Η ακροδεξιά ενισχύεται γιατί οι ελίτ απομακρύνονται από τον πληθυσμό
Η επιχειρηματική ελίτ είναι ακόμα πολύ κλειστή. Αν δούμε τις 100 μεγαλύτερες εταιρείες για το 2018, φαίνεται ότι εδώ και δεκαετίες τα τέσσερα πέμπτα των μελών του διοικητικού συμβουλίου και ο πρόεδρος του εποπτικού συμβουλίου ανήκουν σε συγκεκριμένες οικογένειες ή στην ανώτερη τάξη - δηλαδή στο 4-5% του πληθυσμού. Μια πολύ μικρή ομάδα παίρνει τις αποφάσεις για το προσωπικό, επιλέγοντας ανθρώπους που τους αρέσουν
Πώς θα μπορούσαν οι ακροδεξιοί λαϊκιστές στη Γερμανία να έχουν γίνει τόσο ισχυροί; Για τον κοινωνιολόγο Μίκαελ Χάρτμαν αυτό οφείλεται επίσης στο ότι η κοινωνική προέλευση των πολιτικών έχει αλλάξει. Καθηγητής Κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο του Darmstadt μέχρι τη συνταξιοδότησή του το 2014, ο Μίκαελ Χάρτμαν στο νέο βιβλίο, με τίτλο «Εγκατάλειψη: Πως οι ελίτ απειλούν τη Δημοκρατία», εκτιμά ότι η στάση της ελίτ προκαλεί πολιτική δυσαρέσκεια και τροφοδοτεί τον ακροδεξιό λαϊκισμό.
Σε συνέντευξή του στην SZ ο Χάρτμαν τονίζει ότι στον όρο «ελίτ» περιλαμβάνει «τους ανθρώπους που μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά τις κοινωνικές εξελίξεις. Εν ολίγοις, αυτό σημαίνει: ποιος έχει τη δύναμη. Ανάλογα με τα όρια που θέτουμε, στη γερμανική ελίτ περιλαμβάνονται σήμερα 1.000 έως 4.000 άνθρωποι, οι περισσότεροι από τους οποίους δραστηριοποιούνται σε τομείς όπως οι επιχειρήσεις, η πολιτική ή η δημόσια διοίκηση, αλλά ορισμένοι επίσης σε αθλητικές ή φιλανθρωπικές οργανώσεις…Οι ελίτ έχουν – σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο – όλο και πιο πολύ απομακρυνθεί από τον πληθυσμό, τόσο από την άποψη του κοινωνικού τους πεδίου, όσο και λογω της σκέψης και τη δράση τους.
Ερωτηθείς για τη σύνθεση της ελίτ στη Γερμανία ο καθηγητής Χάρτμαν στέκεται ιδιαίτερα στην οικονομική και πολιτική ελίτ. «Η επιχειρηματική ελίτ είναι ακόμα πολύ κλειστή. Αν δούμε τις 100 μεγαλύτερες εταιρείες για το 2018, φαίνεται ότι εδώ και δεκαετίες τα τέσσερα πέμπτα των μελών του διοικητικού συμβουλίου και ο πρόεδρος του εποπτικού συμβουλίου ανήκουν σε συγκεκριμένες οικογένειες ή στην ανώτερη τάξη – δηλαδή στο 4-5% του πληθυσμού. Μια πολύ μικρή ομάδα παίρνει τις αποφάσεις για το προσωπικό, επιλέγοντας ανθρώπους που τους αρέσουν».
-Και τι γίνεται με την πολιτική; ερωτάται ο Χάρτμαν.
«Για πολύ καιρό η πολιτική ήταν ο αντίποδας της οικονομίας, ήταν η πιο κοινωνικά ανοιχτή ελίτ. Περίπου τα δύο τρίτα των κορυφαίων πολιτικών προέρχονταν από τον γενικό πληθυσμό, ένα σημαντικό μέρος αυτών από την εργατική τάξη. Μόλις το ένα τρίτο προέρχοταν από την αστική και την ανώτερη μεσαία τάξη. Στο διάστημα μεταξύ του 1999 και του 2009, αυτό το ποσοστό αντιστράφηκε. Σήμερα η αναλογία αυτή είναι περίπου πενήντα-πενήντα.
-Ποιοί είναι οι λόγοι αυτής της αλλαγής;
«Για παράδειγμα, στο Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα τα προηγούμενα χρόνια άλλαξαν πολύ. Η επιρροή των κατώτερων επιτροπών του κόμματος στην κορυφή έχει υποχωρήσει και η ιδιότητα μέλους έχει αλλάξει – το ποσοστό των εργαζομένων είχε μειωθεί σημαντικά και έχει αυξηθεί το ποσοστό των ακαδημαϊκων. Και στους Πράσινους, ο αριθμός των ακαδημαϊκών ήταν πάντα μεγάλος».
Ο Χάρτμαν στο βιβλίο του γράφει ότι η ελίτ προωθεί νεοφιλελεύθερη πολιτική και η εφημερίδα τον ρωτά πως φτάνει σε αυτό το συμπέρασμα.
«Τα πλουσιότερα άτομα που έχουν μεγαλώσει στις ελίτ, προβληματίζονται λιγότερο για τις κοινωνικές αδικίες. Αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας μεγάλης κλίμακας μελέτης που πραγματοποίησα το 2012. Αυτό δεν σημαίνει ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι διεφθαρμένοι, οι περισσότεροι είναι ισχυροί και ειλικρινά πιστεύουν ότι αυτό που κάνουν είναι καλύτερο για την επιχείρησή τους, το κράτος ή την κοινωνία. Το πρόβλημα είναι ότι, λόγω της προέλευσής τους, αντιλαμβάνονται διαφορετικά την κοινωνική πραγματικότητα – και θεωρούν ότι αυτή η αντίληψη είναι η μόνη σημαντική. Κάποιος που ζούσε πάντα με μια μεγάλη ακίνητη περιουσία δεν μπορεί να φανταστεί την έλλειψη στέγης στις γερμανικές πόλεις».
-Οσο για τους πολιτικούς ;
«Ρίξτε μια ματιά στα φορολογικά μέτρα της τελευταίας δεκαετίας: διευκολύνουν τους πλούσιους. Οι πολιτικοί επωφελούνται από αυτό, αλλά δεν ειναι αυτός ο λόγος που παίρνουν αυτές τις αποφάσεις. Πιστεύουν απλώς ότι είναι ο σωστός τρόπος για την τόνωση της οικονομίας – και όλες οι άλλες παραλλαγές δεν εξετάζονται».
Στο βιβλίο του ο Χάρτμαν εστιάζει την προσοχή του στην έλλειψη παιδιών εργατικής τάξης στην ελίτ, αλλά όχι στην έλλειψη οικογενειών μεταναστών ή γυναικών. «Άρα, τα συμφέροντά τους δεν εκπροσωπούνται επαρκώς;» ερωτάται.
«Αυτό είναι σωστό, εστιάζω την προσοχή μου στο κοινωνικό υπόβαθρο. Αλλά κατά τη γνώμη μου, αυτό είναι σήμερα το σοβαρότερο πρόβλημα για τη συνολική κοινωνική ανάπτυξη. Η αύξηση των κοινωνικών διαφορών αποτελεί την εξήγηση, για παράδειγμα, γιατί η συζήτηση για τους πρόσφυγες διεξάγεται με τόσο τόσο τρομακτικό τρόπο.
Η συμπεριφορά της ελίτ υπεύθυνη για την άνοδο του ξενοφοβου AfD
-Αυτό σημαίνει ότι η συμπεριφορά των γερμανικών ελίτ είναι υπεύθυνη για το γεγονός ότι η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) έχει γίνει τόσο ισχυρή;
«Ναι» απαντά ο Χάρτμαν, τονίζοντας πάντως ότι «δεν πρόκειται για τη συμπεριφορά των ατόμων, αλλά για τη συγκεκριμένη πολιτική που εφαρμόστηκε. Μεγάλα τμήματα των ελίτ συμφωνούν μέχρι σήμερα ότι ήταν σωστή η πολιτική που ακολουθήθηκε τα τελευταία είκοσι χρόνια – είτε αυτό είναι ατζεντα Hartz IV είτε οι φορολογικές περικοπές. Όλα αυτά που συνέβαλαν στην κοινωνική ανισορροπία παρουσιάζονται δήθεν ως μια εναλλακτική λύση στην παγκοσμιοποίηση…Η εξέταση των αποτελεσμάτων των εκλογών δείχνει ότι οι ψηφοφόροι της AfD τείνουν να επικεντρώνονται κυρίως στις περιοχές εκείνες όπου η οικονομική κατάσταση είναι δύσκολη. Και το κόμμα βρίσκει δυσανάλογη έγκριση στο φτωχότερο τμήμα του πληθυσμού».
-Πώς θα μπορούσε να μειωθεί αυτή η αποξένωση μεταξύ του πληθυσμού και της πολιτικής ελίτ;
«Όσον αφορά το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, θα πρέπει να αλλάξει ένα μεγάλο μέρος του ανώτατου στελεχιακού δυναμικού του, επειδή όλοι συνδέονται με την πολιτική των τελευταίων 20 ετών. Θα πρέπει να ανανεωθεί, όπως το Εργατικό στη Βρετανία, από τα κάτω. Θα μπορούσαμε επίσης να σκεφτούμε μήπως τα κόμματα πρέπει να εισάγουν ποσοστώσεις από εκπροσώπους της εργατικής τάξης κατά τρόπο ουσιαστικά παρόμοιο με τις ποσοστώσεις των γυναικών. Παρεμπιπτόντως, αυτό θα ήταν ευπρόσδεκτο σε όλες τις κοινωνικές ελίτ – για παράδειγμα και στην οικονομία, την επιστήμη και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αλλά φυσικά είναι δύσκολο να επιβληθεί, επειδή με τις ποσοστώσεις είναι πάντα σαφές ποιοι είναι οι χαμένοι: όσοι επωφελούνται από τις υπάρχουσες συνθήκες».
ΠΗΓΗ: SZ ΑΠΕ