Ἆσμα Ἀσμάτων
Μια αφιέρωση για την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου.
Λέξεις: Παναγιώτης Καμπάνης, Δρ. Αρχαιολόγος-Ιστορικός, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού
Μεταδιδακτορικός ερευνητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Στη Βούλα
Πριν απ’ τα μάτια μου ήσουν φως Πριν απ’ τον Έρωτα έρωτας Κι όταν σε πήρε το φιλί Γυναίκα.
(Ο. Ελύτης, Προσανατολισμοί)
Το Ἆσμα Ἀσμάτων είναι ένα λυρικό τραγούδι με διαλογική μορφή και ερωτικό περιεχόμενο, με πλούσιες εικόνες, μεγαλειώδη νοήματα, βάθος αισθήματος και ευγένεια έκφρασης, που κατέχει ιδιάζουσα θέση στην παγκόσμια λυρική ποίηση. Ο τίτλος του ήταν Σίρχασσιρείμ, που οι Εβδομήκοντα το μετάφρασαν σε «Άσμα Ασμάτων». Θέμα του έχει την μετ’εμποδίων αγάπη δύο προσώπων που καταλήγει στην τέλεια ένωση.
Η λογική σύνδεση και κατά συνέπεια η διάκριση των μερών του ποιήματος δεν είναι στις περισσότερες περιπτώσεις σαφής. Ορισμένοι μελετητές, προσπαθώντας να ερμηνεύσουν αυτήν ακριβώς τη χαλαρή σύνδεση του Άσματος, διατύπωσαν την υπόθεση ότι στην πραγματικότητα πρόκειται για ανθολογία ερωτικών ή γαμήλιων ασμάτων χωρίς ιδιαίτερη συνοχή μεταξύ τους. Όσοι αντίθετα υπερασπίζονται την ενότητα του ποιήματος επισημαίνουν την παρουσία των ίδιων προσώπων από αρχής μέχρι τέλους του έργου, καθώς επίσης την ομοιότητα του ύφους και των εικόνων. Σε κάθε περίπτωση, είτε πρόκειται για ενιαίο ποίημα είτε για επιμέρους άσματα, οι επαναλήψεις και οι παραλλαγές πάνω σε συγκεκριμένα ερωτικά θέματα συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι το έργο παραδόθηκε προφορικά (πιθανώς απαγγελλόταν σε γαμήλιες τελετές), έως ότου κατεγράφη και απέκτησε την τελική του μορφή κατά πάσα πιθανότητα μεταξύ 450-400 π.Χ. Αν και το περιεχόμενο του Άσματος είναι αναμφισβήτητα ερωτικό, ενσωματώθηκε στον εβραϊκό και στον χριστιανικό κανόνα, επειδή ερμηνεύτηκε αλληγορικά: οι Εβραίοι είδαν στο Άσμα μια παράσταση της σχέσης του Γιαχβέ, δηλαδή του Θεού, προς τον περιούσιο λαό του Ισραήλ, ενώ οι χριστιανοί τη σχέση του Χριστού προς την Εκκλησία. Φυσικά και προκαλεί έκπληξη στον αναγνώστη ότι το “Άσμα Ασμάτων”, ένα βαθύτατα ερωτικό έργο βρίσκεται στις σελίδες της Αγίας Γραφής. Παρ’ όλα αυτά ο έρωτας, όπως και όλα τα αγνά συναισθήματα που συνδέουν τους ανθρώπους μεταξύ τους, συνιστούν δώρα του Θεού και από την άποψη αυτή η εξύμνησή τους δεν θα μπορούσε να απουσιάζει από τη Βίβλο. Από την άλλη μεριά η συζυγική αγάπη ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα απεικονίζει στα βιβλικά κείμενα τη σχέση Θεού-Ισραήλ (Ως. κεφ. 1-3, Ιερ. 2-2, Ιεζ. Κεφ. 16) και Χριστού-Εκκλησίας (Εφ. 5,25. 31-32). Έτσι, το περιεχόμενο του βιβλίου κατανοήθηκε τόσο από τους Ιουδαίους όσο και από τους χριστιανούς ως αλληγορική έκφραση των σχέσεων αυτών.
Το ποίημα έχει δομή δράματος και αποτελείται από δύο μέρη. Στο πρώτο περιγράφεται η βαθμιαία γέννηση της αγάπης και στο δεύτερο παριστάνεται η ωρίμανση και η τελείωση αυτής. Ειδικότερα περιγράφει τον πόθο δύο αποχωρισμένων εραστών και την επανένωσή τους παρά τα εμπόδια που παρεμβάλλονται. Τα πρόσωπα που λαμβάνουν το λόγο είναι η Νύφη, η Σουλαμίτις, βοσκοπούλα που αγαπά τρυφερά έναν βοσκό, ο Άντρας, ο βοσκός που είναι το αντικείμενο του πόθου της βοσκοπούλας, η οποία φαντάζεται -“…εγώ κοιμόμουν, μα ξαγρύπνα μου η καρδιά…”- τη δική του εικόνα νυχθημερόν και τον αναζητά στα βουνά και στους κάμπους -“…λαχτάρησα ν’ ακούσω τη λαλιά του. Τον αναζήτησα και δεν τον βρήκα”. Αυτός είναι ο αγαπητός των αγαπητών, αυτός που “αναταράχτηκαν” τα σπλάχνα μου γι’ αυτόν” και ένας Χορός γυναικών.
Η ποιητική πνοή και η συναισθηματική σύγκρουση είναι ευδιάκριτη στα πρόσωπα που πλέκονται στους στίχους. Σε όλο το κείμενο υμνούνται η σωματική ομορφιά και η έλξη που έχουν οι αγαπημένοι μεταξύ τους. Περιγράφεται έντονα η λαχτάρα και ο θαυμασμός της νύφης για τον αγαπημένο της, όπως και το καμάρι του νέου για την κοπέλα που αγάπησε. Μέσα στους στίχους εύκολα διακρίνεται η ερωτική επιθυμία, η παρατήρηση των φυσικών θέλγητρων του αγαπημένου προσώπου και η τρυφερότητα μεταξύ του ζευγαριού.
Από τότε που το κείμενο, για πρώτη φορά, μεταφράστηκε στα ελληνικά από τους Εβδομήκοντα Γραμματικούς της Αλεξάνδρειας (τους Ο΄), μέχρι σήμερα, έχουν καταπιαστεί μ’ αυτό αρκετές δεκάδες από κριτικούς, ερμηνευτές, ερευνητές κειμένων, σχολιαστές και λογοτέχνες. Το ποίημα είχε βρει επιφανείς ερμηνευτές στο παρελθόν όπως o Ωριγένης, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Γρηγόριος ο Νύσσης και ο Μιχαήλ o Ψελλός. Ο Γιώργος Σεφέρης μετέφρασε το «Άσμα Ασμάτων» το 1965, σε μια σπουδαία έκδοση 465 αντιτύπων σε χαρακτικά του A. Tάσσου και είναι χαρακτηριστικό ότι χρησιμοποιεί τον όρο «μεταγραφή» και όχι μετάφραση -τη θεωρεί περισσότερο ικανοποιητική για τον μεταγλωτισμό των αρχαίων κειμένων.
Παρόλο που το σκηνικό είναι έντονα ανατολίτικο και χαρακτηριστικό συγκεκριμένης εποχής, το ποίημα περιγράφει με ρεαλισμό και ξεχωριστή ζωντάνια το συναισθηματικό πλούτο που είναι κοινός σ’ όλους τους αγαπημένους ανεξάρτητα από τόπο και χρόνο.
Αν και η μεταγραφή του Γ. Σεφέρη θεωρείται ως η καλύτερη, η έκταση όλου του ποιήματος την κάνει απαγορευτική για την παρουσίαση της σε ένα άρθρο με περιορισμένο αριθμό λέξεων και σελίδων. Το ποίημα που ακολουθεί είναι η μεταγραφή του Λευτέρη Παπαδόπουλου, την οποία ερμήνευσε με μοναδικό τρόπο η Ειρήνη Παπά σε μουσική του Βαγγέλη Παπαθανασίου.
Ἆσμα Ἀσμάτων
Όμορφη, όμορφη, όμορφη που ‘σαι αγάπη μου. Τι όμορφη που είσαι. Γλυκιά σαν του περιστεριού και τρυφερή η ματιά σου.
Καμιά από τις όμορφες δεν παραβγαίνει εμπρός σου. Εσύ “σαι κρινολούλουδο κι’ εκείνες είναι αγκάθια.
Ίδια με κόκκινη κλειστή τα κόκκινα σου χείλη. Σα ρόδι που το κόψανε στη μέση μού φαντάζει
πίσω από το πέπλο σου το ροδομάγουλο σου.
Τα δυο σου στήθια μοιάζουνε δίδυμα ζαρκαδάκια
που να βοσκήσουν βγήκανε μες στα ανθισμένα κρίνα. Φίλα με, φίλα με, μ’ όλα τα φιλιά που έχεις μες στο στόμα, μέθα με στης αγκάλης σου το πιο γλυκό κρασί, και το όνομα σου άρωμα, μύρο χυμένο κάτω.
Όλων των μύρων τ’ άρωμα και η ευωδιά είσαι εσύ. Ναι, πιο πολύ κι’ από το κρασί μεθώ όταν μ’ αγγίζεις. Να σ’ αγαπάνε, άντρα μου, αυτό μονάχα αξίζεις.
Όμορφη, αψεγάδιαστη είσαι αγαπημένη. Αχ, μου “χεις κλέψει την καρδιά μου, αγάπη μου, αδελφή μου, μ’ ένα σου βλέμμα μοναχά, μια χάντρα στο λαιμό σου. Μέλι κερήθρας στάζουνε τα δυο γλυκά σου χείλη,
μέλι και γάλα αργοκυλούν στη γλώσσα σου από κάτω.
Κήπος κλειστός, ολάνθιστος είσαι αγαπημένη, πηγή με γάργαρο νερό.
Παράδεισος από δροσιές, παράδεισος από ροδιές το κάθε σου αυλάκι.
Κανέλα, μοσχοκάλαμο κι’ ο νάρδος με τον κρόκο, και ρίζες αρωματικές του Λίβανου και σμύρνα και αλόη, και όποιο μύρο πεις, σε σένα ευωδιάζουν.
Σήκω Βοριά, έλα Νοτιά, φύσα τα κλωνιά μου, να ξεχυθούν, να σκορπιστούν παντού οι ευωδιές μου. Σήκω Βοριά, έλα Νοτιά φυσήξτε τα κλωνιά μου
να ξεχυθούν, να σκορπιστούν παντού τα αρώματά μου.
Σήκω Βοριά, έλα Νοτιά, φυσήξτε τα κλωνιά μου
να ξεχυθούν, να σκορπιστούν παντού τα αρώματά μου.
Κι’ ας κατεβεί ο άντρας μου στο κήπο που “ν’ δικός του,
για να γευτεί όποιο καρπό απ’ τα κλαδιά του θέλει,
για να γευτεί όποιο καρπό απ’ τα κλαδιά μου θέλει.
Οι εικόνες προέρχονται από το βιβλίο των Robert Graves (μετάφραση) και Hans Erni (εικονογραφία), The Song of Songs, 1973.