Μαίρη Κόντζογλου: Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη που διηγείται, τραγουδάει, βογκάει την ιστορία της
Το τελευταίο βιβλίο της θεσσαλονικιάς συγγραφέα, "Οι Μαγεμένες" έρχεται την κατάλληλη στιγμή...
Η Μαίρη Κόντζογλου είναι γέννημα θρέμμα Σαλονικιά. Γεννήθηκε, µεγάλωσε και συνεχίζει να µεγαλώνει σ΄αυτήν τη πόλη χωρίς καμιά παύση ή μεταμέλεια. Είναι ένας γλυκύτατος άνθρωπος που μπήκε στη συγγραφή σχετικά αργά αλλά από τότε γράφει ασταμάτητα μυθιστορήματα που μοιάζουν να βγαίνουν αβίαστα απ΄την πένα της.
Έχει σπουδάσει Πολιτικές Επιστήµες στο Πάντειο Πανεπιστήµιο και έχει εργαστεί σε µεγάλες ελληνικές εταιρείες, µε αντικείµενο πάντα την Επικοινωνία. Έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα Το Μέλι το Θαλασσινό (2008), Περπάτα µε τον άγγελό σου (2009), Χίλιες ζωές απόψε (2013), καθώς και δυο τριλογίες: Οι μεσημβρινοί της ζωής (2011) που αποτελείται από τα βιβλία Στους ήλιους του έρωτα, Στα φεγγάρια της αλήθειας, Στη γη της αγάπης και Τα παλιά Ασήμια με φόντο την Καππαδοκία του χθες και του σήμερα που αποτελείται από τα βιβλία Τα Παλιά Ασήμια, Μια Προσευχή για τα Παλιά Ασήμια και Πέρα από τα Παλιά Ασήμια. Μιλήσαμε μαζί της με την ευκαιρία της κυκλοφορίας του τελευταίου της βιβλίου “Οι Μαγεμένες” που έρχεται την κατάλληλη στιγμή αφού σε λίγους μήνες τα αντίγραφα των “χαμένων καρυάτιδων” της Θεσσαλονίκης θα εκτεθούν στην εξωτερική στοά του Αρχαιολογικού Μουσείου.
- Πότε αισθανθήκατε την ανάγκη, ή την παρόρμηση να ξεκινήσετε τη συγγραφή; Το είχατε μέσα σας από παλιά, γράφατε έστω ερασιτεχνικά, έπαιξε ρόλο η εύρεση περισσότερου ελέυθερου χρόνου; Πότε ωρίμασε μέσα σας η ιδέα να γράψετε ένα βιβλίο;
Ξεκίνησα να γράφω μια μέρα πριν 15 χρόνια περίπου, όταν αισθάνθηκα πως η δουλειά που έκανα δεν με εκπροσωπούσε. Πρέπει να πω ότι τα προηγούμενα 25 χρόνια είχα δουλέψει πολύ δημιουργικά γεγονός που μου επέτρεπε – όπως τώρα καταλαβαίνω- να εξωτερικεύω όσα είχα μέσα μου , ιδέες, σχέδια, συναισθήματα, αλλά δεν το είχα αντιληφθεί. Ξεκίνησα να γράφω κάτι… Ούτε ήξερα τι ήταν, ούτε με ενδιέφερε όμως. Περί τα μέσα του –εκ των υστέρων πρώτου μου βιβλίου – κατάλαβα πως έγραφα ένα μυθιστόρημα. Αλλά αυτό δεν σήμαινε κάτι για μένα, η γαλήνη που μου έδινε αυτή καθ’αυτή η συγγραφή επισκίαζε τα πάντα.
- Ποιες είναι για σας οι ιδανικές συνθήκες για να γράψετε;
Εντάξει… Να είμαι σε ένα ωραίο άσπρο μπαλκόνι με μπουκαμβίλιες και να κοιτάω το πέλαγος και την Θηρασιά! Αν ρίξω πολύ, πάρα πολύ τα πρότυπα, θα έλεγα την ηρεμία. Να υπάρχει ηρεμία στον χώρο μου, να μην χτυπάνε τα τηλέφωνα και να μη με απασχολούν τα καθημερινά.
- Ταξίδια, βιβλία, ειδήσεις… Με πόσο διαφορετικό μάτι κοιτάτε πλέον όλα αυτά μετά την εμπλοκή σας με τη συγγραφή;
Να ξεκινήσω από τα βιβλία. Τώρα πια, σπάνια δίνω βαρύτητα στην ιστορία που αφηγείται ένα βιβλίο, με ενδιαφέρει πολύ περισσότερο η τεχνική συγγραφής, η γλώσσα, πρωτίστως η γλώσσα, η δομή. Στα ταξίδια κοιτάω τους ανθρώπους και φαντάζομαι τις ιστορίες τους – αυτές που εγώ θέλω να έχουν υπάρξει -, ονειρεύομαι το παρελθόν, προσπαθώ να μαντέψω το μέλλον του τόπου. Όσον αφορά τις ειδήσεις, ακόμη αναζητώ καθημερινές ιστορίες, δεν αγγίζουν την φαντασία μου τα μεγάλα γεγονότα – παρά το γεγονός πως με επηρεάζουν, αρνητικά συνήθως, πάρα πολύ.
- Ποιος είναι ο πρώτος αναγνώστης των βιβλίων σας;
Συνήθως μια στενή μου φίλη που διαβάζει πολύ, έχει απίστευτες, ατέλειωτες γνώσεις γύρω από την παγκόσμια και την ελληνική λογοτεχνία και το λογοτεχνικό της ένστικτο είναι οξυμένο.
- Με δεδομένο ότι ένα μεγάλο κομμάτι ρομαντισμού έχει χαθεί στην εποχή μας, θα αλλάζατε την δικιά σας εποχή με κάποια παλαιότερη, κι αν ναι γιατί, αν όχι γιατί επιλέγετε το σήμερα; Σε ποια εποχή θα θέλατε να ζείτε από όλες όσες μας ταξιδέψατε;
Δεν νομίζω πως ο ρομαντισμός έχει χαθεί, απλά άλλαξε σχήμα, χρώμα. Όταν βλέπω νεαρά παιδιά, ζευγάρια, ξαπλωμένα στο πλακόστρωτο της παραλίας της Θεσσαλονίκης, νομίζω πως είναι μια σύγχρονη έκφραση της εικόνας «εκείνη στο παράθυρο και εκείνος να τραγουδάει από κάτω». Δεν ξέρω, δεν το σκέφθηκα ποτέ αν θα ήθελα να είχα ζήσει σε άλλη εποχή. Ίσως τότε που υπήρχαν πολλοί κοινωνικοί αγώνες και κατακτήσεις. Οι οποίοι αγώνες θα μας χρειαστούν και πάλι…
- Γυναικείοι χαρακτήρες… είναι κυρίαρχοι στα βιβλία σας. Υπάρχουν κάποια κοινά στοιχεία που εμφανίζονται σε όλους;
Τα βιβλία μου είναι σχεδόν όλα πολυπρόσωπα, εντάξει, συνήθως υπάρχει μια «κεντρική ηρωίδα» αλλά δίνω πολύ χώρο στους άνδρες, εξάλλου μου αρέσει περισσότερο να περιγράφω άνδρες ήρωες. Στις ΜΑΓΕΜΕΝΕΣ δε οι κύριοι ήρωες είναι άνδρες και χαίρομαι πολύ γι’αυτό, είναι προσωπικό μου στοίχημα. Το χαρακτηριστικό που υπάρχει σε πολλές ηρωίδες μου, όχι σε όλες όμως, είναι ένας δυναμισμός και μια τάση αυτοδιάθεσης που φέρνει και τις αλλαγές στις ζωές τους.
- Τα σεμινάρια δημιουργικής γραφής έχουν μπει κανονικά στα ελληνικά λογοτεχνικά δρώμενα. Πιστεύετε ότι τελικά όλοι κρύβουν ένα εν δυνάμει συγγραφέα μέσα τους; Και ποιος τελικά είναι ο ορισμός του συγγραφέα;
Θεωρώ πως όλοι ψάχνουμε τρόπο να εκφραστούμε, να ξεδιπλώσουμε τον εαυτό μας – για δική μας ‘χρήση’ κυρίως- , να τον ανακαλύψουμε, να τον ανασκευάσουμε, να τον αναθεωρήσουμε. Η συγγραφή σου δίνει αυτή την ευκαιρία.
Ορισμός του συγγραφέα… Υπάρχει άραγε; Θα έλεγα ίσως, με πολλά ‘ίσως΄, η δυνατότητα κάποιου να μοιρασθεί σκέψεις και συναισθήματα που θα έχουν απήχηση και σε άλλους ανθρώπους και θα κάνει τις αλήθειες τους να ταυτιστούν.
- Έχετε πει ότι ο συγγραφέας πρέπει να καταγράφει το παρόν στο οποίο ζει και όχι το παρελθόν. Παρόλα αυτά το παρελθόν είναι το φόντο στα περισσότερα (7) από τα 10 σας βιβλία. Ο έρωτας είναι κυρίαρχος στα βιβλία σας. Μήπως τελικά η μαγεία του σας στέλνει σε πιο ρομαντικές εποχές;
Συνεχίζω να το πιστεύω. Αλλά δεν θεωρώ πως υπάρχει ποσόστωση σ’αυτό. Κατέγραψα αυτό που με ‘έκαιγε’ τότε, σήμερα το παρόν μου βγάζει πίκρα και γκρίνια, δεν με εμπνέει. Για να μην πω πως, μελετώντας το παρελθόν ανακαλύπτω τόσες ομοιότητες και κυρίως τις αιτίες που φτάσαμε ως εδώ. Όσον αφορά τις ‘ρομαντικές εποχές’ δεν νομίζω πως , για παράδειγμα, οι αρχές του 20ου αιώνα με την Ανταλλαγή των πληθυσμών και την προσφυγιά είναι μια ρομαντική περίοδος. Αντίθετα είναι μια σκληρή εποχή, οι άνθρωποι μάτωσαν κυριολεκτικά και μεταφορικά. Ο έρωτας είναι κυρίαρχο στοιχείο της ζωής, κατά την γνώμη μου. Δεν έχει υπάρξει εποχή, από τον καιρό των πρωτόπλαστων, που ο έρωτας δεν έπαιξε ρόλο. Σημασία έχει πώς αποδίδεις το θέμα σου, πόσο κοντά είσαι στην πραγματικότητα της εποχής ή του θέματος που αφηγείσαι, άσχετα αν υπάρχει μέσα έρωτας ή όχι.
- Σε ποια σημεία της πόλης πέρα από τα αναγνώσματα αναζητήσατε έμπνευση για τις Μαγεμένες;
Σε όλη την πόλη. Στα μνημεία της, στα τείχη της – τα κάστρα όπως τα λέμε εμείς – , στις αγορές, στη θάλασσα, στις Εξοχές, στις εκκλησιές, στα μουσεία. Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη που διηγείται, τραγουδάει, βογκάει την ιστορία της. Αρκεί να την νιώσεις.
- Υπάρχει όντως αυτή η άποψη ότι αν δεν μεταφέρονταν αρχαία στη Δύση θα καταστρέφονταν και εκφράζονται ακόμη από μια μερίδα αρχαιολόγων. Όπως λέτε και η ίδια οι Δυτικοί ένιωθαν ότι είχαν κάθε δικαίωμα να πάρουν τις αρχαιότητες στις πατρίδες τους, γιατί μόνο εκείνοι αντιλαμβάνονταν τη σημασία τους και μόνο εκείνοι γνώριζαν πώς να τις προστατεύσουν. Πιστεύετε ότι αυτό είναι ένα ρίσκο που πρέπει να ανήκει σε κάθε πολιτισμό και κανείς δεν έχει δικαίωμα να μεταφέρει τον πολιτισμό με τη «δικαιολογία» της διάσωσης.
Το πιστεύω. Υπό όρους, βέβαια, τίποτα δεν είναι απόλυτο. Πάντως, όλες οι αρπαγές μνημείων, παγκοσμίως, έγιναν από κατακτητές. Αυτό δείχνει πως, υπό κανονικές συνθήκες, κανείς μάλλον δεν θα απαρνιόταν το παρελθόν του. Η άποψή μου είναι πως οι αρχαιότητες δεν πρέπει να μετακινούνται από το σημείο που υπήρξαν για αιώνες. Αυτή ήταν και η άποψή μου για τα ευρήματα κατά την ανασκαφή των έργων του μετρό στη Θεσσαλονίκη όταν τέθηκε θέμα μεταφοράς τους.
- Τα αντίγραφα των Μαγεμένων θα τοποθετηθούν στη Στοά του Αρχαιολογικού μουσείου σύντομα. Εσείς πού θα θέλατε να τα δείτε;
Αν δεν υπήρχε ο κίνδυνος βανδαλισμού, θα ήθελα να είναι στο σημείο που υπήρξαν και τα πρωτότυπα. Δυστυχώς όμως δεν είμαστε ικανοί να προστατεύσουμε τίποτα, ούτε να εκπαιδεύσουμε ταχύρρυθμα τους βάνδαλους… Μια χαρά θα είναι στη Στοά του Αρχαιολογικού μουσείου, λοιπόν. Και ελπίζω να γίνουν η αφορμή όχι μόνο να μάθει ο κόσμος την ιστορία των Μαγεμένων αλλά και τον σεβασμό που οφείλουμε να δείχνουμε στο παρελθόν. Σεβασμό, όχι προγονολατρεία.
- Πόσο εύκολα αποχωρίζεστε τους ήρωές σας μετά το τέλος ενός βιβλίου;
Εύκολα. Αλλά εκείνοι είναι κακομαθημένοι από την σχέση μας – μοναδική, υπερπροστευτική, στα ώπα ώπα κλπ, σχέση καθαρά Ελληνίδας μάνας και παιδιού – και δεν μ’αφήνουν σε ησυχία… Εντάξει, πλάκα κάνω. Ο έρωτας με έρωτα περνάει. Μόλις βρω τους επόμενους, τους ξεχνάω. Γι’ αυτό φροντίζω να σκέφτομαι το επόμενο μυθιστόρημα. Δεν μπορώ τις ‘αρρωστημένες σχέσεις’ , ούτε τις εξαρτήσεις.
- Αν έχετε να διαλέξετε ανάμεσα στον θαυμασμό και την εμμονή του φανατικού σας αναγνώστη του και το βλέμμα ενός κριτικού λογοτεχνίας. Περισσότερο σας ικανοποιεί η αγάπη του φανατικού σας αναγνώστη ή μια καλή κριτική;
Η αγάπη του αναγνωστικού κοινού αποδεικνύεται μεγάλο ελιξίριο. Δεν είναι όλοι οι αναγνώστες φανατικοί, πολλοί από αυτούς είναι εκπληκτικά αντικειμενικοί. Η γνώμη των κριτικών έχει βαρύτητα για το «τεχνικό» κομμάτι, ας το πω έτσι, ενός βιβλίου, όχι το συναισθηματικό, αυτό δηλαδή που προσλαμβάνουν οι χιλιάδες. Με ενδιαφέρουν και τα δύο. Λυπάμαι, δεν έχω απάντηση, δεν θα μπορούσα το ένα χωρίς το άλλο.
- Έναν συγγραφέα που έχετε ξεκοκαλίσει (από τους παλαιότερους) και έναν που ανυπομονείτε να διαβάσετε το επόμενο του;
Δεν είναι ένας μόνο…Έχω ξεκοκαλίσει πολλούς, αφού πρέπει να διαλέξω έναν θα πω τον Τσίρκα. Ανυπομονώ για το επόμενο έργο της Ιωάννας Καρυστιάνη που την θεωρώ την μεγαλύτερη σύγχρονη Ελληνίδα πεζογράφο.
Για το βιβλίο
Θεσσαλονίκη, στα βάθη των αιώνων: Μια βασίλισσα ερωτευµένη παράφορα µε τον Μεγαλέξανδρο τρέχει µες στη νύχτα να συναντήσει τον εραστή της. Τα µάγια του απατηµένου συζύγου της όµως θα µαρµαρώσουν αυτή και τη συνοδεία της. Οι µορφές τους θα µείνουν για πάντα στη Στοά των Ειδώλων. Περίπου χίλια οχτακόσια χρόνια αργότερα, στην ίδια πόλη, που οι κάτοικοί της λατρεύουν τρεις θεούς και µιλάνε αµέτρητες γλώσσες, ο παλαιογράφος Εµµανουέλ Μιλλέρ επιχειρεί, µε τη συγκατάθεση του Σουλτάνου, να ξεριζώσει το αρχαίο µνηµείο των «Μαγεµένων» και να τις πάει στη Γαλλία, να κοσµήσουν τα ανάκτορα και τα σπίτια των ευγενών. Στην προσπάθειά του όµως αυτή, θα βρεθεί αντιµέτωπος µε µια χούφτα ξεχωριστούς ανθρώπους: Τη Χάννα και τον Νικόλα, δυο ερωτευµένα παιδιά, που αγωνίζονται για τη µαταίωση της αρπαγής του µνηµείου, ενώ παλεύουν για το δικαίωµά τους στην αγάπη. Τον γλύπτη Αλέξανδρο ∆ηµητριάδη, που εµπνέεται από τους νεαρούς του φίλους, και ρίχνεται στη µάχη µε αυτοθυσία. Και τον Νταβίντ εφέντη, τον αρχαιολάτρη Εβραίο, που δίνει τον δικό του αγώνα ενάντια στην εποχή, τη φυλή του και την κοινωνία, προσπαθώντας να κρατήσει κοντά τους τις «Μαγεµένες» και να αποτρέψει την επανάληψη µελλοντικών διωγµών. Μια σαγηνευτική ιστορία, βασισµένη σε αληθινά γεγονότα, που σκαλίζεται µε έρωτα και αίµα στα βυζαντινά τείχη, στα υγρά λιθόστρωτα, στις συναγωγές, στα παζάρια και στα γεµάτα θρύλους και ατµούς χαµάµ της Σαλονίκης.
Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου υπάρχει τυπωμένο QR code που, με μοναδικό εργαλείο ένα tablet ή ένα smartphone, δίνει στον αναγνώστη τη δυνατότητα να βρει πλούσιο υλικό για τις Μαγεμένες και τη Θεσσαλονίκη εκείνης της εποχής.
Πατήστε ΕΔΩ για να δείτε πλούσιο πραγματολογικό υλικό για το ιστορικό υπόβαθρο της αφήγησης, πληροφορίες για τις εκδηλώσεις της συγγραφέα και άλλα νέα για το βιβλίο.