ο-ασημάκης-χανιώτης-είναι-η-μεγάλη-ελπ-1019028

Γευση

Ο Ασημάκης Χανιώτης είναι η μεγάλη ελπίδα της ελληνικής γαστρονομίας

Απόψε μαγειρεύει στη Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο των Βραβείων Ελληνικής Κουζίνας 2023 και μιλά για το αστέρι Michelin του, την πορεία του και το μέλλον της γαστρονομίας.

Νίκος Γκάγιας
Νίκος Γκάγιας

Εικόνες: Αχιλλέας Βερτουδάκης.

Νέος και παθιασμένος. Δημιουργικός και με όραμα. Ο chef Ασημάκης Χανιώτης είναι η μεγάλη ελπίδα της γαστρονομίας. Απόψε μαγειρεύει στη Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο των Βραβείων Ελληνικής Κουζινας 2023 για το επίσημο δείπνο προς τιμήν των βραβευμένων.

Στα 31 του, είναι ο executive chef του “Pied a Terre”, αλλά και ο νεότερος σεφ που κέρδισε αστέρι Michelin στο Λονδίνο.

Απόψε, ο νεαρός chef θα βρεθεί στη Θεσσαλονίκη ως καλεσμένος του θεσμού των Χρυσών Σκούφων, που γιορτάζουν φέτος τα 30 τους χρόνια, και θα υπογράψει το diner de gala των Βραβείων Ελληνικής Κουζίνας, δημιουργώντας το μενού και μαγειρεύοντας με την υποστήριξη του πολυβραβευμένου σεφ Σωτήρη Ευαγγέλου στο “Makedonia Palace”.

Λίγο πριν την εκδήλωση ανοίγει την καρδιά του στην Parallaxi και μιλάει για το πως ξεκίνησε το “ταξίδι” του, το πόσο αγχωτικό είναι να διατηρεί μία τόσο σπουδαία διάκριση, την γαστρονομική αναγέννηση της Ελλάδας, αλλά και του τί θα τρώμε στο μέλλον.

Πάμε να τον γνωρίσουμε καλύτερα.

Πως ξεκίνησε το γαστρονομικό ταξίδι σας;

«Ο πατέρας μου ήταν υδραυλικός, οπότε εγώ από πολύ μικρός πήγαινα και τον βοήθαγα. Όμως ήμουν πολύ δημιουργικός, έκανα γκράφιτι στην Αθήνα, ασχολούμουν με την τέχνη. Οπότε δεν έβλεπα τον εαυτό μου να αναλαμβάνει την επιχείρηση του πατέρα μου. Ήμουν και πάντα πνεύμα αντιλογίας.

Παράλληλα σπίτι μου έβλεπα που μαγείρευαν πολύ – επίσης με τους γονείς μου πηγαίναμε πολύ συχνά έξω για να φάμε. Οπότε κάπως έτσι σκέφτηκα ότι αυτό θέλω να κάνω και τότε γράφτηκα στη σχολή τουριστικών επαγγελμάτων στην Ανάβυσσο. Πήγα στη σχολή 17χρονών γιατί είχα κερδίσει χρονιά. Στο σχολείο προφανώς δεν τα πήγαινα καλά, όμως όταν πήγα στη σχολή βγήκα από τους πρώτους μαθητές. Όλα μετά πήραν τον δρόμο τους, ξεκίνησα να δουλεύω σε μία εταιρεία, την Grecotel, στο Σούνιο. Όλα μετά μου ήρθαν “εύκολα” γιατί δούλευα πολύ σκληρά, νιώθω πως είχα και ένα ταλέντο».

Υπάρχει κάποια μυρωδιά που σας θυμίζει έντονα τα παιδικά σας χρόνια;

«Η καταγωγή μου είναι από την Κεφαλονιά, πήγαινα πάντα εκεί πέρα και υπήρχε ένα μεγάλο μποστάνι που είχε ο παππούς, οπότε νομίζω ότι η μυρωδιά της φρέσκιας ντομάτας, όταν πας να την κόψεις από το τσαμπί, είναι κάτι που μου θυμίζει πολύ τα παιδικά μου χρόνια».

Ο ίδιος από μικρή ηλικία βρέθηκε μέσα στις κουζίνες έχοντας αναλάβει θέσεις ευθύνης. Ήταν όμως αυτό κάτι που τον άγχωνε;

«Η αλήθεια είναι πως ήμουν “τυχερός” αλλά δεν πιστεύω στην τύχη. Πιο πολύ θεωρώ ότι είναι θέμα σκληρής δουλειάς γι’ αυτό μου δώσανε την δυνατότητα να αναλάβω μία τέτοια κουζίνα. Από εκεί και πέρα ήταν μια ευθύνη που ήμουν πολύ μικρός για να αναλάβω γιατί δεν είναι μόνο το κομμάτι της μαγειρικής, που αν κάποιος έχει ταλέντο μπορεί να μαγειρέψει νόστιμα φαγητά. Σε μια επιχείρηση υπάρχουν πολλά άλλα κομμάτια τα οποία παίζουν ρόλο, όπως η διοίκηση προσωπικού, οι παραγγελίες κλπ. Για να οργανώσεις όλα αυτά σε μία κουζίνα πρέπει να έχεις μεστώσει σε ηλικία ή να έχεις μία εμπειρία. Εκτός αν είσαι natural born leader, που δεν νομίζω ότι είμαι κάτι τέτοιο. Τα έμαθα σιγά σιγά και εγώ. Έκανα πολλά λάθη. Προφανώς μπορεί να είχα έρθει σε ρήξη με το προσωπικό στο παρελθόν. Όμως απ’ όλα αυτά τα λάθη που έκανα, προφανώς και έμαθα».

Ποιος ήταν ο λόγος που φύγατε στο εξωτερικό;

«Οι βασικοί λόγοι είναι δύο. Ο πρώτος είναι ότι ήθελα να ταξιδέψω και να δω κουζίνες από όλο τον κόσμο. Ο δεύτερος είναι ότι εγώ έφυγα λίγο πριν γίνει το οικονομικά κραχ στην Ελλάδα, το 2011, οπότε άρχισαν να πέφτουν οι μισθοί. Έτσι έφυγα στην Αγγλία για να πάρω εμπειρία. Πήγα για να κάτσω 1-2 χρόνια, όμως εν τέλει έκατσα πολύ παραπάνω επειδή η δουλειά μου πήγε πάρα πολύ καλά γιατί ευτυχώς στο εξωτερικό υπάρχει αξιοκρατία. Όταν δουλεύεις πολύ σκληρά, θα ανέβεις ό,τι επάγγελμα και να κάνεις».

Κέρδισε βραβείο Michelin στο… ρεπό του

Στα 28 του ο Ασημάκης Χανιώτης κατάφερε να κερδίσει το αστέρι Michelin στο εστιατόριο Pied à Terre. Μια διάκριση που ο ίδιος την έζησε με ανάμεικτα συναισθήματα όπως αποκαλύπτει, καθώς δεν ήταν καλεσμένος στο live ceremony!

Μετά από αυτήν την κορυφαία διάκριση πόσο αγχωτικό είναι να διατηρήσει το άριστο επίπεδο στα πιάτα του;

«Η αλήθεια είναι πως η κατάσταση ήταν περίεργη γιατί την χρονιά που ανέλαβα το εστιατόριο Pied à Terre, ήταν η πρώτη ή ίσως η δεύτερη χρονιά που η Michelin αποφάσισε να κάνει ceremony, να βραβεύσει live. Μέχρι την τελευταία μέρα περιμέναμε να καλεστούμε, δεν μας είχαν καλέσει. Εγώ είχα αγχωθεί, νόμιζα πως το είχαμε χάσει. Έτσι πήρα ρεπό και έκατσα σπίτι μου μέχρι που με πήραν φίλοι μου που βρίσκονταν στη βράβευση και μου είπαν πως το πήρα. Οπότε τα συναισθήματα είναι ανάμεικτα. Από την μία είχα ξενερώσει, αλλά από την άλλη όταν το έμαθα, πήγα στο μαγαζί και ανοίξαμε σαμπάνιες με τα παιδιά. Όμως, σίγουρα είναι η μεγαλύτερη διάκριση για έναν chef και ειδικά για μένα που έφυγα σαν μετανάστης που έφυγα από την χώρα μου και κατάφερα όσα κατάφερα.

Ένα εστιατόριο φυσικά και μπορεί να χάσει το αστέρι Michelin. Εγώ ήμουν τυχερός γιατί όταν πήγα, το εστιατόριο είχε ήδη αστέρι, οπότε ήμασταν στο ραντάρ τους. Ευτυχώς το διατηρήσαμε αλλά είναι πολλά εστιατόρια που έχει αλλάξει ο σεφ και το έχουν χάσει. Είναι κάτι βαρύ, είναι κάτι το οποίο πρέπει να είσαι σίγουρος πως μπορείς να το διατηρείς. Δεν το παίρνεις με ελαφριά καρδιά. Έχει πολύ άγχος, στρες. Είναι μια δουλειά που ούτως ή άλλως είναι ιδιαίτερα αγχωτική, οπότε αυτό προσθέτει λίγο ακόμα άγχος. Βέβαια όσο περνάει ο καιρός αυτό που βάζω στο μυαλό μου είναι ότι πρέπει να κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε για να έχει μία φανταστική εμπειρία ο πελάτης. Μέσα απ’ αυτό θα έρθουν και τα υπόλοιπα. Δεν μπορείς να λες “εγώ θα κάνω ό,τι μπορώ για να πάρω αστέρι Michelin”. Πρώτα απ’ όλα γιατί δεν γνωρίζεις τι μπορεί να θέλουν, υπάρχουν πολλά μαγαζιά που δεν έχουν και θα έπρεπε να έχουν και πολλά που έχουν και δεν θα έπρεπε να είχαν. Πιστεύω ο chef θα πρέπει να εστιάζει στο να προσφέρει την πιο καλή εμπειρία που μπορεί στον πελάτη του γιατί και η Michelin είναι ένας πελάτης. Δεν σε ενημερώνουν ότι έρχονται. Δεν ξέρεις ποιοι είναι συνήθως, τρώνε και φεύγουν»

Πως διαχειριστήκατε την αναγνωρισιμότητα που λάβατε από αυτή την σπουδαία διάκριση για τον κόσμο της γαστρονομίας;

«Δεν είναι θέμα διαχείρισης. Εγώ είμαι σε μία ξένη χώρα – εκεί ο ανταγωνισμός είναι πολύ μεγάλος. Σ’ όλη την χώρα έχουμε περίπου 150 εστιατόρια με αστέρι Michelin. Στην Ελλάδα υπήρχε πολλή μεγάλη αναγνωρισιμότητα, αλλά αυτό που ξέρω είναι πως πρέπει πάντα να είμαι πολύ συγκεντρωμένος στη δουλειά μου και να μην ξεφεύγω. Εγώ λέω “ευχαριστώ” σε όσους μου λένε “μπράβο” και προχωράω. Για μένα κάθε βραβείο είναι ένα σκαλί για να πάω στο επόμενο σκαλί. Πρέπει να είμαστε ταπεινοί γιατί εγώ προέρχομαι από μια μικρομεσαία οικογένεια και δεν θέλω να κάνω φανφάρες.»

«Για τους Άγγλους ο «μπακαλιάρος, σκορδαλιά» είναι απλά ένα πιάτο. Για εμάς σημαίνει πολλά περισσότερα»

Όσοι έχουν δοκιμάσει τα πιάτα σας, σίγουρα θα έχουν παρατηρήσει πως υπάρχει έντονα το ελληνικό στοιχείο. Πως αντιδρά το λονδρέζικο κοινό σ’ αυτές σας τις επιλογές;

«Για μένα οι Άγγλοι είναι οι πιο δύσκολοι πελάτες. Ψάχνουν να βρουν λάθη, λεπτομέρειες. Το Pied à Terre ήταν ένα κλασσικό γαλλικό εστιατόριο και με τα χρόνια εξελίχθηκε σε πιο μοντέρνο. Εγώ από τότε που ανέλαβα μ’ αυτή την γραμμή άρχισα να ενσωματώνω όσα περισσότερα ελληνικά στοιχεία μπορώ στο μενού. Αυτή τη στιγμή στο κατάλογο 6 από τα 12 πιάτα είναι ελληνικά. Οι Άγγλοι ήταν ανέκαθεν φιλέλληνες, οπότε δέχονται τα ελληνικά στοιχεία, οι κριτικές είναι πολύ θετικές. Βέβαια σε μία ξένη χώρα, όταν βάζω  φρικασέ, στιφάδο ή μπακαλιάρο με σκορδαλιά, πρέπει να δώσω στον πελάτη να καταλάβει τι είναι αυτό που τρώει και γιατί το κάνει ο chef, πρέπει να δημιουργήσω μία ιστορία. Εκεί υπάρχει μία συνεργασία με το προσωπικό, που δεν είναι Έλληνες, το οποίο πρέπει να εκφράσει το όραμα μου στον πελάτη, κάτι το οποίο είναι αρκετά δύσκολο γιατί δεν έχουν την κουλτούρα. Για εκείνους ο «μπακαλιάρος, σκορδαλιά» είναι απλά ένα πιάτο. Για εμάς σημαίνει πολλά περισσότερα. Είναι ένα παραδοσιακά πιάτο που τρώμε την 25η Μαρτίου, η οποία έχει δύο έννοιες, από την μία το μήνυμα του Αρχάγγελου Μιχαήλ στην Μαρία ότι έμεινε έγκυος και από την άλλη η απελευθέρωση της χώρας από τους Τούρκους».

«Τώρα ξεκινάει η γαστρονομική αναγέννηση της Ελλάδας»

Έχοντας ζήσει αρκετά χρόνια στο εξωτερικό πως βλέπετε την ελληνική εστιατορική σκηνή, μιλώντας για το γαστρονομικό επίπεδο;

«Όποιος θα έλεγε πως δεν υπάρχει εξέλιξη στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή, με τόσα μαγαζιά που έχουν ανοίξει στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη θα έλεγε ψέματα. Υπάρχει μεγάλη εξέλιξη και ο λόγος είναι ότι υπάρχουν πάρα πολλοί μάγειρες που έφυγαν στο εξωτερικό και έμαθαν την τέχνη τους – εκεί όπου είχαν εξαντλήσει τις τεχνικές σε ένα πολύ φουτουριστικό επίπεδο. Έτσι έχοντας Έλληνες chef που έφυγαν στο εξωτερικό και έμαθαν αυτές τις τεχνικές, μπορούν να εκφράσουν ό,τι έμαθαν στην ελληνική παραδοσιακή κουζίνα, όπως για παράδειγμα ο μουσακάς, που είναι τηγανητά λαχανικά, μία μπολονέζ και από πάνω η μπεσαμέλ. Όλο αυτό στο μυαλό κάθε chef, μπορεί να αλλάξει πάρα πολύ. Οπότε πιστεύω πως τώρα ξεκινάει η γαστρονομική αναγέννηση της Ελλάδας γιατί δυστυχώς πάρα πολλοί Έλληνες νέοι αλλά και μεγαλύτεροι πελάτες έχουν κολλήσει ότι κάποια φαγητά γίνονται μ’ ένα συγκεκριμένο τρόπο και δεν θέλουν να τα αλλάξουν.

Εγώ όταν θα κάνω ένα στιφάδο, θα το κάνω εντελώς διαφορετικά, όμως όταν κλείνω τα μάτια μου θα πρέπει να γεύομαι το στιφάδο που έκανε η μάνα μου. Το πρόβλημα είναι να τρως κάτι αποδομημένο για παράδειγμα και να μην έχει καμία σχέση μ΄ αυτό που θα έπρεπε να γευτείς»

Έχουμε δοκιμάσει τα πάντα τελικά ή υπάρχουν ακόμα περιθώρια για νέους πειραματισμούς;

«Αν και υπάρχει ήδη εξέλιξη, θεωρώ πως μπορεί να υπάρξει ακόμα μεγαλύτερη σε σημείο που σε 100 χρόνια να μην γνωρίζουμε αυτά που τρώμε το πόσο έχουν αλλάξει. Πιστεύω ότι οι αλλαγές είναι για καλό, δεν είναι ωραίο να μένουμε στάσιμοι. Προφανώς οι μόδες έρχονται και να φεύγουν, κάτι το οποίο είναι τώρα μόδα μπορεί να μην είναι σε 50 χρόνια αλλά μετά θα επιστρέψει πάλι. Η ελληνική κουζίνα τώρα ξεκινάει να εξελίσσεται και έχει ακόμα άπειρο χώρο για να προχωρήσει»

«Η Ελλάδα έχει άπειρα πράγματα που είναι vegan»

Πως βλέπετε το μέλλον της γαστρονομίας; Τι πιστεύετε πως θα κυριαρχήσει τα επόμενα χρόνια;

«Πάρα πολλοί λένε για την χορτοφαγία, εγώ αυτό το βλέπω στο Λονδίνο που ήταν η πρώτη χώρα που ξεκίνησε η χορτοφαγία. Αυτό το λέω μέσα σε εισαγωγικά για την μοντέρνα χορτοφαγία που έγινε μόδα. Προφανώς η Ελλάδα έχει άπειρα πράγματα που είναι vegan, που δεν έχει καμία άλλη χώρα. Εμείς τρώγαμε φακές, ρεβίθια, γεμιστά, μπριάμ. Ήταν φαγητά που έκανε στο σπίτι η μαμά μας γιατί τα παλαιότερα χρόνια δεν υπήρχαν χρήματα για να αγοράσουν κόκκινο κρέας ή ψάρια. Όμως, αυτό που έγινε τώρα με την χορτοφαγία νομίζω είναι μία τάση γιατί από τις στατιστικές και μόνο, πριν μία πενταετία έγινε ένα μεγάλο μπαμ και βλέπαμε πολλούς πελάτες να ζητάνε τα vegan και vegetarian μενού αλλά είδαμε πως τα τελευταία δύο χρόνια έχει πέσει η ζήτηση.

Αυτό που χρειάζεται να γίνει σίγουρα είναι αν γίνει μία παγκόσμια εκπαίδευση έτσι ώστε να βρούμε μία ισορροπία. Οι άνθρωποι πρέπει να τρώνε μια φορά την βδομάδα κόκκινο κρέας, μία φορά κοτόπουλο, μία φορά ψάρια, λαχανικά, υδατάνθρακες ή οτιδήποτε έχει βάση του τα δημητριακά. Όμως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει.

Εγώ πιστεύω πως από το 1920 μέχρι το 1960 υπήρχαν παγκόσμιοι πόλεμοι και δεν υπήρχαν οι απαραίτητοι πόροι έτσι ο κόσμος να προμηθευτεί κρέατα. Όταν σταμάτησαν οι πόλεμοι και άρχισε να εξελίσσεται η βιομηχανία των κρεάτων, ξεκίνησε ο κορεσμός και γίναμε πολλοί κρεατοφάγοι. Όταν άνοιξε η οικονομία, άνοιξε και η βιομηχανία, όμως έτσι έπεσε η ποιότητα του κρέατος, οπότε από εκεί που οι άνθρωποι έτρωγαν λίγο κρέας καλής ποιότητας, άρχισαν να τρώνε κάθε μέρα αλλά κακής ποιότητας.

Τώρα είμαστε στο σημείο που από εκεί που τρώμε κάθε μέρα κόκκινο κρέας ή σουβλάκια, θα πάμε να γίνουμε χορτοφάγοι. Πάμε από το ένα άκρο στο άκρο. Επομένως θα πρέπει να υπάρξει μία ισορροπία. Το μέλλον θεωρώ βρίσκεται σε μία δίαιτα balanced. Να πηγαίνουμε σ’ ένα μαγαζί και να τρώμε διάφορα πράγματα που θα έχουν όλα τα ιχνοστοιχεία και ό,τι χρειαζόμαστε»

Υπάρχει κάποια κακιά στιγμή με πελάτη; Ή κάποιο σχόλιο που σας ενόχλησε;

«Στην κουζίνα φτάνουν όλα. Εγώ θέλω να ακούω τα καλά σχόλια αλλά και τα κακά, τα οποία για μένα είναι πιο σημαντικά γιατί μόνο έτσι εξελισσόμαστε. Το μόνο θέμα είναι ο τρόπος που τα μαθαίνεις. Δεν υπήρχαν κακά σχόλια. Για να είμαι ειλικρινείς δεν περιμένω από το 100% των πελατών να μου πουν ότι έφαγαν το καλύτερο γεύμα της ζωής τους. Θα φάνε στο μαγαζί 100 άνθρωποι που είναι από άλλες κουλτούρες, άλλα οικονομικά background, άνθρωποι που βρίσκονται σε διαφορετικό mood. Αν τσακωθείς με την γυναίκα σου ή το αφεντικό σου φερθεί άσχημα δεν θα έχεις την ίδια διάθεση όταν θα πας σ’ ένα μαγαζί για να φας. Οπότε αυτό θα επηρεάσει την εμπειρία σου.

Παίζουν πολλοί παράγοντες ρόλο, όμως σε καμία περίπτωση δεν πιστεύω πως και οι 100 πελάτες που θα φάνε στο μαγαζί, θα είναι όλοι 100% χαρούμενοι. Εκεί όμως έρχεται η εμπειρία μας στον χώρο και κάθε πιάτο που παίρνει ο πελάτης, πάει το προσωπικό και του λέει “θέλουμε να ξέρουμε αν το πιάτο που φάγατε μόλις, αν σας άρεσε”. Για δύο λόγους για να μας πει το feedback και ο δεύτερος λόγος για να του δώσουμε ένα άλλο πιάτο για να φύγει χαρούμενο. Όμως αυτό πρέπει να το επικοινωνήσει και ο πελάτης στο προσωπικό μας γιατί πολλοί ντρέπονται να πουν ότι κάτι δεν τους άρεσε. Η επικοινωνία σε μία σχέση είναι πολύ σημαντική»

Υπάρχει κάποιο πιάτο που σας απογοήτευσε όταν το μαγειρεύατε ή κάποιο που σας εξέπληξε ευχάριστα;

«Αυτό δεν έχει γίνει γιατί τα πιάτα πριν μπουν στο μενού τα δοκιμάζω και είμαι 100% σίγουρος πως είναι αυτό που θέλω να έχω. Όμως, έχει γίνει κάτι άλλο. Όταν θα έρθει κάποιος στο μαγαζί μας θα πάρει τρία καναπεδάκια, είναι το πρώτο πιάτο. Πολλές φορές όταν τελειώνουν το γεύμα τους έρχονται στην κουζίνα για να πουν ένα γεια και τους ρωτάω τι τους άρεσε πιο πολύ και μου απαντάνε το καναπεδάκι. Εκεί σκέφτομαι “δοκίμασαν τόσα πιάτα, το καναπεδάκι τους άρεσε πιο πολύ;”. Αυτό εξηγείται γιατί όντως είναι ένα φανταστικό πιάτο, όμως εγώ σαν chef θέλω να ακούσω ένα πιάτο που αρέσει και σε μένα»

Εσάς τι μπορείς να σας εκπλήξει όταν πηγαίνετε σ’ ένα εστιατόριο για να φάτε;

«Πολλά πράγματα μπορούν να με εκπλήξουν κάθε φορά που πάω σ’ ένα μαγαζί είτε είναι η πιο απλή ταβέρνα ή το καλύτερο εστιατόριο. Σε μερικά μαγαζιά σε εκπλήσσουν πράγματα που κάνει το σέρβις, σε άλλα το φαγητό. Μπορεί να χρησιμοποιούν κάποια πρώτη ύλη που εσύ δεν έχεις σκεφτεί να χρησιμοποιήσεις με τέτοιο τρόπο. Υπάρχουν πολλοί λόγοι που μπορεί να σου αρέσει ένα εστιατόριο. Μπορεί να είναι όλα χάλια αλλά να δεις ένα πράγμα και να σου αρέσει πολύ. Όμως, πιστεύω ότι υπάρχουν πολλά μαγαζιά που έχουν πράγματα να προσφέρουν»

Πως αισθάνεστε που ήρθατε στη Θεσσαλονίκη για να υπογράψετε το diner de gala των Βραβείων Ελληνικής Κουζίνας;

«Για μένα είναι πολύ σημαντικό που με κάλεσαν να κάνω αυτό το δείπνο στο Makedonia Palace για τα Βραβεία Ελληνικής Κουζίνας γιατί η ελληνική κουζίνα είναι η παράδοση μας, η καρδιά της χώρας μας. Επίσης θα βραβευτούν πολλοί άνθρωποι στον χώρο αυτό που είμαι εγώ. Μ’ αρέσει πολύ που θα είμαι μέρος αυτής της εμπειρίας.

Νομίζω μου αρέσει πολύ η Θεσσαλονίκη και θα μπορούσα να μείνω και εδώ γιατί δεν έχει τον χαμό της Αθήνας, πόσω μάλλον της Αγγλίας. Έχω φάει πάρα πολύ καλά στα εστιατόρια του Παπουτσάκη. Οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί από εμάς στην Αθήνα. Σίγουρα έχετε πολλά στοιχεία από μικρασιατική κουζίνα. Έχω περάσει πολύ ωραία όλες τις μέρες που είμαι εδώ»

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα