Ζαγοροχώρια, το πέτρινο δάσος της Ηπείρου
Ένα πλήρες και συγκλονιστικό οδοιπορικό σε ένα από το πιο γραφικά συμπλέγματα χωριών, όπου συναντάται η φύση και η παράδοση
Λέξεις: Γιώργος Χατζελένης*
Μετά από μια τρίωρη ευχάριστη οδήγηση στην Εγνατία Οδό κι ακούγοντας από το ραδιόφωνο τις υπέροχες μελωδίες του Δεύτερου Προγράμματος που επέμενε να μας συντροφεύει σε όλες τις διαδρομές που απολαύσαμε στα άγριας ομορφιάς βουνά της Ηπείρου, φτάσαμε κατά το μεσημέρι στο μικρό και γραφικό Κουκούλι.
Ήταν μέρα εθνικής επετείου και το χωριό είχε φορέσει τα γιορτινά του για να υποδεχθεί τους επισκέπτες του φθινοπωρινού τετραημέρου. Η κούραση της οδήγησης και το άδειο μας στομάχι που είχε από ώρα αρχίσει να διαμαρτύρεται, μας έσπρωξαν κατευθείαν στη φροντίδα του “Βικογιατρού”, ένα γραφικό ταβερνάκι που είχε απλωμένα τα τραπεζάκια του κάτω από τη σκιά ενός θεόρατου πλατάνου κι αντικριστά από το παλιό σχολείο του χωριού με τις πέντε περίφημες βρύσες του. Τιμώντας την παράδοση του τόπου, ο βικογιατρός του μαγειρείου Νίκος Κοντοδήμος, μας πρόσφερε ένα ζεστό ρόφημα πριν το φαγητό φτιαγμένο από βότανα της χαράδρας του Βίκου καθώς του παραπονεθήκαμε πως μας πονούσε ο λαιμός μας.
Οι βικογιατροί ήταν ξακουστοί εμπειρικοί γιατροί που κατοικούσαν στη χαράδρα του Βίκου κι έγιναν διάσημοι σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο με τις γνώσεις που είχαν πάνω στις θεραπευτικές ιδιότητες των βοτάνων που συνέλεγαν μόνοι τους. Τις γνώσεις τους πάνω στην ιατρική τις αντλούσαν από την παρατήρηση και την εμπειρία των προγενεστέρων τους. Ωστόσο επειδή ήταν μια κλειστή ομάδα, χρησιμοποιούσαν μια δική τους συνθηματική γλώσσα καθώς θεωρούσαν εσωτερική τους υπόθεση όλες τις γνώσεις που κατείχαν, τις ουσίες που χρησιμοποιούσαν και τον τρόπο παρασκευής τους. Όπως είναι γνωστό, μέσα από την παγανιστική αντίληψη του ανθρώπου με τη φύση γεννήθηκαν οι παραδοσιακές τέχνες στις οποίες βλέπουμε μια αδιάσπαστη συνέχεια από την αρχαία εποχή.
https://www.instagram.com/p/CJK_cixhGgL/?utm_medium=copy_link
Μια απ’ αυτές είναι κι η λαϊκή ιατρική. Μια πρακτική ιατρική που δεν στηρίζεται στην υπόθεση και στο πείραμα αλλά προσεγγίζει την αρχή της αναλογίας ανάμεσα στον άνθρωπο και στα βασίλεια της φύσης. Στις μέρες μας έχει διασωθεί λίγη από την γνώση τους μέσα σε δύο χειρόγραφα, όπου μπορεί να παρατηρήσει κανείς τις ομοιότητες που υπάρχουν με αρχαιότερα κείμενα που έχουν την βάση τους σε μαγικούς παπύρους του 3ου και 4ου μ.Χ. αιώνα της Αιγύπτου. Μέσα σε αυτά τα χειρόγραφα μπορεί κανείς να διαβάσει οδηγίες πρόβλεψης ψυχικών και σωματικών χαρακτηριστικών, εξηγήσεις ονείρων αλλά και την ανάλυση της μοίρας ανδρών και γυναικών σε σχέση με τον ζωδιακό τους κύκλο. Η πιο πιθανή υπόθεση για το πως βρέθηκαν αυτά τα στοιχεία στα χέρια αυτών των Ηπειρωτών βικογιατρών είναι ότι οι κάτοικοι του Ζαγορίου ταξίδευαν στις χώρες της Βαλκανικής, στη Ρωσία και στην Αίγυπτο και μέσα από τις εμπορικές τους δραστηριότητες μετέφεραν και ποικίλες γνώσεις.
Απ’ όλα τα χωριά που επισκεφθήκαμε στο Ζαγόρι, ομολογώ πως ερωτεύτηκα το Κουκούλι. Σημαντικός παράγοντας σ’ αυτό υπήρξε το ότι μείναμε όλα τα βράδια εκεί, μ’ αποτέλεσμα να ζήσουμε αρκετές όμορφες στιγμές στο χωρίο και να το απολαύσουμε τόσο με τους επισκέπτες του όσο και χωρίς αυτούς, έχοντας την τύχη να αφουγκραστούμε την μαγεία της απόλυτης ορεινής ηρεμίας. Ήταν όμως κι η αρχοντική αύρα του που έχει διατηρηθεί αναλλοίωτη κι αυθεντική παρά την ερημοποίηση που βίωσε το χωριό τις περασμένες δεκαετίες αλλά και την τουριστικοποίηση που έχει συντελεστεί τα τελευταία χρόνια στα περισσότερα χωριά του Ζαγορίου.
https://www.instagram.com/p/BDTW5pexeXE/?utm_medium=copy_link
Το περίεργο όνομά του το πήρε από τiς μεγάλες πέτρες της περιοχής ενώ κάποιοι υποστηρίζουν ότι προέρχεται από την καλλιέργεια του μεταξοσκώληκα. Σαν οικισμός υπήρχε από τον 13ο και 14ο αιώνα καθώς αναφέρεται στη συνθήκη του Βοϊνικού το 1430 που σύναψε το κοινό των Ζαγορισίων (αποτελούταν από 14 χωριά του Ζαγορίου) κι όριζε το αυτόνομο καθεστώς του στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Τον 18ο και 19ο αιώνα γνώρισε μεγάλη οικονομική και πνευματική άνθηση λόγω του εμπορίου. Όμως την ίδια περίοδο έφυγαν πολλοί από τους κατοίκους του για Ρωσία, Βλαχιά και Τουρκία αφήνοντας το χωριό να ερημώσει. Το εύπορο παρελθόν εκείνων των χρόνων είναι σήμερα εμφανές στις όψεις των αρχοντικών που έχουν απομείνει όπως το αρχοντικό του Πλακίδα, το μουσείο του δασκάλου Λαζαρίδη αλλά κι η ύπαρξη του παλιού αλλά και του νεότερου σχολείου.
Επίσης με χρήματα των κατοίκων του χωριού χτίστηκαν τα κοντινά γεφύρια, κάποια από τα οποία είναι από τα πιο γνωστά του Ζαγορίου όπως του Κόκκορου, του Κοντοδήμου (ή Λαζαρίδη) και του Μίσιου.
Δύσκολα θα ξεχάσω τις πρώτες κι όμορφες εικόνες που αντικρίσαμε μόλις φτάσαμε στο χωρίο. Προσπερνώντας τον Ναό της Θεοτόκου (κτίστηκε για τρίτη φορά το 1788 με την προηγούμενη να είναι το 1630) στάθηκα άναυδος μπροστά στον περίτεχνο οντά του παλιού σχολείου όπου το ξύλο σμίγει τόσο αρμονικά με τη γκρίζα ζαγοριανή πέτρα. Από κάτω του ανοίγεται ένα πέρασμα μέσα από μικρές στοές που οδηγούν προς τα πάνω σπίτια του χωριού. Αυτό όμως που κάνει το κτίσμα του παλιού σχολείου μοναδικό είναι οι πέντε βρύσες που κελαρύζουν ασταμάτητα μέσα στις στοές του. Ένα αρχιτεκτονικό στολίδι που δε θυμάμαι να ‘χω συναντήσει ξανά σε κάποιο από τα ταξίδια μου.
Για μα καταφέρουμε να δούμε όσο το δυνατόν περισσότερα χωριά τις μέρες που μείναμε εκεί, τα χώρισα σε μικρές ομάδες και κάπως έτσι θα τα παρουσιάσω κι εδώ. Την επόμενη μέρα από την άφιξή μας κινήσαμε για το Μεγάλο και το Μικρό Πάπιγκο θέλοντας να επαναφέρω στη μνήμη μου εικόνες από την προηγούμενη επίσκεψή μου στα χωριά αυτά πριν δυο δεκαετίες. Την μέρα που επιλέξαμε να πάμε στα συγκεκριμένα χωριά έτυχε να συμπέσουμε με τους υπόλοιπους επισκέπτες του τετραημέρου, μ’ αποτέλεσμα να βρούμε μποτιλιαρισμένους τους στενούς δρόμους της Αρίστης ενώ στα χωριά δεν έβρισκες τραπέζι να κάτσεις είτε για καφέ είτε για φαγητό. Το χειρότερο όμως απ’ όλα, ήταν που συνάντησα έναν από τους αθλιότερους δημοσιογράφους να βολτάρει στο Μικρό Πάπιγκο. Ακόμη μετανιώνω που δεν τον έφτυσα κατάμουτρα.
Παρά τις παραπάνω αναποδιές, η εμπειρία από την επίσκεψή μας εκεί ήταν μοναδική. Με κυρίευσε ένα απερίγραπτο δέος όταν έκατσα να πιώ καφέ κάτω από τα θεόρατα βράχια της Αστράκας καθώς ένιωσα πως βρισκόμουν σε ένα τοπίο εξωπραγματικό. Απόλυτα ονειρικό καθώς η ματιά μας χανόταν στα κατακόρυφα γκρεμνά του ορεινού όγκου κι ο νους μας περνούσε σε άλλες διαστάσεις. Βδομάδες μετά την επίσκεψή μου στα μέρη αυτά αδυνατώ να προσδιορίσω αν όλα όσα είδα εκεί ήταν πραγματικότητα ή δημιούργημα της φαντασίας μου. Ήταν όμως συγκινητικό που αμέσως θυμήθηκα εικόνες από το χωριό αυτό όταν το είχα επισκεφθεί πιτσιρικάς με τους γονείς μου. Βρήκα τον ξενώνα που είχαμε μείνει τότε, ο οποίος έχει μετατραπεί σε μεγάλο εστιατόριο. Προσπάθησα να θυμηθώ το ταβερνάκι που τρώγαμε τα βράδια αλλά αδυνατούσα να το βρω καθώς το Μεγάλο Πάπιγκο έχει γεμίσει από καφέ κι εστιατόρια. Το μόνο που μου είχε μείνει από εκείνα τα χρόνια ήταν η θεόρατη σκοτεινή όψη της Αστράκας που ξεπεταγόταν στον έναστρο ουρανό καθώς από πίσω της κρυβόταν το φεγγάρι, το οποίο δημιουργούσε ένα πρωτότυπο φωτοστέφανο γύρω από τον ορεινό της σχήμα.
https://www.instagram.com/p/B4XdFiEpwoC/?utm_medium=copy_link
Ως οικισμός το Πάπιγκο αναφέρεται για πρώτη φορά το 1325 από ένα χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β’ κι αναπτύχθηκε μεταξύ 15ου και 17ου αιώνα εκμεταλλευόμενο την αυτονομία που είχε παραχωρηθεί στα χωριά του Ζαγορίου. Από τον 19ο αιώνα κι έπειτα ήρθε η παρακμή του καθώς πολλοί κάτοικοί του μετανάστευσαν. Όμως η φθίνουσα κατάσταση άλλαξε τα τελευταία χρόνια με την τουριστική του άνθηση.
Την τρίτη μέρα κινηθήκαμε ανατολικά κι επισκεφθήκαμε χωριά που είχα διαβάσει μέσα από την διάσημη τριλογία του Νίκου Θέμελη. Πρώτη στάση κάναμε στο ανατολικότερο ζαγοροχώρι που είχαμε στο πρόγραμμά μας, τους Φραγκάδες. Οι Φραγκάδες είναι ένα από τα παλιότερα χωριά του Ζαγορίου και φημίζεται για την εκπληκτική του θέα. Κάποτε είχε τόσους πολλούς κατοίκους που φημιζόταν για τα δύο σχολεία που λειτουργούσε, “ένα για τα παιδιά κι ένα για τα κορίτσια” όπως έλεγαν οι κάτοικοί του. Παρόλο που η περιοχή εκεί κατοικείται από τον 6ο αι. μ.Χ., το όνομά του το πήρε από κάποιον Αντώνιο Φράγκο που σκότωσε το 1384 τον Θωμά Πρελούμπο, έναν Σέρβο ηγεμόνα των Ιωαννίνων. Το χωριό κάηκε από τους Γερμανούς την περίοδο της Κατοχής αλλά οι κάτοικοί του το έχτισαν ξανά. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μην έχουν διατηρηθεί αρκετά στοιχεία της παλιάς του αρχιτεκτονικής χάνοντας έτσι την γραφική του ομορφιά. Μοναδικό αξιόλογο σημείο είναι η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου με το επιβλητικό πολύγωνο καμπαναριό, η οποία χτίστηκε το 1779.
https://www.instagram.com/p/B49dVhNBGJy/?utm_medium=copy_link
Φύγαμε από τους Φραγκάδες και κατευθυνθήκαμε προς τους Νεγάδες, ένα από τα πιο ονομαστά χωριά της περιοχής, του οποίου οι κάτοικοι ήταν ξακουστοί έμποροι προσφέροντας στον τόπο τους έναν σπάνιο πολιτιστικό πλούτο. Και σ’ αυτό το χωριό συναντήσαμε την απόλυτη ερημιά. Περιπλανηθήκαμε στους άδειους δρόμους του θαυμάζοντας τα παλιά αρχοντικά που στέκουν ακόμα με τις μεγάλες τους αυλές. Περισσότερο όμως μας κέντρισε την προσοχή ένα μοναδικό θρησκευτικό μνημείο που στέκεται στην κεντρική του πλατεία και για το οποίο είναι περήφανοι οι κάτοικοι του χωριού. Αναφέρομαι στον τρισυπόστατο ναό του Αγίου Γεωργίου (Αγίας Τριάδος κι Αγίου Δημητρίου), ο οποίος χτίστηκε το 1792. Το εντυπωσιακό στοιχείο του συγκεκριμένου ναού είναι οι εξαιρετικές του τοιχογραφίες στις οποίες έχουν αγιοποιήσει τους αρχαίους φιλόσοφους, όπως τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα. Δυστυχώς η εκκλησία ήταν κλειστή και δεν συναντήσαμε κάποιον για να τον ρωτήσουμε μήπως έχει το κλειδί για να μπούμε.
Από εκεί κατηφορίσαμε στους Κήπους, ένα αρχοντικό χωριό τοποθετημένο αμφιθεατρικά σε μια απότομη πλαγιά. Το όνομά του το πήρε από τους καλαίσθητους κήπους των κατοίκων του, οι οποίοι ήταν γεμάτοι οπωροφόρα και λουλούδια, τα οποία ποτίζονταν από τον Μπαγιώτικο (παραπόταμο του Βίκου). Παίρνοντας τα ανηφορικά καλντερίμια και περνώντας από μεγάλα αρχοντικά που σήμερα λειτουργούν ως ξενοδοχεία, φτάσαμε στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου με το καμπαναριό-ρολόι που βρίσκεται στην κορυφή του οικισμού. Από εκεί θαυμάσαμε τη θέα και διασκεδάσαμε με την επίμονη προσπάθεια ενός μεγάλου έλατου που προσπαθεί να ξεπεράσει το ύψος των τελευταίων σπιτιών του χωριού. Από εκεί κατηφορίσαμε κι απολαύσαμε χορταστικές πίτες σε ένα καφέ που βρίσκεται πάνω στο κεντρικό δρόμο. Η χορτόπιτα κι η τυρόπιτα συνοδευόμενες με ζεστούς καφέδες ήταν μάννα εξ ουρανού που μας κράτησαν χορτάτους ως το βράδυ. Πριν φύγουμε από το χωριό, επισκεφθήκαμε το τρίτοξο γεφύρι της περιοχής, γνωστό ως Καλογερικό ή ως “κινούμενη κάμπια” το οποίο χτίστηκε το 1748 και το επιβλητικό γεφύρι του Κόκκορου το οποίο χτίστηκε το 1750. Από εκείνο το σημείο ξεκινάει το μικρό φαράγγι του Ζαγορίου που οι ντόπιοι το αποκαλούν Μικρό Βίκο ή Βικάκη.
https://www.instagram.com/p/B3UdjTzIpwh/?utm_medium=copy_link
Τελευταίος προορισμός εκείνης της μέρας ήταν το Βραδετό, το οποίο είναι το ψηλότερο χωριό του Ζαγορίου καθώς βρίσκεται σε υψόμετρο 1.340 μέτρα. Πρώτες αναφορές για την ύπαρξή του έχουμε από το 1616. Για τους ντόπιους θεωρείται πως είναι το μπαλκόνι όλου του Ζαγορίου κι όχι άδικα καθώς προσφέρει απέραντη θέα προς όλες τις κατευθύνσεις. Το όνομα του χωριού είναι βλάχικης προέλευσης και βγαίνει από τη λέξη “βραντ” που σημαίνει έλατο. Το χωριό έζησε μεγάλη άνθηση αλλά ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος κι ο εμφύλιος που ακολούθησε το οδήγησαν στην ερήμωσή του. Αργότερα εγκαταστάθηκαν οι Σαρακατσάνοι εκεί φέρνοντας τη δική τους κουλτούρα.
Πηγαίνοντας προς το χωριό σταματήσαμε αντικριστά από την περίτεχνη Σκάλα του Βραδέτου. Ένα έργο το οποίο κανείς δε γνωρίζει από ποιον και πότε κατασκευάστηκε. Όμως το εντυπωσιακότερο στοιχείο του συγκεκριμένου μνημείου είναι πως ήταν η μόνη πρόσβαση για το χωριό (ξεκινώντας από το χωριό Καπέσοβο) μέχρι το 1970!
Εκεί κινήσαμε σε ένα μονοπάτι 2,5 χιλιομέτρων που ενώνει το Βραδετό με την Μπελόη . Η Μπελόη που στα σλάβικα σημαίνει ωραία θέα, είναι ένα φυσικό μπαλκόνι που χάσκει ακριβώς πάνω από το φαράγγι του Βίκου. Παρά την κούραση της πεζοπορίας ανάμεσα σε βράχια και συμπαθητικές αγελάδες, άξιζε που φτάσαμε ως εκεί για να απολαύσαμε τη θέα. Στο σημείο που σταθήκαμε είχαμε την αίσθηση πως πετούσαμε κυριολεκτικά πάνω από το μεγαλύτερο φαράγγι του κόσμου. Έσκυβα λίγο για να δω το βάθος που έχασκε από κάτω μου και δυσκολευόμουν να διακρίνω το τελείωμα του γκρεμού. Ήταν η πρώτη φορά που αισθάνθηκα την έλξη του χάους. Το βλέμμα μου χανόταν στα πιο μακρινά δέντρα του φαραγγιού κι αμέσως το κορμί μου κυριευμένο από μια απροσδιόριστη ασφάλεια το ένιωσα να γέρνει πάνω από το γκρεμό έτοιμο να πετάξει. Συνειδητοποιώντας αυτήν την περίεργη έλξη έγειρα πίσω και κάθισα σε έναν βράχο για να απολαύσω με βάσιμη άσφαλεια την απεραντοσύνη του τοπίου. Απέναντι μας είχαμε τα φυσικά μπαλκόνια της Οξυάς που βρίσκεται στο Μονοδένδρι και του χωριού Βίκος.
Επιστρέφοντας από τη Μπελόη, ξαποστάσαμε σε ένα μικρό καφέ που είχε ένα ηλικιωμένο ζευγάρι κτηνοτρόφων. Η κυρά Ελένη που μας σέρβιρε τους καφέδες, μας κέρασε γαλατόπιτα που μόλις είχε βγάλει από το φούρνο της κι ο άντρας της ο κυρ Φάνης που φρόντιζε τις αγελάδες που συναντήσαμε στο μονοπάτι, μας έμπασε μέσα μόλις άναψε το τζάκι για να στεγνώσουμε τις πλάτες μας και να ξεκουραστούμε. Μέσα σ’ αυτή τη ζεστασιά ανοίξαμε τις καρδιές μας ενώνοντας δυο διαφορετικούς κόσμους. Από την μια εμείς συζητούσαμε για τη ζωή στην πόλη κι εκείνοι μας έλεγαν για τη ζωή στη φύση. Τους θαύμασα όταν μου λέγανε με περηφάνια πως στα παλιά χρόνια ανεβοκατέβαιναν τουλάχιστον τρεις φορές την ημέρα τη σκάλα του Βραδέτου, μια διαδικασία που διαρκούσε τουλάχιστον μια ώρα. Ο αποχαιρετισμός μας είχε μια εγκαρδιότητα και τα βλέμματα που ανταλλάξαμε φεύγοντας έμειναν χαραγμένα στις όμορφες στιγμές αυτού του ταξιδιού. Εξάλλου στα ταξίδια δεν συναντάς μόνο τοπία αλλά κι ανθρώπους.
Την τέταρτη μέρα την αφιερώσαμε στα υπόλοιπα χωριά που κουρνιάζουν στη σκιά της Αστράκας. Πρώτη στάση κάναμε στο Δίλοφο, το οποίο θεωρώ πως είναι το δεύτερο πιο όμορφο χωριό που συναντήσαμε στο ζαγορίτικο οδοιπορικό μας. Το Δίλοφο μας υποδέχτηκε στη γαλήνια μετάβαση της ερημιάς που θα ακολουθούσε ως τις γιορτές των Χριστουγέννων καθώς εκείνη τη μέρα οι περισσότεροι επισκέπτες του Ζαγορίου αναχωρούσαν για τις πόλεις τους. Περιπλανηθήκαμε στα ηλιόλουστα μονοπάτια του απολαμβάνοντας τα καλά διατηρημένα κτίσματά του που είναι κατασκευασμένα με τον τοπικό γκρίζο σχιστόλιθο. Ένα από τα αρχοντικά του κουβαλά μια όμορφη ιστορία, η οποία εξηγεί τους λόγους που έγινε η ψηλότερη κατοικία των Ζαγοροχωρίων με ύψος 13,5 μέτρα. Σύμφωνα με την ιστορία το σπίτι αυτό άνηκε σε γόνο κάποιας πλούσιας οικογένειας ο οποίος είχε παντρευτεί μια κοπέλα από το Κουκούλι. Επειδή όμως η σύζυγός του νοσταλγούσε συνεχώς τον τόπο της, εκείνος της έχτισε το πιο ψηλό σπίτι της περιοχής ώστε να μπορεί να αγναντεύει το χωριό της από τα πιο πάνω πατώματα.
Από το Δίλοφο αναχωρήσαμε για το Μονοδένδρι. Προσωπικά δεν βρήκα κάτι να με τραβήξει στο συγκεκριμένο χωριό πέρα από τη θέα της χαράδρας που πρόσφερε το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής. Το Μονοδένδρι δυστυχώς έχει μετατραπεί εξ ολοκλήρου σε ξενώνα πολυτελείας με την εμπορευματοποίηση του να έχει αλλοιώσει κάθε αυθεντικό και γραφικό στοιχείο του χωριού. Παρόλα αυτά απολαύσαμε μια άκρως ενδιαφέρουσα φωτογραφική έκθεση του Γαλλοελβετού Fred Boissonnas στον αριστοκρατικό χώρο του Ριζαρείου Ιδρύματος.
Από εκεί αναχωρήσαμε νωρίτερα απ’ όσο υπολογίζαμε κι αφού κάναμε μια βόλτα στο “πέτρινο δάσος” της Οξυάς με τους απότομους ασβεστολιθικούς σχηματισμούς συνεχίσαμε τη διαδρομή μας μέχρι τα Άνω Πεδινά, τα οποία τα είχαμε εκτός προγράμματος. Στη συνέχεια οδηγήσαμε ως το Βέτσικο που μετονομάστηκε το 1955 σε Βίκος, για να φάμε και να απολαύσουμε για τελευταία φορά την χαράδρα του Βίκου. Ένα μικρό μονοπάτι που ξεκινούσε έξω από το χωριό κατηφόριζε προς τις πηγές του Βοϊδομάτη. Πιτσιρικάς το είχα κατέβει με τους δικούς μου αλλά αυτή τη φορά προτίμησα να το απολαύσω από ψηλά καθώς ο ήλιος είχε αρχίσει να κατηφορίζει προς τα δυτικά βουνά της Ηπείρου.
Όταν φτάσαμε στην Αρίστη, η Αστράκα είχε ντυθεί στα κόκκινα. Το στρατιωτικό μνημείο στην κεντρική πλατεία του χωριού υπενθύμιζε στους επισκέπτες πως στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940, η Αρίστη ήταν η αμυντική γραμμή των ελληνικών δυνάμεων. Η παλιά ονομασία του χωριού ήταν Αρτσίστα κι ήταν αλβανικής προέλευσης. Οι πρώτοι κάτοικοί του προέρχονταν από ένα άλλο χωριό, το Βόπατη, το οποίο κι εγκατέλειψαν διότι έπεφταν βράχοι μ’ αποτέλεσμα να σκοτώνονται άνθρωποι και ζώα. Η βραδιά μας βρήκε να πίνουμε ζεστά ροφήματα στο κεντρικό καφέ του χωριού και να ακούμε όμορφες ιστορίες από μια νεαρή σερβιτόρα που είχε καταγωγή από την Αρμενία.
Η τελευταία μέρα στα Ζαγοροχώρια αφιερώθηκε στο γλυκύτατο χωριό Καπέσοβο την πατρίδα των αγιογράφων του Ζαγορίου, στο μοναστήρι Ρογκοβού και στο κεφαλοχώρι Τσεπέλοβο, με τον τάφο του ποιητή Ι.Βηλαρά στον προαύλιο χώρο ενός παραδοσιακού φαρμακείου. Οι επισκέπτες είχαν πια φύγει και τα χωριά είχαν περιπέσει σε μια γαλήνια νάρκη. Σαν να ξαπόσταιναν για λίγο καιρό μέχρι να υποδεχτούν την επόμενη φουρνιά των επισκεπτών την περίοδο των Χριστουγέννων.
Αναχωρώντας από τα Ζαγοροχώρια βαλθήκαμε να απαριθμήσουμε τα πανύψηλα βουνά που αντικρίσαμε, τις άγριες χαράδρες που σχηματίζονταν γύρω από το μοναδικό φαράγγι του Βίκου, τα κελαρυστά νερά που κυλούσαν έξω από τα χωριά, τα έρημα μοναστήρια που επισκεφθήκαμε, τα γαλήνια δάση βελανιδιάς που περπατήσαμε, τα ιστορικά πέτρινα γεφύρια που διασχίσαμε και την ξεχωριστή παραδοσιακή ηπειρώτικη αρχιτεκτονική των χωριών. Λίγες μέρες στα βουνά της Ηπείρου αρκούν για μια σωτήρια αποτοξίνωση από το τσιμέντο, το καυσαέριο και το άγχος των πόλεων.
Για μένα τα Ζαγοροχώρια είναι τελικά ένας τόπος που αξίζει να τον επισκεφθείς ξανά και ξανά διότι είναι αδύνατο να τον χορτάσεις με μια μόνο φορά.
*Ο Γιώργος Χατζελένης είναι συγγραφέας