Το «Don’t look up» είναι μια άμεση απεικόνιση της πραγματικότητας
Μια ταινία που γίνεται εύκολα κατανοητή ως καταγγελτική αλληγορία, από όλους, όσοι μπορούν να τραβήξουν τις γραμμές και να ενώσουν τις κουκκίδες...
Λέξεις: Χάρης Χεϊζάνογλου*
Δεν ξέρω αν το Don’t look up είναι μια “καλή ταινία” ανάμεσα στα σκουπίδια του Netflix και του Χόλιγουντ, όπως έγραψε κάποιος φίλος. Εγώ άλλωστε δεν έχω κανένα πρόβλημα με την μαζική κουλτούρα και τα “σκουπίδια” που παράγει, ούτε θεωρώ ότι το “καλό” ή το “κακό” είναι αναγκαστικά το αποτέλεσμα μιας σύγκρισης, ούτε φυσικά ότι ο ρόλος της τέχνης είναι αποκλειστικά “πολιτικός” ή “εκπαιδευτικός”.
Επιπλέον θεωρώ ότι και το Netflix και το Xόλιγουντ παράγουν και ποιοτικές ταινίες και σειρές. Δεν ταυτίζω δηλαδή ούτε αναζητώ την ποιότητα αποκλειστικά σε ανεξάρτητες παραγωγές και εναλλακτικές ταινίες που έχουν δει τρεις άνθρωποι, παρόλο που συχνά έχει τύχει να είμαι ανάμεσα σε αυτούς τους 3… Στην τελική θεωρώ ότι το “καλό”, “ποιοτικό” κλπ σε μια ταινία ή σε οποιοδήποτε έργο τέχνης, δεν είναι αποκλειστικά ΜΕΣΑ στο έργο, όσο είναι σε αυτά που έχει να προβάλλει στο έργο αυτός που το βλέπει. Ουσιαστικά το “καλό”, “ωραίο”, “άσχημο” κλπ είναι σε κάποιο βαθμό μια κριτική που κάνουμε ως απόκριση στις δικές μας προβολές. Αν δεν έχεις να προβάλλεις τίποτα πάνω σε ένα έργο τέχνης τότε κι αυτό δεν θα σου δώσει τίποτα.
Από εκεί και πέρα, επειδή είδα πάρα πολλά σχόλια και κάθισα και το είδα, το Don’t look up είναι μια πολύ άμεση απεικόνιση της πραγματικότητας, που γίνεται εύκολα κατανοητή ως καταγγελτική αλληγορία, από όλους όσους μπορούν να τραβήξουν τις γραμμές και να ενώσουν τις κουκκίδες… Και επειδή η ταινία είναι πολύ άμεση, αυτό γίνεται μάλλον εύκολα και γι’ αυτό ο θεατής αισθάνεται έξυπνος και κολακευμένος που ένωσε τις κουκκίδες και βρήκε το νόημα. Είναι κακό αυτό; Καθόλου, ειδικά αν εξυπηρετεί έναν προκαταβολικά υπαρκτό και ευγενή στόχο. Είναι υψηλή τέχνη; Όχι, είναι μαζική pop κουλτούρα και αυτό ακριβώς είναι το γαμάτο…
Είναι γαμάτο γιατί χρησιμοποιεί τους εύκολους και άμεσους επικοινωνιακούς κώδικες της μαζικής κουλτούρας για να την καταγγείλει, ή πιο σωστά, να καταγγείλει την απόλυτη έκπτωση και τον εκφυλισμό της σε επικοινωνία και διασκέδαση… Και αυτό το κάνει εξαιρετικά παρουσιάζοντας την πληροφοριακή και κοινωνική δυστοπία (την απολύτως υπαρκτή πλέον) με έναν τρόπο όχι δραματικό, αλλά διασκεδαστικό, ακόμα και όταν η εξέλιξη των γεγονότων φτάνει στην απόλυτη τραγωδία.
Αφού το είδα χθες θυμήθηκα ένα εξαιρετικό βιβλίο, το “Amusing ourselves to death” (Διασκεδάζοντας τους εαυτούς μας μέχρι θανάτου) του Neil Postman το οποίο εκδόθηκε το 1985. Σε αυτό το βιβλίο ο Postman αναφέρεται σε δύο άλλα βιβλία τα οποία μιλούν για δυστοπίες, το “1984” του Όργουελ (που εκδόθηκε το 1949) και τον “Θαυμαστό Καινούριο Κόσμο” (Brave New World) του Aldous Huxley (που εκδόθηκε το 1932). Αντιπαραβάλλοντας τα δύο βιβλία ο Postman γράφει:
“Αυτό που φοβόταν ο Όργουελ ήταν αυτοί που θα απαγόρευαν τα βιβλία. Αυτό που φοβόταν ο Χάξλεϋ ήταν ότι δεν θα υπήρχε λόγος να απαγορευθεί κανένα βιβλίο, γιατί δεν θα υπήρχε κανείς που θα ήθελε να διαβάσει. Ο Όργουελ φοβόταν αυτούς που θα μας στερούσαν πληροφορίες. Ο Χάξλεϋ φοβόταν αυτούς που θα μας έδιναν τόσες πολλές που θα περιοριζόμασταν σε παθητικότητα και εγωισμό. Ο Όργουελ φοβόταν ότι θα μας έκρυβαν την αλήθεια. Ο Χάξλεϋ φοβόταν ότι η αλήθεια θα πνιγόταν σε μια θάλασσα ασχετοσύνης. Ο Όργουελ φοβόταν ότι θα γίνουμε μια κουλτούρα αιχμάλωτη. Ο Χάξλεϋ φοβόταν ότι θα γίνουμε μια τετριμμένη κουλτούρα, απασχολημένη με τον αισθητισμό, τον αισθησιασμό και τον μυστικισμό. Όπως παρατήρησε ο Huxley στο Brave New World Revisited, οι πολιτικοί ελευθεριακοί και ορθολογιστές που βρίσκονται πάντα σε εγρήγορση για να αντιταχθούν στην τυραννία «δεν έλαβαν υπόψη τη σχεδόν άπειρη όρεξη του ανθρώπου για περισπασμούς». Στο 1984, πρόσθεσε ο Χάξλεϋ, οι άνθρωποι ελέγχονται προκαλώντας πόνο. Στο Brave New World, ελέγχονται με την πρόκληση ευχαρίστησης. Με λίγα λόγια, ο Όργουελ φοβόταν ότι αυτό που μισούμε θα μας καταστρέψει. Ο Χάξλεϋ φοβόταν ότι αυτό που αγαπάμε θα μας καταστρέψει.”
Ο Postman, υποστηρίζει ότι η σύγχρονη κοινωνία μοιάζει περισσότερο με τη δυστοπία του Huxley και λιγότερο με αυτή του Orwell, αλλά αυτό το λέει το 1985, όταν και έγραψε το Amusing ourselves to Death. Aυτό που ζούμε σήμερα νομίζω είναι ένας συνδυασμός των δύο δυστοπιών. Ένας Οργουελικός κοινωνικός έλεγχος, σκληρός και επίπονος, και ταυτόχρονα ένας κόσμος υπερπληροφορίας, φαινομενικά γεμάτος απολαύσεις και διασκέδαση μέχρι θανάτου…
*Ο Χάρης Χεϊζάνογλου είναι αρκετέκτοντας
Διαβάστε επίσης:
Σχετικά Αρθρα