτω από την πλάτη της. Η πτώση είναι επίσης ένας οιωνός. Στο Pembroke δεν είναι μόνο τα έπιπλα σάπια.

Το κολέγιο, στην πραγματικότητα, βρίσκεται σε κρίση και το αγγλικό τμήμα αιμορραγεί από τις εγγραφές, κυρίως επειδή η πλειοψηφία των καθηγητών του είναι μόνιμοι, άνω των 70 ετών, και εντελώς απρόθυμοι να προσπαθήσουν να συνδεθούν με τους παθιασμένους φοιτητές της γενιάς Z και τις προοδευτικές προτεραιότητές τους. Κατά την πρώτη της μέρα, η Ji-Yoon λαμβάνει εντολή από τον πρύτανη να μειώσει σημαντικά τον αριθμό των μεγάλων σε ηλικία καθηγητών, μεταξύ των οποίων η μελετήτρια του Chaucer Joan (Holland Taylor) και ο καθηγητής αμερικανικής λογοτεχνίας Elliot (Bob Balaban).

Τα μαθήματα του Elliot ωχριούν σε δημοτικότητα σε σύγκριση με εκείνα της δυναμικής συναδέλφου του, Yaz (Nana Mensah), και όμως εκείνη προεδρεύει στις επιλογές για τη μονιμοποίηση της θέσης της. Ακόμη πιο ενοχλητικός είναι ο Μπιλ (Jay Duplass), ένας ροκ σταρ καθηγητής του μοντερνισμού που βρίσκεται σε κατάσταση καταστροφής μετά το θάνατο της γυναίκας του.

Κατά τη διάρκεια μιας κατάμεστης διάλεξης, ο Μπιλ χαιρετά σατιρικά τον Χίτλερ, ενώ εξετάζει τη δύναμη του παραλογισμού απέναντι στον φασισμό, προκαλώντας ένα viral meme και μια έντονη συζήτηση για την ελευθερία του λόγου στην πανεπιστημιούπολη.

Προς τιμήν του The Chair, σατιρίζει χωρίς να διαλέγει πλευρά και αντιστέκεται στην παρόρμηση να γελοιοποιήσει οποιονδήποτε. Κομψά και ζωηρά, οι Peet και Wyman αναφέρουν όλους τους λόγους για τους οποίους τα πανεπιστήμια μπορεί να φουντώνουν από δυσαρέσκεια. Οι καθηγητές υπόκεινται σε διαφορετικά πρότυπα ανάλογα με τη φυλή και το φύλο τους.

Οι φοιτητές συνειδητοποιούν ότι, λόγω του αυξανόμενου χρέους και των περιορισμένων ευκαιριών τους, τα πράγματα είναι δυσκολότερα για τη γενιά τους από ό,τι ήταν για οποιαδήποτε άλλη. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν ηλικιωμένοι πολιτικοί άνδρες που ξαφνικά συνειδητοποιούν πόσο λίγο μετράνε πλέον. «Κάποτε κυβερνούσα τον κόσμο σαν τον Κολοσσό», λέει ο Έλιοτ με θλίψη στη γυναίκα του σε μια σκηνή, καθώς εκείνη του επιδεικνύει ένα κουτί με πάνες ενηλίκων. «Λοιπόν, τώρα θα τον κυβερνήσεις με τα Tranquility Briefs (μάρκα από πάνες ενηλίκων)», απαντάει.

Μέσα στο σφιχτό της πλαίσιο, η σειρά χωράει περισσότερα από τις εκπομπές που είναι τρεις φορές μεγαλύτερες από τη διάρκειά της. Είναι ιδιαίτερα ικανοποιητική η απεικόνιση της προσωπικής ζωής της πρωταγωνίστριας. Στα 40 της, αφού χώρισε με τον επί χρόνια σύντροφό της και ενώ προσπαθούσε επί χρόνια να υιοθετήσει, τελικά τα κατάφερε βρίσκοντας τη την Ju-Hee (Everly Carganilla), την οποία ονόμασε από τη νεκρή μητέρα της. Τα ευαίσθητα σημεία και οι συγκρούσεις μεταξύ της Ji-Yoon, της Λατίνας κόρης της, και του ηλικιωμένου Κορεάτη πατέρα της, Habi (Ji-Yong Lee), αποδίδονται με περίσκεψη και γλυκύτητα.

Η Oh πάντα ξεχώριζε στο να υποδύεται γυναίκες που απορρίπτουν την ιδέα ότι τα πράγματα πρέπει να είναι διαφορετικά από ό,τι θέλουν οι ίδιες και η γυναίκα που υποδύεται η Ji-Yoon, παντρεμένη, επικεντρωμένη στη δουλειά, σπαστική, παρανοϊκή ότι η κόρη της δεν την αγαπάει πραγματικά, ενσαρκώνει ένα είδος μητρότητας που σπάνια βλέπουμε στην οθόνη, αλλά αποπνέει μια αίσθηση βαθιάς ικανοποίησης.

Αυτό που πραγματικά πουλάει το The Chair, όμως, είναι το πόσο γρήγορα κυλά και πόσο αστεία είναι ταυτόχρονα, ενώ αναφέρεται σε μια σειρά από επίκαιρα θέματα.

Για παράδειγμα, τα μαθήματα για το Moby-Dick δεν στρέφονται σε θέματα μονομανίας και ανοιχτόμυαλης σκέψης, αλλά στο κατά πόσο ο Herman Melville ήταν γυναικάς.

Για τους πιο ταλαντούχους ανθρώπους ο χρόνος περνάει δύσκολα, επειδή το ταλέντο τους τους επιτρέπει να δουν πόσο επείγουσα είναι η αλλαγή. Και αυτό γίνεται φανερά στη σειρά. «Γιατί να μας εμπιστευτούν;» λέει η Ji-Yoon για τους μαθητές που διαμαρτύρονται έξω από το γραφείο της. «Ο κόσμος καίγεται και εμείς καθόμαστε εδώ και ανησυχούμε για το κληροδότημά μας». Τα ρήγματα μεταξύ των γενεών μοιάζουν αξεπέραστα, κι όμως αυτό που προτείνεται είναι ότι αυτό που μπορεί να τους ενώσει είναι το μοναδικό πράγμα στο οποίο μπορούν να συμφωνήσουν, ότι δηλαδή, ό,τι κι αν σημαίνει η τέχνη, η γλώσσα και η λογοτεχνία για τους ανθρώπους ακόμη κι αν δεν ταιριάζουν μεταξύ τους, αξίζει πάντα να αγωνίζονται γι’ αυτά.

Πηγή: The Atlantic

Δείτε επίσης:

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα