Η Θεσσαλονίκη – καλειδοσκόπιο μετασχηματισμών
Ο ετεροχρονισμένος πολεοδομικός σχεδιασμός, το ανοχύρωτο ιστορικό κέντρο, τα νέα σχέδια αστικής ανάπτυξης και οι αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί. Τελικά, υπάρχει διέξοδος;
Λέξεις: Χάρις Χριστοδούλου
Κάθε μεγάλη πόλη μετασχηματίζεται σε μικρές και μεγάλες διάρκειες, στους μικρούς και μεγάλους χώρους της. Η Θεσσαλονίκη είναι κι αυτή ένα υπέροχο καλειδοσκόπιο, απρόβλεπτο αλλά με αρκετά σταθερά μοτίβα.
Με την πρόσφατη εμπειρία της πανδημίας είναι σε όλους μας κατανοητό πόσο ευέλικτος είναι ο χώρος που κατοικούμε και πώς μπορούν να αλλάξουν οι συνήθειές μας στην πόλη. Βέβαια υπάρχουν και όρια μέχρι που μπορεί να φτάσει αυτή η προσαρμοστικότητα έναντι κάθε συγκυρίας, αν δεν υπάρχουν οι απαραίτητες προ-βλέψεις και ο σχεδιασμός για το σύνολο της πόλης. Τις μέρες του «κλεισίματος» μας, οι ελεύθεροι δημόσιοι χώροι πρασίνου αλλά και οι τεχνολογικές υποδομές ψηφιακής επικοινωνίας αποδείχτηκαν ανεπαρκείς. Από την άλλη, η ευελιξία των κτιρίων και των επιχειρήσεων να αλλάξουν για να προσφέρουν όσα χρειαζόμασταν ήταν αξιοθαύμαστη. Όμως, το μεγάλο σχήμα της πόλης στον τόπο δεν άλλαξε, ούτε τα μεγάλα της προβλήματά. Αυτά, «πάγωσαν» στην προηγούμενη περίοδο, της οικονομικής κρίσης. Ούτε οι δομές διοίκησης και οι νοοτροπίες διαχείρισης άλλαξαν – περισσότερο αμετακίνητες από το υλικό περιβάλλον. Κι αυτές τις άυλες διαστάσεις πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας όταν σκεφτόμαστε πως αλλάζει και αναπτύσσεται πολεοδομικά η πόλη αφού αυτές την καθορίζουν.
Ο ετεροχρονισμένος πολεοδομικός σχεδιασμός
Ήδη από νωρίς στον 20ο αιώνα οι πόλεις βασίζονται στην πρόβλεψη, στο συνολικό σχεδιασμό – προγραμματισμό αλλά και στους κατάλληλους μηχανισμούς ανταπόκρισης στα νέα δεδομένα. Οι μετασχηματισμοί οδηγούνται σε σταθερά μονοπάτια επιλογών ανάπτυξης στον χώρο. Στον ευρωπαϊκό χώρο πουθενά ο συνολικός σχεδιασμός δεν καταργείται. Αντίθετα, επαναπροσδιορίζεται και αξιοποιεί προσεκτικά τα νέα στοιχεία επιδιώκοντας τη σταθερότητα και την αειφορία στο οικονομικό, κοινωνικό και οικολογικό περιβάλλον.
Στις ελληνικές πόλεις δυσκολευόμαστε σε αυτόν τομέα με εμφανή τα αποτελέσματα γύρω μας. Υπάρχει μια σταθερή διάσταση ανάμεσα στην πραγματική πόλη και τη σχεδιασμένη, ανάμεσα στις υπαρκτές ανάγκες και στον προγραμματισμό. Ακόμη κυριαρχεί η νοοτροπία της ταύτισης του δικαιώματος δόμησης με το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, χωρίς φροντίδα για τον κοινό χώρο, τα δημόσια κτίρια, τους δρόμους, τις πλατείες, τους χώρους πρασίνου και αναψυχής.
Οι επεκτάσεις της πόλης προ τα έξω με νέες γειτονιές που βλέπουμε στην περιφέρεια της πόλης, έχουν αποφασιστεί πάνω-κάτω προ 20ετίας, λίγο πριν την τεχνητή έκρηξη της οικοδομικής δραστηριότητας στη χώρα που δημιούργησε τότε ανυπόστατες προσδοκίες ότι ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης θα εκτοξευτεί. Δήμαρχοι και ιδιοκτήτες γης στην περιφέρεια του Πολεοδομικού Συγκροτήματος στις αρχές της δεκαετίας 2000 διεκδικούσαν μόνο οικιστικές επεκτάσεις θεωρώντας ότι η αστική ανάπτυξη είναι αποκλειστικά οικιστική και υλοποιείται μόνο με κτίρια και υποδομές. Μικρο-πολιτικές πιέσεις επέτρεψαν αλόγιστες επεκτάσεις και απέτρεψαν οποιοδήποτε σενάριο ρύθμισης, ελέγχου ή στρατηγικής, για τον χώρο ανάμεσα και μέσα στις γειτονιές, ούτε ανάμεσα στην πόλη και τα νέα απομακρυσμένα προάστια.
Μεσολάβησε η οικονομική κρίση, και σήμερα έχουμε ένα υπέρμετρο απόθεμα πολεοδομημένης γης («εντός σχεδίου») και εκατοντάδες σχετικά νεόκτιστες κενές κατοικίες στην περιφέρεια (περίπου 20%-25%). Έτσι, έχουμε νέες ημιτελείς γειτονιές με μικρή προοπτική να ολοκληρωθούν σύντομα σε ζωντανά κομμάτια πόλης, π.χ.η επέκταση της Θέρμης και του Ευόσμου. Όχι επειδή δεν έχουν οργανωθεί σωστά, αλλά επειδή η πρόβλεψη βασίζεται σε επιθυμίες κερδοσκοπίας από τη γη, μια παρωχημένη αντίληψη που δεν ανταποκρίνεται σε πραγματικές ανάγκες της πόλης. Οι συνεχείς αποσπασματικές ή καιροσκοπικές αλλαγές στον συνολικό σχεδιασμό της πόλης έχει γίνει κανόνας. Αυτό θέτει σε συνθήκη αστάθειας την κτηματογορά και ανασφάλειας τις όποιες επενδύσεις. Οδηγεί σε συστηματική υποβάθμιση το ανθρωπογενές και οικολογικό περιβάλλον. Τα δεινά αποτελέσματα τα βλέπουμε στις άκρες της πόλης και την περιαστική περιοχή την τελευταία εικοσαετία. Ταυτόχρονα, δεν υπάρχει συνολική μέριμνα για το παλαιωμένο απόθεμα στις κεντρικές πυκνοδομημένες περιοχές της πόλης.
Το ανοχύρωτο ιστορικό κέντρο
Πώς αλλάζει το ιστορικό-εμπορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης; Είναι παγκοσμίως αναγνωρισμένο για την ιστορική αδιάλειπτη συνέχεια του, την παρουσία μνημείων και τη διαστρωμάτωση επάλληλων κατοικήσεων στον ίδιο τόπο. Μείζονα θέματα είναι η προσεκτική ανανέωση του οικοδομικού όγκου, η διαχείριση του δημόσιου χώρου, αλλά και η προστασία της κατοικίας, της συνύπαρξης και της διατήρησης της αστικής ποικιλίας (δραστηριοτήτων, διαφορετικών κοινωνικών ομάδων, πολιτιστικών και οικονομικών χαρακτηριστικών). Τα στοιχεία αυτά διαφεύγουν της προσοχής.
Μετά την κρίση υπάρχουν ακόμη άδεια καταστήματα και εξαλείφεται σταδιακά η μικρο-μεσαία αστική οικονομία. Ενισχύεται η μονοκαλλιέργεια της «οικονομίας του καφέ» και ιδιωτικοποιείται ο δημόσιος χώρος. Υπάρχει μια αδιαφορία ή άγνοια για την πραγματική δημιουργική οικονομία του νεανικού δυναμικού της που κατοικεί κεντρικά. Η ποιότητα κατοίκησης σε περιοχές με παλαιωμένες οικοδομές δεν εξετάζεται. Έχει διαπιστωθεί η αδυναμία διασφάλισης προσιτής κατοικίας για όλους.
Ο τουρισμός προβάλλεται ως η λύση αλλά είναι αποδεδειγμένο ότι είναι δίκοπο μαχαίρι. Πόλεις παραδείγματα στον τομέα του τουρισμού, όπως η Βαρκελώνη και το Άμστερνταμ, αυτή τη στιγμή εφαρμόζουν ήδη πολιτικές στοχευμένης από-τουριστικοποίησης των ιστορικών τους κέντρων έχοντας ήδη αποτιμήσει τις μακροπρόθεσμες οικονομικές απώλειες και την υποβάθμιση. Στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, η πανδημία ευτυχώς προκάλεσε την επιστροφή εκατοντάδων διαμερισμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης – μάλιστα ανακαινισμένων, σε καθεστώς μακροχρόνιας ενοικίασης. Τα αποτελέσματα είναι θετικά και για την τοπική οικονομία του κέντρου. Μαζί με τις κατοικίες αυτές για τους κατοίκους ενισχύεται και ένα πλέγμα χρήσεων και επιχειρήσεων που υποστηρίζουν τις καθημερινές ανάγκες, και αποτελούν αναπόσπαστες ψηφίδες της καθημερινής ζωντάνιας, της εικοσιτετράωρης ασφάλειας και της αυθεντικής «μεσογειακής αστικότητας» που προβάλλεται για … τουριστικούς σκοπούς.
Τα ιστορικά κέντρα χρειάζονται ειδικές μέριμνες και η τοπική Διοίκηση δεν δείχνει να γνωρίζει πώς να φροντίσει πραγματικά το κέντρο της Θεσσαλονίκης. Χρειάζονται κατάλληλα μέτρα ρύθμισης και σχεδιασμού, της λειτουργίας, της κυκλοφορίας, της προστασίας της μνήμης, της κληρονομιάς, του «πρασίνου» κ.λπ. Το παράδειγμα της περιπέτειας διαμόρφωσης της πλατείας Ελευθερίας αλλά και του άξονα της Αριστοτέλους φανερώνουν όλο το σκεπτικό εμμονής στα ακριβά τεχνικά έργα βιτρίνας και τις ανεπάρκειες όλου του άυλου μηχανισμού διαχείρισης και θετικής αλλαγής της πόλης.
Απορίες και φαντασίες αστικής ανάτασης
Η απορία των περισσότερων κατοίκων για το πως αλλάζει η πόλη και πως συμβαίνει «η αστική ανάπτυξη» δείχνει ότι είναι μια διαδικασία που δεν την γνωρίζουν ούτε την καταλαβαίνουν. Υπάρχει ένα τεράστιο έλλειμμα ως προς την ενημέρωση και την επικοινωνία για όλες τις σημαντικές αποφάσεις που θα αλλάξουν την πόλη στο εξής. Αυτό δεν έχει αλλάξει τα τελευταία 20 χρόνια.
Το κύριο νέο στοιχείο αυτήν τη στιγμή δεν είναι οι νέες ιδέες για έργα που προβάλλονται ως θελκτικά. Είναι η ισχύς και η ταχύτητα υλοποίησης που δυνητικά έχουν τα, νέου τύπου, αστικά σχέδια που καταρτίζονται με βάση την νομοθεσία της πρόσφατης «πολεοδομικής-χωροταξικής μεταρρύθμισης». Τα νέα αυτά σχέδια φτιάχτηκαν για να επιλύσουν αριστοτεχνικά και γρηγορότερα, τα δυσεπίλυτα προβλήματα που αφορούν συγκεκριμένα σημεία στον χώρο της πόλης αλλά και τα αδιέξοδα αξιοποίησης δυνατοτήτων αστικής ανάπτυξης. Το ζήτημα είναι τα μεγάλα αστικά ακίνητα, τα μεγάλα αστικά κενά, οι αδρανείς εκτάσεις και υποβαθμισμένες περιοχές σε καίριες θέσεις. Όλα αυτά αποτελούν την πολύτιμη «προίκα» της πόλης που δεν αποδόθηκε, ενώ το αντίτιμο της υψηλής δόμησης έχει ολοκληρωθεί. Αναφέρομαι στις ανενεργές ιδιωτικές και δημόσιες εκτάσεις δεσμευμένες για συλλογικούς σκοπούς, παράλληλα με την ανάδειξη των ιστορικών περιοχών (π.χ. την ιστορική λιμενική ζώνη), τη διάσωση συνόλων αξιόλογης αρχιτεκτονικής κληρονομιάς (π.χ. τη μοντέρνα αρχιτεκτονική της διεθνούς έκθεσης), και την ανταποδοτική αξιοποίηση της βιομηχανικής κληρονομιάς (π.χ. τα εγκλωβισμένα ερειπιώδη εργοστάσια στον αστικό ιστό).
Τα νέα σχέδια αστικής ανάπτυξης – φοβού!
Τα νέα σχέδια αστικής ανάπτυξης προχωρούν ως «δούρειοι ίπποι». Προσφέρονται στην πόλη ως δώρα ενώ κρύβουν όλεθρο και καταστροφή. Τα σχέδια που έχουν ανακοινωθεί διακατέχονται από μια παλαιο-τεχνική προσέγγιση χωρίς να βασίζονται σε πολιτικές διατήρησης της κληρονομιάς, προστασίας του περιβάλλοντος και στρατηγικές αστικής ανθεκτικότητας. Το παιχνίδι με τις λέξεις πρέπει να έχει τα όριά του. Ως «πάρκο» νοείται το πάρκο πρασίνου αναψυχής και ο σχεδιασμός για έναν παραλιακό ποδηλατόδρομο κατά μήκος μιας ήδη διαμορφωμένης παράκτιας ζώνης δεν μπορεί να ανακατεύει τον συνολικό σχεδιασμό της πόλης χωρίς σύγχρονα επιστημονικά κριτήρια σχεδιασμού και χωρίς σοβαρή ενημέρωση του κοινού.
Ναι, χρειάζονται νέα επενδυτικά σχήματα με νέες συμφωνίες ιδιωτικού, δημόσιου και τρίτου τομέα για να υλοποιηθούν. Χρειάζονται όμως και ανοιχτές διαπραγματεύσεις για πολεοδομικές ανταποδόσεις που θα βελτιώσουν τις αστικές συνθήκες στα δύσκολα σημεία της πόλης, χωρίς όμως να χάνεται η προτεραιότητα στη συνολική οργάνωση της πόλης. Αντίθετα, όπως προχωρούν τα νέα σχέδια, το ευρύ κοινό, οι κάτοικοι, οι πολίτες, ακόμη και πολλοί αιρετοί και κυβερνώντες, δεν αντιλαμβάνονται αυτά που προδιαγράφονται σε αυτά τα σχέδια για την πόλη. Τα μετρούν μόνο στο επίπεδο των εντυπώσεων. Δεν παράγονται εικόνες και κείμενα που να είναι κατανοητά από το κοινό για πως θα αλλάξει η πόλη. Αυτό θα εκτιμήσει το κοινό το πώς θα επηρεαστεί η καθημερινότητα ή η μελλοντική ζωή στην πόλη. Ταυτόχρονα θα πρέπει να σταματήσει η δημαγωγική προβολή για το πως προχωρούν τα έργα, για το «μητροπολιτικό πάρκο», το «μετρό», τη «ριβιέρα»… Οι τοπικοί φορείς, Δήμοι και Περιφέρεια, δεν έχουν προχωρήσει ιδιαίτερα σε ουσιαστικές διαβουλεύσεις όπως υποχρεούνται. Δεν υπάρχει το κατάλληλο πλαίσιο δημόσιας συζήτησης για τις αναπτυξιακές επιλογές. Μόνο γι’ αυτό η εξέλιξή των νέων σχεδίων είναι δυσοίωνη, αφού απουσιάζουν οι ευρείες συναινέσεις. Είναι αναπόφευκτο να υπάρχουν αντιδράσεις και γενικευμένη απογοήτευση, όταν «αποκαλύπτονται» οι πραγματικές διαστάσεις των προτάσεων. Η λύση δεν μπορεί να είναι “Don’t look up!”.
Αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί ως «καθρεφτάκια για τους ιθαγενείς»;
Στη Θεσσαλονίκη έχουμε γίνει πρόσφατα πολλοί – και πάλι όχι αρκετοί, αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί. Με τους διαγωνισμούς εξάπτεται η φαντασία, τονώνεται η αναζήτηση των καλύτερων προτάσεων, ανοίγει μία ευρύτερη συζήτηση για την εικόνα και τον πολιτισμό της πόλης. Αυτό αρμόζει στη δυναμική της Θεσσαλονίκης και αυτό συμβαίνει σε όλους τους πολιτισμένους τόπους. Αλήθεια όμως, γνωρίζει κανείς ότι όλοι αυτοί οι διαγωνισμοί δεν έχουν την ίδια θεσμική ισχύ και προοπτική υλοποίησης; Χρειάζεται προσοχή στις φευγαλέες εικόνες που οι αρχιτέκτονες οραματίζονται ως εκδοχές του μέλλοντος της πόλης. Έχουν εκπαιδευτεί γι’ αυτό και αυτός είναι ο ρόλος τους. Όμως πριν από αυτές, ποιος φτιάχνει τα σενάρια της αλλαγής και για ποιους; Σε ποια έργα επιλέγεται να γίνουν διαγωνισμοί και σε ποια όχι, και με ποια κριτήρια; Πόσο αναφέρονται οι αποσπασματικές εικόνες σε έναν συνολικό οραματικό σχεδιασμό; Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για να αναπτυχθούν τα αποσπάσματα σε ολοκληρωμένους τόπους με πραγματική ζωή; Είναι πρωταρχικά τα ερωτήματα αλλά δεν έχουν τεθεί ανοιχτά για κανένα από τα «εμβληματικά» σχέδια που προωθούνται.
Το ότι κυριαρχούν εντυπωσιακές εικόνες αποτελέσματα των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών στον τύπο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν είναι αρκετό για να αλλάξει η πόλη προς το καλύτερο, ακόμη κι αν υπάρχουν οργανωμένα συμφέροντα που επιδιώκουν συγκεκριμένες αλλαγές. Κι όταν ζητείται η γνώμη του κοινού πρέπει να γίνεται σαφές πότε πρόκειται για εικόνες αρχιτεκτονικής δημιουργικότητας και πότε για επίσημα σχέδια που βαίνουν προς υλοποίηση.
Υπάρχει διέξοδος!
Η αλλαγή στην πόλη είναι μια συνεχής διαδικασία, συλλογικής και διεπιστημονικής συνεισφοράς. Δεν υπάρχουν καταπληκτικές ιδέες, αναπλάσεις ή έργα. Εξελίσσονται με ανοιχτές διαδικασίες, γιατί μόνο έτσι εμπλουτίζονται, διορθώνονται και μπορούν να υλοποιηθούν χωρίς πολώσεις, με σεβασμό στη συνολική εικόνα και ζωή της πόλης, σε βάθος χρόνου. Δεν μπορεί να συνεχίσουμε να κατακλυζόμαστε από προτάσεις που έχουν διαμορφωθεί με βάση υπεροπτικές επιλογές, προγράμματα φτωχής φαντασίας, παλαιοτεχνικής θεώρησης, περιορισμένης εμβέλειας, και τελικά ενός «επαρχιωτισμού» έναντι των πραγματικών διακυβευμάτων της αστικής, κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης τη πόλης.
Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορούμε να διαχειριζόμαστε την πόλη όπως πριν 20 χρόνια, με εμμονές χωρίς προβλέψεις. Νέα ζητήματα αναδύονται για την οικολογική υποβάθμιση, την κλιματική αλλαγή, την ψηφιακή μετάβαση, και υπάρχει κατάλληλο επιστημονικό δυναμικό στην πόλη να τα αντιμετωπίσει σοβαρά και ολοκληρωμένα. Υπάρχει η διαθέσιμη επιστημονική γνώση για την κατεύθυνση σχεδιασμού και διαχείρισης της πόλης – τα λάθη είναι γνωστά. Υπάρχουν λύσεις αστικής ανάπτυξης που γνωρίζουμε ότι δεν αποδίδουν όσα υπόσχονται. Δεν υπάρχει δικαιολογία να μην αξιοποιείται αυτή η γνώση.
Αυτή τη στιγμή είναι ήδη σε ισχύ ένα άρτιο Περιφερειακό Χωροταξικό Πλαίσιο για όλη την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας και τη Θεσσαλονίκη, για να κατευθύνει τις επιλογές. Θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε μια άλλη πόλη με βάση αυτό. Έχει επιστημονική θεώρηση, εισάγει σύγχρονους προβληματισμούς και θέτει τα προβλήματα. Ο κοινωνικός διαχωρισμός, η υποβάθμιση στο κέντρο και στην περιαστική ζώνη, ο τουρισμός, η προστασία του τοπίου, οι κίνδυνοι της κλιματικής αλλαγής είναι μερικά από αυτά που χρειάζεται να αντιμετωπιστούν. Η συνολική θεώρηση υπάρχει. Πώς θα ερμηνευτεί αυτή; Πώς θα γίνει πράξη; Κύριος στόχος όλων των προσπαθειών θα πρέπει να είναι η συνολική αειφορία και η ευρεία συλλογική διαβούλευση ως προς το τι είναι πολύτιμο για την πόλη, το έδαφος και τη φύση, και το τι αφήνουμε στις επόμενες γενιές.
*Η Χάρις Χριστοδούλου είναι Δρ Αρχιτέκτονας Πολεοδόμος