Έκοψαν το Internet από το σπίτι τους για να μπορέσουν να ζήσουν ουσιαστικά
Είναι ωραία η ζωή (και) χωρίς το διαδίκτυο.
Πριν γεννηθεί το πρώτο μας παιδί πέρυσι, η γυναίκα μου και εγώ σκεφτόμασταν συχνά το τι γονείς θέλαμε να γίνουμε. Βλέπαμε οικογένειες σε εστιατόρια να κάθονται χωρίς να ανταλλάζουν κουβέντα, κολλημένες στα τηλέφωνα τους. Εμείς δεν θέλαμε να ζήσουμε έτσι.
Βέβαια η πραγματικότητα μετά τη γέννηση του γιου μας ήταν αρκετά διαφορετική. Εκείνες τις πρώτες μέρες που δεν κοιμόμασταν, έπιασαν τον εαυτό μου να βρίσκει το κινητό τηλέφωνο ως καταφύγιο από το χάος. Έπεσα σε κάποια ντροπιαστικά στερεότυπα για τον μεσήλικα μπαμπά. Μου γεννήθηκε ένα παράξενο ενδιαφέρον για φόρουμ σχετικά με τα προσωπικά οικονομικά και τα vintage καπέλα. Περνούσα έως και τέσσερις ώρες την μέρα κοιτάζοντας το κινητό μου, ενώ ακριβώς μπροστά μου ήταν αυτή η νέα όμορφη ζωή, το μωρό μας που ονειρευόμασταν χρόνια.
Η γυναίκα μου, η Κριστίνα, ένιωθε μόνη και μου έκανε παράπονα για τη σχεδόν συνεχή χρήση του τηλεφώνου μου.
«Όταν κοιτάς το τηλέφωνό σου», μου είπε, «είναι σαν να εξαφανίζεσαι».
Οι περισσότεροι από εμάς διαπιστώνουμε ότι τα smartphone έχουν κάνει τη ζωή μας καλύτερη, αλλά παλεύουμε να τα χρησιμοποιήσουμε με λογικό τρόπο. Σχεδόν το 60 τοις εκατό των Αμερικανών ενηλίκων είπαν στην Gallup πέρυσι ότι χρησιμοποιεί τα κινητά τους πολύ συχνά. Οι ενήλικες Αμερικανοί περνούν κατά μέσο όρο τεσσερισήμισι ώρες στα τηλέφωνά τους κάθε μέρα, ανέφερε η ερευνητική εταιρεία Insider Intelligence αυτό το καλοκαίρι. Σχεδόν όλοι έχουμε τα smartphone μας σε απόσταση αναπνοής κατά τη διάρκεια της ημέρας, διαπίστωσε η Gallup, και οι περισσότεροι από εμάς το κάνουμε και όταν κοιμόμαστε.
Η υπερβολική χρήση βλάπτει τον ύπνο και την ψυχική μας υγεία. Η συνεχής απόσπαση της προσοχής μας κάνει λιγότερο παραγωγικούς και μπορεί να βλάψει την ικανότητά μας να συγκεντρωνόμαστε. Μελέτες έχουν δείξει ότι η απλή παρουσία ενός smartphone μπορεί να μειώσει τη γνωστική μας ικανότητα απομακρύνοντας την προσοχή από άλλες εργασίες —ακόμα και αν το τηλέφωνο είναι απενεργοποιημένο.
Την περασμένη άνοιξη, ένα απόγευμα Σαββάτου έφτασα σε ένα οριακό σημείο. Έπιασα τον εαυτό μου να χρησιμοποιεί το τηλέφωνο όποτε υπήρχε μια ευκαιρία ή μια σύντομη παύση στις γονικές ευθύνες. Έτσι θα ήταν η ζωή για τα επόμενα 30 χρόνια; Μέρες γεμάτες με μια σειρά από μικρές διακοπές ενώ έκανα scroll σε ασήμαντα πράγματα και ειδήσεις;
Ενώ το παιδί μας κοιμόταν εκείνο το απόγευμα, εγώ κάθισα σκεπτόμενος στη βεράντα. Είπα στην Κριστίνα ότι δεν ήμουν ευχαριστημένος με τον τρόπο που ζούσαμε και ότι δεν ήξερα τι να κάνω για να επιστρέψω στον δρόμο.
«Πρέπει να απαλλαγούμε από το Διαδίκτυο», μου είπε.
Ήξερα ότι είχε δίκιο. Είχαμε δοκιμάσει στο παρελθόν να ρυθμίσουμε ένα χρονόμετρο στο Wi-Fi που το κλείνει κατά τις βραδινές ώρες, κάνοντας ζώνες «χωρίς τηλέφωνο» στο σπίτι. Αλλά αυτά ήταν πολύ εύκολο να μην τηρηθούν. Για να πετύχουμε αυτό που πραγματικά θέλαμε—ένα σπίτι που χρησίμευε ως καταφύγιο για ουσιαστικό οικογενειακό χρόνο χωρίς περισπασμούς—αυτό ήταν το βήμα που έπρεπε να κάνουμε. Μιλήσαμε για το πώς οι χώροι που κάποτε ήταν χωρίς τεχνολογία φαινόταν να λιγοστεύουν μέρα με τη μέρα. Τα Εθνικά μας Πάρκα, οι δημόσιες τουαλέτες, ακόμη και οι χώροι λατρείας . Νιώσαμε ότι ήταν σημαντικό να έχουμε τουλάχιστον έναν χώρο στη ζωή μας που θα ξεχώριζε. Συμφωνήσαμε ότι το σπίτι μας, το μόνο μέρος όπου είχαμε ακόμα τον έλεγχο, θα ήταν μια καλή επιλογή.
«Πότε;» ρώτησα. «Τώρα», είπε εκείνη.
Είμαστε δύο άνθρωποι που γεννηθήκαμε στα μέσα της δεκαετίας του 1980, μέρος της γενιάς που γνώρισε τη ζωή που δεν υπήρχε ευρεία πρόσβαση στο διαδίκτυο. Θυμόμαστε ότι απαντούσαμε στο τηλέφωνο χωρίς να ξέρουμε ποιος καλεί, εμφανιζόμασταν στο σπίτι ενός φίλου απροειδοποίητα. Στα 20 μου ταξίδεψα στην Ευρώπη, τη Λατινική Αμερική και την Ασία χωρίς τηλέφωνο, βασιζόμενος μόνο σε οδηγούς και συμβουλές αγνώστων.
Η Κριστίνα και εγώ το 2018μετακομίσαμε σε ένα μικροσκοπικό σπίτι 72 τετραγωνικών που χτίσαμε σε ένα φορτηγό φορτηγό, όπου ζήσαμε για δύο χρόνια, κυρίως σε δημόσια γη και χωρίς Wi-Fi.
Χωρίς περισπασμούς, οι μέρες φαινόταν να είναι μεγαλύτερες. Μάθαμε να αξιοποιούμε τον χρόνο. Συνειδητοποιήσαμε ότι οι μέρες που δεν ενοχλούνταν από ψηφιακές διακοπές έκαναν τον χρόνο να πηγαίνει πιο αργά. Υποσχεθήκαμε στον εαυτό μας ότι όταν τελειώσει ο χρόνος μας στο βαν, θα συνεχίσουμε να ζούμε αυτόν τον τρόπο όσο καλύτερα μπορούσαμε. Οπότε, ναι, είχαμε κάνει εξάσκηση σε αυτό προηγουμένως. Σίγουρα θα μπορούσαμε να το κάνουμε να λειτουργήσει ξανά.
Χρειάστηκε όμως να κάνουμε σχεδιασμό. Ζούμε σε μια ξύλινη καλύβα και μέχρι εκείνο το σημείο βασιζόμασταν στο Wi-Fi για να κάνουμε τηλεφωνικές κλήσεις. Μπορεί να είμαστε αρκετά τρελοί ώστε να “κόψουμε” το σπίτι μας από το διαδίκτυο, αλλά δεν θέλαμε να αποσυνδεθούμε εντελώς. Προσπαθούσαμε να ξαναζήσουμε τη δεκαετία του ’90, σίγουρα, αλλά όχι τη δεκαετία του 1890.
Το να μείνουμε χωρίς ίντερνετ μας δημιούργησε κάποια ερωτήματα όπως το τι θα κάναμε αν χρειαζόταν να καλέσουμε έναν γιατρό, πως θα βρίσκαμε τον αριθμό; Τι θα γινόταν αν χρειαζόμασταν έναν υδραυλικό έκτακτης ανάγκης; Τελικά αποδείχθηκε πως υπάρχει ακόμα ο Χρυσός Οδηγός.
Όταν έφτασε ο τεχνικός της τηλεφωνικής εταιρείας για να μας βάλει το σταθερό, τον ρώτησα: «Εγκαθιστάς πολλά σταθερά αυτές τις μέρες;», «Κυρίως μόνο για ηλικιωμένους», είπε.
Του είπα ότι το κάναμε με την ελπίδα να γίνει η ζωή μας πιο απλή. Απλώς έγνεψε καταφατικά σαν να έλεγε: Σίγουρα, φίλε,
Με μερικές περιστροφές των εργαλείων του, το δωμάτιο γέμισε με έναν ήχο που δεν είχα ακούσει εδώ και χρόνια: έναν ήχο κλήσης, ο οποίος με γύρισε αμέσως πίσω στην παιδική ηλικία: η προσμονή να πάρω τηλέφωνο τον καλύτερό μου φίλο για να τον ρωτήσω αν ήθελε να βγει έξω και να παίξει χόκεϊ στο δρόμο.
«Ξέρεις», είπε ο τεχνικός πριν βγει από την πόρτα, «οι περισσότεροι χρησιμοποιούν απλώς το Wi-Fi για να κάνουν κλήσεις».
Πέρασα το τελευταίο μας πρωινό κάνοντας scroll στο Twitter. Χρησιμοποιώντας τον δανεικό κωδικό πρόσβασης ενός μέλους της οικογένειας, έβγαλα μια τελευταία ταινία στο Netflix: This Is the End. Στα μισά της πρώτης πράξης, ο Σεθ Ρόγκεν και ο Τζέιμς Φράνκο πάγωσαν ξαφνικά στην οθόνη. Το σπίτι ήταν ήσυχο. Αποσυνδεθήκαμε επίσημα.
Οι πρώτες μέρες απαιτούσαν προσαρμογή. Είχα κατεβάσει ψηφιακές εκδόσεις περιοδικών σ’ ένα iPad και φόρτωσα το κομοδίνο μου με βιβλία. Άρχισα να διαβάζω βαθιά, μερικές φορές για ώρες, αναλύοντας πολύπλοκα έργα στα οποία θα δυσκολευόμουν να εστιάσω πριν.
Στο τέλος της πρώτης εβδομάδας, το τηλέφωνό μου ανέφερε ότι ο χρόνος οθόνης μου είχε πέσει κατακόρυφα κατά 80 τοις εκατό. Είχα αξιοποιήσει αρκετές ώρες την ημέρα, χρόνο που συνήθιζα να παίζω παιχνίδια με τον γιο μου, να μαγειρεύω περίτεχνα γεύματα, να ασχολούμαι με αδιάκοπη εργασία και να κάνω μεγάλες βόλτες με την οικογένειά μου. Μερικές φορές απλώς καθόμουν και σκεφτόμουν, μια ριζοσπαστική πράξη στην κουλτούρα της φασαρίας μας. Ονειρευόμουν, αφήνοντας το μυαλό μου να ταξιδέψει όπου ήθελε χωρίς ατζέντα ή κατεύθυνση. Συνειδητοποίησα ότι είχαν περάσει χρόνια από την τελευταία φορά που επέτρεψα στον εαυτό μου να κάνει τίποτα.
Οι φίλοι και η οικογένεια ανταποκρίθηκαν με ανησυχία σ’ αυτή την αλλαγή.
«Δεν θα μπορούσα ποτέ να το κάνω αυτό», μας λένε συχνά οι άνθρωποι, «αλλά θα ήθελα να μπορούσα».
Άλλοι φίλοι, γνωρίζοντας ότι το σταθερό μας τηλέφωνο δεν γράφει ποιος καλεί, περιστασιακά μας καλούν για φάρσες όπως κάναμε όταν ήμασταν έφηβοι. Όταν δεν είμαστε σπίτι, οι καλούντες φαίνεται να διασκεδάζουν να αφήνουν ένα πραγματικό φωνητικό μήνυμα στον τηλεφωνητή μας. Είναι διασκεδαστικό να ακούς νεότερους να αφήνουν μηνύματα. είναι απίστευτα μπερδεμένοι με το τι να πουν. Όταν μια φίλη στα 20 της προσπάθησε να τηλεφωνήσει και της είπε πως ήταν κατειλημμένο, σκέφτηκε ότι το τηλέφωνο ήταν χαλασμένο: Δεν είχε ξανακούσει αυτόν τον ήχο.
Ως δημοσιογράφος, το να ζω χωρίς περισπασμούς έχει κάνει θαύματα στην ικανότητά μου να γράφω μεγάλα κείμενα. Αλλά πρέπει να φύγω από το σπίτι αναζητώντας Wi-Fi για να ολοκληρώσω ορισμένες εργασίες, όπως το να απαντήσω σε email από συντάκτες, η συμμετοχή σε ομαδικές κλήσεις στο Zoom ή η εκτέλεση άλλης ομαδικής εργασίας που μπορεί να γίνει μόνο στο διαδίκτυο. Περνάω ώρες κατά τη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας στο γραφείο μου ή στην τοπική βιβλιοθήκη, χρόνο που διαφορετικά θα μπορούσα να περάσω με ένα φορητό υπολογιστή στον καναπέ μου. Όταν συντονίζω τις κλήσεις για την δουλειά μου, πρέπει να δώσω δύο αριθμούς τηλεφώνου, ανάλογα με το αν είμαι σπίτι ή όχι. Μερικές φορές πρέπει να μπω στο αυτοκίνητο πριν κοιμηθώ και να κατεβώ από το βουνό για να ελέγξω ένα email της τελευταίας στιγμής. Η δουλειά μου ως λέκτορας πανεπιστημίου απαιτεί να είμαι παρών στην τάξη, επομένως στοχεύω να ολοκληρώσω όσο το δυνατόν περισσότερη δουλειά στην πανεπιστημιούπολη.
Ωστόσο, δεν είμαστε οι μόνοι που ψάχνουμε τρόπους να περιορίσουμε τον ρόλο της τεχνολογίας στη ζωή μας. Η Αγγλία πρόσφατα συμβούλεψε τα σχολεία να επιβάλουν πλήρεις απαγορεύσεις στη χρήση κινητών τηλεφώνων, μια κίνηση που υιοθετείται σιγά σιγά από ορισμένες αμερικανικές σχολικές περιφέρειες. Μερικοί Αμερικάνοι που θέλουν περισσότερο έλεγχο στην ψηφιακή τους ζωή ανταλλάσσουν τα smartphone τους με παλιομοδίτικα κινητά τηλέφωνα.
Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν πρόκειται -ή δεν μπορούν- να πάνε τόσο μακριά όσο εμείς. Αλλά μπορούν να αφήσουν στην άκρη χώρο στη ζωή τους χωρίς συσκευές. Η δημιουργία ενός χώρου χωρίς τεχνολογία είναι ένας τρόπος να δηλώσουμε ανεξαρτησία από την ανησυχητική εξάρτησή μας από αυτήν. Μας υπενθυμίζει ότι μπορούμε να ζήσουμε και χωρίς εκείνη— ευτυχώς. Η οικογένειά μας σίγουρα έχει χώρο.
«Μου αρέσεις περισσότερο χωρίς το διαδίκτυο», μου είπε πρόσφατα η Κριστίνα.
Κι εγώ.
Πηγή: The Atlantic