Θόδωρος Καπελιώτης: Η ζωή είναι σαν τη μοτοσικλέτα, δεν πρέπει να έχει όπισθεν
Άγνωστες ιστορίες ζωής από έναν άνθρωπο που έχει αφήσει το δικό του στίγμα στην πόλη.
Εικόνες: Μηνάς Τσίτσης/Αρχείο Θόδωρου Καπελιώτη
Με αυτό το μότο, που είναι αναρτημένο στην είσοδο του τελευταίου του μαγαζιού -σε σύμπραξη με τον Λευτέρη Γεωργιάδη-, το παλιό Διατηρητέο + The Bar στην Ικτίνου, με υποδέχεται, εξηγώντας μου ότι στη ζωή σημασία δεν έχει που πάμε, αλλά να ξέρουμε από που φεύγουμε.
Όσοι ζείτε στη Θεσσαλονίκη δεν υπάρχει περίπτωση να μην τον έχετε πετύχει στο κέντρο της πόλης πάνω στη Harley κι αν είστε άνω των 30, να μην έχετε ψωνίσει ή διασκεδάσει σε κάποιο από τα μπαρ του.
Τη ζωή του Θόδωρου Καπελιώτη -για τον οποίο στοιχηματίζω ότι έζησε περισσότερες από μία- δεν είναι εύκολο να τη στριμώξεις σε μερικές χιλιάδες λέξεις. Πάντα θα λείπουν οι μουσικές, το άρωμα, οι φωνές, οι ματιές, η τρέλα. Και καθώς ο ίδιος ισχυρίζεται ότι «αναμνήσεις δεν έχουν όσοι δεν ξέρουν τι να τις κάνουν», του ζήτησα να ανασύρουμε παρέα μερικές δικές του. Cool όπως πάντα και ακόμα πιο φιλοσοφημένος, με ταξιδεύει σε εποχές που το φλερτ γινόταν live και όχι on camera. Με μουσικό χαλί πάντα μια ροκ μελωδία και το μύθο του Τζακ Νίκολσον να τον κυνηγά πάντα εξαιτίας της ομοιότητας του. Η κορυφαία στιγμή ήταν στην αναπαράσταση της Λάμψης από την parallaxi στο άδειο Makedonia Palace.
Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη και μεγάλωσα στην Τσιμισκή. Είχα έναν αδελφό και οι γονείς μου ήταν δημόσιοι υπάλληλοι -διευθυντής της Αγροτικής ήταν ο πατέρας μου. 70 χρόνια γάμου. Πέρσι έφυγε ο μπαμπάς. Ήταν αγαπημένοι και προοδευτικοί. Χωρίς να είναι σκληροί. Με στείλανε στο Λονδίνο 18 χρονών! Εγώ δε θα έστελνα την κόρη μου τόσο νωρίς. Ήθελα να γίνω ψυχολόγος. Εκείνος μου έλεγε να μη γίνω τραπεζικός και νομικός γιατί δε θα ήμουν ποτέ ελεύθερος.
Μετά τη Χούντα -ως φοιτητή Ψυχολογίας στη Ρώμη και μετά στο Λονδίνο- με συλλαμβάνουν στην Τσιμισκή γιατί φορούσα χαϊμαλιά και είχα μακριά μαλλιά. Τότε οι άντρες είχαν τσάκιση στο παντελόνι. Έρχεται ο πατέρας μου στο τμήμα, ρωτάει: «Τι έγινε;» και του λένε: «Δεν τον βλέπετε πως είναι;». Και τους απαντάει: «Εσείς θα μου υποδείξετε πώς θα μεγαλώσω τον γιο μου;».
Έμεινα στο Λονδίνο δύο χρόνια. Ένα βράδυ, βλέπαμε μια ωραία στο Piccadily κι έξω από ένα μαγαζί -Markiz το λέγανε- είχε κόσμο, καθώς έπαιζε ένα ροκ συγκρότημα, οι UFO. Μπαίνουμε μέσα δυο Έλληνες. Παίζουν καμιά ώρα και μετά κάνουν διάλειμμα. Επιστρέφουν μαζί με τον Mick Jagger και τον David Bowie και παίζουν όλοι μαζί σ’ ένα jam. Ήταν φίλοι! Την ίδια χρονιά, έκανα και την παραγωγή του μοναδικού αγγλόφωνου ροκ δίσκου του Παύλου Σιδηρόπουλου, live στο Skylab στην Πλάκα, με τους θεσσαλονικιούς μουσικούς Τέρρυ Παπαντίνα, Στίλπων Νέστωρα και Γιώτη Μπάγκαλα-, που κυκλοφόρησε μετά τον θάνατό του. Είχαμε, επίσης, φιλία και βαθιά εκτίμηση με τον αείμνηστο Νίκο Παπάζογλου, που υπήρξε αρχικά ρόκερ αγγλόφωνος σ’ ένα γκρουπ, τους Μακεδονομάχους εν πρωτόνιο, γύρω στο ’75 -η μπαντάνα η κόκκινη υπάρχει πάντα στα μαγαζιά μου ως κοινό μας σύμβολο.
Στη συνέχεια, πήγα στη Ρώμη, όπου τέλειωσα Ψυχολογία, αλλά δεν την άσκησα ποτέ γιατί διαφωνούσα, καθώς η Ψυχολογία είναι μια επιστήμη 100 ετών και όλα άλλαζαν διαρκώς στα σεμινάρια που κάναμε. Προτίμησα, λοιπόν, αντί να «πουλάω» ψυχές, να πουλάω μπλουζάκια.
Στο μεταξύ, οι πλάκες πρωταγωνιστούσαν στη ζωή μας. Παίζαμε κάθε μέρα γιαουρτοπόλεμο και αβγοπόλεμο οι μικροί με τους μεγάλους. Εμείς ήμασταν του Piero (Πέτρος Παπαιωάννου) και οι άλλοι του Tifannys. Κάθε Σάββατο συναντιόμασταν για ποδόσφαιρο στο Κολέγιο. Και την άλλη μέρα, ήμασταν πάλι φίλοι. Δε σκοτωνόμασταν. Δεν είχαμε διαφορές. Όπως και στον Πάνορμο της Μυκόνου, την ίδια εποχή. Κάναμε μπάνιο όλες οι κοινωνικές τάξεις μαζί. Εκεί που είναι το Nammos τώρα έκανα κάμπινγκ πρώτη φορά. Στα σοκάκια κυκλοφορούσε μόνο η Βέλτσου και η Σοράγια. Και αργότερα, όμως, το ’90, ήμασταν πάλι όλοι μαζί. Στην πρώτη σειρά ο Κόκκαλης. Στη δεύτερη, οι Κωστοπουλαίοι, στην τρίτη εμείς και στην τέταρτη, οι Αλβανοί. Και το βράδυ, όλοι φίλοι και μαζί στη διασκέδαση.
Το 1979, πήρα μια αντιπροσωπεία ρούχων από την Ιταλία και άνοιξα στη Μητροπόλεως το Panic Button, με τον φίλο μου, Τιτίκο -έκανε moto cross και είχαμε μια ομάδα που τη σπονσοράραμε. Είχαμε απ’ έξω μια μοτοσυκλέτα-σήμα κατατεθέν. Άρχισα να φέρνω μάρκες. Τα Americanino. Μου ζητούσαν «το αμερικάνικο τζιν». Το “n” δεν το διάβαζαν. Τότε δεν υπήρχαν μαγαζιά με casual και σπορ ρούχα. Πουλούσα και δερμάτινα. Τα Averix, τα Harley τα αυθεντικά. Μέχρι που με φώναζαν «δερματολόγο»! Είχα ουρά έξω από το μαγαζί. Ήταν μικρό και περίμεναν για τα δοκιμαστήρια, ενώ ο Τιτίκος τους έβαζε σε σειρά. Έχει συμβεί και το εξής: Δευτέρα πρωί εξοργισμένος πατέρας μου πετάει ένα σκισμένο τζιν, λέγοντας ότι πούλησα στον γιο του σκισμένο ρούχο. Τότε, διέθετα κάποια χειροποίητα σκισμένα και ζωγραφισμένα στο χέρι τζιν. 5-6 τον χρόνο, αλλά μικρά έργα τέχνης.
Μπαίνει μια μέρα ένα παιδάκι με σγουρά μαλλιά και μου ζητάει ένα μακό μοβ. Με ρωτάει: «Ξέρεις ποιος είμαι; Ο Σάκης Ρουβάς». Έρχονταν και λαϊκοί τραγουδιστές και αγόραζαν τζιν. Τότε στα μπουζουξίδικα φορούσαν κοστούμια. Αυτοί αγόραζαν ρούχα για την καθημερινή τους ζωή. Η Γαρμπή ερχόταν συχνά. Οι Τρύπες. Απέφευγα, όμως, να βγω φωτογραφίες μαζί τους και με εκτιμούσαν γι’ αυτό. Όταν φιλοξενώ έναν άνθρωπο, είτε του πουλάω ρούχα είτε ποτό, δε θέλω να τον ενοχλώ με το να αποδείξω ότι βρισκόταν στον χώρο μου. Το θεωρώ αγένεια.
Και η αγάπη για τις μηχανές ξεκινάει τότε, με τον Τιτίκο. Ήταν παιδί της Άνω Πόλης και κατέβαινε με ένα μηχανάκι στο κέντρο. Τότε δεν υπήρχαν μηχανές. Εμείς είχαμε δυο μεγάλα enduro και «παίζαμε». Μηχανές είχαν κάποιοι που τους λέγαμε «κάγκουρους» των δυτικών συνοικιών. Η αγάπη για τις Harley ήρθε γύρω στο ’90, που άνοιξε και η αντιπροσωπεία. Ήταν η rock ‘n’ roll νοοτροπία.
Τη δεκαετία του 80, άρχισαν να παρουσιάζονται τα ναρκωτικά και με την εισαγωγή της ροκ, αρχίσαμε να χάνουμε φίλους. Εγώ έφερα τον πρώτο δίσκο των Lou Redd και Iggy Pop από το Λονδίνο και μαζευτήκαμε να τον ακούσουμε. Μιλούσε μόνο για ναρκωτικά! Πολλοί ήθελαν να μοιάσουν τους σταρ…
Υπάρχει ένας μύθος και διαφωνώ με τους ανθρώπους της γενιάς μου που λένε ότι το ’80 η Θεσσαλονίκη ήταν μέκκα της διασκέδασης. Υπήρχαν δυο μαγαζιά -του μακαρίτη του Μουρατίδη και του Ραπτάκη- και διασκεδάζαμε εκεί. Αυτό που κάνει τη γενιά μου να τα αναπολεί ήταν τα νιάτα τους. Στο κέντρο κυκλοφορούσαν 100 άτομα. Γινόταν ανακύκλωση θαμώνων. Το πρώτο μπαρ ήταν το Spot στην Μητροπολίτου Ιωσήφ και είχε κόντρα πλακέ για μπαρ. Όταν το ακουμπούσες, λύγιζε. Λίγο πιο πάνω από το Berlin, που άνοιξε αργότερα. Ήταν και το Μικρό Καφέ. Για φαγητό ήταν μόνο το Tiffanys και κάτω είχε μπαρ, τύπου ντίσκο με πίστα. O ψητάς που έψηνε τις μπριζόλες, μετά έπαιζε μουσική κάτω. Ήταν και ο Καλκάνας, κάτω από τον παλιό Φλόκα, που ήταν ένας εμπνευσμένος dj και αγόραζε δίσκους από το Λονδίνο. Η ντίσκο του είχε καρό σκοτσέζικο ύφασμα σε όλους τους τοίχους, οι σερβιτόροι και ο πορτιέρης φορούσαν σκοτσέζικες φούστες και μέσα είχε νέγρους go go boys. Αυτό δεν το βρίσκεις ούτε σήμερα!
Μια επική φάρσα που θυμάμαι από τότε είναι να βάφουμε πράσινο ένα αυτοκίνητο! Τότε, επίσης, όταν φίλος δάνειζε σε φίλο αναπτήρα και δεν τον επέστρεφε, καλούσαμε την αστυνομία επί τόπου για μήνυση: «Μου πήρε τον αναπτήρα»…
Περί το 2002, ανοίγει το Zara. Εγώ πουλούσα ακριβά και ορίτζιναλ. Δεν μπορούσα να τα συναγωνιστώ. Έτσι, κλείνω το Panic και ανοίγω το The Bar. Ήταν μια ιδέα μου και το έκανα όπως το ονειρευόμουν. Κράτησε 20 χρόνια. Πάντα ήθελα να κάνω μια δουλειά μεταξύ χόμπι κι ευχαρίστησης, αλλά και βιοπορισμού. Δεν έκανα ποτέ λεφτά, γιατί δεν έκανα μεγάλες δουλειές. Δεν ήταν αυτοσκοπός το χρήμα. Και πώς θα μεγαλώσει ένας άνθρωπος όταν οι αξίες είναι πόσο χρήμα κατέχεις; Ευτυχώς, δε με κρίνανε ποτέ από αυτό!
Ενδιάμεσα, έκανα κι άλλα δύο. Την πρώτη ταράτσα της πόλης, στο κτίριο του Δικηγορικού Συλλόγου στη Διαγώνιο. Το bar-restaurant The Barrister. Πιο σοβαρό και πιο ακριβό. Με σεφ τον Τσανακλίδη. Όταν η ταράτσα έγινε μόδα και άρχισαν να «ανεβαίνουν», δεν ήμασταν σίγουροι αν αντέχει, καθώς οι ταράτσες δεν έχουν σχεδιαστεί να υποδέχονται 300 άτομα. Έτσι, φύγαμε από εκεί και κάναμε το Lusitania στο Πανόραμα, έναν υπέροχο κήπο, που άφησε εποχή. Τότε και στο The Bar και σε αυτό οι σωματοφύλακες και οι οδηγοί των επώνυμων και των πολιτικών ήταν περισσότεροι από τους θαμώνες. Δεν υπάρχει όνομα που να μην πέρασε. Έρχονταν στο μαγαζί μου ο Λιακουνάκος, έπινε δυο ποτά στο μπαρ και άφηνε 50 ευρώ στον πορτιέρη, 50 σε αυτόν που του έφερνε το παλτό και 50 στον μπάρμπαν. Ο Βενιζέλος έμενε και δίπλα. Η Κανέλλη. Όλοι.
Το ίδιο γινόταν και στο The Bar, που ξεκίνησε σαν ροκάδικο, αλλά ο κόσμος τότε ντυνόταν καλά. Εγώ δεν έβαζα άνθρωπο με αθλητικά και βερμούδες, παρά μόνο πολύ αργότερα. Ήταν το μόνο μπαρ που είχε παροχές μεγάλου μαγαζιού, με βοηθούς και καναπέδες, μέσα-έξω, τύπου Shark, που τότε μεσουρανούσε. Εγώ στο τελείωμα κάθε μέρας σέρβιρα creme brulee σε όλους με το φλόγηστρο. Το 2000, έφερα προτζέκτορα κι έδειχνα εικόνες στον τοίχο ταυτόχρονα με τη μουσική. Π.χ. ένα live του Bowie. Εκεί μάθαινε ο κόσμος τι συνέβαινε στις συναυλίες. Επίσης, τα βράδια φωτογράφιζα τους θαμώνες και την επόμενη μέρα ή βδομάδα τις πρόβαλα με slides στον προτζέκτορα. Κατάλαβα, όμως, κάποια στιγμή ότι άλλαζαν τα ζευγάρια και δεν έπρεπε να δείχνω τις παλιές φωτογραφίες. Οπότε το κατήργησα, αν και ήταν ωραίο!
Τότε υπήρχαν το Belair, το Αχίλλειο το παλιό. Κλασικά μπαρ, όπως, ο Δον Κιχώτης, το Berlin, το Φλου. Στο Belair, σύχναζαν πολλές μαθήτριες του Κολλεγίου. Υπήρχε ελευθερία και πλάκα. Όπως τότε που έβγαλα την μπότα μου την καουμπόικη, τη έβαλα στο μπαρ, τη γέμισαν ουίσκι και παγάκια και ήπιε όλο το μπαρ από εκεί -και πολλές κυρίες που είναι τώρα επώνυμες. Εγώ δεν έπινα ως τα 33 γιατί έπαιζα πόλο στον ΠΑΟΚ. Πλάκες κάναμε πολλές στα μαγαζιά, αλλά δεν προσβάλαμε κανέναν. Δεν είχαμε θέμα να κοιτάξουμε κάπως κάποια. Κοιταζόμασταν όλοι και περίεργα και μεθυσμένα και νηφάλια. Υπήρχε ένα ωραίο touch.
Επίσης, δεν παίζαμε ελληνική μουσική εκτός από τον Πουλικάκο στο «Υπάρχω». Ή βάζαμε τον Χατζιδάκη με τη Μελίνα να τραγουδάνε τον «Κυρ Αντώνη». Δεν ήμασταν τσιφτετελομπάρ. Όλα έχουν αλλάξει πια γιατί γίναμε η εποχή της εικόνας. Τελείωσε η εποχή του στόματος και του αφτιού κι έγινε η εποχή του ματιού. Τότε, τη γνωριμία την έκανες μιλώντας, φλερτάροντας και όχι με μήνυμα. Έπρεπε να εμφανιστείς, να την κοιτάξεις στα μάτια και να την κεράσεις ένα ποτό. Και γι’ αυτό ντυνόσουν. Όχι για να φωτογραφηθείς. Η εποχή του ματιού έφερε και το τσιφτετέλι σαν τρόπο ζωής.
Τότε έμπαιναν μέσα 10 άτομα την ημέρα κι έλεγαν 10 ανεκδοτάρες. «Έλα σπίτι μου να πιεις έναν καφέ κι αν δε σου αρέσει ντύνεσαι και φεύγεις» ή το «Έλα σπίτι και δε θα είναι κανείς. Πήγα και δεν ήταν κανείς» βγήκαν από τις παρέες μας.
Είναι πολύ δύσκολο να επιβιώσει ένας άνθρωπος μέσα στα ναρκωτικά και στα ρίσκα, χωρίς να κάνει ναρκωτικά και να παίρνει ρίσκα, και σε μια κοινωνία που σε μετράει από την τσέπη. Εμένα με μετρούσαν από την εικόνα και το στιλ μου. Μου έχουν κάνει πρόταση όλα τα κόμματα για την τοπική αυτοδιοίκηση. Ξέρω όλους τους πολιτικούς και δεν έχω ζητήσει ποτέ κανένα ρουσφέτι. Γι’ αυτό με πειράζει όταν οι νέοι λένε ότι φταίει η γενιά μου. Διαφωνώ. Δε φταίει όλη η γενιά μου, αλλά κάποιοι άνθρωποι που κι εγώ τους κατακρίνω. Όλοι αυτοί που ήθελαν να είναι στην ουρά του κλέφτη… Όλοι αυτοί οι συνομίληκοί μου έφεραν την κοινωνία σε αυτό το χάλι. Εγώ κοιτούσα τη δουλειά μου, την κόρη μου, Αριάδνη, και τη ζωή μου. Στις αλητείες της εποχής μου δε μετείχα. Δεν έκανα έκλυτη ζωή στη Μύκονο. Μεγάλωνα την κόρη μου 30 χρόνια στη βόρεια Μύκονο και μέναμε σε ενοικιαζόμενα δωμάτια. Λέγαμε «λευτεριά στη Β. Μύκονο» γιατί ήταν φθηνή και ήσυχη. Θα μπορούσα να είχα αλλοτριωθεί σε όλο αυτό το κύκλωμα, αλλά δε συνέβη.
Βέβαια, έγινε κάτι καταλυτικό στη ζωή μου, γύρω στο ’90. Γνώρισα τον Άγιο Παίσιο. Σκέφτηκα τότε, 365 μέρες μπαρ δε γίνεται να ζεις, θέλει και το αντίδοτο. Το δηλητήριο θέλει το αντίδοτό του. Ποιο είναι; Η εκκλησία. Δεν τη διαχωρίζω από τον Θεό μέσα μου. Δε με αφορά η κακή εκκλησία. Όπως και στους ανθρώπους. Θέλω να συναναστρέφομαι τους καλούς. Δεν ψάχνω την αλητεία της εκκλησίας, όπως δεν ψάχνω και την αλητεία της κοινωνίας. Όταν ήμουν 20 ετών στο Λονδίνο και οι φίλοι μου έτρεχαν στα πάρτι με ναρκωτικά, εμένα μου ερχόταν πάντα μια εικόνα… ο πατέρας μου να με κρατάει από το χέρι και να πηγαίνουμε στη λειτουργία…
Ταξίδια δεν έχω κάνει πολλά. Αμερική δεν έχω πάει. Όλοι μου λένε ότι μοιάζω σαν να γεννήθηκα σ’ ένα χωριό της Αμερικής. Προτιμούσα, όμως, να πάω Πελοπόννησο παρά στην Οκλαχόμα. Ευρώπη έχω πάει παντού. Πολλά ταξίδια με τη μηχανή. Η καλύτερη στιγμή μου, στη Βαρκελώνη, που γιόρταζε η Harley τα 100 χρόνια κι έπαιζαν οι Rolling Stones. Εκείνη η συναυλία θα μου μείνει αξέχαστη. Πρώτη μέρα Pretenders, Stranglers και μετά Stones! Το 2000, έγινε παγκόσμια συνάντηση μοτοσυκλετιστών στην Ηγουμενίτσα και την τρίτη νύχτα έπαιζαν οι Dr. Feelgood στο camp, αλλά σ’ ένα μπουζουξίδικο της εθνικής τραγουδούσε η Κατερίνα Στανίση. Όλοι οι Θεσσαλονικείς πήγαν στη Στανίση!
Θα μου πεις τώρα είναι πιο τίμιο το rock n roll; Ναι, ως επαναστατική κίνηση είναι. Μετά το ’90, έγιναν όλα αρχοντό-ροκ. Μετά, οι επαναστάτες ρόκερς συνεννοήθηκαν με το mainstream και τα βρήκαν. Εμείς το ζήσαμε και ανδρωθήκαμε με τη ροκ ως επανάσταση. Αν γινόταν τώρα μια επανάσταση θα ήταν κατασκευασμένη. Θεωρώ ότι η μεγαλύτερη επαναστατική θέση αυτήν την εποχή είναι η προσευχή. Μια 10λεπτη προσευχή την ημέρα μπορεί να σώσει το μυαλό μας.
Αν μπορούσα θα σταματούσα τον χρόνο στη δεκαετία του ’90, που ήταν πιο ανέμελη. Είμαι από τους λίγους που βγαίνω ακόμα βράδυ. Δεν έχω να χάσω κάτι από τη νύχτα. Εμένα η νύχτα δε με παρασύρει. Προσπαθώ πάντα να τη θεωρώ μέρα. Φωτεινή! Η δική μου η γενιά είχε το φλερτ, την προσέγγιση. Υπήρχε χιούμορ και ποιότητα στην προσέγγιση. Δε μου αρέσει όταν λέει κάποιος: «Κέρνα σφηνάκια στα κορίτσια». Τα σφηνάκια τα παίρνεις, τα πας στα κορίτσια, συστήνεσαι και κάθεσαι μαζί τους να τα πιείτε, αν θέλουν!..