Από τις σουφραζέτες του Λονδίνου στην πρώτη ελληνίδα γυναίκα δημοσιογράφο
Το ταξίδι στην ιστορία της γυναικείου κινήματος για την κατάκτηση της ψήφου επικαιροποιεί περισσότερο από ποτέ θέματα ισότητας στην εποχή μας.
Το Μουσείο του Λονδίνου θυμάται τις “σουφραζέτες” και ετοιμάζει ένα επετειακό αφιέρωμα στις γυναίκες που αγωνίστηκαν για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων στο γυναικείο φύλο, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων από τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη θέσπιση του δικαιώματος ψήφου των γυναικών στη Μ. Βρετανία, το 1918 (μερική βουλευτική ψήφος, 1928 πλήρη βουλευτική ψήφος).
Να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα οι γυναίκες αποκτούν πλήρη εκλογικά δικαιώματα στις 7 Ιουνίου το 1952 (1930 μερική δημοτική ψήφος μόνο για άνω των 30 και σε όσες είχαν τις απαραίτητες γνώσεις ανάγνωσης και γραφής, 1949 πλήρη δημοτική ψήφος).
Στο επίκεντρο της έκθεσης «Votes for Women» («Ψήφο στις γυναίκες»), η οποία διοργανώνεται στο Μουσείο του Λονδίνου από τις 2 Φεβρουαρίου 2018 ως τις 6 Ιανουαρίου 2019, βρίσκεται ένα φιλμ που επικεντρώνεται στις λιγότερο γνωστές σουφραζέτες.
Το 1903 η εκστρατεία «ψήφους για γυναίκες», “votes for women” ενεργοποιήθηκε με τη δημιουργία της “Κοινωνικής και Πολιτικής Ένωσης Γυναικών” (W.S.P.U) που ιδρύθηκε στο Μάντσεστερ από την Emmeline Pankhurst και τις κόρες της.
Το W.S.P.U. είχε ως στόχο να «ξυπνήσει το έθνος» για τη γυναικεία ψηφοφορία μέσω των «πράξεων όχι λέξεων». Η απόφαση να μετατοπιστούν τα κεντρικά γραφεία στο Λονδίνο το 1906 μεταμόρφωσε ριζικά το κίνημα των ψηφοφόρων. Για τα επόμενα οκτώ χρόνια, ο αγώνας για την κατάκτηση της ψήφου έγινε ένας καθόλα δημόσιος και, κατά καιρούς, βίαιος αγώνας.
Μεταφέροντας την εκστρατεία τους στους δρόμους, η Κοινωνική και Πολιτική ένωση των γυναικών προσέλκυσε τη μέγιστη δημοσιότητα. Το πορφυρό, λευκό και πράσινο χρώμα ήταν τα κύρια χρώματα των “suffragettes”.
Η Κυριακή της Γυναίκας τον Ιούνιο του 1908, η πρώτη τεράστια συνάντηση θα πραγματοποιηθεί από το W.S.P.U και θα φέρει κοντά τις “suffragettes” από όλο το Ηνωμένο Βασίλειο σε επτά διαφορετικές πομπές μέσω του κεντρικού Λονδίνου στο Hyde Park. Η διαδήλωση προσέλκυσε ένα μεγάλο πλήθος (300.000) με 700 πανό και το χαρακτηριστικό τριαντάφυλλο των “suffragette”.
Το W.S.P.U. δημιούργησε 90 καταστήματα σε ολόκληρο το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά το Λονδίνο παρέμεινε ο κύριος τομέας υποστήριξης με 34 τοπικά γραφεία.
Καθώς η εκστρατεία γινόταν όλο και πιο μαχητική, περισσότερες από χίλιες γυναίκες, όπως η Emmeline Pankhurst και οι κόρες της Christabel, η Sylvia και η Adela, καταδικάστηκαν με ποινές φυλάκισης για τις πράξεις τους. Πολλές κατέληξαν στη φυλακή Holloway στο βόρειο Λονδίνο, όπου διαμαρτυρήθηκαν ενάντια για τις απάνθρωπες συνθήκες των φυλακών με διαρκή απεργία πείνας.
Το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου προκάλεσε μια άμεση αναστολή της μαχητικότητας, καθώς οι σουφραζέτες έριξαν τον εαυτό τους στην υποστήριξη της πολεμικής προσπάθειας. Η Κοινωνική και Πολιτική Ένωση των Γυναικών δεν κατάφερε να επιτύχει την ψηφοφορία, αλλά το εκστρατευτικό της στυλ διευκόλυνε το δρόμο των γυναικών να αναλάβουν πιο ενεργό και δημόσιο ρόλο στην κοινωνία κατά τη διάρκεια του πολέμου – έναν ρόλο που αναγνωρίστηκε με τη χορήγηση κοινοβουλευτικής ψηφοφορίας γυναίκες ηλικίας άνω των 30 ετών το 1918.
Στην Ελλάδα, οι «γράφουσες» δημιουργούν έναν κοινό τόπο δράσης και συσπείρωσης, αυτών των γραμμάτων. Οι «γράφουσες» είτε ως προσονομασία που αποδίδεται σε ποιήτριες, διηγηματογράφους, παιδαγωγούς, μεταφράστριες, είτε ως ηχηρός τίτλος στο άρθρο του Εμμανουήλ Ροΐδη στην εφημερίδα Ακρόπολη , «Αι γράφουσες Ελληνίδες Α’. Αρσινόη Παπαδοπούλου», καταδεικνύει την «ομαδική ταυτότητα», την ιδιαίτερη εκείνη κατηγορία των γυναικών που τοποθετούνται στο στόχαστρο της κριτικής τόσο από το ίδιο τους το φύλο όσο και από το «απέναντι» φύλο.
Η Virginia Woolf για τις γυναίκες του 19ου αιώνα σε Ευρώπη και Αμερική, χρησιμοποιεί τον όρο, «έπος της γυναικείας γραφής» . Η Florence Nightingale, στην «Cassandra» του 1852 θα δηλώσει: «Οι γυναίκες δεν έχουν ποτέ ούτε μισή ώρα στη ζωή τους (παρά μόνο όταν όλοι στο σπίτι κοιμούνται) που να τους ανήκει», περικλείοντας στο συλλογισμός της τις γυναίκες του 19ου αιώνα που κάνουν δειλά τα πρώτα βήματα της γυναικείας γραπτής έκφρασης βαδίζοντας ένα δύσκολο δρόμο προς την άρθρωση ενός ολοκληρωμένου φεμινιστικού στοχασμού.
Η δυναμική της Εφημερίδας των Κυριών
Στα τέλη της δεκαετίας του 1880, το ρεύμα για την ισότητα των δύο φύλων και η διαμόρφωση μιας πρώτης συνείδησης για τη γυναικεία χειραφέτηση, συμβαδίζει με την ανάπτυξη συγγραφικής δραστηριότητας και την πρώτη περίοδο μιας δημοσιογραφίας στην υπηρεσία της «γυναικείας φυλής».
Σε συνέχεια των πρώτων γυναικείων περιοδικών, («Κυψέλη» 1845, Κωνσταντινούπολη, «Ευρυδίκη» 1871, Κωνσταντινούπολη, «Θάλεια» 1867, Αθήνα), η Εφημερίς των Κυριών αποτελεί το πρώτο γυναικείο έντυπο στην Ελλάδα που συντάσσεται αποκλειστικά από γυναίκες. Σηματοδοτεί τον χώρο έκφρασης, συσπείρωσης των γυναικών και θέτει υπό επεξεργασία μια νέα γυναικεία συλλογική ταυτότητα.
Στις 8 Μαρτίου 1887 κυκλοφορεί το α’ τεύχος της Εφημερίδος των Κυριών, το οποίο εξαντλείται την ίδια μέρα με 3000 φύλλα για να ακολουθήσει ανατύπωσή του μέσα σε λίγες ώρες και να φτάσει τα 7000 φύλλα σε κυκλοφορία. Τα περισσότερα άρθρα είναι ανυπόγραφα ή υπογεγραμμένα με το ψευδώνυμο, Εύα Πρενάρ, της διευθύντριας, Καλλιρρόης Παρρέν. Στο α’ φύλλο, στο κύριο άρθρο με τίτλο, « Πρόγραμμα», αναγγέλλεται ο σκοπός της Εφημερίδος των Κυριών, που δεν είναι άλλος από το να οργανώσει τις γυναίκες και να προσφέρει αυτό που οι άνδρες και το κράτος τους είχε αρνηθεί, τη δυνατότητα φοίτησης σε όλα τα επίπεδα εκπαίδευσης.
Η Εφημερίς των Κυριών, εκδίδεται από το 1887- 1907 σε εβδομαδιαία βάση και από το 1907- 1917 γίνεται δεκαπενθήμερη ενώ από το 1888 εκδίδεται ως συμπλήρωμα της εφημερίδας, το «Ημερολόγιο των Κυριών». Στα 30 χρόνια της πορείας της διατηρεί ένα ξεκάθαρο φεμινιστικό χαρακτήρα, τουλάχιστον για την α’ περίοδο, (1887-1907), που σφραγίζει την εμφάνιση του γυναικείου Τύπου και την καθιστά στο επίκεντρο του δημοσιογραφικού ενδιαφέροντος, με 5000 αντίτυπα το 1892 αμέσως μετά τον Ρωμηό του Γ. Σουρή με 6000 αντίτυπα ενώ η Ακρόπολις του Βλ. Γαβριηλίδη δεν ξεπερνούσε τα 10.000 φύλλα, ως εφημερίδα πρώτης κυκλοφορίας.
Η Καλλιρρόη Παρρέν με καταγωγή από το Ρέθυμνο της Κρήτης και σπουδές στο Παρθεναγωγείο του Δ. Σουμερλή και απόφοιτος Αρσακείου, όπως και η Ευφροσύνη Σαμαρτζίδου που εκδίδει την «Κυψέλη», δουλεύει ως διδασκάλισσα σε Αδριανούπολη και Οδησσό. Στην Αθήνα επιστρέφει το 1880, πάνω στην άνθηση του ελληνικού Τύπου, με το σύζυγό της, Ιωάννη Παρρέν, ιδρυτή του Αθηναϊκού Πρακτορείου. Εργάζεται ως δημοσιογράφος στην Ακρόπολη και την Εστία παράλληλα με την έκδοση της Εφημερίδος των Κυριών. Η δραστήρια προσωπικότητά της οφείλεται για την ίδρυση του δικού της φιλολογικού σαλονιού, όπου συγκεντρώνονται σπουδαίοι συγγραφείς, ποιητές και διανοούμενοι της εποχής, Ξενόπουλος, Παλαμάς, Δελμούζος κ.ά.
Στο γ’ φύλλο της Εφημερίδος των Κυριών, στις 22 Μαρτίου 1887, στο κύριο άρθρο με τίτλο, «Διατί εκρύβημεν», η Εύα Πρενάρ θα αποτινάξει το προσωπείο του ασφαλούς ψευδώνυμου και θα αποκαταστήσει τη φήμη και κυρίως την αξία, τόσο της δημοσιογράφου Καλλιρρόης Παρρέν, όσο και του συνολικού έργου της Εφημερίδος των Κυριών. Ανακοινώνει με υπερηφάνεια πώς το ψευδώνυμο ανήκει σε γυναίκα δημοσιογράφο και μάλιστα για εμάς, την πρώτη ελληνίδα γυναίκα δημοσιογράφο, που καταφέρνει να συσπειρώσει στο δυναμικό της εφημερίδας ονόματα προσωπικοτήτων, όπως αυτό της Καλλιόπης Κεχαγιά, της Αγαθονίκης Αντωνιάδου, της Λεοντιάς, της Ευφροσύνης Σαμαρτζίδου, αλλά και ξένες προσωπικότητες, όπως την Juliette Adam, τη Marie Deraismes και την αμερικανίδα σουφραζέτα, (αν και σε κατοπινό άρθρο της Εφημερίδος των Κυριών θα αντιπαραβάλλει την τακτική που ακολουθούν οι σουφραζέτες να σπάζουν τζάμια και να καίνε κτίρια με την ειρηνική στάση της εφημερίδος), Susan P. Anthony.
Η δράση της εφημερίδας ξεκινάει με την «αναφορά» στην κυβέρνηση Τρικούπη υπέρ της γυναικείας εκπαίδευσης καθώς και την συνεχόμενη πίεση μέσα από τα φύλλα της εφημερίδας για την αποδοχή της πρώτης φοιτήτριας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Συνεχίζει απτόητη με διάβημα στην κυβέρνηση Δεληγιάννη για να γίνουν οι γυναίκες δεκτές στο Πανεπιστήμιο (1897), καθώς και με έκκληση στην Κυβέρνηση (1900),όπου και πέτυχε την προστασία της παιδικής ηλικίας και τον κανονισμό των ωρών εργασίας στα μοδιστράδικα.
Η αφοσίωση της Καλλιρόης Παρρέν στο στόχο της, την αυτονομία της γυναικείας φύσης μέσω μιας σωστής εκπαίδευσης και οικονομικής ανεξαρτησίας μέσω της εργασίας, είναι ολοκληρωτική. Για την ίδια, ο δρόμος προς τη δημόσια σφαίρα, όσο δύσβατος κι αν επρόκειτο να είναι, άνηκε και στις γυναίκες. Η προσήλωσή της στην έξοδο της γυναίκας από την ιδιωτική σφαίρα του οίκου, νομιμοποιώντας αριστοτεχνικά τις διεκδικήσεις της μέσα από την προβολή παραδοσιακών ρόλων, θα τη φέρει αντιμέτωπη αλλά μονίμως μάχιμη με εξέχουσες προσωπικότητες του ανδρικού φύλου της εποχής.
Στην πολύκροτη διαμάχη με τον Εμμανουήλ Ροΐδη στα 1896, σε άρθρο του ιδίου, «Αι Γράφουσαι Ελληνίδες » στην Ακρόπολη, η Καλλιρρόη Παρρέν θα καυτηριάσει τις απαρχαιωμένες απόψεις του και θα προβεί σε μια σειρά συνεντεύξεων κορυφαίων προσωπικοτήτων, όπως αυτή του Παλαμά. Ο Βλάσης Γαβριηλίδης, ο εκδότης της Ακρόπολης, θα δημοσιεύσει το 1898 άρθρο για τη χειραφέτηση των γυναικών, μεταξύ των οποίων εισάγει την ιδέα του ελέγχου των γεννήσεων, προκαλώντας την άμεση αντίδραση της Παρρέν.
Η προσωπικότητα της Καλλιρρόης Παρρέν, πέρα από την προσέλκυση διχογνωμιών, κατάφωρων εχθρών και ένθερμων υποστηρικτών, συνέβαλε αποφασιστικά στη δημιουργία γυναικείων συλλογικών δραστηριοτήτων με πολυάριθμες φιλανθρωπικές δράσεις. Η ίδια συμμετέχει σε διεθνή φεμινιστικά συνέδρια, 1889, 1893, 1900, αλλά και φιλοξενεί στήλες με διεθνείς ανταποκρίσεις συνεδρίων. Ιδρύει φιλανθρωπικά σωματεία και γυναικείες οργανώσεις, όπως η Ένωση Ελληνίδων (1896) και ο Εθνικός Σύνδεσμος Ελληνίδων (1908). Το 1890 ιδρύει την «Σχολή της Κυριακής των απόρων γυναικών και κορασίδων του λαού» με πρόεδρο τη βασίλισσα Όλγα και το 1911, το Λύκειο Ελληνίδων.