Bus stories ή ιστορίες αστικής τρέλας
Καθημερινές ιστορίες ανθρώπων που στριμώχνουν τις στιγμές τους στα αστικά λεωφορεία της πόλης.
Στήλη υπεραστική, αστική, βιωματική, καθημερινή και άκρως ανθρώπινη και ανθρωποκεντρική.
Στη γραμμή 17, κρατούσε έναν τόμο της Στατιστικής, διάβαζε και μονολογούσε ενώ ταυτόχρονα δάγκωνε τα νύχια της από αμηχανία. Περίμενε το λεωφορείο που έφτασε γεμάτο με καθυστέρηση περίπου 40 λεπτά, κοιτούσε ταυτόχρονα το ρολόι της αλλά και την οθόνη του κινητού της. «Θα προλάβω να γράψω άραγε;» ακούστηκε η φωνή της ενώ ανέβαινε στο λεωφορείο.
Στη γραμμή 31 επιβιβάστηκε κουρασμένος και προσγειώθηκε στη θέση που του υπέδειξε η μητέρα του. Εκείνη άνοιξε τη σχολική του τσάντα και κοιτούσε τα τετράδιά του. Εκείνος σφήνωσε το πρόσωπό του στη σχισμή των δύο θέσεων και παρατηρούσε το ζευγαράκι στα πίσω καθίσματα.
Στη γραμμή 58, καθόταν στη θέση κοντά στο παράθυρο. Στην αγκαλιά της έσφιγγε ένα κυκλικό κουτί με σχέδια ρετρό. Η κυρία που καθόταν δίπλα της είπε ότι αυτό το κουτί της θύμισε τα παλιά καπέλα της μητέρας της που έφταναν στο σπίτι μέσα σε τέτοια κουτιά. Η κοπέλα χαμογέλασε, «είμαι σχεδιάστρια καπέλων και μόλις γύρισα από το Λονδίνο!»
Στη γραμμή 14, μια κυρία παραπονιόταν στον οδηγό για την τραγική κατάσταση των λεωφορείων. Εκείνος της υπέδειξε την αφίσα που ήταν κολλημένη στο τζάμι πίσω από τη θέση του οδηγού. “Αγαπητοί επιβάτες, ο οδηγός του λεωφορείου χρειάζεται ηρεμία…”
Στη γραμμή 12, ανέβηκε σαστισμένος και παρά την ηλικία του δεν προτίμησε να βρει κάποια θέση. Στεκόταν κοντά στην πόρτα. Φορούσε πουκάμισο και στην τσέπη στο στήθος φαινόταν το βιβλιάριο τραπέζης που δεν έκλεινε καλά γιατί είχε μέσα κάποια χρήματα. Στην επόμενη στάση ανέβηκαν ένα τσούρμο από νέους που φαινόταν μαστουρωμένοι. Τον πλησίαζαν συνεχώς αλλά εκείνος ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του. Σε μια στάση ακούστηκε η φωνή του, “Άσε κάτω τα λεφτά μου, αλήτη!”.