Μικρότερος αλλά καλύτερης ποιότητας φέτος ο τρύγος στη Βόρεια Ελλάδα
Ποιες οι προκλήσεις του κλάδου, με την κλιματική κρίση να φέρνει μεγάλες αλλαγές στα δεδομένα
Τον πρωιμότερο τρύγο πολλών δεκαετιών, πιθανώς και όλων των εποχών, έζησαν φέτος οινοποιοί και αμπελουργοί στη Βόρεια Ελλάδα, με τη συγκομιδή ν’ αρχίζει ήδη από τον Αύγουστο ή -σε ορισμένες περιπτώσεις- ακόμα και από τα τέλη Ιουλίου, τη στιγμή που πέρυσι τα πρώτα σταφύλια είχαν μπει στα καλάθια μετά τα μέσα Σεπτεμβρίου. Την εικόνα αυτή, που συνδέεται κατά κύριο λόγο με τις κλιματικές συνθήκες και οδηγεί σε μειωμένες αποδόσεις, περιγράφουν τρεις άνθρωποι του χώρου, οι οποίοι επισημαίνουν πάντως πως η ποιότητα των σταφυλιών είναι εξαιρετική. Μάλιστα, κατά ορισμένους, το 2024 εκτιμάται ότι θα εξελιχθεί σε «μεγάλη χρονιά» για το ελληνικό κρασί, παρότι… ζυγό έτος (είναι ευρέως διαδεδομένη -και διεθνώς- καίτοι όχι επιστημονικά τεκμηριωμένη η αντίληψη ότι εξαιρετικοί οίνοι «γεννιούνται» συνήθως τις μονές χρονιές).
«Φέτος είχαμε τον πιο πρώιμο τρύγο από ποτέ ή έστω στα τελευταία 30 χρόνια που εγώ είμαι στον κλάδο», λέει η Ελένη Σίντου, πρόεδρος της ένωσης «Οινοποιοί Βορείου Ελλάδος» και υπεύθυνη παραγωγής του οινοποιείου «Zoinos Winery» στην Ήπειρο και προσθέτει: «Στην Ήπειρο, για παράδειγμα, είχαμε πρωίμιση ενός μηνός, ενώ αναμέναμε το πολύ 15 ημέρες. Είχαμε τρύγο τον Αύγουστο, αυτό δεν θυμάμαι να έχει ξανασυμβεί! Σκεφτείτε πως πέρυσι ο τρύγος, που κι αυτός ήταν κάπως πρώιμος, είχε ξεκινήσει στις 18 Σεπτεμβρίου, ενώ φέτος ολοκληρώθηκε στη δική μας περιοχή την ίδια πάνω-κάτω εποχή, στις 24 του μηνός». Στο ερώτημα πού οφείλεται αυτή η εικόνα, εξηγεί πως σχετίζεται με την παρατεταμένη ανομβρία, ακόμα και κατά τους χειμερινούς μήνες, «την απίστευτη έλλειψη χιονοπτώσεων» και τις υψηλές θερμοκρασίες το καλοκαίρι. Οι λευκές ποικιλίες, στις οποίες τα σταφύλια έχουν πιο λεπτό περίβλημα, επηρεάστηκαν περισσότερο από τις ερυθρές, οι οποίες είναι γενικά πιο ανθεκτικές.
Μικρότερη αλά καλύτερη η φετινή παραγωγή
Κατά την κα Σίντου, η φετινή παραγωγή στη Βόρεια Ελλάδα εκτιμάται ότι είναι μόνο ελαφρώς μειωμένη, αλλά πολύ ποιοτική, καθώς σε αντίθεση με πέρυσι, που ο περονόσπορος λειτούργησε καταστροφικά, φέτος δεν κατεγράφησαν σημαντικές ασθένειες. «Στις πιο πρώιμες περιοχές (της Ηπείρου), εκτιμούμε ότι θα βγάλουμε εξαιρετικά κρασιά, γιατί έχουμε πολύ καλή πυκνότητα, καλές οξύτητες και πολύ καλό αλκαλικό βαθμό. Στις πιο όψιμες, επειδή στα μέσα Σεπτεμβρίου άρχισε να βρέχει, το αμπέλι ήταν αρκετά παραγωγικό, αλλά η παραγωγή όχι εξίσου ποιοτική με τις πιο πρώιμες περιοχές. Συνολικά στην Ήπειρο, όπου καλλιεργούνται κυρίως Ντεμπίνα και Βλάχικο, αλλά και ξένες ποικιλίες, όπως η Cabernet, αναμέναμε αρχικά μείωση παραγωγής κατά 20%-30%. Ωστόσο τελικά, επειδή το πιο όψιμο κομμάτι ήταν αρκετά παραγωγικό λόγω βροχών, ήρθαμε κοντά στα επίπεδα το 2022 -δεν συγκρίνω τη φετινή χρονιά με το 2023, λόγω του ότι τότε χτύπησε στο φουλ ο περονόσπορος και σε κάποιες περιπτώσεις πήραμε στην Ήπειρο το ένα πέμπτο της παραγωγής» λέει.
Αμπελουργοί και οινοποιοί πολεμούν μέχρι στιγμής την κλιματική αλλαγή μέσω των καλλιεργητικών μεθόδων και άλλων συντηρητικών επεμβάσεων. Για πόσο καιρό ακόμα, όμως, θα είναι αυτό αρκετό; «Αν η κατάσταση αυτή με το κλίμα συνεχιστεί», εκτιμά η Ελένη Σίντου, «θα πρέπει ίσως να γίνουν ισχυρές παρεμβάσεις και επεμβάσεις, ακόμα και αλλαγή προσανατολισμού των αμπελώνων απέναντι στον ήλιο. Σήμερα πολλοί αμπελώνες έχουν νοτιοδυτικό προσανατολισμό, κάτι που μπορεί να μη βοηθάει σε περιόδους με πολλή ηλιοφάνεια, ενώ ο βορειοδυτικός προσανατολισμός πιθανώς θα βοηθούσε περισσότερο. Θα βοηθούσε επίσης να δούμε ποιες ποικιλίες είναι ανθεκτικότερες από άλλες. Φυσικά, όλα αυτά θέλουν μελέτη και γι’ αυτό στην ένωση “Οινοποιοί Βορείου Ελλάδος” έχουμε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για ένα πρόγραμμα που έχει υποβληθεί στο “Ερευνώ και Καινοτομώ”, με αντικείμενο την κλιματική κρίση στον οινικό τομέα. Στο πλαίσιό του θα μελετήσουμε όλα τα φαινόμενα, όχι μόνο στη Βόρεια Ελλάδα, αλλά και στη Νότια» επισημαίνει και συμπληρώνει πως εκτός από την Ένωση, στο πρόγραμμα συμμετέχουν πέντε οινοποιεία, από την Κρήτη και την Πελοπόννησο, ένα ερευνητικό κέντρο και πανεπιστήμια. Στον απόηχο του φετινού τρύγου, η κα Σίντου καλεί ακόμα τους καταναλωτές να επιλέγουν τα πολύ καλά κρασιά του ελληνικού αμπελώνα, έναντι των ξένων, δεδομένου ότι στην Ελλάδα γίνεται εντυπωσιακή προσπάθεια από τους οινοποιούς και υπάρχει πολύ μεγάλος πλούτος.
Τουλάχιστον από τη δεκαετία του ’50, τρύγος τον Αύγουστο δεν έγινε στη Νάουσα
«Ο πατέρας μου (σ.σ. Γιάννης Μπουτάρης) ασχολείται με το κρασί από τη δεκαετία του 1950 και από τότε μέχρι σήμερα ουδέποτε είχαμε τρύγο στη Νάουσα ήδη από τον Αύγουστο, όπως φέτος. Είναι πράγματι ο πιο πρώιμος τρύγος που έγινε ποτέ στην περιοχή μας, πρωιμότερος κατά περίπου έναν μήνα» λέει ο οινοποιός 5ης γενιάς Στέλλιος Μπουτάρης, διευθύνων σύμβουλος της «Κυρ Γιάννη» και προσθέτει ότι στις γαλλικές ποικιλίες καταγράφεται μείωση αποδόσεων μέχρι και 50% και στο Ξινόμαυρο κατά περίπου 30%. «Οι αποδόσεις είναι μεν μειωμένες, αλλά η ποιότητα εξαιρετική. Στο Ξινόμαυρο έχουμε καλές οξύτητες, και πάρα πολύ καλά χρώματα και αρώματα και θα βγουν εξαιρετικά κρασιά. Είμαστε σε μια μεγάλη χρονιά για το κρασί» παρατηρεί. Πέραν της Νάουσας, ο τρύγος ήταν επίσης πρώιμος στο Αμύνταιο, αλλά όχι τόσο πρώιμος όσο αρχικά αναμενόταν, καθώς οι βροχές στα μέσα Σεπτεμβρίου άλλαξαν ελαφρώς την εικόνα και μείωσαν την πρωίμιση.
Όπως εξηγεί ο Στέλλιος Μπουτάρης, η συγκομιδή των γαλλικών ποικιλιών έχει ήδη ολοκληρωθεί, ενώ μέσα στο Σαββατοκύριακο θα τρυγηθούν και τα τελευταία σταφύλια από τις ελληνικές ποικιλίες ροδίτης και το ασύρτικο. Στο ερυθρό Ξινόμαυρο ο τρύγος αναμένεται να εκκινήσει από Δευτέρα «και αν κρατήσει ο καιρός, θα πάμε όσο πιο πίσω γίνεται στον Οκτώβριο». Αμπελουργοί και οινοποιοί έχουν τώρα τον νου τους στο να αποτρέψουν την εγκατάσταση του μύκητα βοτρύτη, συγκομίζοντας σε κάποιες περιπτώσεις -κι εφόσον χρειάζεται- τα σταφύλια πιο γρήγορα, για να προλάβουν την ασθένεια.
Πάντως, παρατηρεί ο Στέλλιος Μπουτάρης, το κρασί στη Βόρεια Ελλάδα «πηγαίνει καλά». Αν στο παρελθόν οι αμπελουργοί δυσκολεύονταν να πουλήσουν τα σταφύλια τους, πλέον η ζήτηση έχει αυξηθεί σε βαθμό που δεν μένει περίσσευμα. Πάντως, προσθέτει, η χορήγηση περιορισμένων, μόνο, αδειών φύτευσης αμπελιών παραμένει ένα από τα κυριότερα προβλήματα του κλάδου, καθώς οι οινοποιοί θέλουν να δημιουργήσουν νέες καλλιέργειες, για να αυξήσουν και να βελτιώσουν την παραγωγή τους, αλλά δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα. Κι αυτό δεν είναι πρόβλημα μόνο ελληνικό: κάθε κράτος-μέλος έχει δικαίωμα για νέες φυτεύσεις αμπελιών στο 1% της συνολικής καλλιεργήσιμης έκτασης ετησίως, κάτι που στην Ελλάδα μεταφράζεται σε περίπου 6000 στρέμματα, τη στιγμή που κάθε χρόνο υποβάλλονται 20.000-30.000 αιτήσεις για φυτεύσεις…
Οι ταμιευτήρες που στέρεψαν κι ο πόλεμος στο αμπέλι
Στις 31 Ιουλίου, νωρίτερα από κάθε άλλη φορά στα χρονικά, τρυγήθηκαν στη Γουμένισσα τα πρώτα τσαμπιά της ποικιλίας μοσχάτο για τα κρασιά του Οινοποιείου Κεχρή -και το να τρυγάς σταφύλια τον Ιούλιο είναι μια εικόνα «εντελώς παράξενη», όπως επισημαίνει στο ο οινοποιός Στέλιος Κεχρής. Η εικόνα, προσθέτει, είναι αντίστοιχη σε όλη την Ελλάδα, όχι μόνο στον ελληνικό βορρά: οι υψηλές θερμοκρασίες ακόμα και τον χειμώνα, που οδήγησαν σε πρώιμη έναρξη της βλαστικής περιόδου των αμπελιών, η έλλειψη χιονοπτώσεων, η παρατεταμένη ξηρασία και ανομβρία του καλοκαιριού, το γεγονός ότι ο υδράργυρος δεν έπεφτε ούτε το βράδυ, αλλά και ο περσινός περονόσπορος, που καταπόνησε τα φυτά, ήταν όλα παράγοντες που «κούρασαν τα αμπέλια, τα οποία βρίσκονταν υπό συνεχές θερμικό στρες», όπως χαρακτηριστικά περιγράφει. «Από τα μέσα Ιουνίου και μετά δεν έβρεξε καθόλου. Οι μικροί ταμιευτήρες νερού που χρησιμοποιούμε για την άρδευση των αμπελιών στέρεψαν για πρώτη φορά! Το ζήτημα του νερού είναι εξαιρετικά κρίσιμο για την καλλιέργεια, γιατί με τι άλλο μπορείς να αντικαταστήσεις το νερό;» διερωτάται.
Στην περιοχή της Γουμένισσας, λέει, η παραγωγή είναι μειωμένη κατά 30%, ενώ σε άλλες περιοχές της Βόρειας Ελλάδας ακόμα και κατά 40% ή 50% σε ορισμένες ποικιλίες. Ωστόσο, τα σταφύλια είναι υγιή φέτος και αυτό υπόσχεται εξαιρετικά κρασιά. Οξύτητες και αρώματα, διατηρήθηκαν σε λευκά και ερυθρά και όλες οι ενδείξεις συνηγορούν υπέρ μιας πολύ καλής χρονιάς σε όρους ποιότητας. Τι θα γίνει όμως αν το κλίμα εξακολουθήσει να ταλαιπωρεί τα αμπέλια; «Ελπίζω να μην έχουμε τέτοια φαινόμενα και του χρόνου, αλλά φαίνεται πως σταδιακά ίσως χρειαστεί να μπούμε σε μια άλλη καλλιέργεια. Σε μια άλλη καλλιέργεια σε επίπεδο ποικιλιών, υψομέτρου, προσανατολισμού. Κάποτε τα αμπέλια είχαν κατεβεί από τις πλαγιές στον κάμπο. Πλέον ανηφορίζουν ξανά προς τις πλαγιές και ίσως κάποτε να καλλιεργούμε στα 1000 μέτρα υψόμετρο και πάνω. Το μεσογειακό κλίμα μετακινείται βόρεια. Οι Δανοί άρχισαν να φυτεύουν αμπέλια και οι Σουηδοί το σκέφτονται πια. Χρειάζεται να τα έχουμε όλα υπόψη μας. Σήμερα, ο πόλεμος για το κρασί γίνεται στο αμπέλι, το μεγάλο στοίχημα βρίσκεται εκεί, στο να κάνουμε το αμπέλι πιο ανθεκτικό. Τα οινοποιεία είναι πλέον εξοπλισμένα με τα πάντα, δεν παλεύουμε πια στο επίπεδο του οινοποιείου, αλλά στο μέτωπο του αμπελιού» τονίζει ο κ.Κεχρής.
Τα προβλήματα του κλάδου, λέει, προχωρούν πέρα από την κλιματική κρίση. Η πολυδιάσπαση του κλήρου είναι ένα από αυτά: ο μέσος κλήρος στην Ελλάδα είναι 8 στρέμματα, όταν για να είναι βιώσιμη μια καλλιέργεια με οινοποιήσιμα σταφύλια, χρειάζονται τουλάχιστον 40-50 στρέμματα. Η πολυδιάσπαση του κλήρου αποτρέπει τη δημιουργία οικονομιών κλίματος και ανεβάζει το κόστος της καλλιέργειας, με αποτέλεσμα πολλοί παραγωγοί να οδηγούνται μοιραία στην εγκατάλειψη των καλλιεργειών τους. Η δε ηλικία των αμπελουργών μεγαλώνει -οι περισσότεροι είναι πλέον άνω των 45 ετών- και οι νεότεροι άνθρωποι συχνά διστάζουν να μπουν στον χώρο, καθώς οι δυσκολίες κι οι προκλήσεις είναι πολλές.
Πηγή: ΑΠΕ