Δεν θα θυμάστε την πανδημία με τον τρόπο που θα νομίζετε
Οι ιστορίες που θα θυμάστε θα διαμορφωθούν από τη δική σας εμπειρία αλλά και από τις εμπειρίες των γύρω σας.
Η πανδημία δεν είναι ένα μεμονωμένο ξαφνικό τραυματικό γεγονός, όπως η δολοφονία του J. F. Kennedy, ή η πτώση των δίδυμων πύργων στις 11/09. Είναι μια περίοδος της ζωής μας στην οποία οι οι μνήμες μας θα αφομοιωθούν, όπως στην Παγκόσμια Οικονομική Ύφεση ή τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ψυχολόγοι και ανθρωπολόγοι που μελετούν τη μνήμη, λένε ότι τείνουμε ανακαλούμε τις αναμνήσεις μας σχεδόν σαν διηγήματα ή σενάρια για να δώσουν νόημα στη ζωή μας. Διαμορφώνουμε ήδη τις μελλοντικές μας πανδημικές αφηγήσεις – τις ιστορίες που θα πούμε ως άτομα, ως κοινότητες, ως κοινωνίες και ως έθνη για αυτήν την εποχή. Η διαδικασία δημιουργίας αυτών των ιστοριών θα βοηθήσει στον προσδιορισμό της ανθεκτικότητας και της ευημερίας μας. Το πώς λέμε τις ιστορίες μας μπορούν να αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο προχωρούμε μπροστά στις δύσκολες στιγμές.
1. Τι θυμόμαστε και τι ξεχνάμε
Στο πλαίσιο του άρθρου αυτού, ζητήθηκε μέσω των social media από ανθρώπους να πουν τι τους είχε κάνει μεγαλύτερη εντύπωση έως τώρα στην πανδημία και τι πιστεύουν οτι θα θυμούνται από αυτή. Στη συνέχεια, ψυχολόγοι που ασχολούνται με τη μνήμη βοήθησαν στην αξιολόγηση των απαντήσεων και στο τι αποκαλύπτουν για τον τρόπο που λειτουργεί το μυαλό μας.
Πολλές απαντήσεις ξεκίνησαν τη στιγμή που κάποιος μάθαινε ότι το πανεπιστήμιό του έκλεινε, ή οι παραστάσεις τέθηκαν σε αναστολή ή τα εστιατόρια κατέβαζαν ρολά. Ο καθηγητής ψυχολογίας Henry L. Roediger III και ο καθηγητής ανθρωπολογίας James Wertsch, μελετητές της συλλογικής μνήμης στο Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον στο St. Louis, αναφέρθηκαν στην επίδραση της προτεραιότητας (primacy effect) έναν από τους τρόπους με τους οποίους κάποια ανάμνηση “καρφιτσώνεται” (pinned – όπως λέμε για τα tweets), για εύκολη ανάκτηση.
Σε ένα πείραμα που διεξήχθη το 1974, το 1991 και το 2009, του οποίου τα αποτελέσματα δημοσιεύτηκαν με τον τίτλο “Ξεχνώντας τους Προέδρους» (Forgetting the Presidents), ο Roediger και οι συνεργάτες του ζήτησαν απο Αμερικανούς να ανακαλέσουν σε πέντε λεπτά όσους προέδρους των ΗΠΑ μπορούσαν. Η δημοτικότητα του George Washington ως απάντηση επισημαίνει το primacy effect, την τάση να θυμόμαστε τα πρώτα. Η επίδραση του πρόσφατου (recency effect) επεξηγείται από τους συμμετέχοντες που ανέφεραν σύγχρονους κατοίκους του Λευκού Οίκου.
Oι Abraham Lincoln, JFK και Richard Nixon πάλι αναφέρθηκαν γιατί ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής πρόεδροι. Κάποιοι άλλοι αποδείχτηκαν “ξεχασμένοι” καθώς δεν ήταν ούτε πρώτοι ούτε πιο πρόσφατοι, αλλά επίσης δε χαρακτηρίζονται κι από έντονη δράση. Αυτά τα φυσικά βοηθήματα μνήμης λειτουργούν είτε ονομάζουμε προέδρους των ΗΠΑ είτε ανακαλούμε ένα σημείο καμπής στη ζωή μας.
“Δεν νομίζω ότι οι άνθρωποι θα ξεχάσουν ποτέ τον Μάρτιο του 2020 και το πώς άλλαξε ο κόσμος μέσα σε μια εβδομάδα περίπου”, αναφέρει ο Dan P. McAdams, καθηγητής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Northwestern.
Κάποια στιγμή, όταν αυτό είναι όλο πίσω μας, τα παιδιά μας θα ρωτούν πώς ήταν να ζούμε μέσα σε μία παγκόσμια πανδημία. Δεδομένου του primacy effect, πιθανότατα θα ξεκινήσουμε με τη στιγμή που συνειδητοποιήσαμε για πρώτη φορά ότι κάτι περίεργο ερχόταν.
Ωστόσο, αν και μπορεί να θυμηθούμε έντονα το “πώς ξεκίνησε”, πολλές από τις πανδημικές μας αναμνήσεις στη συνέχεια θα είναι πιο “αχνές”. Για παράδειγμα, ένας καθηγητής Πανεπιστημίου θυμάται κάποιο λαμπερό, δροσερό πρωινό όταν ανακοινώθηκε το πρώτο lockdown και σκέφτηκε, “εντάξει, μπορώ να το κάνω αυτό”. Έκανε μερικά μακροπρόθεσμα σχέδια (“μακροπρόθεσμα” με την έννοια “σε περίπτωση που το lockdown διαρκέσει έξι εβδομάδες”): Να μεταθέσει τα μαθήματά του σε απομακρυσμένη διδασκαλία, μέσω Zoom. Να διαβάσει όλα τα βιβλία του Charles Dickens, γιατί αν όχι τώρα, πότε; Να καλλιεργήσει τα φυτά στην πίσω αυλή. Αλλά στην πραγματικότητα, δεν είναι σίγουρος αν τα πρόωρα πανδημικά του σχέδια ήταν οι σκέψεις ενός φωτεινού, δροσερού πρωινού ή οι σκέψεις πολλών τέτοιων πρωινών. Αυτό είναι συνηθισμένο, λένε οι ειδικοί.
“Οι περισσότερες από τις αναμνήσεις μας έχουν τη μορφή γενικότητας”, λέει η Robyn Fivush, καθηγήτρια ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Emory. Επειδή το μεγαλύτερο μέρος της ζωής είναι ρουτίνα και επαναλαμβανόμενο, εξηγεί, θυμάσαι πώς ήταν η ζωή. “Θα μπορούσα να σου πω για τις αναμνήσεις μου από την παιδική μου ηλικία: Ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα για μένα ήταν οτι έτρωγε όλη μαζί η οικογένεια κάθε Παρασκευή βράδυ. Αν με ρωτήσεις να πω για ένα από αυτά τα οικογενειακά δείπνα, δεν νομίζω ότι μπορώ”.
Είναι ενδιαφέρον πως κάποιες στιγμές “καταχωνιάζονται” μέσα στον εγκέφαλο ενός ατόμου και σώζονται συγκεκριμένα αυτές – και όχι δεκάδες εκατομμύρια άλλες από μια ολόκληρη ζωή . Χρησιμοποιούμε εν μέρει τη μνήμη μας για να ενισχύσουμε το αίσθημα της ταυτότητας και της γνώσης του εαυτού, αναφέρει η Fivush, μέσα από όλα τα σκαμπανεβάσματα της ζωής: Είμαι ένα άτομο του οποίου η ζωή έχει νόημα και σκοπό. Υπάρχει μια ιστορία για μένα.
Αυτό που τείνουμε να θυμόμαστε πιο συγκεκριμένα είναι οι πολύ ευχάριστες και οι πολύ δυσάρεστες στιγμές, που γίνονται “επεισόδια” στη μνήμη μας, και στα οποία αποδίδουμε νόημα.
Ο Tony Ramos, γραφίστας στο Κλίβελαντ, ήταν ένας από τους ανθρώπους που ανταποκρίθηκαν στο αίτημα για ιστορίες της πανδημίας. “Το 2020 θα σηματοδοτηθεί από το απόγευμα του Πάσχα που καθισμένος στα σκαλιά του σπιτιού μου, με το κινητό στο χέρι, και άκουγα την αδερφή μου να περιγράφει πώς στο νοσοκομείο στο οποίο ο σύζυγός της είχε μόλις πεθάνει από κοροναϊό, δεν θα την αφήνανε να να είναι στο προσκέφαλό του”, έγραψε. “Αντ ‘αυτού, έπρεπε να καθίσει στο αυτοκίνητό της στο χώρο στάθμευσης, μόνη της. ”
Το τραύμα κολλάει βαθιά στο μυαλό μας, χαράσσοντας οδυνηρές και μακροχρόνιες αναμνήσεις. “Είτε είναι θύματα βιασμού, βετεράνοι μάχης ή επιζώντες από σεισμούς, τα άτομα που εκτίθενται σε τρομακτικό τραύμα συνήθως διατηρούν ζωντανές αναμνήσεις από κεντρικά σημεία τέτοιων εμπειριών, συχνά για το υπόλοιπο της ζωής τους», αναφέρει ο Richard McNally, καθηγητής ψυχολογίας στο Χάρβαρντ. “Αν και οι περισσότεροι άνθρωποι που εκτίθενται σε τραύμα δεν αναπτύσσουν διαταραχή μετατραυματικού στρες, ωστόσο, σπάνια, αν όχι ποτέ, ξεχνούν το τραύμα τους”.
2. H “μορφή” που δίνουμε στις ιστορίες μας
“Ακόμη και όταν βιώνουμε ένα συμβάν”, λέει η Robyn Fivush, “αρχίζουμε ήδη να σκεφτόμαστε πώς να το περιγράψουμε αυτό σε κάποιον άλλον αργότερα”. Σε ένα έγγραφο του 2008 για το ακαδημαϊκό περιοδικό Memory, αυτή και ένας συν-συγγραφέας επεξεργάστηκαν τις ιδέες του Γάλλου κοινωνιολόγου του 20ου αιώνα Maurice Halbwachs, ο οποίος ανέπτυξε την έννοια της συλλογικής μνήμης: “Ακόμα και όταν βιώνει γεγονότα για πρώτη φορά κάποιος, έχει στο μυαλό τις αντιδράσεις των άλλων, οι οποίες “χρωματίζουν” τόσο την αντίληψή του για το γεγονός όσο και την ανάμνηση του από αυτό. ”
Σύμφωνα με τον Halbwachs, αρχίζουμε να συνθέτουμε τις αναμνήσεις μας εν αναμονή της κοινοποίησής τους. Ίσως έχετε πιάσει τον εαυτό σας να το κάνει αυτό (και όσο πιο συγκεχυμένο ή αγχωτικό είναι το γεγονός, τόσο πιο πιθανό είναι να αρχίσετε να του βάζετε ένα πλαίσιο πριν τελειώσει, να φανταστείτε τους φίλους και την οικογένειά σας που θα διασκεδάσουν με την ιστορία της ατυχίας σας). “Όταν κάτι πάει πάρα πολύ στραβά”, επιβεβαιώνει η Fivush, “σκέφτεστε ήδη, όταν τελειώσει αυτό, αν τελειώσει καλά, θα είναι μια υπέροχη ιστορία.”
Το έργο της Elizabeth Loftus, γνωστικής ψυχολόγου στο UC Irvine, και άλλων, έχει δείξει ότι, όταν συζητάμε για μία ανάμνηση με ακροατές που την θυμούνται διαφορετικά, ενδέχεται να δανειζόμαστε ασυνείδητα λίγο το δικό τους “χρώμα” ή ένα κομμάτι διαλόγου για τη δική μας εκδοχή. “Κάθε φορά που θυμάσαι κάτι, η μνήμη ενεργοποιείται και μετά επαναπροσδιορίζεται”, λέει η Fivush. Και είμαστε ανοιχτοί στο να δεχόμαστε την ερμηνεία των δικών μας αναμνήσεων από άλλους. “Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, καλείτε τον φίλο σας για να του πείτε οτι αισθάνεστε μόνος και εκείνος απαντάει Ξέρω, αλλά το ZOOM με την οικογένειά βοηθά, έτσι δεν είναι; Νιώθω ότι μιλάω στα παιδιά μου περισσότερο από ποτέ, και τότε αρχίζετε αμέσως να σκέφτεστε για την κατάστασή σας διαφορετικά. Θα το θυμάστε διαφορετικά. ”
Αυτή η χρονιά της πανδημίας μας κάνει να νιώθουμε απομονωμένοι και βυθισμένοι μέσα στις προσωπικές μας σκέψεις. Ωστόσο, ήδη έχουμε μπει σε μία διαδικασία δημιουργίας συλλογικών αναμνήσεων. Ο κόσμος ανήκει σε αμέτρητες κοινότητες, οι οποίες έχουν πολύ διαφορετικές εμπειρίες από την πανδημία. Υπάρχουν εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας και επιστήμονες που δουλεύουν απάνθρωπες ώρες, πρώτης γραμμής “απαραίτητο προσωπικό” που που αρρώστησε, γονείς που προσπαθούν να εργαστούν ενώ παράλληλα γίνονται δάσκαλοι των παιδιών τους, άτομα που εργάζονται από το σπίτι και είναι σε σύγχυση καθώς όλες οι μέρες τους μοιάζουν ίδιες, φοιτητές που επέστρεψαν στα παιδικά τους δωμάτια. Υπάρχουν οι άνεργοι, οι άρρωστοι, αυτοί που πενθούν.
Στην καθημερινή συνομιλία και στα social media, μοιραζόμαστε με άλλους πώς ξεκίνησε για εμάς και πώς πηγαίνει. Συγκρίνουμε τις εμπειρίες μας με αυτές των άλλων. Σε κάθε κοινότητα, για τα επόμενα χρόνια, οι ιστορίες θα μεταδοθούν, θα τροποποιηθούν και θα “γυαλισθούν” έως ότου προκύψει ένας μικρός “θησαυρός” αναμνήσεων που θα αντιπροσωπεύει το Πώς ήταν να ζεις μέσα στην πανδημία του κοροναϊού.
Οι ειδικοί της αφηγηματικής μνήμης το αποκαλούν «κοινωνική κατασκευή αυτοβιογραφικής μνήμης». Οι μεγαλύτεροι “φύλακες μνήμης” που εφευρέθηκαν από την ανθρωπότητα είναι οι ιστορίες. “Τα γεγονότα τα θυμόμαστε καλύτερα όταν είναι συνυφασμένα με μια αφήγηση”, λεει ο Henry Roediger.
3. Μνήμη και ανθεκτικότητα
“Δεν είμαι πεπεισμένη ότι αποθηκεύουμε τις αναμνήσεις μας ως αφηγήσεις”, αναφέρει η Fivush. “Η νευροβιολογία και η νευροχημεία της μνήμης υποδηλώνουν ότι οι αναμνήσεις μας αποθηκεύονται σε δυναμικά, ρευστά κομμάτια. Όταν βρισκόμαστε στη διαδικασία επανασυναρμολόγησης μιας μνήμης, έχουμε αυτά τα “σχήματα” ιστορίας αποθηκευμένα και διαθέσιμα σε εμάς.
“Η συγκεκριμένη μορφή που δίνουμε σε μία ανάμνηση εξαρτάται από το πλαίσιο”, είπε. “Για παράδειγμα: Όταν λέτε μια θλιβερή ιστορία, οι περισσότεροι Αμερικανοί θα απαιτήσουν ένα λυτρωτικό τέλος. Θα πουν, Αλλά μάθατε κάτι για τον εαυτό σας, έτσι δεν είναι;”
Πολλοί άνθρωποι εν μέσω της πανδημίας περιέγραψαν καταστάσεις που εξακολουθούν να εκτυλίσσονται. Η Fivush προειδοποιεί ότι το τελική μορφή μιας ιστορίας που λέμε τώρα μπορεί να μην είναι ακόμη γνωστή.
Ο ψυχολόγος Robert Thorstad ερωτώμενος αν θα μπορούσε βάσει της έρευνάς του να προβλέψει πώς θα μιλάμε για τις αναμνήσεις της πανδημίας στο μέλλον απαντά: “Η προφανής συνέπεια είναι ότι, ανεξάρτητα από την ιστορία που λέμε, δεν πρόκειται να είναι μια γραμμική ιστορία από καλό σε κακό ή από κακό σε καλό. Δεν πρόκειται να είναι: Η ζωή μου ήταν υπέροχη και στη συνέχεια η COVID-19 την κατέστρεψε. Θα έχει σημεία καμπής. Και οι αφηγηματικοί ψυχολόγοι μας λένε ότι η μορφή της ιστορίας που επιλέγει ένα άτομο μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη ανθεκτικότητα και καλύτερα αποτελέσματα. ”
“Εάν “προσγειωθείτε” καλά μετά από ένα δύσκολο συμβάν”, συμφωνεί η Fivush, “είναι πιο πιθανό να του δώσετε “καλό” τέλος. Και αν δώσετε σε μία δύσκολη κατάσταση μία θετική χροιά, είναι πιο πιθανό να “προσγειωθείτε καλά.” Επηρεάζουν το ένα το άλλοQ Όσο καλύτερα αντιμετωπίζω, τόσο περισσότερο μπορώ να δημιουργήσω θετικό νόημα από την εμπειρία μου και Όσο περισσότερο μπορώ να δημιουργήσω θετικό νόημα από την εμπειρία μου, τόσο καλύτερα αντιμετωπίζω”.
“Όλοι γνωρίζουμε πολύ καλά αυτή η χρονιά είναι μια επική χρονιά”, λέει ο McAdams. “Δεν περνάει μια μέρα χωρίς να έχουμε πολλές ιστορίες “”με καλό τέλος” για τον κοροναϊό. Μερικές είναι δραματικές ιστορίες ανάκαμψης, με πρωταγωνιστές νοσοκόμες και ασθενείς που καταφέρνουν να γλιτώσουν από το “χείλος του γκρεμού”. Άλλοι βρίσκουν απροσδόκητα οφέλη στα shutdowns: Οι οικογένειες τρώνε τώρα μαζί , το περιβάλλον είναι λιγότερο μολυσμένο, οι κοινότητες ενώνουν τις δυνάμεις τους. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι προοδευτικοί μπορεί να φανταστούν ότι η κρίση θα οδηγήσει τελικά μια καθολική υγειονομική περίθαλψη ή σε μια Πράσινη Νέα Συμφωνία. Επικαλούνται την ιστορία όπου η Αμερική ξεπέρασε τη Μεγάλη Ύφεση και τον Β ‘Παγκόσμιο Πόλεμο και “αναδύθηκε” ως μια ισχυρότερη και πιο ισότιμη κοινωνία.
“Αλλά δεν θα μπορέσουν όλοι να πουν μια ιστορία με “λυτρωτικό” τέλος”, συνέχισε. “Τα βάσανα είναι πολύ μεγάλα. Μπορεί να είναι μια χρονιά όπου οι περισσότεροι άνθρωποι εμπνέονται να ακολουθήσουν το μονοπάτι του πρωταγωνιστή του Albert Camus στο βιβλίο Η Πανούκλα (The Plague), Dr. Bernard Rieux. Δεν ήταν σε θέση να σώσει πολλούς ανθρώπους και δεν μπορούσε να αρχίσει να λέει τι σήμαιναν όλα αυτά και η απώλεια χιλιάδων ανθρώπων δεν φαίνεται να “ανοίγει” έναν δρόμο για μια καλύτερη ζωή για τους επιζώντες. Μέχρι το τέλος του βιβλίου, πιστεύουμε, μαζί με τον Rieux, ότι τουλάχιστον σήμαινε κάτι για αυτόν να γίνει μάρτυρας όσων υποφέρουν. Δεν είναι κάθε ιστορία λυτρωτική – υπάρχουν και άλλα είδη σπουδαίων ιστοριών στον κόσμο και η μαρτυρία είναι σημαντική. Είναι πιθανό να είναι το καλύτερο που μπορούν να κάνουν οι περισσότεροι από εμάς φέτος. Μερικές φορές πρέπει απλώς να συμβιβαστείτε με τον κόσμο και τους ανθρώπους όπως είναι, και όχι όπως επιθυμείτε να είναι”.
Ίσως πάλι το παρακάτω να κυριαρχήσει ως θέμα σε πολλές από τις ιστορίες μας: ότι, στις χειρότερες εποχές, ακόμη και αν πολλοί άνθρωποι μας εξέπληξαν με την αδιαφορία, την άγνοια, τον ρατσισμό και την επιθετικότητά τους, υπήρχαν άλλοι- μερικοί από αυτούς φίλοι και συνάδελφοι, ορισμένοι ξένοι – που κατάφεραν να περάσουν τα εμπόδια και να μας προσφέρουν καλοσύνη, συμπόνια, συμμαχία και δύναμη.
Πηγή: The Atlantic