Δοκιμάζοντας κρασί σε ένα ”Ανάποδο Πλατάνι” στην Τσαγκαράδα
Το «Ανάποδα Πλατάνι» είναι από τα λίγα όμορφα ανάποδα της ζωής μας.
Φωτογραφίες: Ζήσης Νταλακούρας
Κάτι βαρετά απογεύματα με πιάνω να χαζεύω τα ράφια της βιβλιοθήκης μου και άθελά μου προσπαθώ να θυμηθώ τις στιγμές που αφιέρωσα σε κάθε βιβλίο που ξεκουράζεται επάνω στα γοητευτικά ξύλινα ράφια. Άλλες φορές που τρώγομαι με τα ρούχα μου, κάνω μακροβούτι στα ράφια του συντηρητή με τα κρασιά μου, κοιτάω ετικέτες και χρονιές και φέρνω στο νου μου τη στιγμή που ήπια ένα κρασί, με ποιους το ήπια και τι συναισθήματα γέννησε (ή έθαψε) μέσα μου. Κάτι βράδια, «βαριά ρημάδια», που ο καναπές υποφέρει από την ύπαρξή μου, αναζητώ ταινίες που είδα νεώτερος και σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει με όσες βλέπω πρόσφατα, μπορώ να θυμηθώ μέχρι και τα λάθη στους υπότιτλους. Περίεργο πράγμα η μνήμη. Ώρες ώρες κινείται νωχελικά σαν σύννεφο μαλωμένο με τον αέρα, ενώ άλλες φορές εφορμά με θράσος, όπως ο αγενέστατος πρωινός ήλιος από τις βασανισμένες παντζουρότρυπες ενός εγκαταλελειμμένου διαμερίσματος.
Βιβλία, κρασί και ταινίες λοιπόν… ή αλλιώς το κλειδί της επιτυχίας αν θες να μου φέρεις ένα δώρο που θα με ενθουσιάσει. Την αγάπη για τα βιβλία τη χρωστάω στον πατέρα μου, που είτε με κυνηγούσε από παιδί με ένα βιβλίο στο χέρι είτε με τα κλασσικά εικονογραφημένα των ξέγνοιαστων καλοκαιριών μου. Ένα μικρό βλεφάρισμα των ματιών και μου έρχονται ξανά οι εικόνες από το δωμάτιο του πατέρα μου και το ξεφτισμένο αχνό μπορντώ εξώφυλλο του «Ταξιδεύοντας» του Καζαντζάκη, το οποίο άλλαζε θέση στα ράφια πιο συχνά από οποιοδήποτε παιχνίδι μου.
Αρκετά χρόνια αργότερα γνώρισα και αγάπησα το κρασί, γιατί όπως κάθε βιβλίο έκρυβε μέσα του ένα μεγάλο ταξίδι, ενώ σου γεννούσε συναισθήματα με την κάθε του γουλιά, όπως ένα καλό μυθιστόρημα με κάθε του αράδα. Φιλοσοφία και στάση ζωής το κρασί που έκτοτε γέμισε την ύπαρξή μου και γκρέμισε με πάθος κάθε υπόνοια για αλεξιθυμία.
Από την άλλη, χωρίς να ανήκω στους φανατικούς cinefil, απολαμβάνω μια καλή ταινία, όταν βρω την κατάλληλη ευκαιρία, ενώ βιβλία και ταινίες με θέμα το κρασί είναι η απόλυτη ενδελέχεια.
Πρόσφατα, βρήκα λίγο χρόνο μια κλασική υποτροπική νύχτα της Θεσσαλονίκης και μιας και δεν έχω βάρκα, φουσκωτό ή ιστιοσανίδα κάθισα σπίτι και άρχισα να χαράζω αυλάκια στο χολ του σπιτιού μου. Τι να κάνω, τι να κάνω; Πήρα την απόφαση να δω το “Sour Grapes” των Reuben Atlas και Jerry Rothwell. Το απίθανο αυτό ντοκιμαντέρ κινείται πανέμορφα ανάμεσα στην αστυνομική περιπέτεια και την εγκυκλοπαιδική πληροφόρηση, διατηρώντας παράλληλα τις απαραίτητες χιουμοριστικές νότες, που το κάνουν ιδανικό για παρακολούθηση είτε σου αρέσει το κρασί είτε όχι. Κεντρικό του θέμα είναι μια μεγάλη απάτη που είχε οργανώσει ένας παμπόνηρος μα και τετραπέρατος τύπος, ο Rudy Kurniawan, με φόντο κάποια από τα πιο γνωστά και ακριβά κρασιά του κόσμου,
Ένα από τα στοιχεία που σε μπερδεύουν όμορφα στο ντοκιμαντέρ είναι ότι λίγο πριν το τέλος κοντεύεις να συμπαθήσεις τον απατεώνα πρωταγωνιστή του, που κατάφερε και ξεγέλασε εκατοντάδες εκατομμυριούχους συλλέκτες κρασιού στην Αμερική, συνδυάζοντας skills απατεώνα και παιδική ανωριμότητα. Ο Rudy Kurniawan είχε οργανώσει μια καλοστημένη απάτη με τα λεγόμενα fine and rare wines που αποτελούν διακαή πόθο των συλλεκτών, οι οποίοι είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν αμύθητα ποσά για να τα αποκτήσουν. Εν ολίγοις o «rock star της γευσιγνωσίας» (όπως είχε χαρακτηριστεί από τους φίλους του) εκμεταλλεύτηκε τον έρωτα αυτών των ανθρώπων και διοργάνωνε δημοπρασίες, πουλώντας απευθείας κρασιά που το περιεχόμενό τους ήταν τελείως διαφορετικό από αυτό που έλεγε στην ετικέτα. Αξίζει πραγματικά να το δείτε για να αντιληφθείτε πόσο μεγάλο ήταν το μέγεθος της απάτης, πόση η αφέλεια των πελατών του Rudy και φυσικά την ατόφια δύναμη της αυθυποβολής.
Ο Rudy έπαιρνε άδειες φιάλες από εστιατόρια, κρατούσε τους φελλούς, έβγαζε τις ετικέτες από τα μπουκάλια, τύπωνε καινούργιες και στην ουσία δημιουργούσε με αλχημικό τρόπο ένα κρασί είτε από διάφορα blends, που έμοιαζαν ομολογουμένως κατά πολύ στο περιεχόμενο που ισχυριζόταν πως περιείχε η εκάστοτε φιάλη, είτε από generic κρασιά, που τα παρουσίαζε όμως ως κάτι πολύ ανώτερο από αυτό που πραγματικά ήταν. Ο Rudy είχε αγοράσει τόσα Domaine de la Romanée Conti που είχε γίνει γνωστός ως ο “Dr Conti”, ενώ Château Le Pin, Château Lafleur, Château Petrus και άλλα πολλά είχαν περάσει από τα χέρια του κατά δεκάδες.
Πώς την πάτησε λοιπόν ο Rudie; Από την αγαπημένη του Βουργουνδία και πιο συγκεκριμένα από τον Lauren Ponsot, ιδιοκτήτη του Domaine Ponsot, ο οποίος είδε σε ένα κατάλογο δημοπρασιών στη Νέα Υόρκη, να προσφέρεται προς πλειστηριασμό το Clos de La Roche, διάσημο κρασί του κτήματος. Το πρόβλημα ήταν ότι στη δημοπρασία υπήρχε μια φιάλη από τη χρονιά του 1929, με τον Lauren Ponsot να απορεί καθώς η εμφιάλωση του συγκεκριμένου κρασιού ξεκίνησε από το κτήμα του το… 1934! Κι έτσι πάνω κάτω αρχίζει να ξετυλίγεται το κουβάρι της απάτης. Το ντοκιμαντέρ είναι πραγματικά απολαυστικό καθώς εμπλέκεται μέχρι και το FBI στην έρευνα. Το πώς καταλήγει και τα επιμέρους στοιχεία του ντοκιμαντέρ δεν θα σας τα αποκαλύψω και σας προτείνω να το δείτε.
Αυτό που έχει ενδιαφέρον από την ταινία και σχετίζεται με τη δική μας ιστορία είναι η ομάδα που είχε σχηματίσει ο Rudy με τους φίλους του και δοκίμαζαν κρασιά μαζί. Η ομάδα έφερε τον προκλητικό τίτλο “Angry Men” από τους «θυμωμένους» άντρες που μέχρι να γνωριστούν μεταξύ τους, λειτουργούσαν ως μεμονωμένοι οινόφιλοι που σε μια οινοποσία με άλλους έφερναν από το σπίτι το πολύτιμό τους κρασί, το πήγαιναν με χαρά να το μοιραστούν με άλλους και τότε ήταν που την πατούσαν…
Σε αυτά τα τραπέζια που ονομάζονται BYOB (Bring Your Own Bottle) ο καθένας φέρνει το κρασί του και απαράβατος όρος είναι ο αμοιβαίος σεβασμός στο κρασί του άλλου, τον οποίο εκδηλώνεις με το να πας ένα κρασί εφάμιλλης ποιότητας. Τα προβλήματα ξεκινούσαν όταν οι υπόλοιποι συνδαιτυμόνες, πονηρά σκεπτόμενοι, δεν πήγαιναν αντίστοιχα ποιοτικά κρασιά, αλλά πολύ κατώτερα, με αποτέλεσμα ο εκάστοτε μερακλής να μετανιώνει που μοιράστηκε το κρασί του με ένα τσούρμο τζαμπατζήδες, ενώ αυτός έπινες τις δικές τους… κολόνιες. Το χειρότερο σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ότι υπάρχουν στιγμές που ναι μεν οι υπόλοιποι πίνουν μέχρι τελευταία σταγόνα το καλό κρασί, αλλά από την άλλη αναζητούν συνεχώς ψεγάδια σε αυτό, ενώ παράλληλα εκθειάζουν τα δικά τους, ομολογουμένως πολύ κατώτερα κρασιά. Το αποτέλεσμα ήταν το συγκεκριμένο χουβαρδόπαιδο με τα αγνά κίνητρα να μεταμορφώνεται ένας «angry man» που γυρνούσε στο σπίτι θυμωμένος με την αφέλειά του, ξεσπώντας στη γυναίκα του και μυξοκλαίγοντας σαν τον Ben Stiller στο «Κάτι τρέχει με τη Μαίρη». Ε λοιπόν, η ομάδα του Rudy συνέδεσε όλους αυτούς τους μεμονωμένους Angy Men σε μία ομάδα και έκτοτε δεν χρειάζονταν να κάθονται γκρινιάζοντας στον καναπέ, κλαίγοντας για το κρασί τους που σφάχτηκε χωρίς οίκτο.
Οι «Angry Men» υπάρχουν σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, όπου υπάρχει κρασί και όπου το BYOB είναι η λύση για να μοιράζεσαι σπουδαία κρασιά, μοναδικές στιγμές με ανθρώπους που αγαπάς. Η δική μας ομάδα σχηματίστηκε πριν μια διετία και έκτοτε βαδίζει το μονοπάτι της παράνοιας και του παράφορου έρωτα. Πέραν της αδιαμφισβήτητης αγάπης που έχουμε για το καλό κρασί, προσπαθούμε να συνδυάσουμε τις βραδιές που βρισκόμαστε με ξεχωριστά στοιχεία, ώστε να τις θυμόμαστε για πάντα. Δεν είναι τυχαίο, ότι ακόμα και μετά από τόσες συναθροίσεις όλοι μας θυμόμαστε κάθε μια ξεχωριστά. Και φυσικά την τελευταία φορά που ήταν η πιο ξεχωριστή… μέχρι την επόμενη. Οι λόγοι αν και δεν είναι αρχικά προφανείς αναφέρονται πιο κάτω.
Έχουμε και λέμε:
255 χλμ Θεσσαλονίκη – Τσαγκαράδα και τούμπαλιν
196 χλμ Κατερίνη – Τσαγκαράδα και τούμπαλιν
112 χλμ Λάρισα – Τσαγκαράδα και τούμπαλιν.
Τόσα χιλιόμετρα διένυσε το κάθε μέλος των Angry Men, ώστε να σμίξει με τα υπόλοιπα μέλη και να λάβει μέρος στην προγραμματισμένη γευσιγνωσία, γιατί αυτή τη φορά το ραντεβού είχε οριστεί στο μοναδικό χώρο που λέγεται «Ανάποδο Πλατάνι» στην Τσαγκαράδα του Πηλίου. Τόσα και άλλα τόσα θα ξανακάναμε από την αρχή αν ξέραμε σε τι μαγικό μέρος θα δοκιμάζαμε τα κρασιά μας.
«Ανάποδο Πλατάνι» λοιπόν στη γραφική Τσαγκαράδα… Που να αρχίσεις και που να τελειώσεις. Ένας χώρος βγαλμένος από καρτ ποστάλ που σε βάζει στη διαδικασία να σκέφτεσαι ανά 5 λεπτά ότι είσαι και σε άλλη μαγική τοποθεσία: στη Νότια Γαλλία των ταξιδιών σου, σε κάποιο ορεινό γραφικό χωριό του Ιταλικού Νότου, στην όμορφη Ελλάδα που δεν την έχει αγγίξει η τουριστική λαίλαπα από τη μία και η στεναχώρια των ημερών μας που περισσεύει με το τσουβάλι στον ευλογημένο αυτόν τόπο. Ένας χώρος στολίδι για την περιοχή με μοναδική αισθητική, αρχιτεκτονική και διακόσμηση που ισορροπεί ανάμεσα στο μοντέρνο, στο λιτό και στο παραδοσιακό. Για αυλή μας, prive η πετρόκτιστη πλατεία της Αγίας Κυριακής που αγκαλιάζει τον ιστορικό πλάτανο και θυμίζει τα εξωτικά, μετα-ιμπρεσιονιστικά τοπία του εκκεντρικού Πωλ Γκωγκέν.
Εδώ λοιπόν διάλεξε να ανέβει η παρέα για να δοκιμάσει τα κρασιά της. Θα μου πείτε «καλά, έπρεπε να κάνετε τόσο χλμ για να δοκιμάσετε κρασιά»; Η απάντηση είναι εξαιρετικά απλή: δεν το κάνουμε για να δοκιμάσουμε απλά κρασιά. Το κάνουμε για να δώσουμε στις συναντήσεις μας μια ξεχωριστή ταυτότητα που θα τις κάνει να ξεχωρίζουν η μία από την άλλη. Με αυτόν τον τρόπο κανείς δεν πρόκειται να ξεχάσει το σαββατόβραδο που τα ήπιαμε στο «Ανάποδο Πλατάνι»… Όπως ακριβώς με τα βιβλία, τα κρασιά και τις ταινίες μας.
Η φιλοξενία μοναδική, το φαγητό και η περιποίηση από άλλο πλανήτη. Ο χώρος, τα κρασιά και οι φίλοι μετέτρεψαν τη βραδιά μας σε ένα τρικούβερτο γλέντι που θα θυμούνται για πολύ καιρό ακόμα στο Πήλιο και έληξε με γέλια, χορούς και τραγούδι στις 04:00 το πρωί κάτω από καταρρακτώδη βροχή (τι πρωτότυπο…).
Για την Μαρία Κωνσταντινίδου, την οικοδέσποινα της βραδιάς μας και ιδιοκτήτρια του «Ανάποδου Πλατανιού» τι να πούμε; Φτωχά τα λόγια μας για μια μεγάλη «τυπάρα» και σπάνια περσόνα που χαίρεσαι να συναναστρέφεσαι μαζί της. Αναδύει πολιτισμό και μια απίστευτη αύρα, τόσο αυτή, όσο και ο χώρος που διάλεξε να βάλει το όνειρό της. Υποκλινόμαστε ταπεινά στην υπέροχη κουλτούρα της, στα φούξια κοκάλινα γυαλιά της και στην αστική φωνή της. Και αν και συνιστά παραδοξολογία είναι από το Σάββατο αναπόσπαστο μέλος των «Angry Men».
Αντί επιλόγου θα πω το εξής:
Ευτυχισμένος.
Γεμάτος.
Πλήρης.
Έτσι έφυγα από το «Ανάποδο Πλατάνι» πίνοντας κρασιά με τους φίλους μας κι έτσι φεύγω κάθε φορά από τις συναντήσεις μας. Γι’ αυτό τους αγαπώ με δριμύτητα. Γιατί με κάποιο τρόπο με κάνουν να αισθάνομαι ότι τα προβλήματά μου ελαχιστοποιούνται όταν είμαι μαζί τους. Τρώνε και πίνουν πολύ, φωνάζουν πολύ και όπως διαπίστωσα τραγουδάνε δυνατά, ζούνε δυνατά, ξέρουν να αρπάζουν τη στιγμή και να αγαπάνε τη ζωή με όσα αυτή τους φέρνει. Κολλήσαμε και έκτοτε χορεύουμε στο δικό μας ρυθμό, ενώ με το που πέσει μια ιδέα στο τραπέζι εύκολα παίρνει σάρκα και οστά.
Τους ευχαριστώ.
Για τα Ανάποδα Πλατάνια της ζωής μας.
Και γιατί το «Ανάποδα Πλατάνι» είναι από τα λίγα όμορφα ανάποδα της ζωής μας.
«Στο όνομα των τρυφερών όρκων Που απ’ αυτούς, τίποτα να μας αποδεσμεύει δεν μπορεί Για να μας συμφιλιώσει σαν τότε στου μέθυσου, την ωραία εποχή Κανείς δεν μπορεί να με κατανοήσει. Έστω κι ένας Ανάμεσα σε αυτούς τους ανόητους μπεκρήδες Μήπως σκέφτηκε μες τις νοσηρές νύχτες Να κάνει ένα σάβανο από κρασί;»
Charles Baudelaire, «Το κρασί του δολοφόνου»