Ο Άγιος Σέργιος του Ραντονέζ, ο λύχνος του κόσμου
Ο Σέργιος γεννήθηκε το 1314 και ήταν ο δεύτερος από τους τρεις γιούς του Κυρίλλου και της Μαρίας, ζεύγους ευσεβών βογιάρων, οι οποίοι διακρίνονταν για τον πλούτο και την ισχύ τους στην ηγεμονία του Ροστώφ.
Λέξεις: Παναγιώτης Καμπάνης
Δρ. Αρχαιολόγος –Ιστορικός, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, Μεταδιδακτορικός ερευνητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Ο Άγιος Σέργιος του Ραντονέζ με σκηνές από το βίο του, 18ος αι.
Ο Σέργιος γεννήθηκε το 1314 και ήταν ο δεύτερος από τους τρεις γιούς του Κυρίλλου και της Μαρίας, ζεύγους ευσεβών βογιάρων, οι οποίοι διακρίνονταν για τον πλούτο και την ισχύ τους στην ηγεμονία του Ροστώφ. Το κοσμικό του όνομα ήταν Βαρθολομαίος.
Σύμφωνα με το Βίο του, λίγες ημέρες πριν από την γέννησή του, ο Θεός προμήνησε τη μελλοντική δόξα του δούλου του. Μια Κυριακή φώναξε δυνατά τρεις φορές κατά την διάρκεια της θείας Λειτουργίας μέσα από την κοιλιά της μητέρας του, ενώ όταν γεννήθηκε τις Τετάρτες, τις Παρασκευές και όταν η μητέρα του έτρωγε κρέας, αρνούταν να θηλάσει το μητρικό γάλα.
Σε ηλικία επτά ετών, ο Βαρθολομαίος στάλθηκε από τους γονείς του να μάθει γράμματα. Παρ’ όλη όμως την επιμέλειά του, δεν προόδευε και με πολλά δάκρυα ζητούσε την θεία βοήθεια. Τότε του συνέβη κάτι παρόμοιο με αυτό του Σαούλ (βλ. Α΄ Βασ. κεφ. 9). Μία ημέρα ο πατέρας του τον έστειλε να βρει τα χαμένα τους άλογα και ο Βαρθολομαίος συνάντησε έναν ιερομόναχο που προσευχόταν κάτω από μία βελανιδιά. Με απλότητα του είπε την δυσκολία του και ο γέροντας τον ευλόγησε και του έδωσε να φάει ένα κομμάτι πρόσφορο ως σημείο της χάριτος του Θεού για την κατανόηση των γραμμάτων. Του προφήτευσε δε ότι θα γίνει κατοικητήριο της Αγίας Τριάδος και θα οδηγήσει πολλούς στην κατανόηση του θείου θελήματος.
Μετά το περιστατικό αυτό, άνοιξαν οι οφθαλμοί του νου του και ο Βαρθολομαίος με ζήλο παρακολουθούσε τις εκκλησιαστικές ακολουθίες και μελετούσε την Αγία Γραφή. Νωρίς άρχισε και αυστηρή νηστεία. Την Τετάρτη και την Παρασκευή έμενε τελείως άσιτος, ενώ τις άλλες ημέρες του αρκούσε ξερό ψωμί και νερό.
Τον καιρό εκείνο, λόγω της κατάληψης του Ροστώφ από τον μεγάλο ηγεμόνα της Μόσχας Ιωάννη Καλιτά, ο πατέρας του πτώχευσε και γύρω στο 1330 αναγκάσθηκε να μετοικήσει με την οικογένειά του στο Ραντονέζ. Ο Βαρθολομαίος παρέμεινε κοντά στους ηλικιωμένους γονείς του, έως ότου έγιναν μοναχοί και αναπαύθηκαν στην μονή της Θεοτόκου, στο Χότκωφ.
Αποδεσμευμένος τότε από κάθε φροντίδα, με την βοήθεια του αδελφού του Στεφάνου, ο οποίος μετά τον αιφνίδιο θάνατο της γυναίκας του είχε γίνει μοναχός, τόπο κατάλληλο για ησυχαστική ζωή. Μετά από πολλές έρευνες βρήκε κάποιο ξέφωτο στην καρδιά ενός παρθένου δάσους, δέκα χιλιόμετρα μακριά από το Ραντονέζ. Με κορμούς δένδρων έφτιαξαν μια καλύβα και μια μικρή εκκλησία, την οποίαν αφιέρωσαν στην Αγία Τριάδα.
Ο Στέφανος όμως δεν άντεχε στις στερήσεις της ερήμου και σύντομα αναχώρησε για την μονή των Θεοφανείων (Μπογκογιαβλένσκυ), στη Μόσχα. Μένοντας ολομόναχος ο Βαρθολομαίος δεν αποθαρρύνθηκε. Το 1337, σε ηλικία είκοσι τριών ετών, έλαβε από τον ηγούμενο Μητροφάνη το μοναχικό σχήμα και ονομάσθηκε Σέργιος. Την περίοδο αυτή μόνο ο Θεός γνωρίζει τους αγώνες και τις δοκιμασίες του από τις επιθέσεις των δαιμόνων μέσα στην άγρια μοναξιά του δάσους, που την διέσχιζαν τα ουρλιαχτά των λύκων και των αρκούδων. Τα θηρία πολλές φορές έφθαναν ως την καλύβα του. Ο Σέργιος γρήγορα συμφιλιώθηκε με μια αρκούδα, που τον επισκεπτόταν καθημερινά, για να βρει λίγη τροφή. Μαζί της μοιραζόταν το λιγοστό ψωμί του, τοποθετώντας το μερίδιό της επάνω σε ένα κούτσουρο. Αν το ψωμί ήταν ελάχιστο, το έδινε σε εκείνην, για να μην την απογοητεύσει, και αυτός έμενε νηστικός.
Φορητή εικόνα του αγίου Σεργίου, 16ος αι
Ύστερα από δύο περίπου χρόνια τέλειας απομόνωσης, σιγά-σιγά συναθροίσθηκαν κοντά του δώδεκα αδελφοί. Ο καθένας έκτιζε το κελί του και φρόντιζε μόνος για την εξεύρεση των αναγκαίων. Καθημερινά τελούσαν από κοινού στην εκκλησία όλες τις ακολουθίες. Για τη θεία λειτουργία καλούσαν Ιερέα από το κοντινό χωριό. Παρά την υποτυπώδη κοινή διαβίωση, ο όσιος με πολλή ταπείνωση διακονούσε τη μικρή αδελφότητα. Έκοβε ξύλα από το δάσος, άλεθε το σιτάρι, ζύμωνε και φούρνιζε τα ψωμιά, μαγείρευε, μετέφερε νερό και το άφηνε μπροστά σε κάθε κελί, έραβε ρούχα, επιδιόρθωνε υποδήματα. Με την έμπρακτη αυτή αγάπη προς τους αδελφούς, τους έδιδε στα ανθρώπινα μέτρα μία εικόνα της τελείας κοινωνίας των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος, ώστε προσβλέποντας προς αυτήν οι μοναχοί του να αντικατοπτρίζουν στη ζωή τους την αμοιβαία θεϊκή αγάπη και ενότητα εν ελευθερία.
Σύντομα, ήλθε να ζήση μαζί τους και ο ηγούμενος Μητροφάνης, που είχε κάρει τον Σέργιο μοναχό. Όταν μετά από ένα χρόνο αναπαύθηκε, οι αδελφοί με επιμονή ζητούσαν από τον Σέργιο να γίνει αυτός ηγούμενος τους. Ο όσιος από ταπείνωση αρνήθηκε. Μετά όμως από παρακλήσεις και απειλές φοβήθηκε την κρίση του Θεού και υπέκυψε.
Το 1354 χειροτονήθηκε ιερεύς και ενθρονίσθηκε ηγούμενος από τον επίσκοπο Βολυνίας Αθανάσιο. Τελούσε καθημερινά την θεία λειτουργία και σε κάθε ακολουθία πήγαινε πρώτος στην εκκλησία. Τα πρόσφορα, τα κεριά και τα κόλλυβα τα ετοίμαζε πάντα μόνος του. Υπό την καθοδήγηση του οι αδελφοί την ημέρα ενάλλασσαν το χρόνο τους μεταξύ της προσευχής και της χειρωνακτικής εργασίας. Τη νύκτα οι ώρες ήσαν αφιερωμένες αποκλειστικά στο Θεό. Μετά το απόδειπνο απαγόρευε αυστηρά τις συζητήσεις μεταξύ των αδελφών και τις επισκέψεις στα κελιά.
Στην αρχή στερούνταν και τα πιο απαραίτητα. Για φωτισμό στις ακολουθίες χρησιμοποιούσαν δαδιά από σημύδα. Σε φλοιούς σημύδας επίσης ήσαν γραμμένα και τα λειτουργικά τους βιβλία. Για να χαλκεύσει την εμπιστοσύνη των μοναχών του στη θεία Πρόνοια, τους απαγόρευε αυστηρά να ζητούν ελεημοσύνες για τις ανάγκες τους.
Κάποτε, που υπέφεραν από μεγάλη έλλειψη τροφής, ο ίδιος ο όσιος, αφού έμεινε τελείως νηστικός τρεις ημέρες, την τέταρτη εργάσθηκε από το πρωί ανοίγοντας δρόμο μπροστά στο κελί του γέροντα Δανιήλ. Ως αμοιβή του ζήτησε λίγα κομμάτια μουχλιασμένο ψωμί, που δεν τα πήρε πριν από την ενάτη ώρα. Άλλη φορά πάλι, που αρκετοί από τους αδελφούς, πιεζόμενοι από την πείνα, γόγγυζαν εναντίον του και τον απειλούσαν πως θα τον εγκαταλείψουν και θα φύγουν, ο Θεός τους έστειλε με άγνωστους ευεργέτες άμαξες με πολλά τρόφιμα και προμήθειες.
Η Λαύρα του Αγίου Σεργίου του Ραντονέζ στην πόλη Σεργκίγιεβ Ποσάντ, γνωστή ως Ζαγκόρσκ
Κάποια νύκτα, καθώς ο όσιος προσευχόταν για τους μαθητές του, άκουσε φωνή: «Σέργιε! Ο Κύριος εισάκουσε τις προσευχές σου. Κοίταξε τι πλήθος συναθροίσθηκε γύρω σου εις το όνομα της Αγίας Τριάδος!». Ο Σέργιος άνοιξε το παράθυρο και είδε μέσα σε υπερκόσμιο φως, που καταύγαζε το νυκτερινό στερέωμα, χιλιάδες πουλιά να πετούνε επάνω και γύρω από την μονή, κελαηδώντας μια εξαίσια μελωδία. «Σαν αυτά τα πουλιά», συνέχισε η φωνή, «θα πληθήνουν οι μαθητές σου και δεν θα λείψουν ποτέ αυτοί που θα θελήσουν να ακολουθήσουν τα ίχνη σου».
Φορητή εικόνα του αγίου Σεργίου, 19ος αι
Περί το 1355 ο οικουμενικός πατριάρχης άγιος Φιλόθεος Κόκκινος έστειλε στον όσιο σταυρό, πολυσταύρι και σχήμα, συνοδευόμενα από μία επιστολή, στην οποία έγραφε: «Πληροφορηθήκαμε για τον ενάρετο κατά Θεόν βίο σας και αινέσαμε και δοξάσαμε τον Θεό. Ένα όμως κεφαλαιώδες σάς λείπει· δεν έχετε το Κοινόβιο. Γνωρίζεις, οσιώτατε, ότι και αυτός ο θεοπάτωρ προφήτης Δαβίδ τίποτε δεν εγκωμίασε τόσο, όσο το κοινόβιο λέγων· [Ιδού δή τί καλόν ή τί τερπνόν, αλλ’ ή το κατοικείν αδελφούς επί το αυτό;] (Ψαλμ. 132, 1). Γι’ αυτό και εμείς σάς δίνομε καλή συμβουλή να ιδρύσετε Κοινόβιο».
Ενθαρρυμένος και από τον μητροπολίτη Μόσχας Αλέξιο, ο όσιος εισήγαγε στην μονή πλήρες κοινοβιακό σύστημα· κανείς δεν μπορούσε να έχει κάτι υπό την κατοχή του ή να ονομάζει κάτι δικό του. Τα πάντα ήσαν κοινά κατά τις υποδείξεις των αγίων πατέρων. Αν και ο ίδιος παρέμεινε πιστός ακόλουθος της ησυχίας, δέχθηκε να αναλάβει την ευθύνη της κοινοβιακής ζωής. Για τον κάθε μαθητή του έγινε όχι μόνο ο ηγούμενος, αλλά και ο πατέρας και ο χειραγωγός εις Χριστόν.
Η συνεχής αύξηση των μαθητών του έφερε ευημερία στο μοναστήρι και ο όσιος, ακριβής τηρητής της μοναχικής ακτημοσύνης, θέσπισε τη φιλοξενία και τη φιλανθρωπία, ώστε να ξοδεύεται εκεί το «περίσσευμα». Η ουσιαστική αυτή αλλαγή στη ζωή της αδελφότητος δεν έγινε χωρίς αντιδράσεις. Μερικοί, δυσαρεστημένοι από το νέο σύστημα, γόγγυζαν για την πειθαρχία και τους περιορισμούς, τους οποίους επέβαλλε το κοινόβιο, και ήθελαν να παυθεί ο Σέργιος από ηγούμενος. Ο ίδιος ο αδελφός του Στέφανος, που είχε επανέλθει στο Μοναστήρι μαζί με τον μικρό του υιό Ιωάννη – τον μετέπειτα όσιο Θεόδωρο του Σιμονώφ– κάποια Κυριακή στον εσπερινό, ακούστηκε να φωνάζει δυνατά μέσα στην εκκλησία: «Ποιος είναι εδώ ο ηγούμενος; Εγώ δεν ήλθα πρώτος σ’ αυτόν τον τόπο;». Ο όσιος τον άκουσε μέσα από το ιερό, αλλά σιώπησε. Μετά την ακολουθία ανεχώρησε από το μοναστήρι και εγκαταστάθηκε σε έρημη τοποθεσία, κοντά στον ποταμό Κίρζατς, όπου ίδρυσε την μονή του Ευαγγελισμού. Αρκετοί αδελφοί τότε, μη υποφέροντας τη στέρηση του πνευματικού τους πατρός, ανήσυχοι τον αναζητούσαν. Τέλος, κατέφυγαν στον μητροπολίτη Αλέξιο, ο οποίος έδωσε εντολή στον Σέργιο να επιστρέψει στη μονή του, διότι η παρουσία του ήταν τόσο αναγκαία.
Όταν ο Αλέξιος διαισθάνθηκε το τέλος του, κάλεσε κοντά του τον Σέργιο, του πρόσφερε το αρχιερατικό του εγκόλπιο και προσπάθησε να τον πείσει να γίνει ο διάδοχός του στη Μητρόπολη της Μόσχας. Παρά την μεγάλη πίεση, ανυποχώρητος στην άρνησή του ο όσιος, με πολλή ταπείνωση τον βεβαίωνε ότι ήταν ο αμαρτωλότερος πάντων και ο πλέον ακατάλληλος για τις ευθύνες του υψηλού αυτού αξιώματος. Φοβούμενος ο Αλέξιος μήπως ο Σέργιος εξ αιτίας της πιέσεως αναχωρήσει από την περιοχή και τον χάσει τελείως, τον άφησε να επιστρέψει ήσυχος στη μονή του. Όταν το 1378 ο μητροπολίτης εκοιμήθη, οι πρίγκιπες έκαναν μία ακόμη προσπάθεια να πείσουν τον Σέργιο να αναλάβει την διαποίμανση της Ρωσικής Εκκλησίας. Ο όσιος και πάλι αρνήθηκε, και στο θρόνο, ύστερα από μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις, ανήλθε ο άγιος Κυπριανός.
Το 1380, ο μέγας ηγεμών της Μόσχας άγιος Δημήτριος Ιβάνοβιτς, προτού αντιμετωπίσει τον χαγάνο (δηλαδή τον αρχηγό των Τατάρων/Μογγόλων) Μαμάη, ο οποίος είχε αποφασίσει να κυριεύσει τη γη της Ρωσίας, πήγε να συμβουλευθεί τον όσιο. Εκείνος του προείπε τη νίκη, τον ευλόγησε και του έδωσε ως συντρόφους δύο από τους μοναχούς του. Η αναμέτρηση των Ρώσων με την απειράριθμη ταταρική στρατιά έγινε στην πεδιάδα του Κουλίκοβο, νότια του ποταμού Όκα, στις 8 Σεπτεμβρίου 1380. Κατά τη διάρκεια της μάχης ο όσιος προσευχόταν στην Λαύρα του μαζί με τους αδελφούς του. Με τους διορατικούς οφθαλμούς του έβλεπε την αίσια έκβαση των μαχών και έως την τελική κατατρόπωση του εχθρού πληροφορούσε τους αδελφούς, κατονόμαζε έναν-έναν τους πεσόντες και προσευχόταν για την ανάπαυση της ψυχής τους. Η περίφημη αυτή νίκη του Κουλίκοβο απετέλεσε την απαρχή της απελευθέρωσης της Ρωσίας από τον ταταρικό ζυγό και έπαιξε καθοριστικό ρόλο για το μέλλον της χώρας.
Ο μέγας ηγεμών της Μόσχας Δημήτριος Ιβάνοβιτς ευλογούμενος από τον άγιο πριν τη μάχη με τους Τατάρους στο Κουλίκοβο το 1380
Μία νύκτα, τέσσερα χρόνια πριν από την κοίμησή του, καθώς ο όσιος έψαλλε τους χαιρετισμούς μπροστά στην εικόνα της Θεοτόκου και προσευχόταν θερμά για το μοναστήρι του, τον επισκέφθηκε μέσα σε εκτυφλωτική φωτοχυσία η Παναγία, συνοδευμένη από τους αποστόλους Πέτρο και Ιωάννη. Ο όσιος έκθαμβος έπεσε στο έδαφος. Η Θεοτόκος τον έπιασε από το χέρι και είπε: «Μη φοβάσαι, εκλεκτέ μου! Ήλθα να σε επισκεφθώ. Οι προσευχές σου για τους μαθητές σου εισακούσθηκαν. Εγώ θα γίνω προστάτης της μονής σου, όχι μόνον τώρα που ζεις αλλά και μετά το θάνατό σου». Το όραμα αυτό ήταν και ένα σημείο πως πλησίαζε και το τέλος του. Προαισθανόμενος την αναχώρησή του από τα επίγεια έξι μήνες νωρίτερα, σύναξε την αδελφότητα, της υπέδειξε ως διάδοχό του τον Νίκωνα και αποσύρθηκε στην ησυχία για να προετοιμασθεί. Το Σεπτέμβριο αρρώστησε βαριά. Κάλεσε πάλι τους αδελφούς, τους έδωσε τις τελευταίες νουθεσίες και εκοιμήθη εν ειρήνη στις 25 Σεπτεμβρίου 1392, σε ηλικία εβδομήντα οκτώ ετών.
Η μονή του, γνωστή ως Λαύρα της Αγίας Τριάδος του Ζαγκόρσκ, παραμένει μέχρι σήμερα το κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής και ευλαβείας των Ρώσων. Η εκκλησία που φιλοξενεί και το λείψανό του φέρει εικόνες του γνωστού αγιογράφου Αντρέι Ρουμπλιώφ.
Η Λαύρα του Αγίου Σεργίου του Ραντονέζ στην πόλη Σεργκίγιεβ Ποσάντ, γνωστή ως Ζαγκόρσκ
Ο τάφος του αγίου στη Λαύρα του Ραντονέζ
Το έτος 2016 ανακηρύχθηκε επίσημα ως έτος Ελληνορωσικής φιλίας.