Ποιος την έχει καλύτερη τελικά (την κουζίνα);

Από χθες κάνει το γύρο του διαδικτύου ένα άρθρο οδηγός για το 2016 των NY Times που προτείνει τη Θεσσαλονίκη για το καλό φαγητό της, το καλύτερο στην Ελλάδα και μιλά για την περίπτωση του Σέμπρικο. Το άρθρο έγινε viral, και μεις σήμερα ασχοληθήκαμε εδώ με τους λόγους που κάνουν συχνά πυκνά τα ξένα media […]

Γιώργος Τούλας
ποιος-την-έχει-καλύτερη-τελικά-την-κου-81757
Γιώργος Τούλας

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Από χθες κάνει το γύρο του διαδικτύου ένα άρθρο οδηγός για το 2016 των NY Times που προτείνει τη Θεσσαλονίκη για το καλό φαγητό της, το καλύτερο στην Ελλάδα και μιλά για την περίπτωση του Σέμπρικο. Το άρθρο έγινε viral, και μεις σήμερα ασχοληθήκαμε εδώ με τους λόγους που κάνουν συχνά πυκνά τα ξένα media να μιλούν για τη Θεσσαλονίκη ως τόπο γαστριμαργικού προορισμού.

Διάβασα απόψε ένα ακατανόητο για μένα άρθρο της κ. Πολίν Κόκλα που έρχεται να βάλει στη θέση τους NY Times διότι τόλμησαν να γράψουν κάτι τόσο ανυπόστατο για την κουζίνα της Θεσσαλονίκης. Που καλή κουζίνα δεν είναι μπροστά στην ύψιστη εμπειρία ενός γεύματος στην Αθήνα. Και ξεκινά μια κουβέντα εντελώς άκυρη. Αντί να χαρούμε που προβάλλεται μια ελληνική πόλη.

‘’ Είμαι βέβαιη ότι το ξέρουν και οι ίδιοι οι Θεσσαλονικιοί. Ειδικά στο είδος του δημιουργικού φαγητού που εξυπονοεί το δημοσίευμα, η Θεσσαλονίκη είναι ενδιαφέρουσα και πειραματική, αλλά το βαρύ πυροβολικό (με μεγάλη διαφορά) βρίσκεται στην Αθήνα’’ γράφει στη Lifo.gr η κ. Κόκλα. Και ανοίγει ένα ακόμα μέτωπο εμφυλίου σε μια χώρα που λίγα έχει στο κεφάλι της. Τα σχόλια στα social media δίνουν και παίρνουν.

Θεωρώ λοιπόν ότι δυο κουβέντες πάνω στο ζήτημα χωράνε. Υπάρχει αυτή τη στιγμή κανένας λόγος να ξεκινήσει μια δημόσια αντιπαράθεση δυο ελληνικών πόλεων για το ποια έχει την καλύτερη κουζίνα; Έχει λογική ένα άρθρο με τίτλο ‘’ Έχει η Θεσσαλονίκη καλύτερο φαΐ απ’ την Αθήνα; Ας γελάσω!’’.

Έχοντας γεννηθεί και ζήσει σχεδόν όλα μου τα χρόνια στη Θεσσαλονίκη, πλην 4 φοιτητικών στην Αθήνα έχω άποψη επί του θέματος. Πρέπει όμως πρώτα να διευκρινίσουμε τι εννοούμε καλό φαγητό. Αν εννοούμε το γκουρμέ φαγητό ναι: η Αθήνα έχει τα χρήματα, τα εστιατόρια και το life style να πληρώσει διάσημους σεφ και να συντηρήσει μαγαζιά που μπορούν να κερδίσουν αστέρια Michelin. Έχει και τα ΜΜΕ να πουλήσουν το μύθο και τον κόσμο κυρίως που μπορεί να πληρώσει ένα πιάτο που μπορεί να καταταγεί στη λίστα της πρωτοπορίας. Σε αυτό το επίπεδο νομίζω θα ήταν άδικο να τεθεί θέμα σύγκρισης. Ακόμα και για μένα που γράφω για εστιατόρια από το 1989 που είμαι στα περιοδικά και έχω δοκιμάσει εκατοντάδες κουζίνες κάθε είδους σε πολλά μέρη του κόσμου, από ξιπασμένα εστιατόρια του Τόκιο και της νέας Υόρκης έως τον Κοντοσώρο στο Ξινό Νερό, όταν πήγα στη Σπονδή και δοκίμασα ένα πιάτο με φύλλα χρυσού μου έκανε πολλή εντύπωση. Γιατί στη δική μου πόλη δεν έχουμε τέτοια πράγματα.

Όμως το θέμα των άρθρων αυτών δεν είναι το γκουρμέ φαγητό. Είναι συνήθως το καλό φαγητό. Το φαγητό που θα λειτουργήσει με έναν τρόπο μαγικό εντός σου, που θα σε κάνει να περάσεις καλά, να ευχαριστηθείς, να μην αηδιάσεις, βαρυστομαχιάσεις, να νοιώσεις ότι δεν έχασες το χρόνο και πιθανά το χρήμα σου. Οι συντάκτες των άρθρων αυτών μελετούν πάντα το αποτέλεσμα, τη συνάρτηση ποιότητας τιμής, το μεράκι και προτείνουν. Την εμπειρία δηλαδή που έζησαν. Δεν προτείνουν πάντα επιτυχημένα και συνήθως κάποιος τους πάει σε κάθε μαγαζί, συνήθως όμως προτείνουν σχετικά αντικειμενικά. Πέρσι φιλοξενούσαμε για ένα μήνα μια δημοσιογράφο από την Αμερική για τις ανάγκες ενός project μαζί με το σύζυγο της. Ένα βράδυ έφαγε στη νέα Φωλιά. Μου είπε ότι τέτοια εμπειρία φαγητού δεν μπορούσε να φανταστεί ότι υπάρχει. Το έγραψε και στην Boston Globe. Το ίδιο έγραψε και ο απεσταλμένος του περιοδικού της Lufthansa φέτος για το ίδιο εστιατόριο. Γιατί απλά αυτό που έζησαν στο ταβερνάκι της Κασσάνδρου δεν το έζησαν ποτέ αλλού.

Το τι είναι καλό φαγητό για τον καθένα είναι μια έννοια έτσι και αλλιώς υποκειμενική. Το να προσπαθεί κάνεις όμως με τους δικούς του όρους να δημιουργήσει ένα θέμα εκ του μη όντος νομίζω ότι είναι τουλάχιστον ατυχές και παρεξηγήσιμο.

Η Θεσσαλονίκη έχει παράδοση στο φαγητό γιατί αποτέλεσε πάντα μια μίξη πολιτισμών που συναντήθηκαν εδώ, ένα σταυροδρόμι. Η μητέρα μου ας πούμε μαγειρεύει εκπληκτικά γιατί έμαθε από γιαγιάδες, γειτόνισσες, γιατί όλη της τη ζωή σε μια πόλη με τόσες ανατολίτικες, βαλκανικές και ευρωπαϊκές επιρροές ενσωμάτωσε μοναδικά όσα είδε.

Τώρα λοιπόν που η πόλη ζει τη μεγαλύτερη κρίση της ιστορίας της, από το 1990 όταν άρχισε ο πόλεμος της Γιουγκοσλαβίας και έκλεισαν τα σύνορα, ήρθε η αποβιομηχάνιση και έφτασε η ανεργία στο 25% πολλά χρόνια πριν το 2010 που ξεκίνησε η κρίση για την υπόλοιπη Ελλάδα, το φαγητό υπήρξε μια διέξοδος. Εκατοντάδες, χιλιάδες, νέοι άνθρωποι ή και παλαιότεροι στράφηκαν προς τα εκεί. Άνοιξαν εστιατόρια, πειραματίστηκαν με παραδοσιακές γεύσεις, δοκίμασαν μίξεις με νέα προϊόντα, ταξίδεψαν έξω και έφεραν ιδέες και συνέχισαν μια παράδοση φαγητού που ακόμα και οι Αθηναίοι που έρχονται εδώ προσκυνούν. Σε σχέση δε ποιότητας τιμής που δεν χωρά καμία σύγκριση με την Αθήνα.

Το να ανοίγει κάνεις ένα ακόμα μέτωπο στα καλά καθούμενα βγάζοντας άσχετους όποιους παινεύουν μια ελληνική πόλη για μια αρετή της μοιάζει τουλάχιστον αφελές. Συντηρεί ένα γελοίο λεκτικό εμφύλιο που υποβόσκει δεκαετίες και που κάποτε για πλάκα έλεγε να βάλουμε σύνορα στη Λάρισα.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα