Το Πάσχα του κ. Γιώργου
Το τυπικό της γιορτής επέβαλε σουβλίσματα από το απόγευμα του Μεγάλου Σαββάτου έτσι ώστε το πρωί τη Λαμπρής να είναι αφιερωμένο στο ψήσιμο.
Λέξεις: Παναγιώτης Μιχαλόπουλος
Ο κύριος Γιώργος που μπορεί να μη λεγόταν Γιώργος αλλά να ήταν Βασίλης ή Κώστας, τέτοιες μέρες έβγαινε από την απραξία των χεριών του χαρτογιακά και προσπαθούσε πρώτα να απαντήσει στο προαιώνιο ερώτημα «αρνί ή κατσίκι». Γι’ αυτόν το Πάσχα ήθελε σούβλισμα «όπως στο χωριό του» και ας μην σουβλίζαν ποτέ εκεί… Ήθελε καλή παρέα, κρασί, τραγούδι και χορό και ας μην τα κατάφερνε ούτε στο τραγούδι, ούτε στον χορό. Ήθελε γέλια, αστεία, και πειράγματα. Για όλα αυτά χρειαζόταν και η κατάλληλη προετοιμασία και το ταιριαστό σκηνικό.
Το σούβλισμα του αρνιού, του κατσικιού, (δεν θα τα χαλάσουμε τώρα) έπρεπε να γίνει με πατέντες που περιλάμβαναν άνοιγμα λάκκου στο χώμα, οχυρωματικά έργα με τούβλα και λαμαρίνες, φωτιά με μπόλικα κάρβουνα και γύρισμα της σούβλας με το χέρι. Μοτεράκια και ψησταριές, αποκλείονταν. Την σούβλα με το αρνί γυρνούσαν, γιατί την άλλη, με το κοκορέτσι, την κρατούσαν σταθερή. Της άλλαζαν μόνο κάθε τόσο πλευρά, σα να έψηναν ένα τεράστιο σουβλάκι.
Το τυπικό της γιορτής επέβαλε σουβλίσματα από το απόγευμα του Μεγάλου Σαββάτου έτσι ώστε το πρωί τη Λαμπρής να είναι αφιερωμένο στο ψήσιμο.
Ξυπνούσε πριν από όλους τους άλλους. Η μόνη που τον προλάβαινε ήταν η νοικοκυρά του σπιτιού, που κανένας δεν ήξερε αν κοιμόταν ποτέ. Έπιναν μαζί Ελληνικό καφέ με λίγο τσουρέκι και ξεκινούσε η προετοιμασία. Ο λάκκος, που λέγαμε, το άναμμα της φωτιάς και το ψήσιμο. Εκείνος είχε το γενικό πρόσταγμα και έτσι το γύρισμα αναλάμβαναν εκ περιτροπής τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας αλλά και οι καλεσμένοι. Πήγαινε, ερχόταν επέβλεπε την ένταση της φωτιάς, άκουγε σχόλια για το αν ήταν έτοιμο ή αν κάηκε και όλα αυτά ταυτοχρόνως. Πού και πού τσιμπούσε και καμία πέτσα.
Χαρτογιακάς από τα νιάτα του, δυσανασχετούσε που έπρεπε να φοράει «ρούχα εξοχής», μέχρι που το αρνί ήταν έτοιμο και ερχόταν η ώρα για να καθίσουν στο τραπέζι. Χανόταν για λίγο, έκανε ένα γρήγορο ντους και εμφανιζόταν με άσπρο πουκάμισο με σκληρό κολάρο και γραβάτα και έτσι ο κόσμος τους έμπαινε και πάλι σε τάξη.
Μαζί του η κυρία Γεωργία που μπορεί και να μην λεγόταν Γεωργία αλλά να ήταν Μαρία ή Ανθή. Είναι η νοικοκυρά του σπιτιού με την οποία έπινε τον πρωινό καφέ ο κύριος Γιώργος. Το σπίτι της ήταν το βασίλειο της. Φρόντιζε μια πολυάνθρωπη οικογένεια από εκείνες τις παλιές, που περιλάμβαναν πολλά παιδιά και μαζί παππούδες και γιαγιάδες που συγκατοικούσαν σε σπίτι μικρό που όμως, κατά περίεργο τρόπο κατάφερνε να τους στεγάζει μια χαρά.
Τέτοιες μέρες έπρεπε να ετοιμάσει τα των γιορτινών τραπεζιών αφού πιο πριν είχε φτιάξει άπειρα τσουρέκια και είχε βάψει κοτέτσι ολόκληρα από αυγά. Μεγάλη Παρασκευή έφτιαχνε μια ταχινόσουπα, που «έφτιαχναν όλοι τέτοια μέρα» και που κανείς δεν έτρωγε. Με κανένα κουλούρι ή σταφιδόψωμο την έβγαζαν και με απίστευτη γκρίνια από τα παιδιά για την νηστεία που, ναι με την ήθελαν, αλλά δυσκολευόταν να την εφαρμόσουν.
Από την αρχή της Μεγάλης εβδομάδας έκανε τις παραγγελίες στον χασάπη και όταν παραλάμβανε τα κρέατα πάντα μάλωνε μαζί του γιατί θεωρούσε ότι της έδωσε σκάρτο πράμα. «Γύριζε» αντεράκια, έπλενε και έκοβε συκωταριές και μυρωδικά, ετοίμαζε μαγειρίτσα, προετοίμαζε τα υλικά για το κοκορέτσι και φυσικά είχε όλους έτοιμους με καθαρά ρούχα και καινούργια παπούτσια για την εκκλησία. Πώς τα κατάφερνε, μόνο εκείνη ήξερε.
Ανήμερα το Πάσχα, η πρωτοκαθεδρία της στην κουζίνα για μια και μόνη μέρα χανόταν, καθώς το βάρος έπεφτε στο ψητό αρνί. Φυσικά δική της ευθύνη ήταν η προετοιμασία του τραπεζιού, οι σαλάτες, οι πίτες και τα μεζεδάκια για το ουζάκι που ήταν απαραίτητο πριν την έναρξη του γεύματος εκείνα τα χρόνια.
Δική της ευθύνη και το μάζεμα του τραπεζιού και η σχετική λάτρα, δουλειές όχι τόσο λαμπερές σαν το ψήσιμο του αρνιού, αλλά απαραίτητες. Καμάρωνε σαν γύφτικο σκεπάρνι, όταν άκουγε να επαινούν τις επιδόσεις του κυρίου Γιώργου στο ψήσιμο και δοκίμαζε με αυστηρότητα που θα ζήλευαν και οι κριτές στο Master Chef, το αρνί και το κοκορέτσι για να δώσει την έγκριση της να σερβιριστούν στο τραπέζι.
Ο κύριος Ιάκωβος, που μπορεί να μην ήταν Ιάκωβος αλλά να ήταν Πασχάλης ή Θεμιστοκλής ήταν και αυτός χαρτογιακάς σαν τον κύριο Γιώργο. Άνθρωπος σοβαρός, μορφωμένος με ευρυμάθεια.
Τέτοιες μέρες, συνήθιζε να πηγαίνει στην εκκλησία και να κάθεται μαζί με τους ψαλτάδες, που κάποιες φορές του έδιναν να διαβάσει τον «Απόστολο» με καθαρή και δυνατή φωνή και με τρόπο που έδειχνε ότι καταλάβαινε τι διάβαζε. Η ενασχόληση με οτιδήποτε πρακτικό που απαιτούσε δουλειά με τα χέρια ήταν σαφώς το αδύνατο σημείο του. Αν του έδινες να κάνει ψώνια, κατά προτίμηση με λίστα χειρόγραφη την οποία σπανίως ακολουθούσε, αυτή ήταν η καλύτερη του. Θα του ζητούσες πέντε και θα γυρνούσε με δέκα και θα τα άκουγε και από πάνω.
Αδύνατο να τον φανταστείς να ανάβει φωτιά ή να ψήνει αν και ενθουσιαζόταν με όλη αυτή τη γιορτή. Την ημέρα του Πάσχα έκανε πάντα εμφάνιση με κουστούμι και γραβάτα και ας ήταν στην εξοχή. Έκανε ένα γρήγορο πέρασμα, αντάλλασσε ευχές με την παρέα και έφευγε για την εκκλησία. Οι γιορτές αυτές, φυσικά, περνούσαν μέσα από την εκκλησία. Συμπαραστεκόταν στους «ψήστες» κάνοντας εγκωμιαστικά σχόλια ενώ παράλληλα εξέφραζε και την αγωνία του για το αποτέλεσμα καθώς ήταν κάτι στο οποίο δεν μπορούσε να βοηθήσει ή να ελέγξει.
Στο τραπέζι του άρεσε να λέει παλιές ιστορίες, ευφυολογήματα και να απαγγέλει τσιτάτα κάποιες φορές σε πολλές διαφορετικές γλώσσες. Ήταν ο πρώτος που αποχαιρετούσε τη παρέα, όταν το εορταστικό γεύμα κόντευε να τελειώσει και πήγαινε να πάρει έναν απογευματινό υπνάκο.
Ο κύριος Γιώργος, που μπορεί να μην ήταν και Γιώργος. Η κυρία Γεωργία που μπορεί να μην ήταν Γεωργία και ο κύριος Ιάκωβος, που μπορεί να μην ήταν Ιάκωβος, πλέον αναπαύονται και δεν έχουν πια τις έγνοιες του κόσμου τούτου. Μέρα που είναι ας τους φέρουμε στο μυαλό μας.