Είδαμε τρία ελληνικά ντοκιμαντέρ του Φεστιβάλ και δεν θα τα ξεχάσουμε
Ποια είναι η εντύπωση που μας άφησαν οι τρεις ταινίες.
Καλή χρονιά και φέτος για τα ελληνικά ντοκιμαντέρ που αναδεικνύουν μια πλούσια θεματολογία και δημιουργική διάθεση. Στην παρούσα ανάρτηση διαβάστε κριτική για τρεις ταινίες.
Τα 4 επίπεδα της ύπαρξης
Ένα από τα μουσικά ντοκιμαντέρ του φεστιβάλ αφηγείται μια από τις underground ιστορίες του ελληνικού ροκ της δεκαετίας του ’70. Η Ηλιάνα Δάνεζη κάνει εδώ το σκηνοθετικό της ντεμπούτο ψάχνοντας την ροκ κουλτούρα στο μεταίχμιο μιας εποχής μεταξύ χούντας και μεταπολίτευσης και ενός συγκροτήματος που παρά την βραχύβια ζωή του πρόλαβε και κυκλοφόρησε ένα άλμπουμ, το οποίο μάλιστα γέννησε ένα πολύ ενδιαφέρον αυθεντικό και ακατέργαστο μουσικά αποτέλεσμα αφού η ηχογράφηση έγινε μέσα σε 10 ώρες. 40 χρόνια αργότερα ένα μουσικό πέρασμα που ακούγεται σε ένα από τα τραγούδια του δίσκου τους χρησιμοποιήθηκε σε έναν από τους πλέον ευπώλητους και βραβευμένους δίσκους των Kanye West & Jay-Z.
Έχοντας αυτά ως δεδομένα η Ηλιάνα Δανέζη στέκεται με ενδιαφέρον στα 4 διαφορετικά επίπεδα της ιστορίας της. Από τη μια γοητεύεται από το πόσο δημιουργική μπορεί να είναι μια ροκ μπάντα με τόσο μικρό χρόνο ζωής. Ύστερα μελετάει την ιστορία ενός σχετικά άγνωστου στους πολλούς αλλά συλλεκτικού δίσκου της ελληνικής ροκ σκηνής αλλά και την νεανική ροκ κουλτούρα όπως αναπτύχθηκε στις λαϊκές γειτονιές της Αθήνας την δεκαετία του ’70 όταν δεκάδες μικρά συγκροτήματα φτιάχνανε την δική τους ιστορία για να καταλήξει στο σήμερα των πρωταγωνιστών αλλά και στην παράδοξη και σπαρταριστή ιστορία της ανασύνθεσης της ιστορίας αυτής 40 χρόνια μετά από την αμερικάνικη μουσική βιομηχανία. Το ερώτημα για κάποιους είναι αν μπορεί μια τέτοια ιστορία να αποτελέσει υλικό μιας ταινίας εφόσον δεν υπάρχουν επαρκή ντοκουμέντα από την εποχή. Νομίζω η απάντηση σε αυτό δίνεται από την ίδια την ταινία η οποία ψάχνει να βρει μια ιστορία αρκετά ιδιαίτερη από τις πολλές που δημιουργήθηκαν από τη νεολαία εκείνης της εποχής. Σε ότι αφορά τα τεκμήρια οι μαρτυρίες των επιζώντων μελών της μπάντας και μια σειρά από συνεντεύξεις επιλεγμένων προσώπων από το χώρο της δισκογραφίας και του ραδιοφώνου δίνουν με σαφή τρόπο το πλαίσιο και της ιστορίας αλλά και της εποχής άλλοτε με νοσταλγία για τη νιότη που χάνεται στο βάθος του χρόνου και άλλοτε με αγάπη για το ροκ και τις ηρωικές παλιότερες εποχές του. Μια από τις ευχάριστες ιστορίες της φετινής ελληνικής παραγωγής.
Απολιθώματα
Μια από τις δύο ελληνικές ταινίες του φετινού διαγωνιστικού είναι τα Απολιθώματα, που αποκαλύπτουν έναν πρωτοεμφανιζόμενο σκηνοθέτη με φοβερή δημιουργική δύναμη, τον Πάνο Αρβανιτάκη.
Το σκηνικό της ταινίας του είναι το εργοστάσιο της ΔΕΗ στην Πτολεμαϊδα (ή όπως λέει και ο ίδιος στην επαρχία της Εορδαίας, στη Δυτική Μακεδόνια). Μέσα από τον φακό του βλέπουμε εναερίτες πάνω σε τεράστιους στύλους ρεύματος, εργάτες μέσα στο εργοστάσιο, μηχανήματα που επεξεργάζονται τον λιγνίτη, τροχοί και γερανοί που σφηνώνουν την ενέργεια τους με δύναμη στη γη ή στέκονται ακίνητοι. Μοτίβα ιδιαίτερά και επαναλαμβανόμενα που αποκτούν μια αλλιώτικη φαντασιακή διάσταση στο μυαλό του θεατή που έχοντας σαν αφετηρία την Εορδαία νιώθει να ταξιδεύει σε ένα μετααποκαλυπτικό φόντο μιας ταινίας επιστημονικής φαντασίας αλλά επί της ουσίας αυτά τα εικαστικά κάδρα καλύπτουν μια σειρά από θέματα που αποτελούν επιμέρους καρέ της επίπονης προσπάθειας, της αγωνίας, της ρουτίνας, της επιβίωσης των εργατών.
Οποιαδήποτε προφορική αφήγηση εδώ λειτουργεί μάλλον παράταιρα αποσπώντας την προσοχή του βλέμματος από τα δημιουργικά κάδρα. Η εμπιστοσύνη που δείχνει στις εικόνες του ο σκηνοθέτης είναι τέτοια που τις αφήνει να αφηγηθούν μόνες τους, παρατακτικά, με απόλυτη λιτότητα τις μικρές ιστορίες που περιέχουν στο κάδρο τους. Στόχος η παρατήρηση της αέναης κίνησης (ή της ακινησίας) σε αυτό το ιδιαίτερο τοπίο με τον μηχανικό ήχο της μουσικής (του Κανάρη Κεραμάρη) να ενισχύει κατά διαστήματα την μεταμόρφωση του τοπίου στο μεταποκαλυπτικό απόκοσμο. Λειτουργώντας με διάθεση αντίστιξης μεταξύ δημιουργικής φαντασίας και ρεαλισμού ο Αρβανιτάκης παραβάλει δίπλα σε αυτές τις ιδιαίτερες και αμφίσημες εικόνες και την άλλη απλή καθημερινότητα των εργατών της ΔΕΗ που θέλουν να δώσουν άλλη δύναμη και νόημα σε αυτή την εργασιακή ρουτίνα: ένας φραπές σε ένα κλειστό δωμάτιο, μια γκαρσονιέρα που κρύβει ένα μπουζούκι και μια κονσόλα ήχου, μια ανδρική φωνή που τραγουδάει με το ίδιο παράπονο τα λαϊκά που ερμήνευε και ο Καζαντζίδης, μια προσευχή και ένα κεράκι στην κυριακάτικη λειτουργία στην εκκλησία δίπλα στο εργοστάσιο.
Μια ταινία που μιλάει τελετουργικά με την δύναμη της (κινηματογραφικής) εικόνας και διαθέτει ιδιαίτερη ατμόσφαιρα ζητώντας από τους θεατές να την ακολουθήσουν με σεβασμό στον κόσμο της.
Ματαρόα
Ο Ανδρέας Σιαδήμας αναπλάθει στη νέα του ταινία μια από τις πλέον ιδιαίτερες ιστορίες της Ελλάδας του ‘40. Το Δεκέμβριο του 1945 το νεοζηλανδέζικο πλοίο Ματαρόα μετέφερε, μετά από οργάνωση του Γαλλικού Ινστιτούτου της Αθήνας, από το λιμάνι του Πειραιά στον Τάραντα της Ιταλίας –και από εκεί με τρένο στο Παρίσι – μια ομάδα νέων καλλιτεχνών και επιστημόνων. Στόχος του ταξιδιού η διάσωση και η μεταφορά του γαλλικού πνεύματος σε μια επιλεγμένη ομάδα νέων ανθρώπων, οι οποίοι επιστρέφοντας στην πατρίδα τους θα γινόντουσαν άτυπα πρεσβευτές του. Η συντριπτική πλειοψηφία ήταν μάλιστα υπότροφοι του γαλλικού κράτους και αρκετοί παρέμειναν μόνιμα στη Γαλλία για να διακριθούν μέσα από το πλούσιο έργο τους στις τέχνες (λογοτεχνία, εικαστικά, κινηματογράφος), στην φιλοσοφία, στην αρχιτεκτονική. Η ιστορία του Ματαρόα επιβιώνει στο σήμερα έχοντας αποκτήσει μυθικές διαστάσεις για τους μεταγενέστερους. Ο Ανδρέας Σιαδήμας στέκεται με ιδιαίτερη αγάπη και σεβασμό τόσο στην ιστορία όσο και στον μύθο του Ματαρόα γεγονός που φαίνεται από το βάθος της έρευνας αλλά και το πόσο πολύς χρόνος χρειάστηκε για να γίνουν τα γυρίσματα και να δουλευτεί το υλικό του.
Το Ματαρόα ξαναφέρνει στο φως τις μνήμες των επιζώντων μαρτύρων και διάσημων επιβατών του μυθικού πλοίου που μετέφερε στη Γαλλία μερικά από τα πιο φωτισμένα μυαλά της εποχής:Μάνος Ζαχαρίας, Νέλλη Ανδρικοπούλου, Εμμανουήλ Κριαράς είναι κάποιοι από τους επιζήσαντες που πρόλαβε ευτυχώς να καταγράψει με τον φακό του ο σκηνοθέτης. Η ταίνια όμως δεν στέκεται μόνο σε αυτή την απλή καταγραφή της μνήμης αλλά φέρνει επίσης στο φως το υπόστρωμα, τις άγνωστες πτυχές του πως αυτά τα πρόσωπα μετέφεραν (ή προσπάθησαν αν αφήσουν πίσω τους) τα βιώματα, τις αγωνίες, τα ψυχικά τραύματα τους, την ιστορία τους στις μετέπειτα οικογένειες τους φωτίζοντας τα κίνητρα της φυγής τους από την Ελλάδα, τις τραυματικές μνήμες του εμφυλίου, την ανάγκη και το όνειρο ενός λαού (κατ’ επέκταση) ο οποίος μετά την ήδη τραυματική εμπειρία της Κατοχής ένιωθε ότι ήθελε να φύγει προς τα εμπρός αλλά ο εμφύλιος και η Ιστορία (όπως προαποφασίστηκαν από τις μεγάλες δυνάμεις) ανέκοψε την πορεία του. Σε αυτό το επίπεδο το Ματαρόα του Σιαδήμα λειτουργεί ιστοριογραφικά αναδεικνύοντας την συντριβή των ανθρώπων και της μικροϊστορίας τους από την μεγάλη Ιστορία.
Αυτή η δημιουργική ανασύνθεση και ψυχανάλυση της ιστορίας συμβαίνει και στο παρόν με αφορμή μάλιστα την συμβολική αναψηλάφηση της ιστορικής μνήμης και την διόγκωση της σε μύθο από τις κατοπινές γενιές. Σε αυτό το επίπεδο φαίνεται από τη μια πόσο η δημιουργική φαντασία των νεότερων πλέκει και αναπαριστά αυτή την ιστορία (με την ακαδημαϊκή έρευνα, τη θεατρική αναπαράσταση, τη ματιά και την αιτιολόγηση των νεότερων πάνω στα γεγονότα με βάση τις δικές τους εμπειρίες μετανάστευσης προκειμένου να πραγματώσουν τα όνειρα τους για επιβίωση και δημιουργία) αλλά και από τις εύστοχες σκέψεις και τις αναλύσεις για τον συσχετισμό ισορροπιών στην Ευρώπη του τότε και του τώρα διογκώνοντας την σε κάτι ανώτερο ενώ όπως ήδη ειπώθηκε για τους αυτόπτες που την έζησαν ήταν απλά μια ευκαιρία φυγής προς τα εμπρός.
Σε αυτό το τελευταίο επίπεδο προσέγγισης του Ματαρόα επί του παρόντος η ταινία κατορθώνει να θέσει ερωτήματα με απόλυτα δημιουργικό τρόπο μέσα από την αφήγηση μιλώντας στον ενεστώτα για το brain drain των νέων μεταναστών της οικονομικής κρίσης, για τη θέση της χώρας μας στο διεθνές γίγνεσθαι, τα κοινωνικά δεδομένα και τις ταξικές ανισότητες, την σοβαρή πολιτική, οικονομική και κοινωνική κρίση που σοβούσε, για την σχέση της με τη Γαλλία, που τότε άσκησε μια εναλλακτική πολιτιστική διπλωματία απορροφώντας μερικά από τα πιο δημιουργικά νέα μυαλά της αστικής τάξης (και όχι μόνο) της εποχής. Αυτή η αντιπαραβολή και η κριτική ανασύνθεση μεταξύ ιστορικού παρελθόντος και πραγματικότητας του παρόντος με τις κοινωνικές δυσκολίες των δύο εποχών είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και ολοκληρώνεται για τους θεατές της ταινίας με μια υποθετική σκέψη: αν θα μπορούσε να ξανασυμβεί στο σήμερα, υπό τις παρούσες συνθήκες, ένα Ματαρόα, με τις σχέσεις εκτίμησης, αλληλεγγύης και θαυμασμού (όπως έγινε μεταπολεμικά) ανάμεσα στις χώρες της Ευρώπης να αποτελούν παρελθόν και δίνουν τη θέση τους στον κυνισμό που επικρατεί πλέον μεταξύ τους.
Το Ματαρόα είναι μια ταινία πλούσια σε τεκμήρια, μαρτυρίες και αναλύσεις της Ιστορίας και της μικροϊστορίας τόσο σε ότι αφορά το παρελθόν και το ταξίδι του πραγματικού Ματαρόα όσο και σε ότι αφορά το παρόν και την αναψηλάφηση της μνήμης και της ιστορικής μνήμης – πραγματικότητα.