ThessAnimals: Συκοφάγος
Η Parallaxi καταγράφει μέσω ενός οδοιπορικού τα είδη από την πανίδα που εντοπίζουμε σε διάφορα σημεία της Θεσσαλονίκης.
Το ThessAnimals είναι ένα οδοιπορικό, το οποίο έχει σκοπό να καταγράψει όσο το δυνατόν περισσότερα είδη, από την πανίδα (θηλαστικά, πτηνά και ερπετά) που ζει στα δάση της Θεσσαλονίκης, περιαστικά από την πόλη και στα προάστια της.
Ρέματα, πλαγιές, πλατό, δάση, Χορτιάτης, Σέιχ Σου κ.τ.λ. είναι το πεδίο δράσης του ThessAnimals.Μια πρώτη συγκεντρωτική προσπάθεια η οποία έχει ως στόχο, την ενημέρωση και τη διδαχή της κοινωνίας και ιδιαίτερα της νέας γενιάς.
Το ThessAnimals ξεκίνησε τον Ιούνιο του 2021 με σκοπό να προλάβει να καταγράψει/φωτογραφήσει όσο το δυνατόν περισσότερους καλοκαιρινούς επισκέπτες (πέρα από τους μόνιμους κατοίκους),οι οποίοι το Σεπτέμβριο θα φύγουν για διαχείμαση σε πιο ζεστά κλίματα (Αφρική, Μέση Ανατολή κ.τ.λ.).
Από το οδοιπορικό αυτό αποκλείονται ξενικά είδη και ζώα σε ζωολογικούς κήπους, τα οποία δεν αποτελούν φυσική ροή του κύκλου της ζωής στη φύση.
Στην ουσία, το ThessAnimals είναι μια εγκυκλοπαίδεια των ζώων από τα δάση της Θεσσαλονίκης, της οποίας ο ρόλος είναι να παρουσιαστεί σε εκπαιδευτικά ιδρύματα, εκθέσεις φωτογραφίας κ.τ.λ.
Η προσπάθεια αυτή θα “τρέχει” διαρκώς και οποιοσδήποτε/οποιαδήποτε επιθυμεί να συνδράμει/συνεργαστεί με οποιονδήποτε τρόπο (παρουσίαση σε σχολεία, ιχνηλάτηση συγκεκριμένου ζώου κ.α.), μπορεί να επικοινωνεί στο [email protected].
Συκοφάγος
Ο συκοφάγος είναι πτηνό της οικογενείας των Οριολιδών (Χλωριονιδών), που απαντάται στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Oriolus oriolus και περιλαμβάνει 2 υποείδη. Στην Ελλάδα απαντάται το υποείδος Oriolus oriolus oriolus.Η ελληνική του ονομασία οφείλεται -λανθασμένα- στη συνήθειά του να τρέφεται με σύκα, κάτι που γίνεται μόνο σε περιοχές όπου υπάρχουν τα συγκεκριμένα δέντρα, ενώ δεν αποτελούν το κύριο μέρος της διατροφής του.
Ο συκοφάγος είναι πλήρως μεταναστευτικό πτηνό, εκτός από την περίπτωση του ινδικού υποείδους που είναι σε μεγάλο ποσοστό επιδημητικό και, προτιμάει την τοπική μετακίνηση εντός των ορίων επικρατείας του. Στην κεντρική Ευρώπη, είναι ένα πουλί αναπαραγωγής των πεδινών περιοχών και συνήθως λείπει από τις χαμηλές οροσειρές, και σε μεγάλο βαθμό από τις Άλπεις. Σπάνια απαντάται πάνω από τα 600 μέτρα, με το υψηλότερο ρεκόρ αναπαραγωγής να βρίσκεται στην Ελβετία στα 1.160 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και στη Βάδη-Βυρτεμβέργη, όπου φωλιές βρέθηκαν στα 730 μέτρα.
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από την Ισλανδία, και την Ιρλανδία, το Μάλι, το Κονγκό, τη Μαδαγασκάρη και τις Σεϋχέλλες.
Στην Ελλάδα ο συκοφάγος -όπως σε όλη την Ευρώπη- έρχεται για να φωλιάσει το καλοκαίρι, κυρίως στη βόρεια χώρα, αλλά απαντώνται και διαβατικά άτομα κατά τις μεταναστεύσεις.
Οι συκοφάγοι απαντώνται σε ένα ευρύ φάσμα ενδιαιτημάτων. Στη δυτική Ευρώπη προτιμούν ανοιχτά δάση πλατύφυλλων και φυτείες, λόχμες, παραποτάμια ή βαλτώδη αλλουβιακά δάση, οπωρώνες, μεγάλους κήπους. Στην ανατολική Ευρώπη μπορεί να μένουν περισσότερο στα δάση, μικτά ή κωνοφόρων, ενώ αποφεύγουν συνήθως γυμνούς από δέντρα οικοτόπους, π.χ. χωράφια και λιβάδια, αν και αναζητούν εκεί την τροφή τους. Στα μέρη διαχείμασης απαντώνται σε ημι-άνυδρες ή λίγο υγρές δασικές εκτάσεις, σε ψηλά και παραποτάμια δάση, στη σαβάνα, ή εκτάσεις με συνδυασμό δάσους και σαβάνας, ελαιώνες, αμπελώνες και οάσεις.
Στην Ελλάδα, απαντώνται σε δάση φυλλοβόλων και κωνοφόρων, περιοχές με διάσπαρτα δένδρα, άλση και αλσύλλια.
Ο συκοφάγος εμφανίζει έντονο φυλετικό διμορφισμό, με το αρσενικό να διαφέρει αρκετά από το θηλυκό στο χρωματισμό του πτερώματος, στοιχείο που το καθιστά εύκολα αναγνωρίσιμο στην παρατήρηση πεδίου, αν και είναι δύσκολο να εντοπιστεί ανάμεσα στα ψηλά φυλλώματα, ιδιαίτερα το θηλυκό και τα νεαρά άτομα.
Το αρσενικό είναι, κατ’ ουσίαν, το μοναδικό πτηνό με τους συγκεκριμένους κοντράστ χρωματισμούς που μπορεί να συναντήσει κανείς στα συγκεκριμένα ενδιαιτήματα. Έχει έντονο κίτρινο χρώμα, τόσο στην άνω όσο και στην κάτω επιφάνεια του σώματός του, που έρχεται σε έντονη αντίθεση με τις μαύρες πτέρυγες και την ουρά. Συγκεκριμένα, τα πρωτεύοντα ερετικά πτερά είναι μαύρα, αλλά τα καλυπτήριά τους είναι μαύρα στη βάση τους και κίτρινα στην άκρη. Τα δευτερεύοντα και τριτεύοντα ερετικά, όσο και τα καλυπτήριά τους είναι μαύρα. Η ουρά έχει τα κεντρικά πηδαλιώδη μαύρα, ενώ τα πλαϊνά έχουν μαύρη βάση και κίτρινη άκρη. Το στήθος και η κοιλιακή χώρα είναι κατακίτρινα. Επίσης, διαθέτει μαύρη λωρίδα στους οφθαλμούς, από τη βάση του ράμφους μέχρι το πίσω μέρος τους.
Στα θηλυκά φαίνεται ότι υπάρχουν δύο κατηγορίες: η πρώτη περιλαμβάνει τους «κλασικούς» χρωματισμούς του θηλυκού και η δεύτερη ενδιάμεσους χρωματισμούς μεταξύ θηλυκού και αρσενικού. Η πλειοψηφία των θηλυκών διαθέτει -στις αντίστοιχες κίτρινες περιοχές της άνω επιφανείας των αρσενικών- ελαιοπράσινους χρωματισμούς (όχι κίτρινους), με τα πρωτεύοντα ερετικά των πτερύγων και των πηδαλιωδών της ουράς να είναι σταχτοπράσινα (όχι μαύρα) και αντίστοιχες υποκίτρινες (όχι κίτρινες) περιοχές. Στο στήθος, οι χρωματισμοί είναι υπόλευκοι-ελαιοπράσινοι (όχι κίτρινοι) με αχνές μαυριδερές ραβδώσεις που, όσο νεαρότερο είναι το άτομο, τόσο πιο έντονοι είναι. Η λωρίδα στην περιοχή των οφθαλμών είναι αχνή μαυριδερή (όχι μαύρη). Τα θηλυκά της δεύτερης κατηγορίας έχουν τους χρωματισμούς εκείνων της πρώτης, αλλά πιο σκούρους.
Το ράμφος έχει κοκκινωπό-κεραμιδί χρώμα σε όλες τις περιπτώσεις.
Μήκος σώματος: (22-)24(-25)εκατοστά Άνοιγμα πτερύγων: 44 έως 47 εκατοστά Βάρος: 65 έως 67 γραμμάρια
Ο συκοφάγος τρέφεται τόσο με φυτική όσο και με ζωική ύλη και, συγκεκριμένα, με έντομα (κυρίως κάμπιες και πεταλούδες) και ζαχαρούχα, γλυκά φρούτα, όπως κεράσια και διάφορα σωροκάρπια (berries). Βέβαια, όταν υπάρχουν στη διάθεσή του, καταναλώνει και σύκα αλλά στο μεγαλύτερο μέρος της επικρατείας του στην Ευρώπη, δεν υπάρχει ο συγκεκριμένος καρπός, οπότε η ονομασία του δεν ανταποκρίνεται απόλυτα στις διατροφικές του συνήθειες.
Την τροφή τους αναζητούν στα φυλλώματα των δέντρων και, πολύ σπάνια, στο έδαφος. Οι συκοφάγοι αναπαράγονται κυρίως από το Μάιο μέχρι τον Ιούνιο, με την περίοδο φωλιάσματος να διαφέρει ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος. Η ωοτοκία, τις περισσότερες φορές πραγματοποιείται εφάπαξ, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να επαναληφθεί ακόμη μία φορά μέσα στην αναπαραγωγική περίοδο.
Στην Ελλάδα, ο συκοφάγος έρχεται -όπως σε όλη την Ευρώπη- τα καλοκαίρια (συνήθως μεταξύ Απριλίου και Σεπτεμβρίου) για να αναπαραχθεί, κυρίως στη βόρεια χώρα, μπορεί όμως να παρατηρηθεί σε όλη την επικράτεια.
Οι πληθυσμοί του είδους στην Ευρώπη είναι γενικά σταθεροί, με τάσεις ελάχιστα αυξητικές, από το 1982 (p
Το είδος δεν φαίνεται να κινδυνεύει από κάποια συγκεκριμένη απειλή, γι’αυτό η IUCN έχει χαρακτηρίσει το είδος ως Ελάχιστης Ανησυχίας (LC).
Στον ελλαδικό χώρο o συκοφάγος απαντάται και με τις ονομασίες Συκοφαγάς, Συκάς, Συκαλάς, Κιτρινοπούλι, Κιτρινοπούλα (Κυκλάδες), Σοχλαίος (Ταΰγετος), Κλορκός (Κύπρος).
* Πηγή πληροφοριών: Wikipedia