Η αφύπνιση της Βρετανίας απέναντι στα προβλήματα ψυχικής υγείας των φοιτητών
Το πανεπιστημιακό ίδρυμα του Μπρίστολ συγκλονίζεται από τουλάχιστον εννέα αυτοκτονίες φοιτητών.
Όταν ο Γκρεγκ ήταν φοιτητής στην εμπορική σχολή ενός μεγάλου πανεπιστημίου στο Λονδίνο το 2013, έβγαινε «τουλάχιστον πέντε φορές την εβδομάδα» για να «καπνίσει κάνναβη ή για να πιεί». Αυτή ήταν η ρουτίνα του ώστε να μπορέσει να κοιμηθεί και να ξεχάσει, για λίγες ώρες, πόσο άσχημα περνούσε στο πανεπιστήμιο.
«Ήμουν πολύ αποκαρδιωμένος», εξομολογείται στο Γαλλικό Πρακτορείο ο 26χρονος άνδρας, που τότε ήταν 20 ετών.
Δεν ήταν ο μοναδικός που πέρασε μια τέτοια κατάσταση. Σχεδόν οι μισοί από τους 37.500 νέους που ρωτήθηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο από το δίκτυο ψυχιάτρων “The Insight Network” δήλωσαν ότι κατανάλωναν ναρκωτικά ή αλκοόλ για «μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες» της φοιτητικής τους ζωής.
Την ίδια στιγμή, ένας στους πέντε δήλωσε ότι υπέφερε από ψυχικά προβλήματα, με συχνότερα την κατάθλιψη και την αγχώδη διαταραχή, σύμφωνα με την έρευνα αυτή που πραγματοποιήθηκε σε 140 πανεπιστήμια και δημοσιεύθηκε τον Μάρτιο.
Αγχώδης διαταραχή «δεν σημαίνει να είσαι λίγο στρεσαρισμένος για τις εξετάσεις», διευκρινίζει η Ντομινίκ Τόμσον, που εργάστηκε για 20 χρόνια ως γενική γιατρός για φοιτητές, αλλά «να μην μπορείς να διαβάσεις, να πας στο μάθημα, να βγεις από το δωμάτιό σου», ενώ το να υποφέρεις από κατάθλιψη μπορεί να οδηγήσει «σε αυτοκτονικές σκέψεις».
Σύμφωνα με έρευνα της επίσημης υπηρεσίας στατιστικών στοιχείων για την ανώτατη εκπαίδευση (HESA) στην οποία συμμετείχαν 2,3 εκατ. φοιτητές στο Ηνωμένο Βασίλειο, το ποσοστό αυτών που αναφέρουν ψυχικές διαταραχές «αυξήθηκε σημαντικά μέσα σε 10 χρόνια», από το 0,4% το 2008 στο 3,1% το 2018.
Όμως «δεν ξέρουμε σε ποιο βαθμό αυτή η αύξηση οφείλεται σε μια μεγαλύτερη συνειδητοποίηση όσον αφορά τα προβλήματα ψυχικής υγείας, στην επιθυμία των φοιτητών να τα αναφέρουν ή σε μια πραγματική αύξηση», διευκρινίζει η υπηρεσία αυτή στο AFP.
Τα στοιχεία αυτά θέτουν σε κάθε περίπτωση σε συναγερμό την κυβέρνηση, η οποία ανακοίνωσε στις αρχές Μαρτίου τη συγκρότηση μιας επιτροπής εργασίας. Σκοπός: να υπάρξει μια καλύτερη υποδοχή των νέων στη διάρκεια του πρώτου έτους, που είναι «κρίσιμο» για την προσαρμογή τους στο πανεπιστήμιο.
«Τα πανεπιστήμιά μας είναι κορυφαία παγκοσμίως σε τόσους πολλούς τομείς και θέλω να είναι καλύτερα στη διάθεση μέσων για την ψυχική υγεία», δήλωσε ο υφυπουργός Παιδείας Ντάμιαν Χιντς.
Η ένωση Universities UK, που εκπροσωπεί τα πανεπιστήμια της χώρας, οργάνωσε από την πλευρά της μια ολόκληρη ημέρα με διαλέξεις για το θέμα αυτό.
Ο Άντριου Χιλ, διευθυντής μιας ομάδας ερευνών για την ευζωία στο Πανεπιστήμιο του Γιορκ Σεντ Τζον, δείχνει ως υπαίτιο την αυξανόμενη τελειομανία μεταξύ των φοιτητών που έχουν «μη ρεαλιστικές προσδοκίες», οι οποίες δεν τους βοηθούν να αντιμετωπίσουν την αποτυχία. Φοβούνται «να κάνουν λάθος», φοβούνται πως «οι άλλοι θα τους ανακαλύψουν»: η αυστηρή αυτοκριτική» τους μπορεί να τους οδηγήσει στην «απομόνωση», εξηγεί στο AFP.
«Δεν είναι πλέον αρκετό να έχεις ένα πτυχίο», προσθέτει η Ντομινίκ Τόμσον για την οποία η αύξηση των ψυχικών διαταραχών στους φοιτητές είναι ένα διεθνές πρόβλημα.
Σε έναν κόσμο όπου «όλα έχουν γίνει ανταγωνιστικά: το μαγείρεμα, το ράψιμο, η ζωγραφική… οι φοιτητές είναι στο πόδι 24 ώρες το 24ωρο» και η δραστηριότητά τους στους ιστοτόπους κοινωνικής δικτύωσης αυξάνει ακόμη περισσότερο την πίεση. «Είναι πολύ σκληρό για τους φοιτητές να χαλαρώσουν».
Αυτή η πίεση αυξάνεται από τους γονείς που «υπερεπενδύουν», που οργανώνουν τη ζωή των παιδιών τους έτσι ώστε «να μην έχουν τίποτε άλλο να κάνουν από το να συγκεντρωθούν στις σημειώσεις τους ή στο βιολί τους», προσθέτει.
Πώς να ελαφρύνει αυτό το βάρος; Η Ντομινίκ Τόμσον συνιστά στα πανεπιστήμια να οργανώσουν «μη ανταγωνιστικές» δραστηριότητες, «για διασκέδαση», και να δείξουν στους φοιτητές πως «η αποτυχία δεν συνιστά πρόβλημα».
Ο Άντριου Χιλ προτείνει «μια βασική κατάρτιση» του προσωπικού ώστε «να μπορεί να αναγνωρίζει τα συμπτώματα και τα προβλήματα ψυχικής υγείας».
Ο Γκρεγκ θυμάται ότι είχε ζητήσει βοήθεια το 2013, χωρίς επιτυχία. «Αφού μου πρότειναν ορισμένα βιβλία, τηλεφωνικούς αριθμούς για να καλέσω, μού πρότειναν να συζητήσουμε, για να επανέλθω στον εαυτό μου… οκτώ εβδομάδες μετά. Αυτό μου προκάλεσε απελπισία, είπα ότι είχα αλλάξει γνώμη».
Εδώ και μερικά χρόνια τα πανεπιστήμια προσπαθούν να αλλάξουν προσέγγιση.
«Προηγουμένως, όπως πολλά πανεπιστήμια, είχαμε την τάση να ανησυχούμε (για την ψυχική υγεία) από τη στιγμή που οι φοιτητές χρειάζονταν επιπλέον υποστήριξη», εξηγεί στο AFP ο Μαρκ Έιμς, ο οποίος διευθύνει τις φοιτητικές υπηρεσίες στο πανεπιστήμιο του Μπρίστολ.
Το πανεπιστημιακό ίδρυμα, που συγκλονίζεται από τουλάχιστον εννέα αυτοκτονίες φοιτητών από το 2016, εγκαινίασε τον Σεπτέμβριο δύο περισσότερο «προδραστικές» υπηρεσίες. Οι εξήντα υπάλληλοι προσπαθούν να βοηθήσουν τους φοιτητές να αντιληφθούν «τη σημασία που έχει να νιώθουν καλά», παροτρύνοντάς τους να κοιμούνται περισσότερο, για παράδειγμα.
Το πανεπιστήμιο επανεξετάζει επίσης το σύστημα αξιολόγησης και τη συχνότητα των εξετάσεων, διευκρινίζει ο Μαρκ Έιμς. Όμως πρόσφατα το πανεπιστήμιο έγινε πρωτοσέλιδος τίτλος στις εφημερίδες με γονείς να το κατηγορούν ότι δεν κατάφερε να αντιδράσει στις εκκλήσεις για βοήθεια της εικοσάχρονης κόρης τους, Νατάσα Έιμπραχαρτ, που απαγχονίστηκε τον Απρίλιο του 2018 πριν από μία προφορική εξέταση που την «τρόμαζε».
Τόσο το πανεπιστήμιο του Μπρίστολ όσο και αυτό του Μπέρμιγχαμ κατηγορήθηκαν από τον Τύπο το φθινόπωρο πως δεν διαθέτουν ειδική πολιτική. Σήμερα το δεύτερο δηλώνει στο AFP ότι «εργάζεται» για την επεξεργασία «ενός μοναδικού στρατηγικού πλαισίου» ώστε να μην ενεργεί πλέον μόνο κατά περίπτωση, ενώ η Σχολή Οικονομικών του Λονδίνου [London School of Economics] δηλώνει ότι «οριστικοποιεί» έναν καταστατικό χάρτη.
Ο Γκρεγκ χαιρετίζει αυτή τη βούληση για αλλαγή. Έπειτα από πέντε χρόνια “διακοπής”, ο νεαρός άνδρας ξαναπήρε τον δρόμο του πανεπιστημίου. Αυτή τη φορά σπουδάζει γεωλογία. Όμως βρήκε την υποστήριξη προκειμένου να επαναπροσδιορίσει την ευτυχία εκτός της πανεπιστημιούπολης: πηγαίνει δύο φορές τον μήνα σε ομαδικές θεραπείες που παρέχει η υπηρεσία δημόσιας υγείας.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ