Αυτοσχέδιες «λέσχες κινηματογράφου» σε ταράτσες και σαλόνια!
Ακούγονται από τις ταράτσες και τα σαλόνια της Gen Z, ενώ το λευκό αυτοσχέδιο πανί από σεντόνι στήνεται στον τοίχο περιμένοντας να πάρει κίνηση και ζωή από έναν φθηνό προτζέκτορα
“Θα δούμε Σκορσέζε,.” “Όχι Χίτσκοκ”, “Εγώ λέω Κιούμπρικ”, “σήμερα είπαμε για κομεντί”, “αφού πάντα στις τρόμου καταλήγουμε”, “πότε θα κάνουμε μαραθώνιο Χάρι Πότερ ρε παιδιά;”
Ακούγονται από τις ταράτσες και τα σαλόνια της Gen Z. Ενώ το λευκό αυτοσχέδιο πανί από σεντόνι στήνεται στον τοίχο περιμένοντας να πάρει κίνηση και ζωή από έναν φθηνό προτζέκτορα.
Ένας θα φέρει τα σνακς, άλλος το κρασί κι άλλος τις μπίρες, κάποια άλλη μερικά κεράκια και λαμπάκια, δυο τρεις θα μαζέψουν τις tv blanket από κάθε σπίτι, ξαφνικά, το σαλόνι μεταμορφώνεται σε έναν ζεστό αυτοσχέδιο κινηματογράφο, το χαλί γεμίζει άνετες μαξιλάρες. Οι ταράτσες το καλοκαίρι γίνονται θερινά σινεμά, και οι παρέες που έχουν μία κοινή αγάπη: το σινεμά, δίνουν ραντεβού εκεί.
Νέοι και μεγαλύτεροι που ψάχνουν να βρουν διέξοδο απέναντι στην ακρίβεια, και στην πίεση της καθημερινότητας. Μπορεί να μην είναι δυνατόν πια να δίνουν κάθε εβδομάδα 8-9 ευρώ στους κινηματογράφους αν θέλουν να δουν πολλές ταινίες, όμως ο καθένας από αυτούς έχει συνδρομή στις πλατφόρμες και κάπως έτσι ξεκινούν οι προβολές. Eκτός και αν υπάρχει όπως λένε η ταινία που πρέπει να την δουν στην μεγάλη οθόνη και τότε το εβδομαδιαίο ραντεβού δίνεται όπως παλιά, έξω από τα ταμεία των κινηματογράφων.
Οι πρώτες κινηματογραφικές λέσχες ιδρύθηκαν στην Αθήνα το ’50 αλλά και στη Θεσσαλονίκη με τη περίφημη λέσχη Τέχνη του Παύλου Ζάννα και ακολούθησαν άλλες σε Πάτρα, Βόλο, Τρίπολη, Δράμα, Καβάλα, Μυτιλήνη, Λάρισα, Ηράκλειο κ.ά. Η πορεία των λεσχών και της πρώτης ομοσπονδίας που είχαν ιδρύσει σπουδαίοι άνθρωποι του κινηματογράφου, όπως οι Βαγγέλης Ραφαηλίδης, Γιάννης Μπακογιαννόπουλος, Ρούσσος Κούνδουρος, Ροβήρος Μανθούλης, ανακόπηκε με τη δικτατορία και ανέκαμψε με τη μεταπολίτευση.
Σήμερα, οι νέοι επαναφέρουν αυτό το μοντέλο, σε πιο ιδιωτική κλίμακα, προσαρμόζοντάς το στις σύγχρονες ανάγκες και τεχνολογίες. Μια διαπολιτισμική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Studies in European Cinema εξετάζει τις συνήθειες παρακολούθησης ταινιών από 937 μαθητές λυκείου σε οκτώ χώρες της ΕΕ. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι, παρά τις πολιτισμικές διαφορές, υπάρχει κοινή επιθυμία για κινηματογραφικές εμπειρίες που υπερβαίνουν την απλή κατανάλωση περιεχομένου, υποδεικνύοντας την αξία των κοινοτικών προβολών.
H αρχή έγινε το 1991, όταν οι Exploding Cinema στο Λονδίνο, όπου διοργανώθηκαν προβολές σε μη παραδοσιακούς χώρους όπως ταράτσες, αυλές, εγκαταλελειμμένα εργοστάσια και καφετέριες. Λίγα χρόνια μετά, η μη κερδοσκοπική οργάνωση στη Νέα Υόρκη, Rooftop Films, το 1997, διοργανώνει καλοκαιρινές προβολές σε ταράτσες και υπαίθριους χώρους σε όλη την πόλη, προσελκύοντας χιλιάδες θεατές που αναζητούν μια πιο προσωπική και κοινοτική εμπειρία κινηματογράφου.
Το σίγουρο είναι πως η Gen Z, αγαπά πολύ τον κλασικό κινηματογράφο κι αυτό αποτυπώνεται και στα απανωτά sold out αφιερωμάτων στους παλιούς κινηματογράφους της πόλης.
Αυτή η τάση έφτασε στην Ελλάδα και είναι hype
Στο ΑΠΘ
Οι Κινηματογραφικές Νυχτερίδες είναι η αυτοοργανωμένη κινηματογραφική λέσχη της Σχολής Κινηματογράφου της Σχολής Καλών Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ.). Αποτελείται κυρίως από φοιτητές του τμήματος και έχει ως στόχο να φέρει κόσμο στην απομακρυσμένη Σταυρούπολη και να δώσει ζωή στην καπναποθήκη όπου στεγάζεται το τμήμα μας.
Η κινηματογραφική αυτή λέσχη γεννήθηκε στα πρώτα χρόνια λειτουργίας του τμήματός και αναβίωσε κατά το ακαδημαϊκό έτος 2022-2023 με πρωτοβουλία των μελών της Κινηματογραφικής Σχολής Πανοράματος του Α.Π.Θ. Η ομάδα δεν αποτελείται αποκλειστικά από φοιτητές του τμήματος. Είναι μια ανοιχτή ομάδα που δέχεται νέα μέλη καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, ανεξαρτήτως πανεπιστημιακού τμήματος, ηλικίας κ.λπ.
Στόχος μας, όπως σε κάθε φοιτητική κινηματογραφική ομάδα, είναι να μετατρέψουνε τα πανεπιστήμιά μας σε αυτοσχέδιους και διαδραστικούς κινηματογράφους. Πρόθεσή τους είναι να προωθήσουμε την κοινωνικοποίηση, τον προβληματισμό και τη συζήτηση για και μέσω του κινηματογράφου (και να βλέπουνε ταινίες μαζί ως φίλοι!).
Οι Νυχτερίδες προσπαθούν να οργανώνουν τουλάχιστον μία προβολή το μήνα (μερικές φορές δεν τα καταφέρνουνε, αλλά κατά τη διάρκεια των πανεπιστημιακών καταλήψεων, τα δίνουνε όλα), συνήθως την πρώτη Τρίτη του μήνα, αργά το βράδυ, στη μαγική τους καπναποθήκη στην Ικονίου 1.
Σε σπίτια και ταράτσες
Ο Κώστας Ποτακίδης τα καλοκαίρια προβάλλει ταινίες στην ταράτσα της πολυκατοικίας του και στην αυλή του εξοχικού του σπιτιού: “Aσχολούμαι με το home cinema γύρω στα 35 χρόνια, το σαλόνι μου είναι μία αίθουσα προβολών με 120 ίντσες οθόνης, με 12 ηχεία και 2 γούφερ. Το θερινό μας αυτοσχέδιο σινεμά, ξεκίνησε στο εξοχικό μου, στην αυλή, έφτιαξα μία μεγάλη οθόνη με προτζέκτορα και μαζευόμασταν 20 άτομα από όλη την γειτονιά και κάθε βράδυ κάναμε προβολές και βλέπαμε ταινίες. Μία συνήθεια η οποία κρατά μέχρι σήμερα. Αυτή την στιγμή έχω στην κατοχή μου τρεις προτζέκτορες, έναν για το μπαλκόνι, έναν για το σαλόνι και έναν φορητό που τον παίρνω όπου δήποτε. Η ιδέα για την ταράτσα μου ήρθε από έναν λευκό φρεσκοβαμμένο τοίχο, άμα είσαι του σινεμά όλα τα βλέπεις σαν οθόνη.
Δεν πήρα την άδεια από τους γείτονές μου, είπα: “εγώ θα το ξεκινήσω και μακάρι να έρχονται μαζί μου επάνω να βλέπουμε ταινίες.” μέχρι στιγμής δεν έχω κάποιο πρόβλημα. Βλέπω ταινίες με χαμηλό ήχο για να μην ενοχλώ. Είναι λίγο δύσκολο να κάνεις προβολές σε μπαλκόνια και ταράτσες, ο καθένας μπορεί να σου κάνει παρατήρηση. Όμως, η μυσταγωγία της προβολής στην ταράτσα είναι μαγική, αυτό που νιώθω εκεί πάνω δεν το έχω νιώσει πουθενά αλλού, ούτε καν στα θερινά που πάω τακτικά. Βλέπεις όλο το αστικό τοπίο, την πόλη φωτισμένη, όλος ο ουρανός ανοιχτός από πάνω, μαγεία. Το spor του homecinema παλιότερα ήταν πανάκριβο, όταν ξεκίνησα εγώ οι προτζέκτορες κόστιζαν 5-6 χιλιάδες δραχμές, πλέον αγοράζεις με 200-300 ευρώ έναν προτζέκτορα τον οποίο πριν 6-7 χρόνια θα τον πλήρωνες 2 με 3 χιλιάρικα, δεν χρειάζεται να έχεις τρελές απαιτήσεις στην ποιότητα πρόκειται για προβολή στο σπίτι. Εγώ έχω όλες τις συνδρομητικές πλατφόρμες αλλά και στον σκληρό μου αυτή την στιγμή μπορεί να έχω 6-7 χιλιάδες ταινίες. Αγαπώ πολύ τα αφιερώματα, στο θερινό αυτοσχέδιο σινεμά – λέσχη, το περασμένο καλοκαίρι είχαμε αφιέρωμα στον Χίτσκοκ, όλες από dvd, τις ταινίες που προβάλλω τις διαλέγω από την παρέα που θα μαζευτεί και τις προτιμήσεις τους. Μακάρι κι άλλοι άνθρωποι να εκμεταλλευτούν την ταράτσα τους και να νιώσουν αυτή την μαγεία, από τα φώτα της πόλης και τις πολυκατοικίες που την περικλείουν, τότε θα είχε νόημα η αστική ομορφιά.”
Η Κατερίνα κάθε Τετάρτη συναντιέται στο σαλόνι της με την παρέα της για film date: “Kαταρχάς να ξεκαθαρίσω πως κανένας από εμάς δεν σπουδάζει κινηματογράφο ή θέατρο. Είμαστε μία παρέα 8 ατόμων, παιδικοί φίλοι, που βαρεθήκαμε να κάνουμε συνέχεια τα ίδια και τα ίδια, βρεθήκαμε κιόλας σε μία φάση που η… αφραγκία βάρεσε κόκκινο και κάπως έπρεπε να την καταπολεμήσουμε. Οπότε, ξεκινήσαμε να παίζουμε ένα παιχνίδι ερωτήσεων για τον κινηματογράφο, στο οποίο καταγράφαμε μόνοι άχρηστες πληροφορίες για ταινίες και την ιστορία του και συνειδητοποιήσαμε πως κανένας από εμάς δεν έχει ιδέα για τις κλασικές ταινίες του σινεμά που μεγάλωσαν τους γονείς μας, όπως λόγου χάριν η Κάζαμπλάνκα, η Λάμψη του Κιούμπρικ. Έτσι λοιπόν κάναμε μία λίστα, με όλες τις “SOS ταινίες που πρέπει να δούμε μέχρι τα 30 μας” και ξεκινήσαμε έναν θεσμό που καλά κρατεί μέχρι σήμερα, ανεξαρτήτως υποχρεώσεων και καθημερινότητας.
Μένω σε ένα σπίτι 45 τ.μ. και ευτυχώς έχει μεγάλο σαλόνι με έναν άνετο γωνιακό καναπέ που ανοίγει. Κάθε Τετάρτη λοιπόν, το τραπέζι του σαλονιού φεύγει από την μέση, ο καναπές ανοίγει, στο χαλί απλώνονται μαξιλάρες και ξεδιπλώνονται κουβέρτες και τα μεγάλα μπολ γεμίζουν με σπιτικά ποπ κορν. Ενώ τα πλαστικά ποτήρια ξεχειλίζουν από περιπτερόκρασα. Τα φώτα σβήνουν, πάνω στις λευκές κουρτίνες τις οποίες έχουμε τεντώσει με αυτοσχέδια βαρίδια χτίζεται η “μεγάλη μας οθόνη” και η ταινία αρχίζει. Η πρώτη ταινία που είδαμε μεταξύ μας ήταν η Λάμψη και θυμάμαι μετά το τέλος της ταινίας πόσο είχαμε ψάξει να βρούμε το βιογραφικό του υπέροχου Τζακ Νίκολσον. Γενικά, προσπαθούμε να βρίσκουμε ταινίες σε πλατφόρμες sτreaming όπως τo Netflix, το Disney Plus, ή το Prime, χωρίς πάντα να έχουν αυτές που έχουμε στην λίστα μας. Αν απελπιστούμε ρίχνουμε και μία ματιά στο Ertflix που ξέρουμε πως σίγουρα θα έχει παλιές ταινίες. Η λίστα δεν ξέρουμε αν θα ολοκληρωθεί μέχρι τα 30 γιατί τα διαμάντια του κινηματογράφου δεν υπάρχουν σε αυτές τις πλατφόρμες. Μετά το τέλος της κάθε ταινίες βάζουμε βαθμολογία και την συζητάμε μεταξύ μας.
Δεν μπορώ να πω πως έχουμε αυτοσχέδια λέσχη κινηματογράφου, όμως, η αλήθεια είναι, πως απολαμβάνω το σπιτικό σινεμά με τους φίλους μου, είναι το προσωπικό μας ραντεβού για να μορφωθούμε με έναν ξεχωριστό τρόπο. Είμαστε η γενιά που τα βγάζει δύσκολα πέρα και γι αυτό όταν ξέρουμε πως θα βγει κάποια καλή ταινία στην μεγάλη οθόνη, κλείνουμε εγκαίρως εισιτήρια για να πάμε σινεμά και κυρίως προτιμούμε τους μικρούς κινηματογράφους.”
Ο Γιάννης δίνει σινέ ραντεβού με τους φίλους του τις Παρασκευές: “Δεν ξέρω πότε ακριβώς ξεκίνησε να γίνεται «κανονικότητα», αλλά από πέρσι, μόλις άνοιξε ο καιρός και κάθε Παρασκευή βράδυ μέχρι σήμερα, ανυπομονώ να βρεθούμε όλοι μαζί στην ταράτσα του Θοδωρή, με τον προβολέα στημένο και τις ψάθες της θάλασσας απλωμένες κάτω. Δεν είμαστε κάποιο σινεφίλ κοινό με ειδικές γνώσεις απλά αποφασίσαμε ότι θέλουμε να βλέπουμε ταινίες αλλιώς. Τους χειμώνες οι πέντε μαζευόμαστε στα σαλόνια κι αυτό έχει τον χαβαλέ του, γιατί δίνουμε έμφαση στην άνεση οπότε αλλάζουμε θέση τα έπιπλα.
Όχι σε πολυσινεμά με διαφημίσεις και κινητά που αναβοσβήνουν. Θέλαμε έναν χώρο δικό μας, χαλαρό, άτυπο αλλά ουσιαστικό. Έτσι γεννήθηκε η ιδέα για τη δική μας “κινηματογραφική λέσχη” – μια παρέα που αγαπά το σινεμά και τις κουβέντες μετά.
Η κάθε προβολή έχει το δικό της θέμα: από «ταινίες ενηλικίωσης» μέχρι «ασιατικό σινεμά». Ο καθένας φέρνει από κάτι: κάποιο σνακ, ένα πορτατίφ, μια μπίρα. Το καλύτερο δεν είναι η ίδια η ταινία, αλλά το τι ακολουθεί. Οι απόψεις, οι διαφωνίες, το ότι κάποιος πρόσεξε κάτι που εγώ δεν είδα καθόλου. Έχουμε προβάλει τα πάντα, από ανεξάρτητο ελληνικό κινηματογράφο μέχρι κλασικά του Κουροσάβα.
Νομίζω ότι αυτό που κάνουμε έχει περισσότερο να κάνει με το «ανήκειν» παρά με τις ταινίες. Και αυτό είναι το τρομερό της υπόθεσης, ανήκουμε όλοι στο δικό μας κινηματογραφικό σύμπαν. Επενδύουμε περισσότερο στον κλασικό και ποιοτικό κινηματογράφο παρά στα blockbuster.”
Η Έλενα αναφέρει για την δική της παρέα: “Δεν ξέρω πώς βρέθηκα να κουβαλάω κάθε Δευτέρα τον ίδιο χαλασμένο προβολέα, που δουλεύει μόνο αν του ρίξεις μια φιλική μπουνιά στην πλαϊνή πλευρά. Κάποτε νόμιζα ότι θα γίνω κριτικός κινηματογράφου – τώρα απλώς γκρινιάζω για τα φινάλε στα σπίτια φίλων, με μπίρα σε πλαστικό ποτήρι (μην πλένουμε κιόλας) και πατατάκια (που με φουσκώνουν).
Η προβολή δεν ξεκινά ποτέ στην ώρα της. Πρέπει πρώτα να καπνίσει η Μ., να τσακωθούν δύο για το αν το Her είναι sci-fi ή ερωτικό δράμα, και να αναλυθεί η κλασική ατάκα της εβδομάδας «ποιος είχε το χειρότερο ΣΚ ». Και μετά, κάπου ανάμεσα σε σιωπές και χαμηλούς διαλόγους, αρχίζει η ταινία.
Καμία φορά, βλέπω τις σκιές μας στον τοίχο – έναν τοίχο σαλονιού που έχει δει περισσότερες ιταλικές νεορεαλιστικές ταινίες από τον μέσο φοιτητή κινηματογράφου – και σκέφτομαι ότι κάτι κάνουμε σωστά. Είμαστε λίγο ατσούμπαλοι, με ηχεία που βγάζουν περισσότερη παράσιτα απ’ ό,τι ήχο, αλλά για κάποιο λόγο, στο τέλος κάθε προβολής δεν θέλει κανείς να φύγει. Το αστείο είναι ότι σε έναν κόσμο υπερ-οργάνωσης και streaming αμέτρητων επιλογών, εμείς καθόμαστε κάθε εβδομάδα να δούμε ό,τι μας κατέβει, σε ένα σαλόνι ή ένα μπαλκόνι με φθαρμένες πλαστικές καρέκλες και φώτα πόλης γύρω. Και κάθε φορά, κάτι μαγικό συμβαίνει: κάποιος γελάει παραπάνω, κάποιος συγκινείται, κάποιος κοιμάται.
Αν με ρωτήσεις γιατί συνεχίζουμε να το κάνουμε, θα σου πω απλά: γιατί στο τέλος κάθε ταινίας, όταν αρχίζουν τα αστεία και οι κουβέντες, νιώθω για λίγο ότι είμαστε ξανά δεκαεπτά. Και αυτό δεν το αλλάζω με τίποτα. Είναι όμορφο συναίσθημα η αγάπη για το σινεμά ειδικά όταν το μοιράζεσαι με φίλους που ακολουθείτε τα Φεστιβάλ από φοιτητές και μετράτε αντίστροφα κάθε χρόνο για να ανοίξουν τα θερινά σινεμά.”