Είδαμε την ταινία την οποία οι κριτικοί σου προτείνουν να μη δεις – Έχουν δίκιο ή όχι;
Κριτικοί και θεατές χωρισμένοι στα δύο - Τελικά «Η Γυναίκα στο Παράθυρο» αξίζει τον χρόνο σου ή όχι;
Μία απ’ τις πιο αμφιλεγόμενες ταινίες των τελευταίων εβδομάδων «Η Γυναίκα στο Παράθυρο», που έκανε πρεμιέρα στην πλατφόρμα του Netflix πριν από αρκετές μέρες, συγκέντρωσε πολλές αρνητικές ή μέτριες κριτικές, οι οποίες, όμως, όταν τις διαβάζεις αντί να σε αποτρέπουν από το να την παρακολουθήσεις, μάλλον σου δημιουργούν το ακριβώς αντίθετο συναίσθημα.
Και αναρωτιέμαι, πώς γίνεται να έχεις στα χέρια σου μια τέτοια ιστορία, που θυμίζει αβίαστα τον «Σιωπηλό Μάρτυρα» του Χίτσκοκ, και ένα τόσο δυνατό καστ, και να μην μπορείς να το εκμεταλλευτείς στο έπακρο; Για να σας προλάβω, όχι, δεν πρόκειται για μια «χάλια» ταινία, αλλά σίγουρα ούτε και για ένα αριστούργημα ή μια καινούργια αγαπημένη προσθήκη στη δικιά μου λίστα.
Η ταινία αποτελεί μεταφορά του ομώνυμου, best-seller βιβλίου του Αμερικανού συγγραφέα A. J. Finn, το οποίο κυκλοφόρησε το 2018. Ο σκηνοθέτης Joe Wright (Pride & Prejudice, Atonement, Anna Karenina, Darkest Hour) έκλεισε για την ταινία, και τα γυρίσματα ξεκίνησαν, επίσης, το 2018, ενώ η πρεμιέρα είχε προγραμματιστεί για τον Οκτώβριο του 2019.
Έπειτα από αλλαγές στο μοντάζ και με την απρόσμενη εμφάνιση της πανδημίας, η πρεμιέρα αναβλήθηκε αρκετές φορές, με το Netflix να κατοχυρώνει τα δικαιώματα διανομής της ταινίας από το 20th Century Studios το 2020, και προγραμματίζοντας έτσι την πρεμιέρα μέσω της πλατφόρμας, στις 14 Μαΐου του 2021.
Με αυτά και με εκείνα, λοιπόν, δημιουργείται μια μεγαλύτερη προσμονή και ένα σασπένς γύρω από την ταινία, ειδικά όταν σκέφτεται κανείς ότι πρόκειται για μια ιστορία, που θυμίζει την πραγματική κατάσταση στην οποία ζήσαμε όλους αυτούς τους μήνες. Ακόμη και με αυτό τον άσσο στο μανίκι, όμως, δεν καταφέρνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο να μας «πείσει».
Η πρωταγωνίστρια της ιστορίας, Άννα Φοξ (Amy Adams), πάσχει από αγοραφοβία, σε σημείο να μη βγαίνει ποτέ από το μεγάλο και σκοτεινό σπίτι της στο Μανχάταν. Τα μεγάλα παράθυρα, ωστόσο, της δίνουν «πρόσβαση» στους απέναντι ενοίκους, τους οποίους μπορεί να παρακολουθεί από απόσταση και υπό την ασφάλεια του σπιτιού της. Κάποια στιγμή, και ενώ έχει γνωρίσει από κοντά τον έφηβο γιο (Fred Hechinger) και τη γυναίκα (Juliane Moore) της απέναντι οικογένειας που μόλις μετακόμισαν στη γειτονιά, γίνεται μάρτυρας ενός τρομερού γεγονότος, από το παράθυρο της. Καθώς η Άννα προσπαθεί να επικοινωνήσει αυτό που είδε στην αστυνομία, το ιστορικό της υγείας της δε λειτουργεί με θετικό πρόσημο στη μαρτυρία της.
Για την Άννα γνωρίζουμε, ήδη από την αρχή της ταινίας, ότι είναι παιδοψυχολόγος, χωρισμένη με ένα παιδί, το οποίο ζει με τον πρώην άντρα της. Η επικοινωνία της Άννα μαζί του είναι καθημερινή και φιλική. Παρόλα αυτά, για έναν ανεξήγητο λόγο έχει κλειστεί στο σπίτι της πίνοντας κρασί, βλέποντας παλιές, ασπρόμαυρες ταινίες (ανάμεσα σε αυτές και ο «Σιωπηλός Μάρτυς»), και συζητώντας νευρικά και αδιάφορα με τον ψυχίατρο της, όποτε την επισκέπτεται. Έρχεται, επίσης, σε συχνή επαφή με τον νοικάρη της που μένει στο υπόγειο του σπιτιού.
Η σκηνοθεσία του Wright ακολουθεί μια απόλυτη, ξεκάθαρη και σαφή γραμμή, τονίζοντας πάντα το σκοτάδι στο οποίο ζει η Άννα, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Τα πλάνα παρουσιάζουν ένα σημαντικό ενδιαφέρον στην απόδοση της ιστορίας, με την Amy Adams να ακολουθεί εξίσου μια πολύ προσεγμένη και λεπτομερή ερμηνεία του χαρακτήρα. Το υπόλοιπο cast ανταποκρίνεται επάξια στους ρόλους του, όμως, κάτι συνεχίζει να προβληματίζει, και αυτό είναι ότι όλα συμβαίνουν κάπως γρήγορα και αναξιόπιστα. Όταν παίρνουμε τις απαντήσεις που θέλουμε, αυτές δραματοποιούνται με έναν βιαστικό και «παιδιάστικο» τρόπο, αναιρώντας ό,τι κατάφερε να χτιστεί στο προηγούμενο μέρος της ταινίας.
Η ψυχική εικόνα της πρωταγωνίστριας από ένα σημείο και μετά παραμένει στάσιμη, εμποδίζοντας οποιαδήποτε απόπειρα κλιμάκωσης του μυστηρίου και εμβάθυνσης στις αιτίες της κατάστασης της. Το ξεδίπλωμα των απαντήσεων μοιάζει να γίνεται με έναν ξένο τρόπο ως προς τις συμβάσεις του θρίλερ, με αποτέλεσμα να χάνεται η πραγματική αίσθηση της αγωνίας ή ακόμη και η δυνατότητα ταύτισης με τον κεντρικό χαρακτήρα. Ακόμα, η παρουσία των υπόλοιπων χαρακτήρων, πόσο μάλλον της Julianne Moore και του Gary Oldman, είναι τόσο ισχνή και ανεπαίσθητη, που απλά αφήνει μια ανολοκλήρωτη γεύση στον θεατή.
Μια ταινία με πολλές προοπτικές, που, όμως, τις άφησε ανεκμετάλλευτες ή δεν τις αξιοποίησε όσο καλύτερα μπορούσε. Θα την βρείτε στο Netflix!