Αποκωδικοποιώντας το πρόβλημα diversity των βραβείων Όσκαρ

Σημαντικά στατιστικά στοιχεία αναδεικνύουν την έκταση του προβλήματος, αλλά και την ανάγκη της Ακαδημίας Κινηματογράφου να είναι μέρος της αλλαγής που συντελείται στον κόσμο τα τελευταία χρόνια.

Γιάννης Συκοβάρης
αποκωδικοποιώντας-το-πρόβλημα-diversity-των-β-538027
Γιάννης Συκοβάρης

Βιώνοντας μία δεκαετία συνεχόμενων κοινωνικοπολιτικών αλλαγών αλλά και πολλών διεκδικήσεων, τα τελευταία χρόνια έχουν ξεκινήσει διάφορες συζητήσεις γύρω από το ζήτημα της ίσης απεικόνισης και αντιπροσώπευσης, διαφόρων κοινωνικών ομάδων στο κινηματογράφο. Στο κέντρο αυτής της συζήτησης έχει βρεθεί και η Αμερικάνικη Ακαδημία Κινηματογράφου, που μέσα από τα ετήσια βραβεία Όσκαρ, οφείλει να αποτελεί καθρέφτη της κινηματογραφικής παραγωγής και να αναδεικνύει τη καλλιτεχνική δεξιοτεχνία επί ίσους όρους.

Για αυτό κι έχει βρεθεί αντιμέτωπη με σφοδρή κριτική, τόσο από το ευρύ κοινό, όσο και από το σύνολο των καλλιτεχνών, κριτικών και δημοσιογράφων, για την έλλειψη αντιπροσώπευσης και ανάδειξης κοινωνικών μειονοτήτων, τόσο μπροστά όσο και πίσω από την κάμερα.

Η κριτική αυτή κορυφώθηκε το 2016, όταν για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, οι κατηγορίες της υποκριτικής, απαρτίζονταν μονάχα από λευκούς υποψηφίους. Με το hashtag, #OscarsSoWhite, σημαντικοί καλλιτέχνες ανακοίνωσαν ότι δεν θα παραβρεθούν στη βραδιά της απονομής, ενώ πολλής κόσμος εξέφρασε την αγανάκτηση του για τη παντελή έλλειψη αφροαμερικανών υποψηφίων, την ελλιπή εκπροσώπηση γυναικών, πέρα από τις κατηγορίες της υποκριτικής, και την άρνηση αναγνώρισης της LGBTQ+ αλλά και πολλών άλλων κοινοτήτων.

Αν και το ζήτημα, έχει πάρει μία μεγάλη έκταση στο δημόσιο διάλογο τη τελευταία πενταετία, το πρόβλημα είναι βαθιά ριζωμένο και περίπλοκο και αφορά, πέρα από την ακαδημία, ολόκληρη τη κινηματογραφική παραγωγή. Η Ακαδημία φαίνεται να το έχει αναγνωρίσει και να κάνει κάποια πρώτα βήματα για να το αντιμετωπίσει και να δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες προόδου. Παρόλα αυτά, φαίνεται πως θα είναι μία μακροσκελής διαδικασία, που απαιτεί χρόνο, υπομονή αλλά και συνεχόμενη κοινωνική πίεση.

Τα νούμερα πίσω από το πρόβλημα

Το 2015, όταν δηλαδή ξεκίνησε η δημόσια συζήτηση γύρω από τα Όσκαρ, τα μέλη της Ακαδημίας ήταν κατά 92% λευκά, ενώ οι γυναίκες αποτελούσαν μόλις το 25% των ψηφοφόρων. Αυτό όμως, αν και είναι ενδεικτικό, αποτελεί τη κορυφή του παγόβουνου. Τη τελευταία δεκαετία, το 89% των υποψηφιοτήτων, ήταν λευκοί, με τους αφροαμερικανούς να καταλαμβάνουν μόνο το 6,3%, τους λατινοαμερικάνους το 2,6% και τις ασιατικές κοινότητες να μην ξεπερνούν το 1,5%. Σε αυτή τη περίοδο, οι έγχρωμες κοινότητες συγκέντρωσαν συνολικά 74 υποψηφιότητες, ενώ οι λευκοί υποψήφιοι ήταν 72, μόνο το 2011. Συνολικά, τα τελευταία δέκα χρόνια, από τις 200 υποψηφιότητες σε κατηγορίες υποκριτικής, έχουν βρεθεί μονάχα 26 μη λευκοί υποψήφιοι, από τους οποίους, μόλις 7 στέφθηκαν νικητές.

Οι αναλογίες γίνονται ακόμα πιο ξεκάθαρες, με δεδομένα που έρχονται από τον προηγούμενο αιώνα. Από το 1975 μέχρι και το 1980, υπήρξαν μόνο λευκοί υποψήφιοι, στις κατηγορίες της υποκριτικής, με αυτό να αλλάζει το 1981. Παράλληλα, τα τελευταία 30 χρόνια, έχουν υπάρξει περισσότεροι μαύροι υποψήφιοι, σε σχέση με τις προηγούμενες έξι δεκαετίες των βραβείων, συνολικά.

Εικόνα: insider.com

Αν και τη πρώτη δεκαετία του 21ου   αιώνα, οι υποψηφιότητες αφροαμερικανών ηθοποιών ήταν πιο αντιπροσωπευτικές του συνολικού πληθυσμού τους στην Αμερική, η τελευταία δεκαετία, κυρίως στο πρώτο μισό της, είχε πτωτικές τάσεις. Αξίζει επίσης να επισημανθεί, ότι από τις συνολικές υποψηφιότητες που έχουν συγκεντρώσει μαύροι ηθοποιοί στην ιστορία του θεσμού, ένα μεγάλο μέρος τους ανήκει μόλις σε δύο ηθοποιούς, τον Morgan Freeman και τον Denzel Washington, οπότε τα δεδομένα αυτά πρέπει να αναλύονται με μεγαλύτερο σκεπτικισμό.

Η δυσαναλογία των λευκών υποψηφίων έναντι των υπόλοιπων γίνεται ακόμα πιο ξεκάθαρη από την αντιπροσώπευση της LatinX κοινότητας στις υποψηφιότητες, που αν και καταλαμβάνει σχεδόν το 18% του πληθυσμού των Ηνωμένων Πολιτειών, αποτελεί μονάχα το 2,6% των συνολικών υποψηφίων. Και σε αυτή τη περίπτωση, τα πράγματα είναι χειρότερα, αν αναλογιστεί κανείς ότι τις περισσότερες υποψηφιότητες κατέχουν μονάχα τρεις άνθρωποι. Η Penelope Cruz, ο Javier Bardem – που μάλιστα είναι ισπανικής καταγωγής και όχι από τη Λατινική Αμερική – και ο Benicio del Toro. Τα νούμερα αυτά είναι επίσης τρομερά δυσανάλογα και με την αγοραστική δύναμη της λατινοαμερικάνικης κοινότητας, η οποία ευθύνεται για το 25% των ετήσιων πωλήσεων κινηματογραφικών εισιτηρίων.

Η ελλειμματική αντιπροσώπευση, δεν περιορίζεται μόνο στις φυλετικές ομάδες που ενυπάρχουν στην αμερικανική κοινωνία. Ένα ακόμα θύμα της είναι οι γυναίκες δημιουργοί και ηθοποιοί. Πέρα από κατηγορίες της υποκριτικής, οι οποίες χωρίζονται με βάση το φύλο, το 71,1% των υποψηφίων είναι άνδρες. Τα στατιστικά που παρουσιάζονται από το Insider είναι ενδεικτικά:

Εικόνα: insider.com

Χρειάστηκαν 90 ολόκληρα χρόνια για να βρεθεί μια γυναίκαι υποψήφια στη κατηγορία Διεύθυνσης Φωτογραφίας, ενώ η Kathryn Bigelow ήταν η πρώτη γυναίκα που κέρδισε το βραβείο σκηνοθεσίας, μόλις το 2010. Η παθογένεια αυτή όμως, δεν εντοπίζεται μονάχα στην ακαδημία, αλλά είναι χαρακτηριστικό ολόκληρης της κινηματογραφικής βιομηχανίας της Αμερικής, όπου οι γυναίκες είναι απούσες από τη πλειοψηφία των ειδικοτήτων. Και για αυτό η αλλαγή, πρέπει να γίνει καθολικά και συστημικά.

Τα πρώτα σημάδια αλλαγής

Οι φετινές υποψηφιότητες αποτελούν τη πιο diverse λίστα ηθοποιών και δημιουργών που έχει παρουσιαστεί ποτέ από την Ακαδημία. Δύο γυναίκες διεκδικούν για πρώτη φορά το βραβείο σκηνοθεσίας, ενώ στη κατηγορία της υποκριτικής, οι μισές σχεδόν υποψηφιότητες, προέρχονται από μειονότητες, με τους πρώτους υποψηφίους μουσουλμανικής και ασιατικής καταγωγής, στην κατηγορία 1ου Ανδρικού Ρόλου, στην ιστορία του θεσμού. Η πανδημία ανάγκασε πολλές μεγάλες παραγωγές να μείνουν εκτός διανομής κι έδωσε χώρο σε νέες φωνές κι ανεξάρτητες ταινίες να αναδειχθούν. Παρόλα αυτά, οι βασικές αιτίες για αυτή τη μεταστροφή, έχουν τη ρίζα τους σε παρασκηνιακές αλλαγές, που γίνονται εδώ και σχεδόν μία δεκαετία στον πυρήνα της Ακαδημίας.

Το 2013, ανέλαβε τη προεδρία η Cheryl Boone, η τρίτη γυναίκα στην ιστορία του θεσμού και η πρώτη αφροαμερικανή. Η Boone δεσμεύτηκε να κάνει ριζικές αλλαγές στη σύσταση της Ακαδημίας, που μέχρι και τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας ήταν σχεδόν αναλλοίωτη. Από το 1990 μέχρι και το 2010, η Ακαδημία απαρτιζόταν από 6,000 μέλη, τα οποία, όπως αναφέρθηκε και νωρίτερα, ήταν σε συντριπτική πλειοψηφία  λευκοί άνδρες. Επί της προεδρίας της Boone άρχισαν να προστίθενται καινούρια μέλη, με αποτέλεσμα σήμερα η Ακαδημία να απαρτίζεται από περισσότερα από 9,000 προσωπικότητες του κινηματογράφου.

Τη προηγούμενη χρονιά, από τα περίπου 800 καινούργια μέλη που έλαβαν πρόσκληση από την ακαδημία, το 45% ήταν γυναίκες, το 36% μέλη μειονοτήτων, ενώ το 49% αποτελούνταν από διεθνείς προσωπικότητες. Η αλλαγή που συντελείται είναι σταδιακή και η πρωτοκαθεδρία των ανδρών έχει πέσει από το 92% μόλις στο 84%, ενώ η αντιπροσώπευση μειονοτήτων έχει διπλασιαστεί στο 16%. Όμως τα αποτελέσματα δείχνουν πως η αλλαγή έχει αρχίσει να συντελείται.

Για να κατανοήσουμε καλύτερα τις κινήσεις της Ακαδημίας, πρέπει να ρίξουμε μία ματιά στον τρόπο με τον οποίο συντελείται η ψηφοφορία και πως αυτή επηρεάζεται με τις νέες προσθήκες. Πιο αναλυτικά, τα μέλη της Ακαδημίας είναι χωρισμένα σε ομάδες, ανάλογα με τις ειδικότητές τους. Οι ομάδες αυτές αναδεικνύουν ξεχωριστά τους υποψηφίους της αντίστοιχης κατηγορίας. Οι σκηνοθέτες δηλαδή αναδεικνύουν μονάχα τους υποψήφιους σκηνοθέτες. Οι νικητές όμως, καθώς και η καλύτερη ταινία κάθε χρονιάς, ξεχωρίζουν από το σύνολο της Ακαδημίας.

Έχοντας αυτό κατά νου, αξίζει να δούμε πως μπορούν να κατανεμηθούν τα νέα μέλη της Ακαδημίας, με βάση αυτά τα κριτήρια. Παραδοσιακά, οι κατηγορίες της σκηνοθεσίας, των ηθοποιών των παραγωγών και των σεναριογράφων, είχαν τα περισσότερα μέλη. Με τις νέες προσθήκες, δόθηκε μεγαλύτερη προσοχή σε κατηγορίες που δεν είχαν μεγάλη αντιπροσώπευση, όπως αυτές του ντοκιμαντέρ, των οπτικών εφέ, των ταινιών μικρού μήκους και των animation. Παράλληλα, έχει δοθεί προτεραιότητα σε καινούρια μέλη, που έρχονται εκτός της γεωγραφικής περιοχής της Καλιφόρνια, αλλά και της Αμερικής γενικότερα. Χαρακτηριστικά, το 2001, τα 4.253 από τα 5.722 της Ακαδημίας, έμεναν στη Καλιφόρνια.

Με παλαιότερα μέλη να αποσύρονται ή να πεθαίνουν και τις συνεχόμενες προσθήκες, τα αποτελέσματα επηρεάζονται σημαντικά, ειδικά σε κατηγορίες όπως αυτές της καλύτερης ταινίες, όπου ψηφίζει ολόκληρη η Ακαδημία. Ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αυτής της αλλαγής, αποτελούν τα Παράσιτα, που αν και κατάφεραν να κερδίσουν τα περισσότερα από τα βασικά βραβεία στη τελευταία διοργάνωση, κανένας από τους ηθοποιούς της ταινίας δεν ήταν υποψήφιος. Η ομάδα που απαρτίζει τα μέλη της Ακαδημίας στη κατηγορία της υποκριτικής, δεν έχει αλλάξει σημαντικά, παρά τις προσθήκες, γεγονός που μπορεί να εξηγεί τις πιο συντηρητικές επιλογές.

Τέλος, ένα από τα πιο πολυσυζητημένα βήματα προς την εξυγίανση των προβλημάτων της Ακαδημίας, είναι η θέσπιση κάποιων βασικών κριτηρίων, αναφορικά με το ποιες ταινίες θα μπορούν να είναι υποψήφιες, από το 2024  και μετά. Με τέσσερις βασικές κατηγορίες, οι οποίες αφορούν τους ηθοποιούς, το συνεργείο, τη θεματική και τη προώθηση των ταινιών, η Ακαδημία θα απαιτεί από τους δημιουργούς να ανταποκρίνονται σε δύο τουλάχιστον κατηγορίες. Αν και μία μεγάλη μερίδα του κόσμου, έσπευσε να σχολιάσει αρνητικά αυτή τη κίνηση και να αμφισβητήσει τη ποιότητα των μελλοντικών υποψηφιοτήτων, πρέπει να διευκρινιστεί ότι τα κριτήρια είναι αρκετά γενικά και οι προϋποθέσεις όχι ιδιαίτερα αυστηρές. Συμπερασματικά, θα πρέπει να είναι πολύ εύκολο για κάθε εταιρία παραγωγής που έχει οσκαρικές βλέψεις, να τις τηρήσει.

Σε έναν κόσμο που συνεχώς αλλάζει, η Ακαδημία Κινηματογράφου της Αμερικής, οφείλει να είναι μέρος αυτής της αλλαγής. Με τον πληθυσμό της Αμερικής να αλλάζει ριζικά με τις μειονοτικές ομάδες να αυξάνονται συνεχώς και τα έμφυλα στερεότυπα να αναθεωρούνται, ο θεσμός των Όσκαρ πρέπει να αποδείξουν ότι δεν έχουν μείνει προσκολλημένα στο παρελθόν και αντιπροσωπεύουν επάξια το σύνολο της κινηματογραφικής παραγωγής αλλά και της κοινωνίας.

Πηγές: insider.com / vox.com / washingtonpost.com / ew.com

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα