Featured

44o Φεστιβάλ Δράμας: Oι ταινίες που ξεχωρίσαμε

Ποια είναι επίσης η θεματική των φιλμ.

Γιάννης Γκροσδάνης
44o-φεστιβάλ-δράμας-oι-ταινίες-που-ξεχωρί-817938
Γιάννης Γκροσδάνης

Αν η περσινή διοργάνωση του Φεστιβάλ Δράμας προσδιόριζε κάπως αναγνωριστικά την αλλαγή εποχής για την διοργάνωση, η φετινή είχε σαν στοίχημα την πλήρη ανανέωση του προφίλ της διοργάνωσης. Το στοίχημα φαίνεται να κερδήθηκε – έστω και εν μέρει -παρακολουθώντας τη νέα οπτική ταυτότητα του θεσμού, τη αρκετά χρηστική και χρήσιμη ιστοσελίδα – μιλάμε άλλωστε για μια υβριδική διοργάνωση και μακάρι να συνεχίσει να προσφέρει πρόσβαση στο ετήσιο πρόγραμμα της με τον ίδιο τρόπο – την εξωστρέφεια και τις συνεργασίες που χτίζει με άλλα φεστιβάλ, το σύνολο της εθνικής παραγωγής αλλά και το μεγαλύτερο μέρος του διεθνούς διαγωνιστικού. 

Η επιλογή του αριθμητικού περιορισμού του εθνικού διαγωνιστικού είναι σωστή καθώς το φιλτράρισμα κρίνεται αναγκαίο και για την σωστότερη διαχείριση των ταινιών συνολικά αλλά και για λόγους ορθής οικονομίας και διαχείρισης του προγράμματος. Ωστόσο η επιλογή των ταινιών οφείλει να είναι αρκετά πιο προσεκτική καθώς οι αστοχίες σε ένα κομμάτι του υλικού του ήταν εμφανείς. 

Η θεματική των φετινών ταινιών

Σε ότι αφορά τους συντελεστές, το περιεχόμενο και τη θεματολογία των ελληνικών ταινιών με ενδιαφέρον εντοπίζονται αρκετά στοιχεία που σίγουρα αξίζουν προσοχής: πρώτο από αυτά η πρόταση της ίδιας της Δράμας να αναδείξει αρκετές γυναίκες δημιουργούς και τις ταινίες τους. Ορθή επιλογή που αναδεικνύει μια νέα και ελπιδοφόρα προοπτική για τον ελληνικό κινηματογράφο. Όχι ότι έλειπαν οι γυναίκες σκηνοθέτιδες αλλά η γυναικοκεντρική ματιά τους αναδεικνύει επιμέρους πτυχές του φύλου που δεν έχουν απασχολήσει επαρκώς το ελληνικό σινεμά κυρίως στο επίπεδο της μυθοπλασίας. Με αφορμή αυτό το γεγονός αξίζει να επισημανθεί και η queer ευαισθησία που διακατέχει αρκετούς νέους και νέες δημιουργούς αλλά και μια πιο τολμηρή ματιά σε ότι αφορά την διαχείριση του σώματος, την έκφραση της σεξουαλικότητας, την διαχείριση των σχέσεων, φαινόμενα σεξισμού και τον αντιδραστικό πατριαρχικό συντηρητισμό που διακατέχει την κοινωνία και στηλιτεύεται επαρκώς από τους/τις νέους/νέες δημιουργούς. 

Ενθαρρυντικό είναι επίσης το γεγονός ότι υπάρχει διάθεση για δημιουργία κωμικών ή σατιρικών ιστοριών, κάτι που δυστυχώς εξαφανίζεται στις μεγάλους μήκους ελληνικές παραγωγές. Ας ελπίσουμε ότι αυτή η νεότερη γενιά θα τολμήσει και στα επόμενα βήματα της να ασχοληθεί με την κωμωδία. Εντύπωση επίσης προκαλεί ότι δεν βλέπουμε σχεδόν πουθενά… μάσκες! Το θέμα της πανδημίας απουσιάζει στα σενάρια της μυθοπλασίας και περιορίζεται κινηματογραφικά μόνο στο πεδίο της καταγραφής της πραγματικότητας και του ντοκιμαντέρ. 

Αυτά εν τάχει και υπό των μορφή κάποιων (ίσως πρόχειρων) σημειώσεων για την έκφραση και τη θεματολόγια του φετινού ελληνικού φεστιβάλ. Όπως ήδη επισημάνθηκε υπήρχαν κάποιες αστοχίες – τις οποίες η Δράμα καλό είναι να προσέξει μελλοντικά. Υπήρχαν ωστόσο και αρκετές ταινίες (ο υποφαινόμενος εντόπισε σίγουρα 7-10 ταινίες) που βρίσκονται σε ένα καλό, αν όχι εξαιρετικό, επίπεδο δίνοντας πολλές υποσχέσεις για το μέλλον των δημιουργών τους.

Οι ταινίες που ξεχώρισαν

Στο Από το Μπαλκόνι ο Άρης Καπλανίδης καταγράφει στο πρωτότυπο animation που φτιάχνει, μια απολαυστική ηθογραφία με τον μικρόκοσμο μιας μικροαστικής γειτονιάς, στη Νέα Φιλαδέλφεια της Αθήνας.

Ελαφρώς επηρεασμένος από το σύμπαν του Οικονομίδη (στοιχείο που βλέπουμε και σε άλλες ταινίες της φετινής φουρνιάς) και με αρκετό χιούμορ ο Καπλανίδης δημιουργεί ένα ανθρώπινο πορτραίτο μιας λαϊκής γειτονιάς με την δική της καθημερινότητα, τα πρόσωπα και τις συνήθειες τους. 

Στο Souls All Unaccompanied ο Γιώργος Τελτζίδης δίνει άλλη μια στρωτή ιστορία επιβεβαιώνοντας το σπουδαίο ταλέντο του. Με νεορεαλιστική αισθητική και εμφανείς τις κοινωνικές ευαισθησίες η ταινία εστιάζει στη ζωή ενός ασυνόδευτου ανήλικου προσφυγόπαιδου και μιας εθελόντριας μέσα σε έναν ξενώνα φιλοξενίας. Με την κορύφωση της ιστορίας να κρύβεται στα βλέμματα και στις σιωπές των δύο πρωταγωνιστών και με ένα υπέροχα ευαίσθητο φινάλε αναμένουμε πλέον από τον Γιώργο Τελτζίδη το επόμενο τολμηρό βήμα του στο χώρο της μεγάλους μήκους μυθοπλασίας. 

Στον Φοιτητή ο Βασίλης Καλαμάκης αναπαριστά τα τελευταία κρίσιμα λεπτά πριν τα τανκς εισβάλλουν στο χώρο του Πολυτεχνείου τη νύχτα της 17ης Νοέμβριου 1973. Με αρκετή μαεστρία ο Καλαμάκης φτιάνει μια άκρως πολιτική ταινία η οποία με αρκετή οικονομία παρουσιάζει τα διαφορετικά πρόσωπα μιας κοινωνίας που επί έξι χρόνια μουδιασμένη βιώνει τον αυταρχισμό και τη βία και αυξάνει βαθμιαία την ένταση φτάνοντας στην κορύφωση και στο δραματικό φινάλε. Πολύτιμο στοιχείο για το χτίσιμο αυτής της έντασης οι υπέροχες ερμηνείες των ηθοποιών της ταινίας (Γιώργος Πυρπασόπουλος, Γιώργος Μάκρής, Δημήτρης Καπετανάκος).

Με αρκετή ευαισθησία, χαμηλούς τόνους και απλότητα η Άρτεμις Αναστασιάδου συνδέει Στο Βανκούβερ μια ιστορία απότομης ενηλικίωσης για τους δύο νεαρούς ήρωες της (ένα μικρό κορίτσι και τον μεγαλύτερο αδερφό της που ετοιμάζεται να μεταναστεύσει για να βρει μια καλύτερη δουλειά) με το φτωχικό κοινωνικό – οικονομικό στάτους της ελληνικής επαρχίας. Σε ένα τοπίο πλήρους αποβιομηχάνισης, χωρίς την παραμικρή προοπτική, με την ανεργία να χτυπάει κόκκινο τα δύο παιδιά βιώνουν πολλαπλά το σκληρό βίωμα της απώλειας. Με έμφαση στο κομμάτι της τοπικότητας (αντλεί με όμορφο τρόπο έναν μύθο από την τοπική παράδοση), που δικαιολογείται από την ιστορία, η Αναστασιάδου κάνει εξαιρετικό, ευαίσθητο, κοινωνικό σινεμά.

Στο Όλα τα Πλάσματα της Νύχτας ίσως η πιο επίκαιρη από την άποψη της αίσθησης της μοναχικότητας και της απομόνωσης που μας επέβαλε η πανδημία η Μέμη Κούπα χτίζει μια ιστορία με πολλά ετερόκλητα πρόσωπα που όμως τους ενώνει το στοιχείο της μοναξιάς και η παράδοξη εμφάνιση ενός ροζ κούνελου με πατίνια που εμφανίζεται σαν φάντασμα μέσα στη νύχτα στους δρόμους της έρημης πόλης.

Εμφανής η queer αισθητική, υπέροχη η κινηματογράφηση της νυχτερινής πόλης (της Αθήνας), όμορφη η μουσική της Kid Moxie (είχαμε ξανά απολαύσει πρόσφατα μουσική της και σε ταινία μεγάλου μήκους και ελπίζουμε να συνεχίσει να ασχολείται με το σινεμά) η ταινία εστιάζει με ευαισθησία στην έννοια της διαφορετικότητας και της μοναξιάς. 

Σε ότι αφορά την γυναικοκεντρική ματιά στέκομαι σε τρείς ταινίες που αναδεικνύουν το θέμα τους με αληθινό ενδιαφέρον: στο Βαθύκοφτο (αν μπορούσα να πω μια γυναικεία buddy movie) η Ιωάννα Κρυωνά με σκηνικό το χειμωνιάτικο Βερολίνο στηρίζει πολλά στους διαλόγους και στις δύο πρωταγωνίστριες, την Κατερίνα Ζησούδη και Ηρώ Μπέζου. Στο Summer Place η Αλεξάνδρα Ματθαίου στηρίζει επίσης πολλά στις ερμηνείες των πρωταγωνιστριών της (ειδικά στην Μαίρη Μηνά) και δίνει με ευαισθησία και ανθρωπιά την σχέση που αναπτύσσουν απρόσμενα δύο γυναίκες μέσα σε ένα αντιθετικό πλαίσιο – σε σχέση με τον εσωτερικό τους κόσμο – το τουριστικό, ανέμελο, νεοπλουτίστικο, ηλιόλουστο καλοκαίρι της Λεμεσσού. Τέλος το Expoitaition της Μαρίνας Συμεού, βρίθει κινηματογραφικών απολαυστικών αναφορών καθώς διαθέτει νεουάρ αισθητική, διάθεση Ταραντίνο, queer αλλά και ένα ελαφρύ υποδόριο κωμικό – σαρκαστικό στοιχείο. 

Ίσως η πιο weird ταινία του φετινού προγράμματος είναι η Brutalia, Days of Labour. Αναπαριστώντας την αυστηρή κοινωνία των μελισσών ο Μανώλης Μαυρής δίνει μια σαρκαστική αλληγορία μιας ολοκληρωτικής κοινωνίας, αυστηρά μητριαρχικής, που δεν επιδέχεται αμφισβήτησης και δεν αποδέχεται οτιδήποτε διαφορετικό. Στήνει στιλιστικά, με αρκετή εικαστικότητα και έναν υπόγειο σαρκασμό την ιστορία του και δημιουργεί μια υποβλητική ατμόσφαιρα με τη voice over αφήγηση της Κόρας Καρβούνη (η οποία υποδύεται και την βασίλισσα της κυψέλης).

Τέλος αξίζει ένα σχόλιο για δύο ταινίες που έπαιξαν με τα όρια του horror και του θρίλερ. Στο Apallou ο Νίκος Αυγουστίδης κάνει ένα εύστοχο αλληγορικά παραστατικό σχόλιο στην έννοια της διαφορετικότητας και πως αυτή προκαλεί αντιδράσεις σε συντηρητικές και αντιδραστικές κοινωνίες ενώ στην Αμυγδαλή η Μαρία Χατζάκου στήνει υποβλητικά, με τη βοήθεια της φωτογραφίας, ένα ψυχολογικό θρίλερ ενηλικίωσης για την σχέση δύο (κοριτσιών) αδερφών που δοκιμάζεται ένα καλοκαιρινό βράδυ.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα