Ο θεσμός των Όσκαρ ίσως και να μην είναι όσο επίκαιρος νομίζουμε
Έχει η Ακαδημία στη πραγματικότητα, το κύρος το οποίο έχει καρπωθεί;
Με τα δεδομένα να αλλάζουν συνεχώς, σε ό,τι αφορά στη κινηματογραφική βιομηχανία, η πανδημία έχει αλλάξει ριζικά το τοπίο της παραγωγής αλλά και της προβολής των κινηματογραφικών ταινιών. Με μεγάλες παραγωγές να έχουν μπει προσωρινά στο συρτάρι, τους περισσότερους κινηματογράφους παγκοσμίως ακόμα κλειστούς και τις πλατφόρμες streaming να κερδίζουν συνεχώς έδαφος, δεν θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστη και η απονομή των κινηματογραφικών βραβείων Όσκαρ.
Με τη τελετή να έχει μεταφερθεί ήδη από τα τέλη Φεβρουαρίου στις 25 Απριλίου, για να επιτρέψει σε περισσότερες ταινίες να είναι υποψήφιες, και τη συμπερίληψη ταινιών που προβλήθηκαν αποκλειστικά σε πλατφόρμες, η Ακαδημία έδειξε να προσπαθεί να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Παρόλα αυτά, μία σειρά πιο πρόσφατων αποφάσεων, προκάλεσε κι αρκετές αρνητικές αντιδράσεις.
Συγκεκριμένα, οι διοργανωτές αρχικά ανακοίνωσαν πως οι υποψήφιοι θα πρέπει να παραβρεθούν δια ζώσης στην απονομή, για να διατηρήσουν από τη μία την αίγλη και τη λάμψη των βραβείων αλλά και να αποφύγουν τεχνικά προβλήματα που πιθανώς να προκαλούνταν από τις δεκάδες συνδέσεις ανά τον κόσμο. Με ένα μεγάλο μέρος των υποψηφίων να βρίσκεται εκτός Αμερικής, υπήρξαν άμεσες αντιδράσεις με τη συγκεκριμένη απόφαση, καθώς οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί που βρίσκονται ακόμα σε ισχύ, καθιστούν κάτι τέτοιο, πάρα πολύ δύσκολο.
Oscars Ceremony Will Add London Venue and More Options for Nominees https://t.co/ctNn9cIjUE
— Variety (@Variety) March 30, 2021
Αυτή η αντίδραση οδήγησε τους διοργανωτές να πάρουν πίσω τα λεγόμενα τους και να επιτρέψουν τις κλήσεις zoom για τους υποψηφίους, φτιάχνοντας μάλιστα βάσεις σε Λονδίνο και Παρίσι, στις οποίες οι συμμετέχοντες θα μπορούν πιο εύκολα να παραβρεθούν. Παρόλα αυτά, καθώς η μέρα της απονομής πλησιάζει, υπάρχει ένας γενικότερος και πιο ουσιαστικός προβληματισμός με τα βραβεία, ο οποίος δεν περιορίζεται μόνο στις προσωρινές συνθήκες που έχει δημιουργήσει η πανδημία αλλά και σε μία σειρά ζητημάτων, που ταλαιπωρούν την Ακαδημία τις τελευταίες δύο δεκαετίες.
Αρχικά, ο αριθμός που συντονίζεται κάθε χρονιά με τη τελετή, βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση, με μικρές εξαιρέσεις, για πάνω από δέκα χρόνια. Χαρακτηριστικά, η περσινή απονομή σημείωσε αρνητικό ρεκόρ, καθώς την παρακολούθησαν μόλις 23.6 εκατομμύρια άνθρωποι. Συνολικά, τα τελευταία πέντε χρόνια η τηλεθέαση άγγιζε περίπου τα 30 εκατομμύρια, ενώ τις προηγούμενες δεκαετίες ξεπερνούσε κατά πολύ τα 40, με σπουδαίο παράδειγμα την τελετή του 1998, κατά την οποία 57 εκατομμύρια τηλεθεατές παρακολούθησαν τον «Τιτανικό» να θριαμβεύει σε όλες τις βασικές κατηγορίες.
Φαίνεται ότι το ενδιαφέρον του κοινού προς τα βραβεία έχει μειωθεί σημαντικά και οι λόγοι είναι αρκετοί. Από τη μία πλευρά, υπάρχει ένας τεράστιος κορεσμός σε ότι αφορά την έκθεση μας στη κουλτούρα των celebrities της Αμερικής. Τα social media, τα reality, η συνεχής δημοσιογραφική κάλυψη και οι paparazzi, έχουν ξεθωριάσει τη μαγεία των βραβείων κι έχουν απομυθοποιήσει την έννοια της διασημότητας. Όπως αναφέρει η Maria Russo του «The Wrap», «τα Όσκαρ συνήθιζαν να είναι η μοναδική ευκαιρία μέσα στη χρονιά, κατά την οποία, οι μεγάλοι αστέρες άφηναν πίσω τους ρόλους τους και ήταν οι εαυτοί τους, προσιτοί στο κοινό, μέσα όμως από το λαμπερό φίλτρο της τελετής». Το κύρος αυτό φαίνεται να έχει χαθεί και να έχει αντικατασταθεί από μία γιορτή, στην οποία τα φορέματα και οι φωτογραφίες στο κόκκινο χαλί, επισκιάζουν πολλές φορές το ενδιαφέρον για τις ταινίες.
Από την άλλη πλευρά, η ίδια η τελετή φαίνεται να έχει κουράσει τη πλειοψηφία του κοινού. Με διάρκεια που φτάνει μέχρι και τις τέσσερις ώρες, αλλεπάλληλες διαφημίσεις, μακροσκελείς ευχαριστήριους λόγους, που με μικρές εξαιρέσεις είναι κενοί περιεχομένου, και μία σωρεία αντίστοιχων βραβείων να έχουν προηγηθεί το προηγούμενο διάστημα, τα Όσκαρ φαντάζουν επαναλαμβανόμενα και βαρετά. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για αντίστοιχα κινηματογραφικά, τηλεοπτικά και μουσικά βραβεία, που φαίνεται πως τα τελευταία χρόνια, χάνουν μαζικά έδαφος, στο ενδιαφέρον του κοινού.
Παρόλα αυτά, η πιο σημαντική κριτική έρχεται και για το πιο ουσιαστικό κομμάτι των βραβείων, τις ταινίες που είναι υποψήφιες. Αν και στην ιστορία των βραβείων, η γνώμη του κοινού, των κριτικών και της Ακαδημίας ταυτίστηκαν ελάχιστες φορές, οι ταινίες που βρίσκονται υποψίες τα τελευταία χρόνια, φαίνεται να ακολουθούν μία πολύ συγκεκριμένη φόρμουλα. Όπως αναφέρει η Monica Almeida των «New York Times», «καθώς τα μεγαλύτερα έσοδα των στούντιο έρχονται από blockbusters και ταινίες franchise, που δεν καλύπτουν τα στάνταρτ της Ακαδημίας, εκείνη αναδεικνύει ένα άλλος είδος ταινιών, τις οποίες χαρακτηρίζει ως περισσότερο καλλιτεχνικές, χωρίς όμως αυτό να επιβεβαιώνεται πάντα από τις ίδιες τις ταινίες ως καλλιτεχνικά δημιουργήματα».
Όπως συνεχίζει η Almeida, «πρόκειται για ένα καινούριο brand ταινιών, που βγαίνουν συνήθως στους κινηματογράφους από τον Οκτώβριο μέχρι τα Χριστούγεννα, αποτελούν κατά βάση βιογραφίες ή μεταφορές βιβλίων, δεν διακρίνονται απαραίτητα από την εσωτερικότητα των πραγματικών art house ταινιών, αλλά είναι μέρος ενός τεράστιου μάρκετινγκ, που προσπαθεί να τις αναδείξει ως ταινίες που θα μπορούσαν να βρεθούν υποψήφιες».
Παρόλα αυτά, η φασαρία που δημιουργείται γύρω τους, δεν φαίνεται να προσελκύει το ενδιαφέρον του κοινού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, αποτελεί η έρευνα που έγινε για λογαριασμό του Variety, σύμφωνα με την οποία, πάνω από το μισό μέρος των συμμετεχόντων, όχι απλά δεν έχει δει τις φετινές υποψηφιότητες, αλλά δεν έχει καν ακούσει για αυτές. Δεν πρέπει βέβαια να παραγνωρίσουμε τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούν φέτος, λόγω της πανδημίας και το γεγονός ότι οι περισσότερες ταινίες δεν προβλήθηκαν στους κινηματογράφους. Είναι όμως εύστοχη η παρατήρηση του Greg Kilday, του «Hollywood Reporter», «ότι συνολικά τη τελευταία δεκαετία, με εξαίρεση ίσως το Black Panther, οι ταινίες που βρίσκονται υποψήφιες δεν είναι απαραίτητα μικρές αλλά το πιθανό τους πολιτισμικό αντίκτυπο, φαίνεται να έχει μικρύνει αρκετά».
Φαίνεται λοιπόν, πως η Ακαδημία, προσπαθεί να διατηρήσει μία πολιτισμική αλλά και οικονομική σημασία, που δεν είναι αντίστοιχη της πραγματικότητας. Αυτό γίνεται εμφανές και από τη συνεχόμενη κριτική που ασκείται στον θεσμό, για την αντιπροσώπευση της μαύρης κοινότητας αλλά και άλλων μειονοτήτων, τόσο στο σύνολο των ψηφοφόρων όσο και στις υποψηφιότητες. Με εξαίρεση τη φετινή χρονιά, η Ακαδημία Κινηματογράφου της Αμερικής, έχει μία προβληματική παράδοση να αναδεικνύει κατά βάση λευκούς άνδρες υποψηφίους και νικητές, ιδιαίτερα σε σημαντικές κατηγορίες όπως αυτές της Σκηνοθεσίας και του Σεναρίου.
After #OscarsSoWhite, the Academy committed to doubling its number of women and diverse Academy members by 2020 which they coined the Academy Aperture 2020 Diversity Initiative (A2020). Tap in for the whole picture. #ESSENCE https://t.co/XVbGmmPAMT
— ESSENCE (@Essence) March 26, 2021
Τα τελευταία χρόνια και μετά από μαζικές αντιδράσεις, ο θεσμός φαίνεται να κάνει κάποια μικρά βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση. Παρόλα αυτά, τα Όσκαρ, η βιομηχανία του θεάματος και όσα αντιπροσωπεύουν, έχουν παίξει καθοριστικό ρόλο στην εδραίωση αυτών των προβλημάτων. Και οι αλλαγές, για να φέρουν ουσιαστικά αποτελέσματα, θα πρέπει να είναι πιο ριζικές και μακροχρόνιες κι όχι μια αργοπορημένη απάντηση, σε μία αλλαγή που βρίσκεται ήδη σε κίνηση. Σε αυτή τη λογική θα έπρεπε ίσως να κινηθεί η Ακαδημία σε όλα τα επίπεδα, για να κεντρίσει και πάλι το ενδιαφέρον του κόσμου και να αποτελέσει πολιτισμικός φορέας με ενεργή και ουσιαστική παρουσία.
Πηγές: The Hollywood Reporter / The Wrap / The New York Times / Variety.