Αλήθειες και μύθοι γύρω από τον βρεφικό ύπνο
Ένα ζήτημα που απασχολεί έντονα σχεδόν όλους τους νέους γονείς.
Δεν γίνεται να είσαι… φρέσκος γονιός και να μην έχει δεχτείς την ερώτηση «Κοιμάστε τα βράδια τώρα που έχετε τον μικρό/την μικρή;». Μια ερώτηση που ανεξαρτήτως φυσικά απάντηση που θα δώσεις θα συνεχιστεί με τη φράση «Εμένα ο δικός μου/η δική μου…».
Πολλοί γονείς περιμένουν πότε το μωρό τους θα -αποφασίσει να- κοιμηθεί το βράδυ. Τα τελευταία χρόνια έχει δημιουργηθεί μια βιομηχανία από sleep coaches, βιβλία και άρθρα, που προσπαθούν να βοηθήσουν τις οικογένειες να πετύχουν το… ιερό δισκοπότηρο της ανάπτυξης ενός μωρού. Δηλαδή, του να κοιμάται τα βράδια, παίρνοντας παράλληλα και τους απαραίτητους υπνάκους κατά τη διάρκεια της ημέρας. Ακόμα και παιδίατροι προειδοποιούν τους γονείς ότι τα παραπάνω σχετίζονται με με την ανάπτυξη ενός παιδιού σε βρεφική ηλικία.
«Ο τρόπος με τον οποίο κοιμόμαστε τώρα, είναι κάπως περίεργος, με μια εξελικτική έννοια, γιατί δεν έχουμε συνηθίσει να κοιμόμαστε σαν… νεκροί για ένα διάστημα 8 ωρών και να μην ξυπνάμε μέσα σε απόλυτη σιωπή και σκοτάδι» λέει η Helen Ball, καθηγήτρια ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο Durham και διευθύντρια του Durham Infancy and Sleep Center. «Και αυτό επηρεάζει και τον τρόπο αντιμετώπισης των μωρών».
Το να ανησυχείς για το αν κοιμάται καλά το μωρό σου δεν είναι κάτι καινούργιο. Οι πρώτες «επιστημονικές» κατευθυντήριες γραμμές για το θέμα εντοπίζονται το 1897 όταν σε ένα βιβλίο για τον ύπνο ένας Ρώσος επιστήμονας συνιστά τα νεογέννητα να κοιμούνται 22 ώρες τη μέρα. Σε όλη τη διάρκεια του αιώνα, οι προτεινόμενες αυτές ώρες μειώθηκαν, όμως πάντα υπήρχε μια απόκλιση μεταξύ του συνιστάμενου ύπνου και το πόσο τελικά κοιμούνται τα μωρά στην πράξη, με αποτέλεσμα οι γονείς να συνεχίζουν να ανησυχούν.
Οι ειδικοί συμφωνούν ότι ο ύπνος είναι ζωτικής σημασίας για τα μωρά, τα παιδιά και κατ’ επέκταση τους ενήλικες. Η έλλειψη ύπνου έχει συσχετιστεί με καρδιομεταβολικούς παράγοντες κινδύνου, αυξημένο κίνδυνο ΔΕΠΥ (Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας), χαμηλή γνωστική απόδοση, ακαδημαϊκά επιτεύγματα και ποιότητα ζωής.
Πολλά βέβαια από τα μακροπρόθεσμα ευρήματα αφορούν παιδιά σχολικής ηλικίας και όχι μωρά. Και είναι πάντα συσχετισμοί και όχι αιτίες.
Είναι πιθανό η σχέση ύπνου – ανάπτυξης να είναι αμφίδρομη. Βραχυπρόθεσμες τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες δοκιμές έδειξαν ότι τα κουρασμένα βρέφη αντιμετώπισαν πιο δύσκολα ένα αγχωτικό επεισόδιο από τα νήπια σε εγρήγορση.
Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι πρέπει να κρατάμε σκόπιμα ένα παιδί ξύπνιο ή ότι κάθε μωρό χρειάζεται 12 ώρες αδιάκοπου ύπνου τη μέρα και πολλούς ενδιάμεσους ανάμεσα.
«Όπως ο ύπνος διαφέρει μεταξύ των ενηλίκων, αυτό συμβαίνει και στα μωρά» λέει η Alice Gregory, καθηγήτρια ψυχολογίας που ειδικεύεται στον ύπνο στο Πανεπιστήμιο Goldsmiths του Λονδίνου και συγγραφέας του βιβλίου Nodding Off: The Science of Sleep.
Επισημαίνει ότι αυτό που προτείνεται από το Εθνικό Ίδρυμα Ύπνου των ΗΠΑ είναι ότι τα μωρά ηλικίας άνω των 3 μηνών θα πρέπει να κοιμούνται 14-17 ώρες σε ένα 24ωρο, αλλά ότι μπορεί να αρκούν και 11 έως 19 ώρες. Δεν γίνονται ωστόσο συστάσεις για τα μωρά κάτω από αυτή την ηλικία, ούτε αναφορές στον μεσημεριανό σε σχέση με τον βραδινό ύπνο.
«Αυτές οι ελαφρώς διαφορετικές κατευθυντήριες γραμμές υπογραμμίζουν το γεγονός ότι ακόμη και κορυφαίοι ειδικοί διαφωνούν σχετικά με τον βρεφικό ύπνο», λέει η Gregory.
Βάζοντας πρόγραμμα
Τι γίνεται με την τήρηση μιας προκαθορισμένης ρουτίνας που βάζει σε πρόγραμμα τους υπνάκους (και τα ταΐσματα) μέσα στη μέρα ή το νυχτερινό πρόγραμμα που είναι γνωστό ως επτά-επτά (δηλαδή το μωρό κοιμάται στις 19:00 και ξυπνάει στις 07:00) και θεωρείται ως το «χρυσό» πρότυπο από βιβλία και εκπαιδευτές ύπνου;
Τις πρώτες μέρες, αυτό το πρόγραμμα μπορεί να είναι ιδιαίτερα δύσκολο να ακολουθηθεί. Αυτό συμβαίνει επειδή οι φυσιολογικές λειτουργίες που λένε στους ενήλικες ότι η νύχτα είναι για ύπνο, όπως η έκκριση μελατονίνης και ο ρυθμός της θερμοκρασίας του σώματος, δεν αρχίζουν να εμφανίζονται μέχρι την ηλικία των οκτώ έως έντεκα εβδομάδων σε υγιή, τελειόμηνα μωρά. Η έκθεση των νεογνών στο φως κατά τη διάρκεια της ημέρας και στο σκοτάδι τη νύχτα μπορεί να βοηθήσει να λειτουργήσουν αυτά τα συστήματα.
«Η κύρια θεωρία της ρύθμισης του ύπνου προτείνει ότι υπάρχουν δύο διαδικασίες που ελέγχουν τον ύπνο και το ξύπνημα», λέει η Gregory. «Η πρώτη είναι η ομοιοστατική διαδικασία (η ιδέα ότι όσο όσο περισσότερο είμαστε ξύπνιοι τόσο πιο πολύ κοιμόμαστε) και η δεύτερη είναι η κιρκαδική διαδικασία (μια διαδικασία που μοιάζει με ρολόι, η οποία έχει ως αποτέλεσμα να είναι πιο πιθανό να νυστάζουμε ή να είμαστε σε εγρήγορση ορισμένες ώρες της ημέρας και της νύχτας).
«Και οι δύο διαδικασίες είναι ανεπαρκώς ανεπτυγμένες στα μωρά, γεγονός που ευθύνεται για τις διαφορές στον ύπνο τους σε σύγκριση με τους ενήλικες».
Σε παγκόσμιο πλαίσιο η ώρα ύπνου στις 19:00 μπορεί να είναι αρκετά αυθαίρετη. Σε πολλούς πολιτισμούς, τα μωρά και τα παιδιά κοιμούνται αργότερα – γύρω στις 22:45 στη Μέση Ανατολή, 21:45 στην Ασία και στις 22:00 στην Ιταλία – και ξυπνούν επίσης αργότερα.
Υπάρχουν επίσης περιορισμένες ενδείξεις ότι τα μικρότερα παιδιά απελευθερώνουν μελατονίνη, που μας προκαλεί υπνηλία, νωρίτερα το βράδυ από τους ενήλικες. Αλλά δεν είναι τόσο νωρίς όσο νομίζουν πολλοί. Μια μικρή μελέτη στο Πρόβιντενς του Ρόουντ Άιλαντ διαπίστωσε, για παράδειγμα, ότι ακόμη και στις ΗΠΑ, όπου τα παιδιά τείνουν να κοιμούνται νωρίς, το μέσο νήπιο δεν παρουσίασε αμυδρή εμφάνιση μελατονίνης μέχρι τις 19:40. Ο μεσημεριανός ύπνος μπορεί επίσης να ωθήσει στην απελευθέρωση μελατονίνης. Και αξίζει να σημειωθεί ότι επειδή αυτή η απελευθέρωση ορμόνης είναι μια διαδικασία και όχι ένας διακόπτης on-off, αυτό δεν σημαίνει ότι στις 19:40 είναι η βέλτιστη ώρα ύπνου. Θα μπορούσε να είναι και αργότερα.
Για ορισμένες οικογένειες το «επτά-επτά» μπορεί να λειτουργεί άψογα. Για άλλες πάλι όχι. Και αν ένα παιδί δε θέλει ακόμα να κοιμηθεί δεν αποκλείεται να αντιδράσει. Ή μπορεί να κοιμηθεί όντως στις 19:00, αλλά να ξυπνήσει νωρίτερα το πρωί ή για αρκετή ώρα κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Η παρατήρηση και η παρακολούθηση των αναγκών του μωρού μπορεί επίσης να ωφελήσει την ψυχική υγεία των γονιών.
Το να βάλεις μια ρουτίνα και να προσπαθείς να την ακολουθήσει το παιδί οδηγούν σε υψηλά επίπεδα άγχους τις μητέρες. Μελέτη που συνέταξε ο Brown διαπίστωσε ότι οι μητέρες που χρησιμοποιούσαν βιβλία που προωθούν αυστηρές ρουτίνες για τα παιδιά ήταν πιο πιθανό να πουν ότι ένιωθαν κατάθλιψη, άγχος και λιγότερη αυτοπεποίθηση για τις ικανότητές τους ως γονείς.
«Πάντα λέω στους γονείς, αν το μωρό σας κατά τη διάρκεια της ημέρας είναι γενικά χαρούμενο, τότε μάλλον είναι καλά. Αν γκρινιάζει ή είναι οξύθυμο, ίσως φταίει ο ύπνος του», λέει ο Hiscock.
Το να κοιμηθεί βέβαια ένα μωρό αδιάκοπα για 12 ώρες, μπορεί να το θέσει σε κίνδυνο.
Όλοι οι άνθρωποι ξυπνούν μεταξύ των κύκλων ύπνου. Ως ενήλικες, ικανοποιούμε τις βασικές μας ανάγκες (χρειαζόμαστε άλλη κουβέρτα ή πάμε στην τουαλέτα) ή μπορεί να θυμηθούμε κάτι που μας απασχολεί για τη δουλειά μας και να ξυπνήσουμε, πριν μας πάρει ξανά ο ύπνος. Μπορεί το επόμενο πρωί να μην το θυμάσαι.
Τα μωρά δεν μπορούν να καλύψουν τις δικές τους ανάγκες. Άρα δεν είναι καθόλου περίεργο να ξυπνήσουν εντελώς. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αν πεινάνε. Το μητρικό γάλα αντί να είναι πλούσιο σε λιπαρά -που θα χορτάσει ένα μωρό και θα του επέτρεπε να μείνει μόνο του για μεγαλύτερες περιόδους- έχει υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη, το οποίο αφομοιώνεται γρήγορα και απαιτεί συχνότερα ταΐσματα. Προσθέστε σε αυτό το γεγονός ότι τα νεογέννητα έχουν μικροσκοπικά στομάχια, που κρατούν μόλις 20 ml κάθε φορά (περίπου τέσσερα κουταλάκια του γλυκού), και είναι σαφές γιατί πρέπει να τρέφονται τόσο συχνά μέρα και νύχτα.
«Τα μικρά μωρά ξυπνούν. Αυτό κάνουν. Ξυπνάνε και τρώνε». λέει η Wendy Hall, ομότιμη καθηγήτρια στη Σχολή Νοσηλευτικής του Πανεπιστημίου της Βρετανικής Κολούμπια και μακροχρόνια παιδιατρική ερευνήτρια ύπνου «Με την πάροδο του χρόνου αρχίζουν να αναπτύσσουν μια μεγαλύτερη βιολογική περίοδο ύπνου τη νύχτα. Μέχρι τους τρεις μήνες, μπορεί να είναι πέντε ή έξι ώρες αν τα πάτε καλά. Και αυτό είναι ένα δώρο. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν σηκώνεστε δύο ή τρεις φορές τη νύχτα για να τα ταΐζετε».
Καθώς τα μωρά μεγαλώνουν, η σίτιση όλο το εικοσιτετράωρο γίνεται λιγότερο συχνή. Μέχρι την ηλικία των έξι μηνών, πολλοί ερευνητές ύπνου λένε ότι τα υγιή μωρά με κανονικό βάρος δεν «χρειάζονται» να τρέφονται τη νύχτα. Αν και άλλοι ειδικοί διαφωνούν με αυτό. Αλλά το ξύπνημα και η ανάγκη φροντίδας για άλλους λόγους είναι ακόμα συνηθισμένη. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους της ζωής τους, όταν τα μωρά είναι πιο ευάλωτα και το νευρικό τους σύστημα πιο ανώριμο.
Μια πρόσφατη μελέτη σε 5.700 παιδιά από τη Φινλανδία διαπίστωσε ότι τα παιδιά τριών μηνών ξυπνούσαν και χρειάζονταν βοήθεια για να ξανακοιμηθούν κατά μέσο όρο 2,2 φορές τη νύχτα – αν και το εύρος ήταν μεταξύ 0 και 15 φορές. Αυτό συνεχίστηκε σε όλο τον πρώτο χρόνο του μωρού.
Οκτώ στους 10 γονείς με παιδιά από 3-8 μηνών είπαν ότι τα μωρά τους ξυπνούσαν περισσότερες από πέντε νύχτες την εβδομάδα. Μετά από 12 μήνες, οι αριθμοί αυτοί άλλαξαν δραματικά, με την πλειοψηφία των παιδιών να μην ξυπνάει κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Όσο απογοητευτικό κι αν είναι για τους κουρασμένους γονείς, υπάρχει ένας άλλος λόγος που τα μωρά έχουν εξελιχθεί για να ξυπνούν συχνά: η δική τους προστασία.
Όταν πρόκειται για το σύνδρομο αιφνίδιου βρεφικού θανάτου (SIDS), ένα δυνητικά επικίνδυνο στάδιο ύπνου για τα μωρά είναι ο βαθύς ύπνος. Σε αυτό το στάδιο, τα μωρά μπορούν ξαφνικά να σταματήσουν να αναπνέουν. Ένα υγιές βρέφος θα ξυπνήσει. Αλλά ένα μωρό με παράγοντες κινδύνου (δυνητικά μη ανιχνευόμενους, όπως μια ανωμαλία του εγκεφαλικού στελέχους) μπορεί να μην ξυπνήσει.
Η εκμάθηση μιας νέας δεξιότητας, όπως το μπουσούλημα ή το περπάτημα, ενθουσιάζει τα μωρά αρκετά ώστε να ξυπνούν περισσότερο τη νύχτα. Ή μπορεί να είναι και ψυχολογικό.
Είναι δύσκολο για ένα μωρό να αποκοιμηθεί και να μείνει για ύπνο μόνο του. Στη φινλανδική μελέτη 5.700 παιδιών που αναφέρθηκε προηγουμένως, λιγότεροι από τους μισούς γονείς είπαν ότι το μωρό τους κοιμάται μόνο του.
Ομοίως, σε μια μελέτη που βασίστηκε σε ερωτηματολόγιο από τον Mindell και τους συνεργάτες του, λίγο περισσότεροι από τους μισούς γονείς είπαν ότι τα μωρά τους ηλικίας 9 έως 11 μηνών κοιμούνται μόνα σε μια κούνια. Από τους υπόλοιπους, σχεδόν οι μισοί γονείς τάιζαν τα μωρά τους για να κοιμηθούν και κάποιοι άλλοι τα κουνούσαν.
«Πιστεύουμε ότι τα μωρά που ξυπνούν συχνά κατά τη διάρκεια της νύχτας δεν αναπτύσσουν δεξιότητες ανεξαρτησίας; Όχι. Νομίζω ότι οι άνθρωποι δίνουν υπερβολική εμπιστοσύνη στον ύπνο. Υπάρχουν τόσα άλλα πράγματα που συμβαίνουν. Βοηθάει όμως μια οικογένεια. Εννοείται ναι».
Ορισμένες μελέτες έχουν βρει ότι δεν υπάρχει σχέση μεταξύ των γονέων που μοιράζονται ένα κρεβάτι με το μωρό τους και των μακροπρόθεσμων γνωστικών και συμπεριφορικών αποτελεσμάτων του βρέφους ή ακόμη ότι η κοινή χρήση κρεβατιού έχει μια μικρή ευεργετική επίδραση στα μεταγενέστερα γνωστικά αποτελέσματα. Υπάρχουν επίσης μελέτες που δείχνουν ότι μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο ανασφαλούς προσκόλλησης.
Αλλά άλλες έρευνες, συμπεριλαμβανομένης μιας μελέτης σχεδόν 4.000 βρεφών τριών μηνών στη Βραζιλία που παρακολουθήθηκαν μέχρι την ηλικία των έξι ετών, διαπίστωσαν ότι τα παιδιά που μοιράζονταν το κρεβάτι με τις μητέρες τους είχαν περισσότερες πιθανότητες να έχουν ψυχιατρικές διαταραχές.
Αυτές οι μελέτες, ωστόσο, έχουν ένα σημαντικό ζήτημα: Οι ερευνητές δεν ρώτησαν τους γονείς γιατί τα μωρά μοιράζονται μαζί τους το κρεβάτι. Είναι αδύνατο να γνωρίζουμε εάν μια συγκεκριμένη διάταξη ύπνου «προκαλεί» κάποιο συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Εάν ένας γονέας φέρει ένα παιδί στο κρεβάτι επειδή δεν θα κοιμηθεί μόνο του, αυτό θα μπορούσε να υποδηλώνει ένα υποκείμενο πρόβλημα που θα είχε το παιδί ανεξάρτητα από το πού θα κοιμόταν.
Ερευνητές σε μια αμερικανική στρατιωτική βάση διαπίστωσαν ότι τα παιδιά που μοιράζονταν το κρεβάτι με τους γονείς τους, όταν ένας από αυτούς έφευγε για υπηρεσία είχαν λιγότερες πιθανότητες να έχουν ψυχιατρικά προβλήματα και θεωρούνταν ότι είχαν καλύτερη συμπεριφορά από τα παιδιά που δεν το έκαναν.
Παρά το πόσο συνηθισμένο είναι τα μωρά να ξυπνούν ή να μην θέλουν να κοιμηθούν μόνα τους, οι γονείς συχνά ανησυχούν ότι ο ύπνος των παιδιών τους δεν είναι φυσιολογικός.
Σχεδόν το 40% των γονέων μωρών οκτώ μηνών στη μεγάλη φινλανδική μελέτη, για παράδειγμα, δήλωσαν ότι πίστευαν ότι το παιδί τους είχε προβλήματα ύπνου.
Σε μια μεγάλη μελέτη, ο Mindell διαπίστωσε ότι οι αντιλήψεις των γονέων για τα προβλήματα διέφεραν πολύ ανά χώρα. Μόλις το 10,1% των γονέων στο Βιετνάμ θεώρησε ότι υπήρχε πρόβλημα, σε σύγκριση με το 75,9% στην Κίνα.
Για αιώνες, δεν ήταν μόνο συνηθισμένο, αλλά και απαραίτητο για τα μωρά να κοιμούνται με τις οικογένειές τους. Χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα ή θέρμανση (ή, συχνά, ελεύθερο χώρο), το να μένουν κοντά στις μητέρες τους ήταν βολικό, προστατευτικό και διευκόλυνε τον θηλασμό. Στους περισσότερους πολιτισμούς, αυτό παραμένει έτσι.
«Πριν από τον 19ο αιώνα, ο ύπνος των βρεφών δεν ανησυχούσε τους νέους γονείς, με τα δημοφιλή εγχειρίδια γονέων της εποχής να μην αναφέρουν τίποτα σχετικά», γράφουν οι ανθρωπολόγοι Jennifer G Rosier και Tracy Cassels.
«Όταν ένα βρέφος ξυπνούσε, υπήρχε είτε ένα ξύπνιο μέλος της οικογένειας έτοιμο να φροντίσει το βρέφος ή ένα μέλος της οικογένειας που κοιμόταν δίπλα στο μωρό που ήταν σε θέση να ανταποκριθεί γρήγορα. Υπήρχε επίσης η κατανόηση ότι τα μωρά (και οι ενήλικες) κοιμόντουσαν όταν χρειάζονταν να κοιμούνται και ότι ήταν ξύπνιοι όταν έπρεπε να είναι ξύπνιοι».
Τα πράγματα άλλαξαν από την Βιομηχανική Επανάσταση και μετά. Οι εργαζόμενοι γονείς είχαν την ανάγκη για αδιάκοπο ύπνο κατά τη νύχτα, η αστικοποίηση τους έφερε μακριά από άλλα μέλη της οικογένειας τους που θα μπορούσαν να τους βοηθήσουν και οι άνδρες γιατροί πίστευαν ότι η ύπαρξη πολλών ανθρώπων στον ίδιο χώρο ύπνου θα μπορούσε να «δηλητηριάσει» τον αέρα. Τα βιβλία της εποχής τόνισαν την αναγκαιότητα να κοιμούνται τα βρέφη μόνα τους ώστε να γίνουν ανεξάρτητα και δυνατά.
Στο σήμερα, πολλοί γονείς καταφεύγουν σε βιβλία γύρω από τον ύπνο μωρών ή εμπιστεύονται sleep coaches. Ο καθένας όμως μάλλον μπορεί να αυτοαποκαλείται ειδικός στον ύπνο.
ΠΗΓΗ: BBC