Parallax View

Η Ουκρανία που θυμάμαι

Σ’ ένα σπαραχτικό σκηνικό καταστροφής, βομβαρδίζεται το παρελθόν

Βάνα Χαραλαμπίδου
η-ουκρανία-που-θυμάμαι-929922
Βάνα Χαραλαμπίδου

Εικόνες: Fortepan

Σ’ αυτόν τον παράλογο πόλεμο της Ουκρανίας, χιλιάδες είναι οι άνθρωποι που συντρίβονται, αφανίζονται, εξαθλιώνονται, ματώνουν και σκοτώνονται, καταδιώκονται, τρυπώνουν στα λαγούμια και στα αθέατα υπογάστρια των πόλεων σαν αρουραίοι, λιμοκτονούν εγκλωβισμένοι, προβάλλουν μέσα από ερείπια που καπνίζουν, ανέστιοι καταφεύγουν στην προσφυγιά, χάνουν τα πάντα…

Τραγικά θύματα της δυτικής έπαρσης και υπεροψίας και ενός αδίστακτου και δεσποτικού καθεστώτος, που εισέβαλε στη χώρα τους. Και μαζί μ’ αυτούς, τους καταδικασμένους και αναλώσιμους, σ’ ένα σπαραχτικό σκηνικό καταστροφής.

 Bομβαρδίζεται το παρελθόν, σφυροκοπείται η πολυτάραχη ιστορία, πολιορκείται το πολιτισμικό περιβάλλον, καταρρέουν τα επιτεύγματα της ειρήνης, ισοπεδώνονται οι αναμνήσεις μας, τα απτά ίχνη της ομορφιάς που αντικρίσαμε, τα ψήγματα της αίγλης που αγγίξαμε, οι πολύτιμες εμπειρίες που βιώσαμε, οι εικόνες που μας μάγεψαν, οι διηγήσεις που μας συγκίνησαν…

ΟΔΗΣΣΟΣ

Χτισμένη ψηλά «στο φρύδι του βράχου» στην απότομη πλαγιά, με θέα στον απέραντο, σκοτεινιασμένο Πόντο, μια θάλασσα «δίχως ήλιο, δίχως νησιά, δίχως σημείο ορατό στον ορίζοντα», πάνω από τη μνημειακή της σκάλα με τα 196 διάσημα σκαλοπάτια, η Οδησσός αντικρίζει ακόμη την ίδια θάλασσα, αυτήν όπου άλλοτε έσχιζαν με τα πανιά ανοιχτά και περήφανα τα ποντοπόρα πλοία των Ελλήνων καραβοκύρηδων.

Είναι το σημαντικότερο λιμάνι της Μαύρης Θάλασσας. Η έξοδος της απέραντης στέπας της Ουκρανίας στην εχθρότητα του «Άξενου Πόντου» της ομηρικής εποχής. Χτισμένη στις χρυσοφόρες ακτές του «Εύξεινου Πόντου» των ιωνικών παράλιων αποικιών. Στο εύφορο «μαύρο χώμα» της «τσέρνο μόρε» του ρώσικου νότου. 

Στη μαυροθαλασσίτικη «γη της επαγγελίας», όπου κατέληγαν οι μεγάλοι θαλάσσιοι και χερσαίοι εμπορικοί δρόμοι. Η πόρτα εισόδου στη Ρωσία από το νότο. Η πόλη μουσείο και σκηνικό του 19ου αιώνα. Το κέντρο της «Μυστικής Εταιρείας του Νότου», που προετοίμασε το κίνημα των Δεκεμβριστών το 1825. Η πόλη – «πηγή πλούτου, χωνευτήρι ιδεών, χώρος έμπνευσης για συγγραφείς, ποιητές επαναστάτες και πατριώτες». Η αφετηρία των Ελλήνων βασιλιάδων του σιταριού, το πρώτο καταφύγιο των Φιλικών, το «Μαργαριτάρι της Μαύρης Θάλασσας», η Οδησσός των «φιλογενών» Ελλήνων, από τις πρωτοπόρες πόλεις της μεγάλης ρωσικής επανάστασης. Η πόλη του Ουκρανού Λέοντα Μπρονστάιν που θα γίνει πασίγνωστος με το όνομα Λέων Τρότσκι. Tο λιμάνι της ματωμένης εξέγερσης του 1905 και του θρυλικού θωρηκτού Ποτέμκιν. 

Η πόλη η γεμάτη από ξένους εξόριστους «με μυστικά σχέδια και όνειρα», Πολωνούς συνωμότες, Γάλλους μετανάστες που σχεδιάζουν εδώ την ανατροπή του Ναπολέοντα, Έλληνες «Φιλικούς», που εργάζονται για την πραγμάτωση της «Μεγάλης Ιδέας». Η πόλη που η ιστορία της χαρακτηρίζεται «ή τσιμπούσι ή λιμός», – αναρίθμητα τα θύματα του μεγάλου λιμού στον οποίο την καταδίκασε το 1933 ο Στάλιν. Η πόλη των εμιγκρέδων, των Ρώσων γραφειοκρατών, των Ουκρανών χωρικών εποίκων, των Γερμανών, Μολδαβών, Εβραίων και Ελβετών αποίκων, των Τατάρων μουλάδων της Κριμαίας, των Σέρβων και Αλβανών προσφύγων. 

Η εύθυμη, ελκυστική, πολυεθνική, κομψή, πλούσια, νεοκλασική, μπαρόκ κι εκλεπτυσμένη Odessa, διάσημη για τα ιαματικά της λουτρά, γεμάτη σαντέζες, κορίτσια του πληρωμένου έρωτα και μαυραγορίτες, κέντρο του παράνομου εμπορίου αρχαιοτήτων, βασίλειο της παρανομίας. Και μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης η πόλη – φάντασμα του παρελθόντος με τα υπαίθρια φτωχικά παζάρια, όπου ξεπουλήθηκε ό, τι θυμίζει την κόκκινη επανάσταση, με τους μουζικάντηδες κάθε ηλικίας να παίζουν ξεχασμένους σκοπούς στις γωνιές των δρόμων με αντάλλαγμα κουπόνια «που παριστάνουν τα χαρτονομίσματα». Η πόλη που στερήθηκε επί χρόνια τις πρώτες ύλες, την ενέργεια, τα καταναλωτικά αγαθά, το νερό, το φως, τη ζωή, πληρώνοντας την απόσχιση από την Ρωσία με σκληρό οικονομικό αποκλεισμό. 

Η έντρομη σήμερα πολιτεία, που ακούει τις βόμβες να πέφτουν στα περίχωρά της, βάλλεται ήδη από τη θάλασσα από ρωσικούς κανονιοβολισμούς και προετοιμάζεται γεμίζοντας σακιά με άμμο για την επικείμενη εισβολή ενός ακόμη πανίσχυρου και αποφασισμένου κατακτητή. Εκατό χιλιάδες κάτοικοί της την έχουν ήδη εγκαταλείψει. Την παλιά πόλη διασχίζουν μεγάλα δεντροφυτεμένα με αιωνόβιες καστανιές βουλεβάρτα. 

stighmiotipo-2022-03-14-70609-mm.png

Περίτεχνα κιγκλιδώματα από χυτοσίδηρο στολίζουν εξαιρετικής ομορφιάς οικοδομήματα με κεντημένες προσόψεις, εμβλήματα μαρτυρούν ένα λαμπρό παρελθόν, αρχαίοι θεοί συγκρατούν στους ώμους τους εξώστες και στολίζουν τα τοξωτά παράθυρα, αρχαιοελληνικά κιονόκρανα και παραστάδες σε στοές με γλυπτά ξαναζωντανεύουν την ελληνική μυθολογία, Τρίτωνες, Άτλαντες, Νύμφες, Σειρήνες μαγεμένες και ακοίμητες για δύο και πλέον αιώνες φυλάνε την ομορφιά της. Ξεπεσμένη αρχόντισσα, φθαρμένη από το χρόνο και τον «υπαρκτό σοσιαλισμό», βίωσε τη σκληρότητα της μετάβασης στον ιδιότυπο καπιταλισμό των «ανατολικών χωρών», των υπαίθριων παζαριών, της ρώσικης μαφίας, της πορνείας, της ανέχειας…

Ήταν 22 Αυγούστου του 1794 όταν στη θέση του άλλοτε ταταρικού παραθαλάσσιου οχυρού, που έφερε το όνομα Χατζημπέη, εγκαινιάστηκε με ειδικό διάταγμα της Αικατερίνης της Β΄, μια νέα πόλη – λιμάνι με το όνομα Οδησσός. Το 1795 οι Έλληνες αποτελούν το 10% του πληθυσμού της Οδησσού, σε σύνολο 2.349 κατοίκων. Ο πληθυσμός αυξάνει ραγδαία καθώς η μεγάλη ζήτηση εργατών και η αλματώδης ανάπτυξη του εμπορίου προσελκύουν πολλούς μετανάστες` στα 1814 την κατοικούν 25.000 άνθρωποι. Οι Έλληνες διαπρέπουν στο εμπόριο, διακινώντας τεράστιες ποσότητες των σιτηρών της Ουκρανίας και άλλα εμπορεύματα από το λιμάνι της.

Η Οδησσός μεταβάλλεται σε εργοτάξιο «υλικής και πνευματικής αναδημιουργίας» στα χρόνια της δημαρχίας του πρώτου της δημάρχου, του Γρηγορίου Γρ. Μαρασλή από το 1878 μέχρι το 1895. Τότε χτίζονται πολλά από τα δημόσια κτίρια, που αποτέλεσαν επί χρόνια τα κυριότερα αξιοθέατα της: Δημοτική Βιβλιοθήκη, Μουσείο, Θέατρο, Αίθουσα Συναυλιών, Αγορά,  Ταχυδρομείο, υδραγωγείο, «μικροβιολογείο», τεχνουργείο, Αγροκήπιο, Δημοτικό Πάρκο, εκπαιδευτήρια, αναγνωστήρια, πτωχοκομείο, γηροκομείο, φυλακές, άσυλο, εστιατόρια ορφανών και απόρων, βρεφοκομείο, «γηροκομείο των εις πενίαν περιπεσόντων πλουσίων», εκδοτικός οίκος, που εκδίδει στα ελληνικά πολλά πολύτομα έργα, μεγάλα λιμενικά έργα` λειτούργησαν οι Δημοτικοί Τροχιόδρομοι, επετεύχθη ο ηλεκτροφωτισμός της πόλης. Ο Μαρασλής, ισόβιος πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας και εθνικός ευεργέτης μετατρέπει την Οδησσό σε μια από τις κυριότερες πόλεις της Ρωσίας και ολόκληρης της Ευρώπης.

Είναι η πόλη του έπαρχου και κατόπιν γενικού διοικητή της Νέας Ρωσίας δούκα του Ρισελιέ, που ονειρεύτηκε να δημιουργήσει μια πολιτεία, όπου θα μπορούσαν να ευημερήσουν «οι κατατρεγμένοι και οι φιλόδοξοι απ’ όλες τις χώρες». Δημιούργησε το θέατρό της, αυτό το αρχιτεκτονικό κόσμημα και το λύκειο Ρισελιέ, πυρήνα του μελλοντικού πανεπιστήμιου` ίσως γι αυτό το άγαλμά του υψώνεται πάνω από τις περίφημες σκάλες της Οδησσού. Είναι η πόλη της «νότιας» εξορίας, όπου κατέφυγε το 1823, καταδιωγμένος από την Αγία Πετρούπολη, σε ηλικία μόλις 21 ετών, ο ποιητής Αλεξάντερ Πούσκιν, ο «αντιφρονών συγγραφέας», που δεν έπαψαν να τον υποπτεύονται για «αντικρατικές δραστηριότητες», για να συνθέσει – ερωτευμένος στην Οδησσό – «στο σκοτεινό διαμέρισμά του πίσω από την παραλιακή λεωφόρο» τον «Ευγένιο Ονέγκιν», το αθάνατο αριστούργημά του. Εδώ αρχίζει ο Νικολάι Γκόγκολ να γράφει τις «Νεκρές ψυχές», αν και η ιστορία της Ουκρανίας και η ομορφιά της ουκρανικής φύσης, «ο χρυσοπράσινος ωκεανός σε μια πλημμύρα από λογής αποχρώσεις», τον είχε συγκινήσει από παλιά, όταν έγραφε το διάσημο έργο του «Τάρας Μπούλμπα». Εδώ γεννιέται στα 1894 ο «κόκκινος» συγγραφέας Ισαάκ Μπάμπελ, φίλος του Γκόργκι, που συνελήφθη ως κατάσκοπος και εκτελέστηκε από τον Στάλιν, αφού ύμνησε τους αγώνες της πατρίδας του για ανεξαρτησία, αλλά κι το άρωμα της γενέτειρας του. Εδώ, το 1896, ο Μάξιμ Γκόργκι δουλεύει ως λιμενεργάτης στο λιμάνι της κι εμπνέεται μερικά από τα διηγήματά του. 

 Αλλά και ο ραγιονισμός του Μιχαέλ Λαριόνοφ και της Ναταλία Γκοντσαρόβα, από τις ηγετικές μορφές της ρώσικης αβάν γκαρντ, από εδώ ξεκινούν. Τα σκαλοπάτια της ενέπνευσαν στον μέγιστο της έβδομης τέχνης Σεργκέι Μ. Αϊζενστάιν την αριστοτεχνική σκηνή της αιματοχυσίας των πολιτών και της ανελέητης καταστολής της εξέγερσης από τους στρατιώτες του τσάρου, κατά την πρώτη αποτυχημένη απόπειρα εναντίον του τσαρικού καθεστώτος, το 1905, μετά την εξέγερση του πληρώματος στο Θωρηκτό Ποτέμκιν. Στη μυθολογία της πόλης συναντούμε εδώ τον μέγιστο Βασίλι Καντίσκι, που περνά τα παιδικά κι εφηβικά του χρόνια, τον Τζουζέπε Γκαριμπάλντι, ηγέτη των «Δεκεμβριστών», που εγκαινιάζουν την επαναστατική παράδοση της Οδησσού, τον Παύλο Μελά που περνά παιδικά καλοκαίρια στο οικογενειακό κτήμα, τον αρχιμανδρίτη Άνθιμο Γαζή που φτάνει για να συναντηθεί με τον Σκουφά, τον Ντμίτρι Ουλιάνοφ, αδελφό του Β. Ι. Λένιν και γιατρό, που εργάζεται για τη διάδοση των ιδεών της επανάστασης, τον συλλέκτη Γιώργη Κωστάκη στον οποίο οφείλεται η περίφημη συλλογή έργων τέχνης της ρώσικης πρωτοπορίας, τον Καποδίστρια, την Καλλιρρόη Παρέν, που δίδαξε στο Ροδοκανάκειο Παρθεναγωγείο, τον Νικολάι Ρίμσκι – Κόρσακοφ, τον Πιοτρ Τσαϊκόφσκι, τον Άντον Ρουμπιστάιν, που διευθύνουν μεταξύ άλλων την ορχήστρα στο θέατρο της Όπερας, όπου το κοινό είχε την ευκαιρία να χειροκροτήσει την μοναδική χορεύτρια Άννα Πάβλοβα, αλλά και τους πρωταγωνιστές Σάρα Μπερνάρ, Ελεονόρα Ντούζε και τους Φιοντόρ Σαλιάπιν και Ενρίκο Καρούζο, τον διάσημο βιολιστή Ντέηβιντ Όιστραχ, την μεγάλη ελληνίδα ηθοποιό Κυβέλη, όπως και τον Αττίκ, που εμφανίζεται εδώ στα 1920 περιοδεύοντας στη Ρωσία της επανάστασης. Από τους Έλληνες λόγιους, ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, σπουδάζει στο αυτοκρατορικό λύκειο Ρισελιέ, ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, συμμετέχει σε ερασιτεχνικές θεατρικές παραστάσεις` και κοντά σ’ αυτούς ο Κυριάκος Κωστάντης, καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών και πρώτος διευθυντής της Πινακοθήκης.

pexels-victoria-emerson-6038050.jpg

  Δεν είναι τυχαίο που οι ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας, ο «πεπυρωμένος» Νικόλαος Σκουφάς, ο Ιωαννίτης Αθανάσιος Τσακάλωφ και ο Εμμανουήλ Ξάνθος από την Πάτμο συγκρότησαν τον Σεπτέμβριο του 1814 τη μυστική επαναστατική τους οργάνωση εδώ. Το σπίτι του Μαρασλή, στην οδό Κράσνι 16, γίνεται το πρώτο καταφύγιο των Φιλικών στην Οδησσό. Από το 1994 το σπίτι αυτό μαζί με τα γειτονικά του, με πρωτοβουλία του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού ανακαινίστηκε και μετατράπηκε σε επιστημονική Βιβλιοθήκη με 15.000 τόμους και Μουσείο της Φιλικής Εταιρείας.

Ένα από τα σημαντικότερα μουσεία της πρώην ΕΣΣΔ, το Αρχαιολογικό Μουσείο της Οδησσού, αριθμεί ήδη σχεδόν διακόσια χρόνια λειτουργίας. Χαρακτηρίζεται από το πλήθος των ευρημάτων του ελληνικού πολιτισμού, που μαρτυρούν τους από αρχαιοτάτων χρόνων στενούς δεσμούς της μητροπολιτικής Ελλάδας με τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας.

Ύστερα από αιώνες τσαρικής απολυταρχίας και προκλητικής χλιδής μιας ολιγάριθμης «αριστοκρατίας», με στυγνή λογοκρισία, φυλακίσεις κι εξορίες, ύστερα από διεθνείς ανακατατάξεις και μία πολυετή σοβιετική κυριαρχία με μία εξίσου απεχθή νομενκλατούρα, με εκατομμύρια πολίτες εκτοπισμένους στα γκούλαγκ, εξοντωμένους με κάθε μέσο, φιμωμένους απόλυτα, ύστερα από τιτάνιους εθνικούς αγώνες ενάντια στους εξωτερικούς εχθρούς, από τις στρατιές του Ναπολέοντα μέχρι τα τεθωρακισμένα του Χίτλερ, ο λαός που γέννησε αναρίθμητους καλλιτέχνες, λογοτέχνες, διανοούμενους κι επιστήμονες, παραδόθηκε στην «ελεύθερη οικονομία» της «μαύρης αγοράς», υποχρεώθηκε σε μισθούς πείνας, εξαναγκάστηκε σε νέες στερήσεις, κατέφυγε στην επαιτεία και την πορνεία, για να καταλήξει -πριν προλάβει να χαρεί συνθήκες ειρήνης, ανασυγκρότησης και ανάπτυξης-, στην απειλή ενός νέου πολέμου, στον αποκλεισμό και τον τρόμο.

Στη Μαριούπολη της Αζοφικής Θάλασσας

Στη ρηχή θάλασσα του Αζόφ, τη Μαιώτιδα λίμνη των αρχαίων, στις ακτές της ανεξάρτητης – μέχρι την πρόσφατη ρωσική εισβολή – και δημοκρατικής εδώ και 31 χρόνια Ουκρανίας, στις βόρειες ακτές της Μαύρης Θάλασσας ή της Τσέρνιο Μάρε του ρώσικου νότου, βρίσκεται η Μαριούπολη, η αλλιώς η Μαριανόπολη της Αικατερίνης της Μεγάλης, τσαρίνας πασών των Ρωσιών.

Έχουν περάσει 243 χρόνια από την εποχή που οι Χερσωνίτες Έλληνες, (απόγονοι των Δωριέων που ίδρυσαν την πόλη Χερσόνησο το 422 π. Χ.) διωγμένοι από τις πανάρχαιες κοιτίδες τους της χώρας των Ταύρων στην Κριμαία, σκορπίστηκαν στα σαράντα ελληνικά και ταταρικά χωριά της περιοχής. Το Τσερντακλί, το Σαρτανά, το Μικρό και Μεγάλο Γιαννισόλ, το Ουρζούφ, το Στάρι Κριμ (ή Παλιά Κριμαία), το Κερμιντσίκ, συνολικά 24 χωριά, διατήρησαν ακόμη από τότε μέχρι σήμερα στοιχεία της ελληνικότητάς τους.

Ήταν 21 Μαίου του έτους 1779, όταν η Τσαρίνα Αικατερίνη η Μεγάλη «Ιμπεράτωρ και Αυτοκράτωρ πασών των Ρωσιών», και άλλων ηγεμονιών, η «εκ διαδόχων Κυρία και Δέσποινά» τους, υπέγραψε το διάταγμα που όριζε ότι «οι πόλεις Αικατερινοσλάβια και Μαριανόπολη της Αζωβίου θαλάσσης» θα είναι εκείνες που θα κατοικηθούν από τους «από Κριμαίας» αποίκους. Το διάταγμα για «όλους τους εν Κριμαία χριστιανούς» περιγράφει λεπτομερώς όλα τα προνόμια που παραχωρούνται δια αυτού στους Έλληνες από την αυτοκρατορική καθέδρα της «Αγιοπετρουπόλεως». Μπορούν να απολαμβάνουν λοιπόν, εκτός από θρησκευτική ελευθερία και «πνευματική διοίκηση από τον πανιερότατο μητροπολίτη Ιγνάτιο», «ελεύθερη εμπορία εκτός και εντός της επικράτειας, να κατασκευάζουν εμπορικά πλοία και μηχανουργεία, να ανοικοδομούν αναγκαία και ωφέλιμα για τα εμπορικά συμφέροντα οικοδομήματα, να εμφυτεύουν αμπελώνες για να πουλούν μετά οίνους…επεκτεινόμενοι οιανδήποτε εμπορία κατά δύναμη και έφεση…». Πώς να μη διαπρέψει το ελληνικό εμπορικό δαιμόνιο και πώς να μη επιβληθεί το ελληνικό στοιχείο;

stighmiotipo-2022-03-14-70737-mm.png

 Στα τέλη του 19ου αιώνα η Μαριούπολη είχε εξελιχθεί σε ένα μεγάλο βιομηχανικό κέντρο της Ουκρανίας με μεταλλουργικά εργοστάσια που συμπλήρωναν έναν αιώνα ζωής. Μέχρι σήμερα διατηρούσε έναν πληθυσμό 500.000 κατοίκων από τους οποίους οι 120.000 καταγράφονται ως ελληνικής καταγωγής. Ένας άλλος, άγνωστος αριθμός ατόμων αφορά τους ελληνικής καταγωγής που ενσωματώθηκαν στον ταταρικό πληθυσμό της πόλης.

Έντεκα χιλιάδες κατοίκους έχει – είχε – το χωριό Σαρτανά, σε απόσταση είκοσι χιλιομέτρων. Απ’ αυτούς οκτώ χιλιάδες τουλάχιστον αισθάνονται και δηλώνουν ελληνικής καταγωγής. Μιλούν το χαρακτηριστικό μαριουπολίτικο ιδίωμα, που διασώζει ελληνικές λέξεις. Τα σπίτια τους, όλα ανεξαιρέτως, – αυτά που πλέον ισοπεδώθηκαν από βάρβαρα πυρά -, είναι βαμμένα στα λευκά και γαλάζια για να τιμηθεί η ελληνική σημαία. Παράθυρα και παντζούρια, πόρτες και κάγκελα, εξώστες και τοίχοι, βαμμένα σε άσπρο και γαλανό σε όλους τους τόνους, δηλώνουν την ανάγκη τους να διατηρήσουν ζωντανό το νήμα που τους συνδέει με τον ελλαδικό μητρικό κορμό! Προσπαθούν, παρά τις μεγάλες δυσκολίες, να μαθαίνουν στις νεώτερες γενιές την ελληνική γλώσσα, να τους βοηθούν να μην απαρνιούνται την ελληνική τους ταυτότητα, να διατηρήσουν τη συνείδηση της ελληνικής τους καταγωγής, διδάσκοντάς τους ακόμη και παραδοσιακούς ελληνικούς χορούς και τραγούδια, όπως «Μακεδονία ξακουστή». Έξω από τα δημόσια κτίρια του χωριού οι επιγραφές είναι πάντα δίγλωσσες – και στα ελληνικά: «Το μέγαρο του πολιτισμού του Σαρτανά» είναι μόνο ένα παράδειγμα. Και φυσικά δηλώνουν γνήσιοι Έλληνες, απόγονοι των Βυζαντινών, και όχι Ρώσοι, ούτε Ουκρανοί, αλλά «Ρωμαίοι»!

Το χωριό Στάρι Κριμ (παλιά Κριμαία) πρωτοχτίστηκε στα 1779. Κατοικείται από πληθυσμούς ελληνικής καταγωγής, στην πλειοψηφία τους ταταρόφωνους. Έγραψε ιστορία η ψυχή της αναγεννητικής προσπάθειας του ελληνικού στοιχείου η δασκάλα και διευθύντρια του τοπικού σχολείου, η κ. Αλεξάντρα Προτσένκο, που ήταν περήφανη για τα περίφημα ελληνικά που μιλούν οι μικροί μαθητές της του δημοτικού σχολείου, παρουσιάζοντας και θεατρική παράσταση στην μητρική τους γλώσσα.

Η ίδια η πόλη της Μαριούπολης, που είναι και το μεγαλύτερο λιμάνι της Αζοφικής θάλασσας και ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα του ελληνισμού στον κόσμο, μετά τη Μελβούρνη, το Σικάγο, τη Νέα Υόρκη και τη Βοστώνη, ζει ακόμη στους ρυθμούς της δεκαετίας του 1950. Οι Ουκρανοί δεν έδειξαν την ίδια σπουδή με τους Ρώσους στην αποκαθήλωση των ανδριάντων του Λένιν από τους κεντρικούς δρόμους και τις πλατείες της πόλης. Ο ολόσωμος Λένιν, που εποπτεύει την κεντρική και ομώνυμη λεωφόρο της πόλης μέσα σε κεντρικό πάρκο, δεν εμποδίζει τις…αγροτικές καλλιέργειες που επιχειρούν Μαριουπολίτες κυριολεκτικά κάτω από τα πόδια του.

Δεν είναι τυχαίο ότι στη Μαριούπολη υφίσταται μέχρι σήμερα και η «οδός των Ελλήνων», ένας μικρός δεντροφυτεμένος, μάλλον απόκεντρος δρόμος, σκοτεινιασμένος μόλις σουρουπώνει και χωρίς ιδιαίτερη κίνηση τις υπόλοιπες ώρες της μέρας, σ’ ένα χαρακτηριστικό συμβολισμό της μοίρας των τελευταίων μαριουπολιτών Ελλήνων…

Πριν από την ολοκληρωτική καταστροφή της πόλης τους από τους ρώσικους βομβαρδισμούς και τις συγκλονιστικές συνθήκες φρίκης, που ακόμη βιώνουν αποκλεισμένοι, οι Μαριουπολίτες, παράλληλα με τις προσπάθειες που επιχειρούσαν σε συνεργασία με τη μητροπολιτική Ελλάδα για τη διάσωση της μαριουπολίτικης διαλέκτου, ετοίμαζαν λεξικό, που θα συμπεριλάβει τα ιδιώματα της ιδιότυπης γλώσσας τους.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα