Ingmar Bergman & Michelangelo Antonioni: 15 χρόνια από τον θάνατο δύο σπουδαίων σκηνοθετών
Δύο ιδιαίτεροι σκηνοθέτες, δύο απολύτως διαφορετικοί χαρακτήρες
15 χρόνια πριν, στις 30 Ιουλίου του 2007, χάθηκαν όχι ένας, αλλά δύο από τους πιο εμβληματικούς σκηνοθέτες στην ιστορία του κινηματογράφου.
Ο Ingmar Bergman και ο Michelangelo Antonioni ήταν και είναι δύο από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες του κινηματογράφου, χαρίζοντας μας σχεδόν μισή εκατονταετία αξιοσημείωτων ταινιών, με την σκηνοθετική τους σταδιοδρομία να ξεκινά από τα μέσα του 20ου αιώνα έως και τις αρχές του 21ου.
Ο Bergman και ο Antonioni, επαινούνται, μεταξύ άλλων δημιουργών της ίδιας εποχής, για την συμβολή του στον καλλιτεχνικό κινηματογράφο, τον οποίο έχουν καθορίσει. Το έργο τους έχει σημαδέψει σε τέτοιο βαθμό την βιομηχανία, που δεν είναι διόλου περίεργο το γεγονός πως τα ονόματα τους έχουν ενταχθεί σε δεκάδες καταλόγους με τους σημαντικότερους σκηνοθέτες της ιστορίας. Ωστόσο, οι ομοιότητες τους σταματούν εκεί, καθώς ο χαρακτήρας των έργων τους είναι τόσο ξεχωριστός με τον καθένα να προσφέρει και κάτι διαφορετικό στο κοινό.
Ο Bergman γεννηθείς το 1918, είναι ο σημαντικότερος Σουηδός σκηνοθέτης, στιγματίζοντας σε τέτοιο βαθμό τον κινηματογράφο, με την λέξη «Bergmanesque» να έχει αφιερωθεί σε ολόκληρο το έργο του. Αν και τον γνωρίζουμε περισσότερο από τον κινηματογράφο, ο Bergman άρχισε και ολοκλήρωσε την καριέρα του στο θέατρο. Τα πρώτα χρόνια εργαζόταν σε σημαντικά θέατρα της Σουηδίας, ανεβάζοντας τόσο προϋπάρχοντα, όσο και δικά του έργα. Από το 1944 ήρθε σε επαφή με τον κινηματογράφο για περίπου 40 χρόνια, μέχρι που το 1984 αποσύρθηκε, αλλά συνέχισε να σκηνοθετεί ταινίες στην τηλεόραση και θεατρικά έργα. Συνολικά, έχει σκηνοθετήσει περίπου 70 ταινίες και πάνω από 100 θεατρικά έργα.
Ο Bergman συνεργάστηκε με δεκάδες ηθοποιούς, ορισμένους από τους οποίους προσέλαβε για πάνω από μία ταινία. Η Liv Ullmann ήταν η ηθοποιός που συμμετείχε στις περισσότερες ταινίες του και αποτέλεσε μία από τις μεγαλύτερες “μούσες” του. Ο σκηνοθέτης απασχολήθηκε με συγκεκριμένα θέματα που κάνουν την εμφάνιση τους άμεσα ή έμμεσα στα έργα του. Μερικά από αυτά ήταν το νόημα της θνητότητας, η απιστία, η σεξουαλική επιθυμία, η βασανισμένη οικογενειακή δυναμική και η πίστη, παρόλο που ο ίδιος δήλωνε αγνωστικιστής. Γενικά, η απαισιοδοξία κυριαρχούσε, με το στυλ να είναι ιδιαίτερα μελαγχολικό. Το 1966 παράγει το Persona, μία ταινία η οποία, όπως υποστήριξε αργότερα, αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα δημιουργήματά του και παρά το έντονα πειραματικό της ύφος, εγκωμιάστηκε εξίσου από το κοινό.
Ο Bergman ήταν πειραματιστής. Ο κινηματογράφος του ήταν πλημμυρισμένος με συμβολισμούς, με το περιβάλλον να παίζει σημαντικό ρόλο, καθώς χρησιμοποιούνταν ως μία μεταφορά των ανθρώπινων συναισθημάτων. Το Fårö αποτέλεσε τεράστια έμπνευση του, όχι μόνο ως τοποθεσία γυρισμάτων των ταινιών του, αλλά και ως σπίτι του, στο οποίο έζησε έως τον θάνατό του. Ως επί το πλείστον, τα θέματα του δεν απομακρύνονταν πολύ από την προσωπική του ζωή, χαρακτηρίζοντάς τα αυτοβιογραφικά. Ο ίδιος, συχνά, αναφερόταν στη σημασία της παιδικής του ηλικίας και το πως αυτή σημάδεψε τα επαγγελματικά του χρόνια.
Η καριέρα του Antonioni είναι σχετικά μικρότερη, με λιγότερες ταινίες στο βιογραφικό του σε σχέση με τον Bergman, αλλά αυτό δεν τον καθιστά λιγότερο σπουδαίο. Ο Ιταλός σκηνοθέτης, που έζησε μέχρι τα 94 του χρόνια, έκανε τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα κατά το κίνημα του ιταλικού νεορεαλισμού, αποτελώντας μία από τις κύριες προσωπικότητές του, δίπλα από άλλα επίσης σημαντικά ονόματα. Ωστόσο, γρήγορα άλλαξε τον τρόπο αφήγησής του, δημιουργώντας ένα ξεχωριστό ύφος. Επινόησε χαρακτήρες απόμακρους, ακοινώνητους, απελπισμένους, θαμμένους στην ανία και την ανικανοποίητη σεξουαλική ζωή. Τομή στην καριέρα του αποτέλεσε η ταινία L’avventura, η οποία παρά την αποθαρρυντική της πρεμιέρα στις Κάννες το 1960, έπειτα από μία δεύτερη προβολή, όχι μόνο άλλαξε την αντίληψη πολλών, αλλά έλαβε, μάλιστα, το Ειδικό Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής και κατέστη ορόσημο του ευρωπαϊκού κινηματογράφου.
Όπως ο Bergman, έτσι και ο Antonioni βρήκε την δική του μούσα, που θα τον συνόδευε στη υπόλοιπη επαγγελματική του πορεία. Η γυναίκα αυτήν ήταν η Monica Vitti με την οποία συνεργάστηκε για πρώτη φορά στο L’avventura. Η συγκεκριμένη ταινία μαζί με το La Notte (1961) και το L’Eclisse (1962) που ακολούθησαν, ερμηνεύονται από πολλούς ως μία τριλογία, λόγω της κοινής θεματικής, του στυλ, του κοινωνικού παρασκηνίου και των χαρακτήρων, καθώς σε όλες εμφανίζεται η Vitty. Οι τρεις αυτές ταινίες ήταν που εξύψωσαν το όνομα του σκηνοθέτη και τον γνωστοποίησαν σε παγκόσμια κλίμακα.
Λίγα χρόνια αργότερα, κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1960, με την επιτυχία του να πληθαίνει, ο Antonioni κάνει ένα άλμα στον αγγλικό κινηματογράφο με την ταινία Blow-Up (1966), μία από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες του. Παρόλο που μετακινήθηκε σε πιο «mainstream» εδάφη, το υψηλά καλλιτεχνικό του στυλ δεν έπαψε να κυριαρχεί. Ο σκηνοθέτης έδειχνε όλο και περισσότερο ενδιαφέρον για τα πολιτικά θέματα με ρητά πολιτικές δηλώσεις στις ταινίες του. Όπως έχει δηλώσει, μπορεί να έκανε πολιτικές ταινίες αλλά δεν τις έκανε για την πολιτική. Είναι πολιτικά κατασκευασμένες ως προς την προσέγγισή τους και το πως επιδρούν στους ανθρώπους.
Μπορεί να πέρασαν χρόνια από τη μέρα που οι δύο σκηνοθέτες έφυγαν από αυτόν τον κόσμο, μα το έργο τους παραμένει στην αιωνιότητα.