Life

24ο ΦΝΘ: Όσα παρακολουθήσαμε το πρώτο Σαββατοκύριακο

Η πόλη κινείται στους ρυθμούς του φεστιβάλ.

Parallaxi
24ο-φνθ-όσα-παρακολουθήσαμε-το-πρώτο-σα-894425
Parallaxi

Εικόνες: Motion Team

Ολοκληρώνεται σιγά-σιγά το πρώτο Σαββατοκύριακο του 24ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και η πόλη κινείται στους ρυθμούς του φεστιβάλ. Παρά το κρύο οι σινεφίλ της πόλης οπλισμένοι με τις μάσκες τους παρακολουθήσαν τις προβολές στις αίθουσες του Φεστιβάλ. Αναλυτικά όλα όσα παρακολουθήσαμε -έως τώρα- στο 24ο ΦΝΘ:

Ειδική προβολή του ντοκιμαντέρ Dimitris Skyllas: AFTERPOP του Δημήτρη Ζιβόπουλου

Η προβολή του ντοκιμαντέρ Dimitris Skyllas: AFTERPOP πραγματοποιήθηκε μετά μουσικής και παρουσία των συντελεστών, το Σάββατο 12 Μαρτίου, στην κατάμεστη αίθουσα Τώνια Μαρκετάκη. Πριν την έναρξη της ταινίας, το κοινό είχε την ευκαιρία να απολαύσει ένα σόλο τρομπέτας με το κυρίως μουσικό θέμα της ταινίας, από τον μουσικό Δημήτρη Γκόγκα. Μετά το τέλος της προβολής, ακολούθησε Q&A με τον Δήμητρη Σκύλλα και τον σκηνοθέτη της ταινίας, Δημήτρη Ζιβόπουλο.

Τον λόγο στο Q&A πήρε αρχικά ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ, Ορέστης Ανδρεαδάκης: «Τον Δημήτρη Σκύλλα, τον γνώρισα πριν πέντε περίπου χρόνια πάνω, όταν ερμήνευε στο πιάνο της Μαρίας Κάλλας. Μας είχαν καλέσει σε μια εκδήλωση και μας είπαν πως ένας νέος συνθέτης θα παίξει ένα δικό του κομμάτι στο πιάνο που είχε ο Ωνάσης στη θαλαμηγό “Χριστίνα”. Όταν άρχισε να παίζει, σκέφτηκα μέσα μου: “εδώ έχουμε κάτι πολύ ξεχωριστό και ιδιαίτερο”. Στη συνέχεια, άκουσα τη μουσική του Δημήτρη και τη λάτρεψα. Αργότερα διαπίστωσα πως, πέρα από εκπληκτικός μουσικός, είναι και ένας υπέροχος άνθρωπος, ο οποίος με τιμά με τη φιλία του».

Ακολούθησε η ερώτηση του κ. Ανδρεαδάκη προς τον σκηνοθέτη του ντοκιμαντέρ, Δημήτρη Ζιβόπουλο, σχετικά με την προσέγγισή του στο πορτρέτο του συνθέτη. «Θα ξεκινήσω την απάντησή μου με μια μικρή ιστορία. Συναντώντας φίλους στη Θεσσαλονίκη, όλοι με ρωτούσαν περί τίνος πρόκειται το ντοκιμαντέρ και τους απαντούσα πως αφορά έναν συνθέτη που έχει γράψει το έργο Κύριε Ελέησον για το BBC. Η επόμενη ερώτησή τους ήταν: “και πότε πέθανε;”. Τους απαντούσα, λοιπόν, ότι ο Δημήτρης είναι μόλις 35 χρονών. Όταν μου ανέθεσαν το ντοκιμαντέρ, είχα να διαχειριστώ ένα μεγάλο υλικό, από ταξίδια μέχρι τη σύνθεση του Κύριε Ελέησον. Το πορτρέτο για έναν συνθέτη κλασικής μουσικής ήταν κάτι πρωτόγνωρο ως πρότζεκτ, με τρομερό ενδιαφέρον. Όποιος βέβαια γνωρίσει τον Δημήτρη Σκύλλα θα καταλάβει αμέσως πως και ο χαρακτήρας του έχει τρομερό ενδιαφέρον. Όλα αυτά τα στοιχεία δημιούργησαν μια μοναδική ευκαιρία για να δημιουργήσουμε κάτι όμορφο», ανέφερε ο Δημήτρης Ζιβόπουλος.

Ο Ορέστης Ανδρεαδάκης απευθύνθηκε κατόπιν στον Δημήτρη Σκύλλα, ρωτώντας τον πώς αισθάνεται να βλέπει τη ζωή του στη μεγάλη οθόνη, αλλά και για το πώς έρχονται οι ιδέες για τα μουσικά έργα που συνθέτει. «Θα φανώ κλισέ, αλλά θα ήθελα να ευχαριστήσω κάποιους ανθρώπους. Τι χρειάζεται ένα ντοκιμαντέρ; Μια παραγωγή. Ευχαριστώ λοιπόν το Ίδρυμα Ωνάση και τη Στέγη. Θα ήθελα, επίσης, να ευχαριστήσω και τους ανθρώπους του Φεστιβάλ. Ήταν όλοι εξαιρετικοί. Έχουμε συνεργαστεί με πολλούς φορείς και το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης πραγματικά ξεχωρίζει με τη συνέπεια και τον επαγγελματισμό του. Σε αυτή την ταινία, βλέπετε τρία έργα της ζωής μου σε ένα. Αρχικά, το Κύριε Ελέησον, που ήταν μια τεράστια δημιουργική ανάθεση από το BBC. Έπειτα, έρχεται αυτό το ντοκιμαντέρ που, κατά την άποψή μου, άσχετα από το BBC και τη σπουδαιότητά του, είναι κάτι ακόμη πιο ιδιαίτερο. Κι εκεί που λες “είμαι πολύ ευτυχισμένος”, το Ίδρυμα Ωνάση σού αναθέτει να γράψεις και το soundtrack. Νιώθω πολύ εκτεθειμένος με το ντοκιμαντέρ, αλλά με ωραίο τρόπο, και έχω το όραμα στα επόμενα χρόνια να δούμε πιο πολλά ντοκιμαντέρ για συνθέτες, σκηνοθέτες και ανθρώπους της γενιάς μου. Να μη θεωρούμε πως πρέπει κάποιος να είναι η Lady Gaga -που την αγαπώ, εννοείται!- για να γίνει ντοκιμαντέρ. Όσο για το δεύτερο ερώτημα, θεωρώ πως όταν μιλάμε για ένα έργο μεγάλης κλίμακας, ξεκινάμε πάντα από ένα μικρό καλούπι. Στη συνέχεια, σκέφτεσαι πώς το υλικό μπορεί να φτάσει σε σημείο να γίνει κομμάτι μιας ορχήστρας. Μια ορχήστρα είναι ένας καταπληκτικός, αλλά σαφώς δυσκίνητος, ζωντανός οργανισμός. Ευκαιρίες όπως αυτή του BBC αποτελούν ένα τεράστιο workshop για σένα γιατί αντιμετωπίζεις τις δυσκολίες, μαθαίνεις τα λάθη που έχεις κάνει και την επόμενη φορά τα διορθώνεις», εξήγησε ο Δημήτρης Σκύλλας.

Σε ερώτηση του κοινού σχετικά με το αν χρησιμοποιεί τα ψηφιακά μέσα, ο συνθέτης απάντησε ως εξής: «Όλα είναι χειρόγραφα. Η ψηφιακή εποχή έχει ευκολίες, αλλά αυτές μας εμποδίζουν να πιέσουμε το μυαλό μας. Γι’ αυτό και δεν έχω smartphone, μπορεί να είμαι παλιομοδίτης, ωστόσο προσπαθώ να φαντάζομαι τα πράγματα. Όσο πιέζεις το μυαλό σου να φανταστεί, τόσο πιο πολύ πιέζεσαι για να δημιουργήσεις υλικό που αντιπροσωπεύει μια ιδέα». Σε άλλη ερώτηση για το σκεπτικό πίσω από την αφίσα του ντοκιμαντέρ, ο κ. Σκύλλας απάντησε ότι «στην αρχή δεν ήθελα μια αφίσα σε έντονο ροζ χρώμα, καθώς όλες μου οι φωτογραφήσεις είναι ασπρόμαυρες. Μετά την επικοινωνία μου με την Στέγη, όμως, πείστηκα. Στην αφίσα κρατάω ένα κόρνο. Για μένα το AFTERPOP, ο τίτλος του φιλμ μπορεί και να ξενίσει, αλλά είναι πολύ έξυπνος. Με τον Δημήτρη, όταν γνωριστήκαμε, μιλήσαμε για τη Lady Gaga, την Έιμι Γουάινχαους και τους ποπ σταρ. Ποιος είναι πιο ποπ, αλήθεια, η Μαντόνα ή ο Μπετόβεν; Δεν έχω την απάντηση, τη Μαντόνα την αγαπώ, όλοι έχουμε χορέψει με τα τραγούδια της, ωστόσο κάποια στιγμή θα έρθει κάτι νεότερο να πάρει τη θέση της. Ο Μπετόβεν, όμως, ακόμη συνεχίζει. Αυτός και ο Μότσαρτ ήταν ποπ στην εποχή τους. To ποπ για μας και το όραμα που χτίσαμε είναι να ενημερώσουμε τον κόσμο ότι θέλουμε να κάνουμε ένα άνοιγμα, να δείξουμε πως το ποπ σημαίνει πολλά πράγματα. Το ροζ, λοιπόν, στην αφίσα είναι το ποπ πλαίσιο. Εκεί που ζω, υπάρχω, ξυπνάω. Δεν είμαι καλύτερος, ούτε πιο διανοούμενος από κάποιον άλλο. Έχει ένα άνοιγμα η αφίσα, απ’ όπου βγαίνει κάτι σαν καπνός από το όργανο και πηγαίνει προς τον ουρανό. Αυτό είναι το δικό μου όραμα».

Πως γεννήθηκε, αλήθεια, η ιδέα του έργου; «Όταν έγινε η ανάθεση από το BBC είχα μια άλλη ιδέα στο μυαλό μου, τον Χορό του Ζαλόγγου. Μου είχε αρέσει πολύ ως concept και εν τέλει το έγραψα για την Κρατική Ορχήστρα πριν έναν χρόνο, για τους εορτασμούς του 1821. Επειδή, παράλληλα, μου έγινε και η πρόταση για την Ηλέκτρα στην Επίδαυρο, ήθελα πολύ να έχω μοιρολόι στη σκηνή. Ζήτησα από το BBC μια μικρή παράταση και μου έδωσαν μια ολόκληρη σεζόν. Η Επίδαυρος μού άλλαξε την οπτική και το Κύριε Ελέησον άρχισε να γίνεται πιο θεατρικό. Είναι πολυτέλεια στις μέρες που ζούμε να σε πάει η ζωή εκεί που θέλει… », ανέφερε ο συνθέτης απαντώντας σε ερώτηση από το κοινό. Ακολούθησε η παρουσίαση του soundtrack της ταινίας, με τους μουσικούς Δημήτρη Γκόγκα στην τρομπέτα, Τζέιμς Γουάιλι στο σαξόφωνο και στο πιάνο τον Δημήτρη Σκύλλα, ολοκληρώνοντας την εκδήλωση.

Λίγα λόγια για την ταινία:

Από τα ελληνικά βουνά έως τις εμβληματικές σκηνές του BBC, ο 35χρονος provocateur συνθέτης Δημήτρης Σκύλλας φανερώνει τα μυστικά της μουσικής του δημιουργίας στο σήμερα. Ο τελετουργικός μουσικός, το party animal, και όλη η ζωή μεταξύ αυτών των δύο. Μια πρωτοβουλία με όραμα να σπάσει τα στερεότυπα της κλασικής τέχνης στην pop κοινωνία. Μετά την προβολή της ταινίας παρουσιάστηκε σε παγκόσμια πρεμιέρα και το σάουντρακ που έγραψε ο συνθέτης.

Βιβλιοπαρουσίαση: Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας του Δημοσθένη Ξιφιλίνου

Η παρουσίαση του βιβλίου Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας του Δημοσθένη Ξιφιλίνου πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 12 Μαρτίου, στην αίθουσα Παύλος Ζάννας. Ομιλητές στην εκδήλωση, πέρα από τον συγγραφέα του βιβλίου, ήταν ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου, Βασίλης Κεχαγιάς, και ο Χρήστος Μήτσης από το Αθηνόραμα. Αρχικά, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ, Ορέστης Ανδρεαδάκης, προλόγισε την εκδήλωση, συνεχάρη τον Δημοσθένη Ξιφιλίνο για το βιβλίο του και ευχαρίστησε τους τρεις ομιλητές για τη μακρόχρονη συνεργασία τους με το Φεστιβάλ. «Το βιβλίο αυτό είμαι σίγουρος πως θα βρει τον δρόμο του προς τη βιβλιοθήκη πολλών ανθρώπων, όπως τον βρήκε προς τη δική μου», ανέφερε χαρακτηριστικά, ολοκληρώνοντας την εναρκτήρια τοποθέτησή του.

Αμέσως μετά, ο Βασίλης Κεχαγιάς εξέφρασε τον ενθουσιασμό του για την έκδοση αυτή και συνεχάρη τον εκδότη του Ιανού, Νίκο Καρατζά. «Η έκδοση αυτή αποτελεί μια καταγραφή των 93 ταινιών που κέρδισαν το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας από την ίδρυση του θεσμού, το 1929, έως και το Nomadland του 2021. «Πρόκειται για την πιο εμπεριστατωμένη τοποθέτηση απέναντι στα Όσκαρ. Ο Δημοσθένης, εν μέσω πανδημίας, σαν μέρμηγκας συνέλεγε πληροφορίες. Η έκδοση αυτή είναι ένα μήνυμα ζωής για το κινηματογραφικό βιβλίο. Τα τελευταία χρόνια, ο χυλός του διαδικτύου καταστρέφει όχι μόνο την κινηματογραφική κριτική, αλλά έχει εξοβελίσει και τις εκδόσεις από το προσκήνιο», ανέφερε χαρακτηριστικά, πριν δώσει τον λόγο στον Δημοσθένη Ξιφιλίνο.

Ο κ. Ξιφιλίνος ανέφερε πως η έκδοση αυτή προέκυψε από τη διαπίστωση πως τα Όσκαρ έκαναν στροφή τον τελευταίο καιρό σε πιο ανεξάρτητες ταινίες. «Χρειάστηκε να επιβιώσουμε στην πανδημία, κι ένας τρόπος ήταν να στραφούμε στο σινεμά. Τα Όσκαρ, παρά τις αντιρρήσεις των κριτικών ανά τα χρόνια, παραμένουν τα δημοφιλέστερα, τα μεγαλύτερα και τα αρχαιότερα βραβεία. Στο παρελθόν, έχουν χαρακτηριστεί με τα καλύτερα αλλά και με τα χειρότερα λόγια από κριτικούς. Η αλήθεια είναι κάπου στη μέση. Συχνά, βοηθούν τον μέσο θεατή να δει ωραίες ταινίες. Το αμερικανικό σινεμά στα καλά του, συνδυάζοντας ποιότητα και εμπορικότητα, ωθεί τον κόσμο πίσω στην αίθουσα», συμπλήρωσε.

Ένα επιπλέον κίνητρο για τον συγγραφέα ήταν και η απουσία σχετικής βιβλιογραφίας στην Ελλάδα επί του θέματος. «Κύριο θέμα δεν είναι η πληροφορία, όσο η ανάλυση του κάθε φιλμ. Οι ταινίες θεάθηκαν με τη χρονολογική τους σειρά, με σκοπό να υπάρχει μια παράλληλη σχετική μελέτη του ίδιου του θεσμού, του κινηματογράφου και της κοινωνίας. Με ενδιέφερε πώς οι Αμερικανοί παρακολουθούσαν την τελετή, αν ήταν επιφυλακτικοί απέναντι σε αυτήν. Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης το πώς τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα του παρελθόντος αποκρύπτονταν στις τελετές (βλέπε το ευρύτερο ψυχροπολεμικό κλίμα), καθώς οι υποψήφιες ταινίες δεν ανταποκρίνονταν στα γεγονότα. Στα τέλη του ’60 και στις αρχές του ’70, ωστόσο, οι ταινίες ανοίγουν διάλογο με την κοινωνία», κατέληξε, προτού δώσει τον λόγο στον Χρήστο Μήτση.

Ο κ. Μήτσης ευχαρίστησε το κοινό, αλλά και τον Δημοσθένη Ξιφιλίνο, συνεχάρη τον εκδότη του βιβλίου και εξέφρασε τον ενθουσιασμό του για την καλαίσθητη έκδοση. «Το συγκεκριμένο βιβλίο έχει πολλαπλή αξία, προσφέρει μια διεισδυτική ματιά σε μια κινηματογραφική διαδρομή διαρκείας σχεδόν ενός αιώνα. Αναφορικά με τα Όσκαρ, είναι εύκολο να παρεξηγηθούν και υπάρχει μια προκατάληψη απέναντί τους. Ήταν τα πρώτα ακαδημαϊκά βραβεία που θεσπίστηκαν και η Ευρώπη “απάντησε” με τα Φεστιβάλ: διακρίνουμε, λοιπόν, μια διαφορά νοοτροπίας στις δύο ηπείρους, η μεν ακαδημαϊκή, η δε φεστιβαλική. Τα Όσκαρ, ωστόσο, φαίνεται να αλλάζουν: προσπαθούν να ισορροπήσουν ανάμεσα στο παρελθόν και τη βιομηχανία του θεάματος, επιλέγοντας πλέον ταινίες διαφορετικού χαρακτήρα. Όλοι θέλουν, άλλωστε, λίγη από τη λάμψη του θεσμού».

«Πώς θα αντιμετωπίσει το σινεμά τις streaming πλατφόρμες;», αναρωτήθηκε ο Χρήστος Μήτσης. «Φαίνεται πως τα Όσκαρ επιχειρούν να διατηρήσουν μία λαϊκότητα στα βραβεία, με την πιθανή προσθήκη ενός Βραβείου Κοινού και την αφαίρεση των τεχνικών κατηγοριών από την τελετή. Ο Δημοσθένης, στο βιβλίο του, κρατά μία ψύχραιμη, κριτική στάση απέναντι σ’ αυτόν τον θεσμό, η οποία έλειπε από τη βιβλιογραφία. Δεν είναι διεκπεραιωτικός, αντιθέτως, περιγράφει υπομονετικά τις συνθήκες μέσα και έξω από την οθόνη. Εγώ προσωπικά διαφωνώ με αρκετά από αυτά που γράφει, αλλά αυτός ο διάλογος είναι σημαντικός, πρέπει να διαβάζουμε διαφορετικές απόψεις και να παρακολουθούμε διαφορετικές οπτικές», ανέλυσε χαρακτηριστικά. «Ο Δημοσθένης παρακολούθησε τα καλλιτεχνικά μοντέλα που δημιουργεί η ακαδημία για τον εαυτό της και την εξέλιξή τους μέσα στα χρόνια, γράφοντας ένα ενδιαφέρον και χρήσιμο βιβλίο. Οι πολλές πληροφορίες θα ήταν περιττές: αυτό είναι ένα καλό του διαδικτύου. Απελευθέρωσε τους κριτικούς από την ανάγκη να επικοινωνήσουν πληροφορίες, μας έλυσε τα χέρια. Εύχομαι το βιβλίο να γνωρίσει εμπορική επιτυχία», ολοκλήρωσε σχετικά.

ÐÁÑÏÕÓÉÁÓÇ ÔÏÕ ÂÉÂËÉÏÕ “ÏÓÊÁÑ ÊÁËÕÔÅÑÇÓ ÔÁÉÍÉÁÓ” ÔÏÕ ÄÇÌÏÓÈÅÍÇ ÎÉÖÉËÉÍÏÕ

Στη συνέχεια, τον λόγο πήρε ο κ. Κεχαγιάς, ο οποίος μίλησε για τη γλώσσα της κριτικής και τις απαιτήσεις της. «Δεν υπάρχουν κρίσεις για τον κριτικό, δεν υπάρχει μια συγκεκριμένη διαδικασία για να χριστείς κριτικός. Υπάρχουν μονάχα ορισμένες κατευθυντήριες γραμμές, όπως η ακριβοδικία και η δυνατότητά σου να στέκεσαι μακριά από οποιαδήποτε συναισθηματική εμπλοκή με την ταινία. Ένας κριτικός οφείλει επίσης να μην προδιατίθεται αρνητικά απέναντι σε οποιονδήποτε σκηνοθέτη και ηθοποιό, λόγω παλαιών επιτυχιών. Η βασική διαφορά ενός επαγγελματία και ενός ερασιτέχνη κριτικού είναι η παιδεία. Όπως λέει και η διάσημη ρήση του Βασίλη Ραφαηλίδη: τελικά, όποιος γνωρίζει μόνο από σινεμά δεν γνωρίζει ούτε σινεμά», υπογράμμισε.

Στη συνέχεια, επιστρέφοντας στα Όσκαρ, δήλωσε πως το βιβλίο του Δημοσθένη Ξιφιλίνου καταφέρνει να επαναξιολογήσει τα Όσκαρ. «Ακόμη και ο τελευταίος άνθρωπος στη γη, στο πιο απομακρυσμένο σημεία του πλανήτη, αν γνωρίζει κάτι για σινεμά, το γνωρίζει μέσω του Χόλιγουντ. Στη φάση της πανδημίας, πραγματοποιείται μία επαναξιολόγηση του μετά-κόσμου. Το κυριότερο καλλιτεχνικό προϊόν της Δύσης παραμένουν τα Όσκαρ, ενώ το πιο λαοφιλές καλλιτεχνικό είδος εξακολουθεί να είναι ο κινηματογράφος. Στις μεγάλες οσκαρικές ταινίες (όπως ο Τιτανικός) η κριτική είναι μάλλον περιττή. Ο Ορέστης Ανδρεαδάκης, σε μια τότε κριτική του, δεν έβαλε αστεράκια, αλλά θαυμαστικό. Διότι αυτή η ταινία, συνολικά, μονάχα έτσι μπορεί να περιγραφεί. Αντιστοίχως, ο Νονός, μια ταινία που αποτελεί σταθμό και άλλαξε την πορεία του κινηματογράφου, είναι επίσης παιδί του Χόλιγουντ», κατέληξε σχετικά.

Κατόπιν, ο Βασίλης Κεχαγιάς ρώτησε τον Δημοσθένη Ξιφιλίνο πώς ξεκίνησε η σχέση του με το σινεμά και την κριτική. «Με την ασταμάτητη ανάγνωση για τον κινηματογράφο, κυρίως κειμένων του Βασίλη Ραφαηλίδη και του Αλέξη Δερμετζόγλου, οι κριτικές του οποίου, τη δεκαετία του ’80, ήταν ορόσημο. Ακόμη και σήμερα, βασικά, θεωρώ πως είναι κάτι ξεχωριστό και αξίζουν τον κόπο μελέτης. Κάποτε, έκανα κι εγώ το δειλό πρώτο βήμα προς την απέναντι πλευρά, από θεατής σε κριτικός, προσπαθώντας να διατηρήσω το βλέμμα ενός θεατή. Πιστεύω πως το κείμενο που παράγει ένας κριτικός δεν πρέπει να είναι κάτι έξω από αυτό που ενδιαφέρει τον μέσο θεατή: όλοι από αυτόν τον χώρο προκύψαμε εξάλλου. Πιστεύω πως η κριτική είναι κάτι παραπάνω από απαραίτητη στην εποχή μας», απάντησε σχετικά.

Η καθολικά προσβάσιμη προβολή του 24ου ΦΝΘ

Το ντοκιμαντέρ Ο Μανάβης (2013) του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου προβλήθηκε με όρους καθολικής προσβασιμότητας το Σάββατο 12 Μαρτίου, στον κινηματογράφο Ολύμπιον, στην πρώτη καθολικά προσβάσιμη φυσική προβολή στην ιστορία του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης (μετά την περσινή διαδικτυακή προβολή του ντοκιμαντέρ Όταν ο Βάγκνερ συνάντησε τις ντομάτες). Η ταινία προβλήθηκε με ακουστική περιγραφή [AD: Audio Description] για τυφλούς και άτομα με προβλήματα όρασης, καθώς και με υπότιτλους για Κ/κωφούς και βαρήκοους [SDH: Subtitles for the Deaf or Hard of Hearing].

Σε συνεργασία με το Κέντρο Εκπαίδευσης και Αποκατάστασης Τυφλών (ΚΕΑΤ), η καθολικά προσβάσιμη προβολή του φετινού Φεστιβάλ ήταν διαθέσιμη σε Μπράιγ, ενώ ένα από τα σποτ του Φεστιβάλ διαθέτει και ακουστική περιγραφή. Η συγκεκριμένη προβολή, όπως και όλες οι καθολικά προσβάσιμες προβολές τόσο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου όσο και στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με την Alpha Bank, τον χορηγό προσβασιμότητας του Φεστιβάλ.

Πριν την έναρξη της προβολής, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ, Ορέστης Ανδρεαδάκης, καλωσόρισε το κοινό, ενώ ευχαρίστησε την Alpha Bank, τον χορηγό προσβασιμότητας του Φεστιβάλ, αλλά και τον Δημήτρη Κουτσιαμπασάκο. Στη συνέχεια, τον λόγο πήρε ο σκηνοθέτης, ο οποίος ευχαρίστησε το Φεστιβάλ για την προβολή της ταινίας του με όρους καθολικής προσβασιμότητας. «Χαίρομαι πάρα πολύ που βλέπω τόσο κόσμο, με τιμά πραγματικά πάρα πολύ η παρουσία σας εδώ σήμερα. Ο μανάβης, τόσα χρόνια μετά, συνεχίζει το δρομολόγιό του. Επιμένει να επισκέπτεται περιοχές, συνεχίζει να αναπτύσσει ανθρώπινες σχέσεις και επιτελεί ρόλο μεγαλύτερο από εκείνον του μανάβη. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, σε αυτόν τον κόσμο που γίνεται ολοένα πιο ζοφερός», συμπλήρωσε.

Μετά την προβολή της ταινίας ακολούθησε q&a με τον σκηνοθέτη. O Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος πήρε τον λόγο αρχικά και διηγήθηκε ιστορίες από τα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ: «Είχα πάρα πολύ καιρό να δω την ταινία. Δυστυχώς, κάποιοι από τους πρωταγωνιστές έφυγαν από τη ζωή στο μεσοδιάστημα. Το ντοκιμαντέρ ως είδος δεν έχει σενάριο, όπως μια ταινία μυθοπλασίας. Ωστόσο, ήθελα να ακολουθήσω το πρόγραμμα του κεντρικού ήρωα στις τέσσερις εποχές του χρόνου. Τα γυρίσματα κράτησαν πολύ καιρό, πάνω από έναν χρόνο. Οι άνθρωποι ήταν άνετοι μαζί μου γιατί έχω καταγωγή από εκείνα τα μέρη, οπότε ανοίχτηκαν στην κάμερα», ανέφερε σχετικά.

Έπειτα, δήλωσε πως το πνεύμα της κοινότητας επιβιώνει και στα αστικά κέντρα, ακόμη και για τους ανθρώπους που εγκατέλειψαν το χωριό τους: «Επιστρέφαμε από τα γυρίσματα, έχοντας πάρει κουράγιο και δύναμη από εκείνα τα μέρη και εκείνους τους ανθρώπους. Δυστυχώς, κάποια από τα χωριά του ντοκιμαντέρ ερήμωσαν. Οι άνθρωποι από το Παχτούρι ζουν πλέον όλοι στην Αθήνα, σε μια συγκεκριμένη γειτονιά στην Ηλιούπολη. Έχουν ονομάσει τους δρόμους με ονόματα από το χωριό τους και μαζεύονται όλοι σε ένα συγκεκριμένο καφενείο, όπου λένε ιστορίες από το χωριό».

Τέλος, ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος διηγήθηκε μια αστεία ιστορία από το τέλος των γυρισμάτων του ντοκιμαντέρ, όταν είχε έρθει η ώρα να προβάλει την ταινία στην πλατεία του Μεσοχωρίου: «Ήταν Δεκαπενταύγουστος στο Μεσοχώρι και η πλατεία είχε γεμίσει. Είχα πάρα πολύ άγχος. Μετά το τέλος της προβολής, έδωσα τον λόγο στο κοινό. Μια γιαγιά σηκώθηκε και μου είπε ότι είμαι κακός σκηνοθέτης, γιατί την έκοψα στο μοντάζ. Αφού της εξήγησα ότι αναγκαστικά κόπηκαν πολλά πλάνα από πολλούς ανθρώπους, εκείνη μου είπε: «Εκτός από κακός σκηνοθέτης, είσαι και βλάκας, με τόσα πλάνα δεν έπρεπε να κάνεις ντοκιμαντέρ, σίριαλ έπρεπε να κάνεις». Τέλος, ευχαρίστησε το κοινό, το Φεστιβάλ και ιδιαίτερα τους φοιτητές της Σχολής Κινηματογράφου του ΑΠΘ, που τον στήριξαν με την παρουσία τους στο Ολύμπιον.

Λίγα λόγια για την ταινία: Ο μανάβης Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος Ελλάδα, 2013, 82′

Ο πλανόδιος μανάβης Νίκος Αναστασίου, μαζί με τη γυναίκα του, τη Σοφία, κάνουν το ίδιο δρομολόγιο από τη δεκαετία του 1980. Μία φορά την εβδομάδα, σε όλη τη διάρκεια του χρόνου και με αφετηρία τα Τρίκαλα, επισκέπτονται τα εγκαταλειμμένα χωριά της νοτιοδυτικής Πίνδου, καλύπτοντας μια διαδρομή 75 χιλιομέτρων. Τα τελευταία χρόνια, τούς βοηθάνε και τα δυο τους παιδιά, ο Κώστας και ο Θύμιος. Το ντοκιμαντέρ παρακολουθεί το ταξίδι τους στις τέσσερις εποχές του χρόνου, το οποίο μεταμορφώνεται σταδιακά σε ένα συναρπαστικό όσο και συγκινητικό οδοιπορικό σε μια άγνωστη πλευρά της Ελλάδας.

Δείτε επίσης:

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα