Είναι ο υπερτουρισμός η σύγχρονη μάστιγα και αν ναι, πώς αντιμετωπίζεται;
Κάτοικοι δημοφιλών προορισμών φωνάζουν «ως εδώ!» - Ο «δείκτης ερεθισμού» και η ρίζα του προβλήματος
Οι διαμαρτυρίες κατά του υπερτουρισμού εξαπλώνονται σε όλο τον κόσμο, με πυρήνα την Ευρώπη και ιδιαίτερα την Ισπανία. Από τη Βαρκελώνη και τη Μαγιόρκα μέχρι τη Βενετία, το Άμστερνταμ, τη Λισαβόνα και τη Σαντορίνη, κάτοικοι βιώνουν τις επώδυνες παρενέργειες της αθρόας προσέλευσης τουριστών.
Συχνά οι αντιδράσεις τους «διοχετεύονται» προς τους ίδιους τους τουρίστες, ενώ το σύνθημα «tourist go home» εμφανίζεται όλο και πιο συχνά στους δρόμους δημοφιλών τουριστικών προορισμών. «Προφανώς δεν είναι αυτοί οι υπεύθυνοι. Η ευθύνη ανήκει στην τουριστική βιομηχανία και στις κυβερνήσεις που της επέτρεψαν να κάνει ό,τι θέλει», επισημαίνουν οι διαδηλωτές στη Βαρκελώνη, υπογραμμίζοντας τη «βία του τουρισμού που καταλαμβάνει και ιδιωτικοποιεί δημόσιους χώρους, αποκλείοντας τους ανθρώπους από τις περιοχές τους».
Οι ευρωπαϊκές χώρες φιλοξένησαν το 2023 σχεδόν 709 εκατομμύρια τουρίστες, εντός και εκτός Ευρώπης, με τις χώρες της Μεσογείου να έχουν τη «μερίδα του λέοντος». Η Ισπανία βρίσκεται στην πρώτη γραμμή, καθώς, όπως και η Ελλάδα, εξαρτάται περισσότερο από τον τουρισμό σε σχέση με άλλους προορισμούς.
«Ως Εδώ!»
Όπως αναφέρουν οι Financial Times, οι αριθμοί -και κατ’ επέκταση η πίεση- αυξάνονται εδώ και χρόνια, αλλά φέτος η κατάσταση μοιάζει να έχει γίνει αφόρητοι για πολλούς Ισπανούς. Οι κάτοικοι διαμαρτύρονται για τη στέγαση που έχει γίνει απρόσιτη, τις δημόσιες συγκοινωνίες που ασθμαίνουν, τα μεσαιωνικά κέντρα των πόλεων που μετατρέπονται σε «τουριστικές Disney land», τα αποθέματα νερού που εξαντλούνται και την σε αρκετές περιπτώσεις απαράδεκτη συμπεριφορά των τουριστών, που «ξεσαλώνουν» χωρίς να λογαριάζουν τίποτα.
Πολλοί είναι αυτοί που πλέον φωνάζουν: «Ως Εδώ!». Τους τελευταίους τρεις μήνες οι διαδηλώσεις κατά του τουρισμού έχουν προσελκύσει δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους στα Κανάρια Νησιά και στη Μαγιόρκα, αλλά και στη Βαρκελώνη και στη Μάλαγα, το Αλικάντε και το Κάντιθ, τη Σεβίλλη, το Σαν Σεμπαστιάν, ακόμη και σε συνοικίες της Μαδρίτης.
Όπως σημειώνεται στο δημοσίευμα η λέξη του καλοκαιρού στην Ισπανία είναι η «Τουριστοφοβία». Όμως το ερώτημα που κυριαρχεί είναι εάν θα μπορέσει αυτή η οργή να μετατραπεί σε δύναμη ανανέωσης και όχι αποσταθεροποίησης.
Και αυτό το ερώτημα είναι ζωτικής σημασίας για εθνικές και τοπικές οικονομίες που εξαρτώνται εν πολλοίς από τα έσοδα του τουρισμού. Στην Ισπανία ο κλάδος του τουρισμού αντιπροσωπεύει το 12% με 13% της ΑΕΠ, περίπου δηλαδή ίδιο ποσοστό με αυτό της Ελλάδας.
Το σύνθημα που αντανακλά σε μεγάλο βαθμό και το κοινό αίσθημα είναι ένα: «Τουρισμός, ναι. Όχι όμως έτσι». «Πρέπει να αφουγκραστούμε τις απαιτήσεις, από όπου κι αν προέρχονται, γιατί χωρίς πολίτες δεν υπάρχουν τουριστικοί προορισμοί», αναφέρει στους Financial Times ο υπουργός Τουρισμού Ζόρντι Ερέου. Το ερώτημα είναι πώς μπορεί να διορθωθεί ο τουριστικός τομέας της – και με ποιο οικονομικό κόστος;
Ο δείκτης «ερεθισμού»
Ο ακαδημαϊκός του τουρισμού Τζορτζ Ντόξει είχε προβλέψει το φαινόμενο παρουσιάζοντας τον περίφημο δείκτη «ερεθισμού». Όπως έγραφε τη δεκαετία του 1970 διαβλέποντας την πορεία της τουριστικής βιομηχανίας, αρχικά η άφιξη των επισκεπτών προκαλεί ευφορία. Αυτή σταδιακά δίνει τη θέση της στην απάθεια, καθώς οι τουρίστες αρχίζουν να θεωρούνται δεδομένοι. Όσο πλησιάζει ο κορεσμός έρχεται η ενόχληση και στο τελικό στάδιο έρχεται η οργισμένη αντίδραση κατά των τουριστών.
Ο Άγγελος Βαρβαρούσης, ακαδημαϊκός και πολεοδόμος με έδρα τη Βαρκελώνη και την Αθήνα, μιλώντας στους Financial Times εξηγεί πως «δεν είναι μόνο θέμα αριθμών». Το πρόβλημα «είναι ότι οι πόλεις, οι περιφέρειες, ακόμη και ολόκληρες χώρες μετατρέπονται σε τουριστικές κοινωνίες και αυτό σημαίνει πως τα τοπία τους, οι οικονομίες τους και τα περιβάλλοντά τους διαμορφώνονται με τέτοιο τρόπο ώστε να εξυπηρετούν τους τουρίστες. Είναι μια μορφή αποικισμού».
Οι τέσσερις «θεραπείες» του υπερτουρισμού
Οι προτεινόμενες θεραπείες για τον υπερτουρισμό μπορούν να χωριστούν σε τέσσερις κατηγορίες.
Το πρώτο, και φαινομενικά το πιο απλό, είναι η καλύτερη εποπτεία και οι αυστηρότεροι έλεγχοι από τις περιφερειακές και δημοτικές αρχές. Στόχος να περιοριστούν παραβατικές και απαράδεκτες συμπεριφορές τουριστών και ταυτόχρονα να ρυθμιστεί η πιο οδυνηρή οικονομική επίπτωση, αυτή που αφορά τη στέγαση.
Καθώς η προσφορά ακινήτων μειώνεται από διαμερίσματα τύπου Airbnb και εξοχικές κατοικίες για τους τουρίστες, τα ενοίκια αυξάνονται σε επίπεδα μη βιώσιμα για ντόπιους, αλλά και εργαζόμενους σε νησιά και άλλες τουριστικές περιοχές. Το πρόβλημα επιδεινώνεται από το γεγονός ότι οι περισσότερες θέσεις εργασίας στον τουρισμό είναι χαμηλής ειδίκευσης και χαμηλά αμειβόμενες.
Ως απάντηση, η Λισαβόνα για παράδειγμα ανέστειλε την έκδοση νέων αδειών βραχυχρόνιας μίσθωσης και η Βαρκελώνη έχει λάβει τα πιο δραστικά μέτρα, υποσχόμενη να κλείσει τα 10.000 διαμερίσματα τύπου Airbnb – τα οποία αντιστοιχούν στο 40% των κλινών των επισκεπτών – μέχρι τα τέλη του 2028.
Η δεύτερη λύση, που ορισμένοι υποστηρίζουν, είναι η εστίαση στο είδος των τουριστών που προσελκύει κάθε προορισμός με αναβάθμιση της τοπικής αγοράς. «Δεν θέλουμε τουρίστες που έρχονται απλώς για να μεθύσουν», αναφέρουν οι υποστηρικτές αυτής της άποψης, υπογραμμίζοντας πως ο «ποιοτικός τουρισμός είναι μια εγγύηση για βελτίωση της κατάστασης και για τους εργαζόμενους», ανοίγοντας έναν «ενάρετο κύκλο».
Εν μέρει μια τέτοια εκστρατεία πραγματοποίησε τον περασμένο χρόνο το Άμστερνταμ, ωστόσο δεν απέδωσε ιδιαίτερα και επιπλέον πολλοί προειδοποιούν πως ο υπερβολικός ελιτισμός δεν είναι βιώσιμος και θα δημιουργήσει μεγαλύτερη ταξική ανισότητα. Άνθρωποι χαμηλότερου οικονομικού στάτους, οικογένειες με παιδιά, θα αποκλειστούν από τις περιοχές επειδή τα καταλύματα θα είναι πολύ ακριβά και τελικά το αποτέλεσμα θα εξίσου αρνητικό.
Η τρίτη «θεραπεία» υποστηρίζουν κάποιοι είναι η κατανόηση της ρίζας του προβλήματος, που όπως σημειώνουν δεν είναι ο μεγάλος αριθμός τουριστών, αλλά οι μικρές υποδομές. Όπως σημειώνει η βιομηχανία του τουρισμού, θιασώτης της εν λόγω «θεραπείας», αυτό που χρειάζονται είναι συντονισμένες και μεγαλύτερες επενδύσεις στη στέγαση, τις μεταφορές και τα συστήματα ύδρευσης.
Η τέταρτη θεραπεία είναι η λεγόμενη «αποανάπτυξη», δηλαδή η αλλαγή του τρόπου που εξελίσσεται η βιομηχανία του τουρισμού και η στροφή σε μια αντικαπιταλιστική εκδοχή. Πρόκειται για μια λύση που προτείνει την επιστροφή σε πιο απλοϊκά μοντέλα τουρισμού και εστιάζει περισσότερο στους ανθρώπους αντί στα κέρδη.