Βόρεια Ιρλανδία: Το χρονικό μιας διαρκούς τραγωδίας
Καθώς η Β. Ιρλανδία συγκλονίζεται ξανά από ταραχές ένα χρήσιμο ταξίδι στο χρόνο για να θυμηθούμε όσα έχουν συμβεί στη μαρτυρική ιστορία της περιοχής.
Εφιαλτικές μνήμες του παρελθόντος ξύπνησαν οι νέες ταραχές που συγκλονίζουν τις τελευταίες ημέρες την Βόρεια Ιρλανδία.
Οι συγκρούσεις ξεκίνησαν την περασμένη εβδομάδα στο Ντέρι, πριν επεκταθούν στο Μπέλφαστ και σε άλλες γειτονιές με αποκορύφωμα το περασμένο σαββατοκύριακο κατά τη διάρκεια του Πάσχα των Καθολικών.
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Brexit και η εφαρμογή του Πρωτοκόλλου» που εισάγει ελέγχους στα προϊόντα που φθάνουν προερχόμενα από την Βρετανία έχουν διαταράξει σοβαρά την ισορροπία των δυνάμεων», επισημαίνει ο Ντάνκαν Μόροου, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Ολστερ. «Αυτό σιγόκαιγε εδώ και μήνες» αναφέρει.
Τα βίαια επεισόδια επαναφέρουν το φάσμα των τριών δεκαετιών βίας στην Βόρεια Ιρλανδία, περίοδο γνωστή ως «Troubles», ανάμεσα στους προτεστάντες, ενωτικούς, πιστούς στο βρετανικό Στέμμα και τους καθολικούς, ρεπουμπλικανούς, που υποστηρίζουν την ένταξη της Βόρειας Ιρλανδίας στην Δημοκρατία της Ιρλανδίας.
Η ειρηνευτική συμφωνία του 1998 απάλυνε το σύνορο ανάμεσα στην βρετανική επαρχία και την Δημοκρατία της Ιρλανδίας. Όμως, το Brexit ήρθε για να πλήξει αυτήν την εύθραυστη ισορροπία, αφού απαιτούσε τον καθορισμό ενός συνόρου ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου θα εφαρμόζονται οι αναγκαίοι λόγω του διαζυγίου τελωνειακοί έλεγχοι.
Οι μαραθώνιες διαπραγματεύσεις ανάμεσα στο Λονδίνο και τις Βρυξέλλες κατέληξαν σε συμφωνία επί μίας λύσης που θα απέτρεπε την επαναφορά των συνόρων που χωρίζουν την ιρλανδική νήσο: Το ιρλανδικό πρωτόκολλο μετατοπίζει τα σύνορα στην θάλασσα που χωρίζει την Βόρεια Ιρλανδία από την Βρετανία και μεταφέρει τους τελωνειακούς ελέγχους στα βορειοϊρλανδικά λιμάνια.
Ωστόσο, η ιστορία του νησιού της Ιρλανδίας με το Ηνωμένο Βασίλειο διακατέχεται από περιόδους εχθρότητας και διενέξεων που χάνονται στα βάθη των αιώνων.
Η Ιρλανδία, την 1η Ιανουαρίου του 1801, βρίσκεται υπό Βρετανική κατοχή. Οι μισοί Ιρλανδοί θέλουν πλήρη ανεξαρτησία από τη Βρετανία, και οι άλλοι μισοί, ανάμεσα στους οποίους και οι Προτεστάντες της επαρχίας Ώλστερ (σημερινή Βόρειος Ιρλανδία), ζητάνε την ενσωμάτωση της Ιρλανδίας στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Τελικά, το 1898, οι Προτεστάντες και οι Καθολικοί που έμεναν στην Επαρχία του Ώλστερ ενσωματώνονται στη Βρετανία με ένα είδος αυτοδιοίκησης. Λίγα χρόνια μετά, ξεσπάει ο Πόλεμος για την Ανεξαρτησία της Ιρλανδίας (Ραφαηλίδης, 2010).
Ο πληθυσμός της Ιρλανδίας που ήταν κατά μεγάλη πλειοψηφία Καθολικοί, ήθελαν μια Ιρλανδία ενωμένη και ανεξάρτητη. Ακολουθούν ημερομηνίες και γεγονότα σταθμοί.
1917: Ιδρύεται η παραστρατιωτική οργάνωση Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός (IRA). Στόχοι του, η ανεξαρτητοποίηση της Ιρλανδίας από τη Βρετανία, η ίση μεταχείριση Προτεστάντων και Καθολικών, και η προσκόλληση της Βορείου Ιρλανδίας στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας.
1918: Το κόμμα Sinn Fein (που πρέσβευε την άμεση ανεξαρτητοποίηση της Ιρλανδίας) κέρδισε τις εκλογές και, το 1919, ανακοίνωσε την ανεξαρτητοποίηση, δίνοντας στη χώρα το όνομα «Ιρλανδική Δημοκρατία» (Irish Republic). Δημιούργησε, επίσης, το κοινοβούλιο και την κυβέρνηση της χώρας. Το ίδιο έτος, ξέσπασε ο πόλεμος για την Ανεξαρτησία της Ιρλανδίας μεταξύ Βρετανών και Ιρλανδών.
1921: Υπογράφεται η η Άγγλο-Ιρλανδική Συνθήκη, με την οποία οι Βρετανοί αναγνώρισαν την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας, όχι όμως ολόκληρης, καθώς η επαρχία του Ώλστερ θα παρέμενε υπό Βρετανικό έλεγχο, με αυτοδιοίκηση. Η επαρχία του Ώλστερ μετονομάστηκε σε Βόρειος Ιρλανδία. Η συμφωνία δεν ευχαρίστησε όλους τους πολίτες, ούτε τους αντάρτες που πολέμησαν για την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας. Η χώρα χωρίστηκε στα δύο: Στους εθνικιστές, οι οποίοι διαφωνούσαν με τους όρους της Συμφωνίας και την θεώρησαν προδοτική, και στη Δημοκρατική Κυβέρνηση της Ιρλανδίας, τα μέλη της οποίας θεώρησαν τη Συμφωνία επιτυχημένη. Για αυτόν το λόγο, η Ιρλανδία οδηγήθηκε σε εμφύλιο πόλεμο, όπου νικητής αναδείχθηκε η νόμιμη κυβέρνηση της Ιρλανδίας. Το όνομα άλλαξε, και η χώρα αναγνωρίστηκε με το όνομα Δημοκρατία της Ιρλανδίας (Garvin, 2005).
Ο κοινωνικός αποκλεισμός των Καθολικών
Στη Βόρειο Ιρλανδία, αν και η πλειοψηφία ήταν Βρετανοί Προτεστάντες, υπήρχαν πάρα πολλοί Καθολικοί, οι οποίοι επιθυμούσαν την ενοποίηση της Βορείου Ιρλανδίας με το νότιο κομμάτι του Νησιού, στα πλαίσια μιας ενοποιημένης Ιρλανδίας. Αυτούς τους ανθρώπους η κυβέρνηση της Βορείου Ιρλανδίας τους έβλεπε ως απειλή.
Οι Καθολικοί υπέστησαν κοινωνικό αποκλεισμό από τους τομείς της εργασίας, της εστίας, της πολιτικής εκπροσώπησης, κ.α. Η κατάσταση διαιωνίστηκε, με την παράνομη παραστρατιωτική οργάνωση IRA να εξαπολύει επιθέσεις σε Αγγλικό έδαφος ανά τακτά χρονικά διαστήματα, από το 1932 μέχρι και το 1969, όποτε και διασπάστηκε. Ειδικότερα, στα μισά της δεκαετίας του ’60, δημιουργήθηκαν οργανώσεις προστασίας των δικαιωμάτων των Καθολικών στη Βόρειο Ιρλανδία. Βασικότερες ήταν: Οργάνωση Πολιτικών Δικαιωμάτων της Βορείου Ιρλανδίας, Καμπάνια για Κοινωνική Δικαιοσύνη, Επιτροπή Δράσης Κατοίκων του Derry, και η Δημοκρατία του Λαού. Οι στόχοι τους ήταν οι εξής:
- Να δοθεί τέλος στη διάκριση Καθολικών/Προτεσταντών, όσον αφορά την εργασία.
- Να δοθεί τέλος στη διάκριση Καθολικών/Προτεσταντών, όσον αφορά την εστία.
- Να δοθεί τέλος στη χάραξη νέων εκλογικών περιφερειών (gerrymandering), από το οποίο επωφελούνται πολιτικά τα κόμματα των Ώλστερ.
- Να γίνει μεταρρύθμιση στο αστυνομικό σώμα, όπου το 90% των αστυνομικών ήταν Προτεστάντες, και να δοθεί τέλος στην αστυνομική βία που ασκούσαν πάνω στους Καθολικούς.
- Να ακυρωθεί ο νόμος που επέτρεπε στην αστυνομία να συλλαμβάνουν, χωρίς την άδεια εισαγγελέα, και να φυλακίζουν ανθρώπους χωρίς δίκη (Tonge, 1998).
Troubles
Η Βόρεια Ιρλανδία έγινε το επίκεντρο των Επεισοδίων (γνωστά ως «The Troubles»), της σύγκρουσης δηλαδή του βρετανικού στρατού με τον IRA, που κλιμακώθηκε από το τέλος της δεκαετίας του ’60. Ήταν ένας χαμηλής έντασης εμφύλιος πόλεμος, γιατί ο IRA δεν ήταν απλώς μια ομάδα τρομοκρατών, αλλά απολάμβανε ευρύτερη υποστήριξη μεταξύ των καθολικών.
Στις συγκρούσεις της εποχής δολοφονήθηκαν πάνω από 3.000 άτομα και τραυματίστηκαν σχεδόν 50.000. Ξεκληρίστηκαν οικογένειες και από τις δύο πλευρές. Ιδίως τη δεκαετία του ’80 τα Επεισόδια ήταν το μόνιμο θέμα στα δελτία ειδήσεων των καναλιών της Ευρώπης – συμπεριλαμβανομένων των ελληνικών.
Κατά τη δεκαετία του ’90, το πολιτικό όργανο του IRA, το Sinn Fein, προσπάθησε να πιέσει για κατάπαυση πυρός – κάτι που δεν συνέβη, καθώς οι παραστρατιωτικές ομάδες συνέχιζαν τον ανταρτοπόλεμο, σπέρνοντας το θάνατο σε αθώους ανθρώπους.
Τα στοιχεία του Conflict Archive on the Internet είναι σοκαριστικά: 3.532 άνθρωποι δολοφονήθηκαν από το 1969 μέχρι το 2001, ενώ 107.000 ακόμη θεωρείται ότι υποφέρουν από τραυματισμούς που προκλήθηκαν κατά τις συρράξεις. Συνολικά, η Υπηρεσία Στατιστικών Υπηρεσιών της Βορείου Ιρλανδίας θεωρεί ότι 500.000 άνθρωποι είναι τα «θύματα» της πολυετής σύρραξης, και λέγοντας «θύματα», κάνουμε λόγο για νεκρούς, τραυματίες, αλλά και για ανθρώπους που έχουν αποκομίσει ψυχολογικά τραύματα (The Irish News, 2011).
H ματωμένη Κυριακή
Η Ματωμένη Κυριακή (ιρλ.: Domhnach Na Fola), είναι ο όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα γεγονός που έλαβε χώρα στο Ντέρρυ της Βόρειας Ιρλανδίας, στις 30 Ιανουαρίου 1972.
Σε μια πορεία διαμαρτυρίας που οργανώθηκε από την Ένωση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα της Βόρειας Ιρλανδίας, για την κατάσταση που επικρατούσε στη Βόρεια Ιρλανδία σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα, στην περιοχή Μπόγκσαϊντ, 26 άτομα πυροβολήθηκαν από τα μέλη του 1ου Τάγματος του Βρετανικού Συντάγματος Αλεξιπτωτιστών, του οποίου ηγούνταν ο Συνταγματάρχης Ντέρεκ Ουίλφορντ και ο υποδιοικητής (αργότερα Στρατηγός) Μάικ Τζάκσον. 13 άνθρωποι, 6 εκ των οποίων ήταν ανήλικοι, πέθαναν αμέσως, ενώ άλλος ένας πέθανε ύστερα από 4½ μήνες υποκύπτοντας στα τραύματά του. Δύο άτομα τραυματίστηκαν από οχήματα του στρατού. Πολλοί μάρτυρες, συμπεριλαμβανομένων και δημοσιογράφων, πιστοποιούν ότι όλοι όσοι πυροβολήθηκαν ήταν άοπλοι. Πέντε από εκείνους πυροβολήθηκαν στην πλάτη.
38 χρόνια αργότερα, στις 15 Ιουνίου 2010, δημοσιοποιήθηκε το επίσημο πόρισμα για τα γεγονότα της Ματωμένης Κυριακής, μετά από μακρόχρονη και ενδελεχή έρευνα υπό την εποπτεία του πρώην δικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου, Λόρδου Σεβίλ του Νιούντιγκεϊτ (Έκθεση Σεβίλ). Σύμφωνα με την Έκθεση, κανένα από τα θύματα δεν έφερε την παραμικρή ευθύνη, ενώ τα γεγονότα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν δικαιολογημένα. Κανένα από τα θύματα δεν συνιστούσε απειλή ή έκανε κάτι που θα δικαιολογούσε τους πυροβολισμούς, ενώ κάποια από αυτά και τους τραυματίες έφευγαν ή βοηθούσαν άλλους τραυματίες την ώρα των πυροβολισμών. Ο στρατός ήταν αυτός που άνοιξε πυρ απροειδοποίητα και χωρίς να υπάρχει πριν κάποια πράξη εναντίον του (είτε βομβιστική επίθεση, είτε λιθοβολισμός). Κάποιοι από τους στρατιώτες δήλωσαν ψέματα σχετικά με τα γεγονότα. Η βρετανική κυβέρνηση μέσω του ίδιου του πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον ζήτησε επίσημα συγγνώμη για το γεγονός.
Οι U2 εμπνεύστηκαν για το ομώνυμο θρυλικό τραγούδι
Η Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής
Το 1997, ο Τόνι Μπλερ έδειξε τον δρόμο για την ειρήνη με το εξής σκεπτικό: «Βρετανία και Ιρλανδία είμαστε μέλη της Ενωμένης Ευρώπης. Τι χρειαζόμαστε το σκληρό σύνορο και τα οδοφράγματα ανάμεσα στη Βόρεια Ιρλανδία και στην Ιρλανδία; Ας κάνουμε εκλογές και σε μια τοπική Βουλή θα εκπροσωπούνται και θα κυβερνούν όλοι μαζί, καθολικοί και προτεστάντες».
Κάπως έτσι ψηφίστηκε η Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής (Good Friday Agreement) το 1998, με την αείμνηστη υπουργό Βόρειας Ιρλανδίας της βρετανικής κυβέρνησης, Μο Μόουλαμ, σε πρωταγωνιστικό ρόλο στις πολύμηνες διαπραγματεύσεις, μια μορφή των Εργατικών που πολλοί θυμούνται ακόμα για τη δύναμη και την ανθρωπιά της (πέθανε το 2005). Κάπως έτσι η ειρήνη απλώθηκε στη Βόρεια Ιρλανδία.
Το Brexit έφερε ξανά σύννεφα
Η Βόρεια Ιρλανδία (όπως και η Σκωτία) ψήφισε υπέρ της παραμονής της Βρετανίας στην ΕΕ στο δημοψήφισμα, με αποτέλεσμα το χάσμα από την ηπειρωτική Βρετανία να αρχίσει να διευρύνεται και οι καθολικοί να λένε ότι, αν λόγω της αποχώρησης από την Ευρώπη επιβληθεί ξανά σκληρό σύνορο μεταξύ Βόρειας Ιρλανδίας και Ιρλανδίας, η ειρήνη θα πάει περίπατο και οι συγκρούσεις θα ξαναρχίσουν. Για να προστατεύσουν την ειρήνη, οι Άγγλοι θα έπρεπε να δεχθούν ότι δεν θα υψωθεί ξανά σύνορο. Για να μην υψωθεί ξανά σύνορο, είτε θα έπρεπε το Ηνωμένο Βασίλειο να παραμείνει συγχρονισμένο με θεσμικές αρχές των Βρυξελλών (soft Brexit) είτε θα έπρεπε η Βόρεια Ιρλανδία να παραμείνει συγχρονισμένη με τις Βρυξέλλες (άρα και με την Ιρλανδία). Η Τερέζα Μέι επέλεξε το πρώτο και έπεσε. Ο Μπόρις Τζόνσον επέλεξε το δεύτερο και σάρωσε.
Η νίκη του Σιν Φέιν
Τον Φεβρουάριο του 2020 η νίκη του Σιν Φέιν στις εκλογές χαρακτηρίστηκε ως ιστορική σηματοδοτώντας μία νέα ιστορία για την πολιτική ζωή της χώρας.
Κουβαλώντας για χρόνια την ταμπέλα του «παρία» λόγω των σχέσεών του με τον IRA, το Σιν Φέιν κέρδισε σχεδόν το ένα τέταρτο των ψήφων, ξεπερνώντας κατά πολύ το ποσοστό που πήρε στις εκλογές του 2016, (13,8%). Κατάφερε, μάλιστα, να προσελκύσει τους ψηφοφόρους – ειδικά τους νέους – που αισθάνθηκαν απογοήτευση όταν τέθηκαν στο περιθώριο της αναπτυσσόμενης, μετά την κρίση, ιρλανδικής οικονομίας.
Ούτε το Brexit ούτε το ζήτημα των συνόρων ήταν αυτά που καθόρισαν τον τρόπο που ψήφισαν οι Ιρλανδοί. Η επιτυχία του Σιν Φέιν έγκειται περισσότερο στη «δίψα» των νέων να αλλάξει κάτι στον τρόπο με τον οποίο ασκείται η πολιτική, απέναντι στον δικομμματισμό που μονοπωλούσε την πολιτική εξουσία στη χώρα εδώ και πολλά χρόνια και στην άρνησή τους να επιλέξουν ξανά, μια δοκιμασμένη, παλαιάς κοπής, συνταγή. Στο θετικό αποτέλεσμα για το Σιν Φέιν, συνέβαλε βέβαια και η επιλογή της Μέρι Λου ΜακΝτόναλντ ως επικεφαλής.
Παράλληλα, την οργή των Ιρλανδών είχαν προκαλέσει και ζητήματα που αφορούν τόσο την κατάσταση της οικονομίας, όσο και τους αποκλεισμούς από το κοινωνικό κράτος. Η Ιρλανδία αντιμετωπίζει σοβαρό στεγαστικό ζήτημα, καθώς ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι έχουν μείνει άστεγοι, τα νοίκια έχουν εκτοξευτεί, ενώ μεγάλη δυσαρέσκεια έχει επιφέρει και η δύσκολη πρόσβαση στη δημόσια υγεία και ασφάλιση, με τεράστιες λίστες αναμονής στα νοσοκομεία, υψηλό κόστος ασφάλισης κ.α.
Τα αποτελέσματα των εκλογών έδωσαν ένα καλό μάθημα στα δύο κεντροδεξιά κόμματα που εναλλάσσονται στην εξουσία εδώ και έναν αιώνα. Για το Φίνε Γκάελ μεταφράζεται ως τιμωρία για την αποτυχημένη πολιτική του στον τομέα της υγείας και της στέγασης, ενώ για το Φιάνα Φέιλ μια υπενθύμιση ότι η τραπεζική κρίση του 2008-2010 ούτε ξεχνιέται, ούτε συγχωρείται.
Άνθρωποι από όλο το φάσμα της πολιτικής κάνουν λόγο για «σεισμική δόνηση» στην ιρλανδική πολιτική σκηνή, ακόμα κι ας μην έχει ξεκαθαρίσει πλήρως το τοπίο. Ο πρώην ηγέτης των Εργατικών (διασπάστηκαν με το Σιν Φέιν το 1970), Πατ Ράμπιτ μίλησε για «τεκτονική μετατόπιση» που έχει συντρίψει το παλιό σύστημα των Φιάνα Φέιλ και Φίνε Γκάελ.
Όσον αφορά στο ζήτημα της επανένωσης του νησιού, φαίνεται να εμφανίστηκε «αχνά» κατά τη διάρκεια της καμπάνιας. Μια εικόνα της «τάσης» που επικρατεί ανάμεσα στους ψηφοφόρους αποτυπώνεται από exit-polls, σύμφωνα με τα οποία διαπιστώνεται ότι οι περισσότεροι Ιρλανδοί υποστηρίζουν τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για τα σύνορα μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια, με τους «σκεπτικιστές» να κάνουν λόγο για αποσταθεροποίηση και των δύο πλευρών του νησιού, αν συμβεί κάτι τέτοιο.
Ο σχολιαστής Φίνταν Οτουλ, μιλώντας για το εκλογικό αποτέλεσμα, έγραψε στην ιρλανδική Times ότι οι νέοι ψηφοφόροι δεν έχουν κανένα ταμπού να υποστηρίξουν ένα κόμμα που συνδέεται με την τρομοκρατία. «Έχουν πάει εκεί που τους έλεγαν ότι δεν πρέπει να πάνε, κι έτσι επανασχεδιάζουν τον χάρτη της ιρλανδικής πολιτικής με αποτέλεσμα πλέον να εμπεριέχει μια περιοχή που έθεταν για χρόνια «εκτός» με το στίγμα της περιοχής που έχει «δράκους».
Προδομένοι από το Λονδίνο
Παρά την εφαρμογή περιόδου χάριτος για να επιτραπεί στις επιχειρήσεις να προσαρμοσθούν, οι νέες ρυθμίσεις, που de facto διατηρούν την Βόρεια Ιρλανδία στην τελωνειακή ένωση και την ενιαία ευρωπαϊκή αγορά, έχουν προκαλέσει αναταραχή στις εμπορικές συναλλαγές.
Αλλά, πέραν των πρακτικών δυσκολιών, οι προτεστάντες ενωτικοί αισθάνονται προδομένοι.
Ο βρετανός πρωθυπουργός, Μπόρις Τζόνσον, «υποσχέθηκε απρόσκοπτη πρόσβαση, κάτι το οποίο δεν ισχύει», δήλωσε στο Radio 4 του BBC η υπουργός Δικαιοσύνης της Βόρειας Ιρλανδίας Ναόμι Λονγκ. «Αρνήθηκαν την ύπαρξη οποιουδήποτε συνόρου, την ώρα που τα σύνορα αυτά στην πραγματικότητα υψώθηκαν».
Σύμφωνα με την Αλισον Μόρις, που ειδικεύεται σε θέματα ασφάλεια και δικαιοσύνης στην Belfast Telegraph, αυτοί που συμμετέχουν στις ταραχές δεν ενδιαφέρονται για τα πολύπλοκα προβλήματα στις εμπορικές συναλλαγές. Είναι απλώς «οργισμένοι».
«Αυτό που εισπράττουν είναι ότι προδόθηκαν από την βρετανική κυβέρνηση απέναντι στην οποία οι γονείς, οι παππούδες και οι προπάπποι τους επέδειξαν ταπεινόφρονα αφοσίωση» γράφει.
Ορισμένοι πιστεύουν επίσης ότι οι διαπραγματευτές του Brexit υποχώρησαν στους ρεπουμπλικανούς, οι οποίοι απείλησαν εμμέσως με βίαιη, αιματηρή απάντηση στην προοπτική επαναφοράς του ιρλανδικού συνόρου.
«Αυτό δημιούργησε ένα εκρηκτικό προηγούμενο, αφού πολλοί ενωτικοί προτεστάντες βλέπουν το πρωτόκολλο και συμπεραίνουν ότι η βία ανταμείβεται» δήλωσε ο Τζέιμς Μπράισον, πρόσωπο του κινήματος των ενωτικών στην εφημερίδα News Letter.
Και στο βάθος το ζήτημα της ιρλανδικής ενοποίησης
Στις αρχές του Φεβρουαρίου, οι τελωνειακοί έλεγχοι στα λιμάνια του Μπέλφαστ και του Λαρν σταμάτησαν όταν διατυπώθηκαν απειλές κατά του προσωπικού που διενεργούσε τι ελεγκτικές διαδικασίες.
Όμως, το Brexit δεν είναι παρά μία από τις πλευρές της ευρύτερης κρίσης που αντιμετωπίζουν οι ενωτικοί της Βόρειας Ιρλανδίας.
Το 2017, έχασαν την ιστορική τους πλειοψηφία στο Στόρμοντ, την βορειοϊρλανδική εθνοσυνέλευση. Στην συνέχεια το 2019, οι βρετανικές εκλογές έστειλαν για πρώτη φορά στον Γουέστμινστερ περισσότερους καθολικούς, ρεπουμπλικανούς βουλευτές της Βόρειας Ιρλανδίας απ’ ότι προτεστάντες, ενωτικούς.
Σε αυτήν την εικόνα προστίθενται τα δεδομένα της δημογραφικής εξέλιξης, με την νέα γενιά, που ευνοούν τους ρεπουμπλικανούς, δημιουργώντας στους ενωτικούς το αίσθημα ότι μεταβάλλονται σε μειονότητα υπό πολιορκία.
Το Brexit αναβίωσε, επίσης, το ζήτημα της ενοποίησης της Βόρειας Ιρλανδίας και της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας, ενώ ταυτόχρονα η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν έχει επιστήσει την προσοχή του Ηνωμένου Βασιλείου για τυχόν πισωγύρισμα της ειρηνευτικής διαδικασίας του 1998.
Οι συγκρούσεις των τελευταίων ημερών τροφοδοτήθηκαν, επίσης, από την απόφαση των αρχών να μην προχωρήσουν στην δίωξη των μελών του Σιν Φέιν που συμμετείχαν στη κηδεία του αρχηγού των υπηρεσιών Πληροφοριών του IRA Μπομπ Στόρεϊ, όπου συμμετείχαν χιλιάδες άνθρωποι, στην πλειονότητά τους χωρίς μάσκες και μέτρα ασφαλείας, κατά παραβίασιν των περιοριστικών μέτρων του lockdown.
ΠΗΓΕΣ: cnn.gr / kathimerini.gr / powerpolitics.eu / www.koutipandoras.gr / Ραφαηλίδης, Β. (2010). Οι Λαοί της Ευρώπης. Αθήνα / Garvin, Τ. (2005). 1922: the birth of Irish democracy. Dublin / Cunningham, S. (2011). Troubles created 500.000 victims says official body. The Irish News, 27 September / BBC News. (2010). The victims of Bloody Sunday. https://www.bbc.co.uk/news/10138851. 15 June.