«Διεθνοποίηση» του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης: Πέντε ερωτήματα
Η διεθνής ανάπτυξη του ΑΠΘ μπορεί να ενισχυθεί κυρίαρχα μέσω της έρευνας και της διεύρυνσης των συνεργασιών του
Εδώ και μερικούς μήνες διεξάγεται στο ΑΠΘ μια συζήτηση περί «διεθνοποίησης» μέσω της ίδρυσης ξενόγλωσσων, βασικά αγγλόφωνων, προγραμμάτων προπτυχιακών σπουδών με δίδακτρα (εφεξής ΞΠΠΣ).
Τα προγράμματα αυτά προς το παρόν απευθύνονται σε μη απόφοιτους του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Στην Ιατρική Σχολή του ΑΠΘ λειτουργεί εδώ και μια τετραετία ένα τέτοιο πρόγραμμα.
Η ίδρυση των ΞΠΠΣ προβάλλεται από τις πρυτανικές αρχές ως κομβική για την εξασφάλιση εσόδων που «επέτρεψαν στο Τμήμα Ιατρικής να ανακαινίσει, εξωραΐσει και εξοπλίσει με μοντέρνο ηλεκτρονικό εξοπλισμό αμφιθέατρα και αίθουσες διδασκαλίας».
Τα Τμήματα του ΑΠΘ καλούνται από την Πρυτανεία να καταθέσουν αποφάσεις «με τις οποίες να εκδηλώνουν δεσμευτικά την πρόθεσή τους, εφόσον το επιθυμούν, να ιδρύσουν ένα ΞΠΠΣ». Οι εν λόγω αποφάσεις θα πρέπει να ορίζουν, μεταξύ άλλων, τον προτεινόμενο αριθμό φοιτητών του πρώτου έτους σπουδών και το προτεινόμενο ύψος των διδάκτρων. Η εντατικοποίηση του αιτήματος της Πρυτανείας και η επιχειρηματολογία που χρησιμοποιεί για την ίδρυση ΞΠΠΣ στο ΑΠΘ δημιουργούν μια σειρά από ερωτήματα.
Το πρώτο ερώτημα αφορά το πρόταγμα της «διεθνοποίησης».
Οι πρυτανικές αρχές φαίνεται να κατανοούν τα ΞΠΠΣ ως εμβληματική δράση «διεθνοποίησης». Διεθνώς, η στόχευση προσέλκυσης ξένων προπτυχιακών φοιτητών γίνεται από χώρες που ανήκουν σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία αφορά τα πλέον εδραιωμένα διεθνώς πανεπιστήμια που βρίσκονται σε χώρες-υπερδυνάμεις. Τα πανεπιστήμια αυτά διευρύνουν την επιρροή των χωρών τους μέσω της προσέλκυσης διεθνών φοιτητών/τριών. Η δεύτερη κατηγορία αφορά πανεπιστήμια που προσπαθούν να επιβιώσουν μέσα από την προσέλκυση τέτοιων φοιτητών λόγω της υποχρηματοδότησής τους (π.χ. σε ορισμένες χώρες της ΝΑ Ευρώπης) ή αναπτύχθηκαν στη λογική της εμπορευματοποιημένης παροχής εύκολων προπτυχιακών σπουδών (π.χ. σε ορισμένες χώρες της Μέσης Ανατολής ή πλησίον της Μέσης Ανατολής). Τα ελληνικά πανεπιστήμια δεν ανήκουν στην πρώτη κατηγορία και ευκταίο θα είναι να μην υποβαθμιστούν στη δεύτερη κατηγορία.
Στην ελλαδική περίπτωση – όπως και στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες – η πραγματική διεύρυνση του διεθνούς χαρακτήρα των πανεπιστημίων θα πρέπει να αφορά πρωτίστως τις ανάγκες του επιστημονικού δυναμικού της χώρας, το όφελος των τοπικών κοινωνιών, την πρόοδο της επιστήμης, των γραμμάτων και των τεχνών. Το ΑΠΘ από την ίδρυσή του συνεχώς εμπεδώνεται ως ένα διεθνές πανεπιστήμιο. Αυτό προκύπτει από τις χιλιάδες συνεργασίες με επιστήμονες, ερευνητικά και εκπαιδευτικά ιδρύματα του εξωτερικού, τη συμμετοχή σε χιλιάδες διεθνή προγράμματα ερευνών, τις ανταλλαγές δεκάδων χιλιάδων φοιτητών/τριών με χώρες από διαφορετικές ηπείρους εδώ και έναν αιώνα, τη συμμετοχή του στην ευρωπαϊκή συμμαχία πανεπιστημίων EPICUR κλπ.
Το δεύτερο ερώτημα που προκύπτει είναι με ποιόν τρόπο τα Τμήματα θα καταλήξουν σε προτάσεις δημιουργίας προγραμμάτων σπουδών χωρίς αντίστοιχες εκθέσεις σκοπιμότητας και βιωσιμότητας που θα προσδιορίζουν τον αριθμό των φοιτητών/τριών και το ύψος των διδάκτρων. Ο ερασιτεχνισμός αυτός δηλώνει μια ιδεολογική επιλογή δέσμευσης των Τμημάτων παρά μια συστηματική επιστημονική προετοιμασία. Το ότι θα γίνουν οι μελέτες σκοπιμότητας και βιωσιμότητας σε ένα επόμενο στάδιο σημαίνει ότι σήμερα βάζουμε το κάρο μπροστά από το άλογο και ωθούμε τα Τμήματα σε αποφάσεις χωρίς να υπάρχουν ούτε τα στοιχειωδώς απαραίτητα δεδομένα.
Το τρίτο ερώτημα που προκύπτει είναι αν πράγματι μπορούν τα ΞΠΠΣ να αποδώσουν έσοδα ικανά να ανακαινίζουν, εξωραΐζουν και εξοπλίζουν αίθουσες διδασκαλίας μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Επισημαίνεται ότι δεν έχει κοινοποιηθεί στην ακαδημαϊκή κοινότητα ο πλήρως αναλυτικός οικονομικός απολογισμός του ΞΠΠΣ της Ιατρικής Σχολής που λειτουργεί εδώ και μια τετραετία. Άρα, και εδώ συζητάμε χωρίς δεδομένα. Το πλέον όμως σημαντικό ερώτημα στο ζήτημα των εσόδων αφορά αυτή καθαυτή τη σκοπιμότητα αναζήτησής τους μέσω διδάκτρων. Μια τέτοια στρατηγική σημαίνει την αυτόβουλη παραίτηση από τη διεκδίκηση αύξησης της δημόσιας χρηματοδότησης των πανεπιστημίων και αύξησης των μισθών του προσωπικού. Επιπλέον, υπονομεύεται το ερευνητικό και διδακτικό έργο καθώς οι διδάσκοντες αναλώνονται στη συνεχή αναζήτηση χρηματοδότησης μέσω της αύξησης των ΞΠΠΣ και εκπτώσεων στην ποιότητα των σπουδών λόγω της εντατικοποίησης της εργασίας τους. Άλλωστε, η βελτίωση των υποδομών μπορεί κάλλιστα να υλοποιηθεί από τα αδιάθετα κονδύλια εκατομμυρίων Ευρώ που προκύπτουν ετησίως στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων του Υπουργείου Παιδείας.
Το τέταρτο ερώτημα αφορά το μέλλον των ΞΠΠΣ αναφορικά με την ισότιμη πρόσβαση στο πανεπιστήμιο και στην αγορά εργασίας. Θυμίζουμε ότι ο Πρύτανης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών πρόσφατα έκανε επίσημες δηλώσεις ζητώντας τη νομιμοποίηση της φοίτησης Ελλήνων και Ελληνίδων στα ΞΠΠΣ με δίδακτρα. Προετοιμάζεται δηλαδή η δημιουργία δύο κατηγοριών φοιτητών και φοιτητριών: αυτών που θα εισάγονται σε ένα Τμήμα με την αξία τους μέσω των πανελλαδικών εξετάσεων και εκείνων που θα εισάγονται βάσει της οικονομικής τους ευχέρειας. Εντέλει όμως και οι δύο κατηγορίες αποφοίτων θα έχουν τα ίδια επαγγελματικά δικαιώματα στην αγορά εργασίας…
Το πέμπτο ερώτημα αφορά στις συνέπειες λειτουργίας των ΞΠΠΣ στα υπάρχοντα προγράμματα σπουδών. Η λειτουργία των ΞΠΠΣ θα απαιτήσει πόρους σε υποδομές επιτείνοντας ακόμη περισσότερο τη σημερινή ανεπάρκειά τους. Η ίδρυση των ΞΠΠΣ θα υπονομεύσει τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων των Τμημάτων. Αυτό το γνωρίζουν και οι υποστηρικτές των ΞΠΠΣ και για αυτό προωθούν «διεπιστημονικά – διατμηματικά ΞΠΠΣ». Επιπλέον, η λειτουργία των ΞΠΠΣ θα δημιουργήσει θεσμικά άβατα εκτός ελέγχου των Γενικών Συνελεύσεων των Τμημάτων. Το κύρος των πτυχίων που χορηγούν τα Τμήματα θα πληγεί από την πλειοδοσία ίδρυσης ΞΠΠΣ.
Οι συζητήσεις περί της «διεθνοποίησης» του ΑΠΘ μέσω της ίδρυσης ΞΠΠΣ αφενός παραγνωρίζουν την ακαδημαϊκή δεοντολογία και αφετέρου υπονομεύουν την πραγματική διεύρυνση του διεθνούς χαρακτήρα του ΑΠΘ και την αξία των πτυχίων του. Η διεθνής ανάπτυξη του ΑΠΘ μπορεί να ενισχυθεί κυρίαρχα μέσω της έρευνας και της διεύρυνσης των συνεργασιών του: συνεργασίες με την ακαδημαϊκή κοινότητα της διασποράς, το ανερχόμενο ακαδημαϊκό σύστημα της Κίνας και πρωτίστως το ευρωπαϊκό ακαδημαϊκό θεσμικό πλαίσιο (ιδίως την κινητικότητα των φοιτητών/τριών μας, τα κοινά μεταπτυχιακά με ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, την προοπτική κοινών προγραμμάτων σπουδών στα πλαίσια της ευρωπαϊκής πανεπιστημιακής συμμαχίας ΕPICUR).
Τέλος, δεδομένου ότι η παρουσία φοιτητών και φοιτητριών από το εξωτερικό εμπλουτίζει τις σπουδές των δικών μας φοιτητών και φοιτητριών, ας ενισχύσουμε τις άριστες δομές ελληνομάθειας για ξένους που διαθέτει το ΑΠΘ και ας αξιοποιήσουμε το άρθρο 58 του ν. 5094/2024 περί εισαγωγής αλλοδαπών στα υπάρχοντα ελληνόγλωσσα προγράμματα προπτυχιακών σπουδών.
*Ο Γιώργος Αγγελόπουλος είναι διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ και αναπληρωτής καθηγητής του ΑΠΘ.