Αναμνήσεις από το μαγικό σύμπαν του Δημήτρη Μητροπάνου
Με αφορμή τη συμπλήρωση έντεκα χρόνων από τον θάνατό του.
Όταν πέθανε ο Δημήτρης Μητροπάνος ήμουν δεκατρία στα δεκατέσσερα. Έκλεινα δύο χρόνια και κάτι ως μαθητής του μπουζουκιού. Εντελώς συμπτωματικά λίγους μήνες πριν είχα ζητήσει από τον -παρεμπιπτόντως εξαιρετικό- δάσκαλό μου να μου μάθει τραγούδια του. Τότε ήθελα ως παίκτης να μάθω τα γνωστά Ρόζα, Σ’ αναζητώ στη Σαλονίκη και Λαδάδικα. Μου έδειξε τα πάτημα και ξεκίνησα κάπως πιο απλοποιημένα χωρίς γεμίσματα, τσαλίμια και τρίλιες, επειδή δεν έτρεχαν ακόμα με άνεση τα χέρια μου στην ταστιέρα να τα κουτσοπαίζω.
Ως άνθρωπος-έφηβος, όμως, που άκουγε μουσική, τα τραγούδια του τα ήξερα όλα. Αυτό γιατί είχαμε πάρει το CD της συναυλίας στο Ηρώδειο που είχε κάνει το 2009, το οποίο την είχε ολόκληρη σε βίντεο, μαζί με άλλα πέντε CD με τα “τραγούδια της ζωής του”. Είχαμε πάρει ένα καινούργιο αυτοκίνητο το οποίο σε αντίθεση με αυτό που είχαμε είχε ένα πιο εξελιγμένο μουσικό σύστημα που όποιο CD έβαζες μέσα το διάβαζε και δεν χρειαζόταν να το ξαναβάλεις. Πηγαίναμε βόλτες με τον μπαμπά ή σε κάποιες πιο μεγάλες διαδρομές οικογενειακώς βάζαμε τα CD ώστε να παίξουν μια φορά και να τα διαβάσει το σύστημα. Οπότε τα είχαμε ακούσει όλα και έμελλε και μετά πάλι Μητροπάνο να βάζουμε στις οδικές διαδρομές. Η φωνή του συνδυάστηκε με την απρόσωπη ανοιχτωσιά της εθνικής οδού, της ατέλειωτης ασφάλτου, που πολύ γρήγορα τη συνέδεσα κυρίως με την Εκδρομή του.
Είχα τότε ένα x-box και έβαλα το τελευταίο CD με τη συναυλία. Το είχα ακούσει σχεδόν όλο όρθιος μπροστά στην τηλεόραση. Σε κάποια φάση είχε πιάσει βροχή. Σκέπασαν μόνο τα όργανα και ο Δημήτρης τραγούδαγε σαν να μην έγινε τίποτα, αλλά με ένα μεγαλείο που δεν έπαυε να δείχνει ότι καμία βροχή δεν θα τον σταματούσε εκείνο το βράδυ. Ο κόσμος δεν κουνήθηκε, δεν έγινε καμία κίνηση που μαρτυρούσε ότι κάποιοι έφευγαν λόγω βροχής. Το Ηρώδειο γέμισε ανοιχτές ομπρέλες και ανθρώπους που χειροκροτούσαν και τραγούδαγαν εντονότερο, παρασυρμένοι από το μεγαλείο του. Ο Δημήτρης εκείνο το βράδυ χόρεψε το καλύτερο ζεϊμπέκικο.
Τρίτη του Πάσχα, 17 Απριλίου του 2012, εγώ μόνος στο σπίτι οι γονείς μου στη δουλειά. Πνευμονικό οίδημα. Έσβησε στο υγεία. Άρχισα συγκλονισμένος να κλαίω. Έκλαψα πολύ και όταν σταμάτησα έβγαλα το μπουζούκι μου και έπαιξα όπως, όσο και όσα μπορούσα τραγούδια του. Σαν έναν ταπεινό φόρο τιμής που είχα πλάσει στο ανήλικο μυαλό μου. Ύστερα καρφώθηκα στον υπολογιστή και έβαζα τραγούδια του. Δεν θυμάμαι πόσες μέρες κράτησε αυτή η εκ μέρους μου οργανωμένη μικροκηδεία. Νομίζω ότι μέχρι σήμερα δεν σταμάτησε ποτέ. Ίσως όμως από ένα σημείο και μετά να περάσει στο πάνθεον και να ακούγεται πλέον όπως άλλα θηρία, των οποίων το φευγιό δεν έζησα, Καζαντζίδης, Διονύσιου, Μπιθικώτσης. Πέρασε σε αυτή την έννοια της ιδέας, ότι όταν ακούς Μητροπάνο, ακούς κάτι πολύ πολύ μεγαλύτερο.
Το μεγαλύτερο αυτό αποδείχθηκε από το ότι η φωνή του, η τέχνη του ήταν η καλύτερη υπόκρουση του αποχαιρετισμού του. Έβλεπα φωτογραφίες του, έβλεπα τη ζωντανή σύνδεση με την κηδεία του και δεν υπήρχε τίποτα πιο ταιριαστό από τη μουσική υπόκρουση της δικής του φωνής. Το οτινεοειαξα τραγούδια του, όταν διάβασα ότι έσβησε, είναι το ίδιο πράγμα με τις κηδείες των μεγάλων ποιητών που ο κόσμος έλεγε ποιήματά τους. Η τέχνη σου να σε χαιρετά και να σε δοξάζει.
Αυτή η ανήλικη αγάπη, όμως, για τα τραγούδια του σήμερα καταλαβαίνω ότι με αυτή τη μαγική αλληλεπίδραση των τεχνών, με οδήγησε στο να μάθω τον Κορακάκη και το Θάνο Μικρούτσικο. Να κάνω τη γνωριμία μου με την Πατησίων και να διαμορφώσω τον προβολέα της ψυχής μου, ώστε να κοιτάξω αλλιώτικα τους λαχειοπώληδες.
Δυστυχώς, άφησα το μπουζούκι για να μπω στο πανεπιστήμιο και μετά η όλη δίνη της ζωής και των αλλαγών της δεν μου επέτρεψε να το συνεχίσω και να το εξελίξω. Ήταν κρίμα ύστερα από πέντε-έξι χρόνια μαθητείας. Ακόμα και σήμερα όμως το βγάζω καμία φορά από τη θήκη του και παίζω ό, τι θυμάμαι. Προσπαθώ να βγάλω τα πάτημα από τα τραγούδια του που έπαιξα τότε γιατί μπορεί η συνήθεια να οδηγεί μόνη της τα χέρια, αλλά ξέχασα όσο να ‘ναι.
Ακόμα όμως και σήμερα στο αυτοκίνητο στο σύστημα υπάρχουν τα αποθηκευμένα CD και όταν η διαδρομή είναι μεγάλη από την αρχή βάζουμε Μητροπάνο. Με τους φίλους μαζευόμαστε για συμπόσια και πιώματα. Πάντα με μουσικές. Όταν στη λίστα μπαίνει ο Μητροπάνος κάπως όλοι αλλάζουμε, σφιγγόμαστε και συγκινούμαστε. Μας βγαίνουν κουβέντες άλλες. Αυτή τη συγκίνηση, το σφίξιμο, το άνοιγμα που γαργαλάει την ψυχή μας,το χάρισε ο Δημήτρης Μητροπάνος. Κι είναι ευλογία να σου δώσει ένας τραγουδιστής, αυτό που ολόκληρη η μουσική θέλει να πετύχει.
“Λουλούδια για τον χάροντα μπουζούκι και κιθάρα κι ένα ανοιχτό περίπτερο να πάρουμε τσιγάρα”.
*Δεν είμαι σίγουρος, πότε πήραμε αυτά τα CD, μπορεί να κυκλοφόρησαν και μετά το θάνατό του, όμως εκείνο το σύμπαν του ήταν μαγικό και η τότε ηλικία μου και φόρτιση ίσως να μην μου επιτρέπουν να θυμάμαι με ακρίβεια. Έτσι αισθάνομαι ότι το βίωσα, έτσι το θυμάμαι.