Η τραγωδία του Μακμπέθ

O Τζόελ Κοέν, διασκευάζει το «καταραμένο» θεατρικό έργο αποδεικνύοντας ότι μπορεί κάποιος να γίνει δημιουργικός, ελκυστικός και καλλιτεχνικά αναγνωρίσιμος ακόμη και κι αν βασίζεται σε κάτι τόσο γνωστό.

Πάνος Αχτσιόγλου
η-τραγωδία-του-μακμπέθ-876051
Πάνος Αχτσιόγλου

O σπουδαίος σκηνοθέτης Τζόελ Κοέν, διασκευάζει το «καταραμένο» θεατρικό έργο του Ουίλιαμ Σαίξπηρ αποδεικνύοντας ότι μπορεί κάποιος να γίνει δημιουργικός, ελκυστικός και καλλιτεχνικά αναγνωρίσιμος ακόμη και κι αν βασίζεται σε κάτι τόσο γνωστό και αναλυμένο όσο η ιστορία του Σκωτσέζου λόρδου που δίψασε για δόξα, δύναμη και εξουσία βυθίζοντας στο αίμα ένα ολόκληρο βασίλειο.

Χρειάζεται μεγάλο θάρρος, τόλμη, σκηνοθετική ευρηματικότητα αλλά και καλλιτεχνικό όραμα για να καταφέρει ένας δημιουργός να μεταφέρει για μία ακόμη φορά ένα σαιξπηρικό έργο στη μεγάλη οθόνη και να διεγείρει το ενδιαφέρον των θεατών, όχι μόνο να το παρακολουθήσουν αλλά και να μοιραστούν την εμπειρία τους ως κάτι μοναδικό, κάτι πραγματικά καινοτόμο.

Κάτι τέτοιο νιώθεις όταν προσπαθείς να περιγράψεις τη νέα κινηματογραφική δουλειά ενός από τους πραγματικά μεγάλους σκηνοθέτες της Αμερικής, του υπέροχου Τζόελ Κοέν ο οποίος διασκευάζει (κρατώντας σχεδόν αυτούσια την αυθεντική βρετανική πρόζα) και μεταφέρει στο σινεμά την Τραγωδία του Μακμπέθ, του Σκωτσέζου άρχοντα που θέλησε τυφλωμένος από την απληστία, τη ματαιοδοξία, τα δόλια σχέδια και τους ανήθικους εκβιασμούς της γυναίκας του, να ανέβει στο θρόνο της Σκωτίας και να μετατραπεί σε έναν μανιασμένο τύραννο, υποδουλώνοντας τους πάντες κάτω από την κυριαρχία του.

 Βασισμένος σε ένα από τα πιο συγκλονιστικά κείμενα που έχουν γραφτεί στην αγγλική λογοτεχνία (και εξίσου «καταραμένα», να φανταστεί κανείς ότι οι συντελεστές εκάστοτε παράστασης δεν προφέρουν φωναχτά το όνομά του μέσα στο θέατρο) ο τρομερός σκηνοθέτης γεμίζει την οθόνη με εξπρεσιονιστικά εικαστικά σύμβολα (υπάρχουν στιγμές που νιώθεις ότι βλέπεις βουβό Ρόμπερτ Βίνε ή Φριτς Λανγκ) κάνει την καλύτερη χρήση του φωτός που έχεις δει φέτος σε ταινία και συνοδεύει τη δίψα για άνοδο και δόξα με τα ερμηνευτικά τερτίπια, τους μορφασμούς και τα βλέμματα δύο από τους κορυφαίους Αμερικάνους ηθοποιούς της γενιάς τους: τον Ντένζελ Ουάσινγκτον και την οσκαρική Φράνσις ΜακΝτόρμαντ.

Η ιστορία του μικρότερου σε διάρκεια θεατρικού κειμένου του Σαίξπηρ, γραμμένου στις αρχές του 17ου αιώνα, είναι πασίγνωστη γι’ αυτό δεν χρειάζεται να επεκταθεί κάποιος περισσότερο. Εκεί που πρέπει όμως να σταθεί είναι στο αισθητικό κομμάτι της ταινίας, που συνιστά ένα μείγμα διαμεσικότητας και πρωτοπορίας (σαν να σκηνοθέτησε κάποιος για τον κινηματογράφο ένα θεατρικό έργο με θεατρικούς όμως όρους) με την γενικότερη αίσθηση να τραμπαλίζεται ανάμεσα στην αμεσότητα του θεάτρου και την μαγεία του σινεμά και τους ηθοποιούς να παίζουν ταυτόχρονα το παιχνίδι της κάμερας αλλά και της σκηνής, δίνοντας οι περισσότεροι εξ αυτών τον καλύτερό τους εαυτό. 

Ο Ουάσινγκτον αφήνει σε μεγάλο διάστημα την ερμηνευτική μανιέρα που τον χαρακτηρίζει στην άκρη και παραδίδει έναν λιγότερο μανιασμένο (σε σχέση με τον εξίσου σπουδαίο Μάικλ Φασμπέντερ στο υπερβατικό δημιούργημα του Τζάστιν Κουρζέλ του 2015) αλλά περισσότερο ταλαιπωρημένο ψυχικά Μακμπέθ, ο οποίος βασανίζεται από κάθε λογής πνευματικό και σωματικό τραύμα, χάνοντας σταδιακά τον εαυτό του σε μια νοσηρή παράκρουση αποδομένη με σουρεαλιστικό, σχεδόν ενστικτώδη τρόπο από τον σκηνοθέτη. Από την άλλη, η λαίδη Μακμπέθ της Μακντόρμαντ σαν χτικιό, σαν οπτασία και προάγγελος καταστροφής συνδέει τον χαμό με τη δίψα για εξουσία και την απληστία με την αναμενόμενη ύβρη και την τιμωρία που δεν αργεί να φανεί, παραδίδοντας μια ερμηνεία τόσο διακριτικά υποβλητική που κόβει την ανάσα. Ειδική μνεία, τέλος, αξίζει και η σπουδαία θεατρική ηθοποιός Κάθριν Χάντερ σε «διπλό» ρόλο, αυτόν των (τριών-μίας) μαγισσών και του γέρου άνδρα.

Η εξαίσια καλλιτεχνική διεύθυνση αλλά και μουσική επένδυση από τον Κάρτερ Μπάργουελ πλαισιώνουν ένα «υβριδικής» φύσης φιλμ το οποίο κατορθώνει να πιάσει χώρο μέσα σου ως ανεξάρτητη δημιουργία, αποτίοντας προφανέστατα φόρο τιμής στον μεγαλύτερο ίσως λογοτέχνη της ανθρωπότητας αλλά και αναδεικνύοντας τη δύναμη του κινηματογραφικού μέσου στα χέρια ενός έμπειρου, καλλιτεχνικά άρτιου αλλά και οραματιστή δημιουργού. «Πότε θα ξανασυναντηθούμε εμείς;» ψιθυρίζει με ανατριχιαστικό συριγμό η μάγισσα στην αρχή του φιλμ… Μετά από μια τέτοια σπουδαία διασκευή, ίσως τελικά να μην χρειαστεί να ξανασυναντήσει κανείς ποτέ έναν άλλο «κινηματογραφικό» Μακμπέθ.

Βαθμολογία: 3 αστέρια

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα