Τι θα μπορούσε να διδάξει η Γερμανία στην Ελλάδα;
Ποιά είναι τα «κλειδιά» της επιτυχίας των ερευνητικών κέντρων και των πανεπιστημίων της Γερμανίας. Τι θα μπορούσε και θα έπρεπε να μιμηθεί η Ελλάδα;
Ποια είναι τα «κλειδιά» της επιτυχίας των ερευνητικών κέντρων και των πανεπιστημίων της Γερμανίας. Τι θα μπορούσε και θα έπρεπε να μιμηθεί η Ελλάδα;
Σε αυτά τα ερωτήματα -με αφορμή τις γερμανικές εκλογές- απαντούν τέσσερις Έλληνες που εδώ και χρόνια διδάσκουν, διεξάγουν έρευνα και έχουν διευθυντικά καθήκοντα σε γερμανικά πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα, έχοντας πλέον διαμορφώσει προσωπική άποψη μέσα από τις εμπειρίες τους, τις οποίες μπορούν να συγκρίνουν με την κατάσταση στη χώρα μας.
Το βασικό μήνυμά τους είναι ότι αν η Ελλάδα θέλει να «το κάνει όπως η Γερμανία», θα πρέπει να επενδύσει με συστηματικό τρόπο περισσότερα χρήματα στην Έρευνα, θα πρέπει να είναι πιο ανοιχτή στις μεταρρυθμίσεις, να αναπτύξει μεγαλύτερη συνεργασία μεταξύ πανεπιστημίων και ερευνητικών κέντρων, να βρει την πολιτική βούληση για να στηρίξει μέσα από ένα κλίμα ευρείας συναίνεσης την αριστεία, την παιδεία και την καινοτομία και βέβαια να επενδύσει στους νέους της, αντί να τους χάνει στο εξωτερικό.
Στο Αθηναϊκό/ Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων μίλησαν οι Ευφροσύνη Χελιώτη (διευθύντρια διεθνών σχέσεων Ένωσης Helmholtz), Βασίλης Ντζιαχρήστος (καθηγητής Πανεπιστημίου Τεχνολογίας Μονάχου), Ελευθέριος Γουλιελμάκης (ερευνητής Ινστιτούτου Κβαντικής Οπτικής Μαξ Πλανκ) και Μαρία Σπύρου (ερευνήτρια Ινστιτούτου Μαξ Πλανκ για την Ανθρώπινη Ιστορία).
Ο κεντρικός ρόλος του κράτους
Το γερμανικό σύστημα για την Έρευνα διαφέρει από το αγγλοσαξωνικό, επειδή -χωρίς να υποτιμά- δεν δίνει υπερβολική έμφαση στον ανταγωνισμό των ΑΕΙ και ερευνητικών κέντρων, ούτε στην εξάρτησή τους από ιδιωτικά κονδύλια (χορηγούς κ.α.). Αντίθετα, δίνει προτεραιότητα στην χρηματοδοτική (και όχι μόνο) στήριξη της Έρευνας από το κράτος και στη συνεργασία μεταξύ των «παραγωγών» και των «καταναλωτών» της Έρευνας στο πλαίσιο συνεργατικών σχηματισμών (clusters).
Καθόλου τυχαία, οι Έλληνες δεν αποτελούν εξαίρεση, καθώς από όλο τον κόσμο όλο και περισσότεροι ξένοι ερευνητές επιλέγουν να κάνουν καριέρα στη Γερμανία, προτιμώντας την ακόμη και από χώρες που παραδοσιακά έκαναν προσέλκυση «εγκεφάλων» (brain drain), όπως οι ΗΠΑ και η Βρετανία. Η κατάσταση αρχίζει να θυμίζει τη χελώνα (Γερμανία), που αργά αλλά σταθερά αφήνει πίσω της τους λαγούς (αγγλοσαξωνικές χώρες), όπως εύστοχα παρατήρησε το κορυφαίο επιστημονικό περιοδικό «Nature» σε πρόσφατο αφιέρωμά του με τίτλο «Το μυστικό της Γερμανίας στην επιστημονική αριστεία».
Η Άγγελα Μέρκελ πιστώνεται σε μεγάλο βαθμό αυτή την εξέλιξη, καθώς -σε μια χώρα όπου ουκ ολίγοι πολιτικοί εμφανίζουν διδακτορικό στο βιογραφικό τους- η ίδια έχει αποδείξει ότι δεν ξέχασε τις επιστημονικές ρίζες της στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, όπου σπούδασε φυσικός. Η Μέρκελ αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο Καρλ Μαρξ της Λειψίας το 1978 με πτυχίο στη Φυσική και πήρε το διδακτορικό της από το Κεντρικό Ινστιτούτο Φυσικής Χημείας του Ανατολικού Βερολίνου, όπου γνώρισε και τον σύζυγό της κβαντικό χημικό Γιοακίμ Σάουερ. Μάλιστα, όπως συνηθιζόταν τότε στην Ανατολική Γερμανία, υποχρεώθηκε να κάνει και μια πτυχιακή εργασία πάνω στο μαρξισμό-λενινισμό με θέμα «Ποιός είναι ο σοσιαλιστικός τρόπος ζωής;» (πήρε τον ελάχιστο δυνατό βαθμό για να περάσει!).
Υπό τη Μέρκελ αλλά και πριν από αυτήν, διαδοχικές κυβερνήσεις της Γερμανίας σταθερά αυξάνουν τον ετήσιο κρατικό προϋπολογισμό για την Έρευνα, ακολουθώντας το τρίπτυχο «σταθερότητα-μεθοδικότητα-προβλεπτικότητα», πράγμα που επιτρέπει στη Γερμανία να αναδύεται σταδιακά σε παγκόσμιο επιστημονικό-τεχνολογικό ηγέτη. Μία θέση που αναμφισβήτητα κατείχε η χώρα στο τέλος του 19ου αιώνα, αλλά την έχασε μετά από δύο καταστροφικούς παγκοσμίους πολέμους στον 20ό αιώνα. Τώρα, μια νέα αναγέννηση είναι ήδη ορατή.
Η έρευνα μακριά από την πολιτική αντιπαράθεση
Από τότε που ο πρωτοπόρος Πρώσος εκπαιδευτικός μεταρρυθμιστής Βίλχελμ φον Χούμπολτ (1767-1835) υποστήριξε ότι οι καθηγητές πανεπιστημίων πρέπει να διεξάγουν έρευνα παράλληλα με τη διδασκαλία και ότι τα πανεπιστήμια πρέπει να παραμένουν μακριά από την πολιτική, οι Γερμανοί ηγέτες -με εξαίρεση τον Χίτλερ- κινούνται πάνω σε αυτούς τους άξονες.
Το δημόσια χρηματοδοτούμενο ερευνητικό σύστημα βασίζεται σε πέντε πυλώνες: αφενός τέσσερις ερευνητικούς οργανισμούς με πολλά ερευνητικά κέντρα ο καθένας και αφετέρου τα πανεπιστήμια. Η Εταιρεία Max Planck που ιδρύθηκε το 1948, διαθέτει 81 ινστιτούτα βασικής έρευνας. Τα ερευνητικά κέντρα της Εταιρείας Fraunhofer, που ιδρύθηκε το 1949, εστιάζουν στην εφαρμοσμένη έρευνα. Η Ένωση Helmholtz περιλαμβάνει εθνικά ερευνητικά κέντρα που πραγματοποιούν μεγάλης κλίμακας στρατηγική έρευνα με βάση τις εκάστοτε κυβερνητικές προτεραιότητες. Την τετράδα συμπληρώνουν τα ινστιτούτα της Ένωσης Leibniz.
Λόγω του ομοσπονδιακού συστήματος της Γερμανίας, η κεντρική κυβέρνηση και οι κυβερνήσεις των κρατιδίων μοιράζονται τις δαπάνες λειτουργίας των ερευνητικών κέντρων. Τα περίπου 110 πανεπιστήμια και άλλα 230 πανεπιστήμια εφαρμοσμένων επιστημών χρηματοδοτούνται από τα κρατίδια – ένα σύστημα που έχει το μειονέκτημα να δημιουργεί γραφειοκρατικές καθυστερήσεις.
Όμως κάθε χρόνο η κυβέρνηση αυξάνει κατά 3% έως 5% τις χρηματοδοτήσεις για την Έρευνα, πράγμα που επιτρέπει στους ερευνητές να προγραμματίζουν μακροπρόθεσμα σχέδια με ασφάλεια, ένα πλεονέκτημα που έχουν ελάχιστες άλλες χώρες, όπου τα κονδύλια για R & D μπορεί ξαφνικά να περιορισθούν λόγω δημοσιονομικών περικοπών. Όποια κυβερνητική συμμαχία και αν προκύψει από τις νέες εκλογές, οι επιστήμονες είναι σίγουροι ότι τα χρήματα προς αυτούς θα ρέουν απρόσκοπτα, καθώς υπάρχει ευρεία συναίνεση μεταξύ των γερμανικών κομμάτων ότι η Έρευνα αποτελεί προτεραιότητα για τη χώρα τους.
Ανταγωνισμός μεταξύ πανεπιστημίων για αριστεία
Μετά την «Πρωτοβουλία Αριστείας» του 2005, τα γερμανικά πανεπιστήμια ενθαρρύνονται να ανταγωνίζονται μεταξύ τους για να διεξάγουν κορυφαία έρευνα και να εξασφαλίζουν έτσι μεγαλύτερες κρατικές χρηματοδοτήσεις. Τα 14 «ελίτ» πανεπιστήμια που έχουν προκύψει από αυτό τον εσωτερικό ανταγωνισμό, μπορούν να δώσουν υψηλότερες αμοιβές στο προσωπικό τους και να προσελκύσουν «μυαλά» από το εξωτερικό (και από την Ελλάδα). Έτσι, το ποσοστό των ξένων καθηγητών και ερευνητών στα γερμανικά πανεπιστήμια έφθασε το 13% από 9,3% το 2005.
Ενώ το 2005 υπήρχαν μόνο εννέα γερμανικά πανεπιστήμια στην παγκόσμια κατάταξη Top 100 των Times, σήμερα υπάρχουν 22, με κορυφαίο το Πανεπιστήμιο Λούντβιχ Μαξιμίλιανς του Μονάχου.
Στο μεταξύ εντείνεται ο «πυρετός» των ερευνητικών clusters, που φέρνει κοντά τους ερευνητές με τις γερμανικές εταιρείες, ώστε η έρευνα να αξιοποιείται άμεσα και να έχει αντίκρυσμα στην αγορά με νέα προϊόντα και υπηρεσίες. Πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι η Πρωτοβουλία της Κυβερνο-Κοιλάδας (Cyber Valley, κατά τη Silicon Valley των ΗΠΑ), την οποία ξεκίνησε προ μηνών το κρατίδιο της Βάδης-Βιτεμβέργης με επίκεντρο την έρευνα στην τεχνητή νοημοσύνη.
Ο ιδιωτικός τομέας παίζει ρόλο-κλειδί, καθώς από το περίπου 3% του ΑΕΠ που η Γερμανία διαθέτει ετησίως για Έρευνα (έναντι 1% της Ελλάδας), τα δύο τρίτα (2%) προέρχονται από τις γερμανικές εταιρείες που έχουν εκτεταμένες ερευνητικές δραστηριότητες.
Από την άλλη, η Γερμανία εμφανίζεται επιφυλακτική σε ευαίσθητα επιστημονικά θέματα. Έτσι, για παράδειγμα, τόσο η Μέρκελ όσο και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα κατηγορηματικά απαγορεύουν την έρευνα με χρήση εμβρυικών βλαστικών κυττάρων, ενώ Πράσινοι και Σοσιαλδημοκράτες είναι αρνητικοί απέναντι στα γενετικά τροποποιημένα φυτά και ζώα.
Δεν λείπουν και τα προβλήματα: οι υποδομές και εγκαταστάσεις των γερμανικών πανεπιστημίων συχνά είναι ανεπαρκείς, η δυσκολία της γερμανικής γλώσσας αποθαρρύνει ορισμένους ξένους, η γραφειοκρατία συνεχίζει να επιβαρύνει τους ερευνητές, ενώ οι γυναίκες επιστήμονες υποαντιπροσωπεύονται σε σχέση με τους άνδρες.
Δρ. Ευφροσύνη Χελιώτη- Διευθύντρια Διεθνών Σχέσεων στην Ένωση Γερμανικών Ερευνητικών Κέντρων Helmholtz στο Βερολίνο
Τέσσερα στοιχεία αποτελούν τους βασικούς παράγοντες επιτυχίας των ερευνητικών κέντρων και πανεπιστημίων της Γερμανίας: σταθερά υψηλή (3% του ΑΕΠ) χρηματοδότηση ακόμα και σε δύσκολες εποχές, διαφάνεια και συνεχής πιστοποίηση ποιότητας του έργου τους, συστηματική επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό, όπως επίσης και μια εποικοδομητική στάση απέναντι σε μεταρρυθμίσεις.
Το γερμανικό μοντέλο δομής της δημόσιας έρευνας και τεχνολογίας βασίζεται σε μια στρατηγική ταυτόχρονης συμπληρωματικότητας και διαφοροποίησης. Για παράδειγμα, για την αντιμετώπιση των «μεγάλων προκλήσεων» της εποχής μας οι τέσσερις μη πανεπιστημιακοί οργανισμοί Helmholtz, Max-Planck, Leibniz και Fraunhofer και τα πανεπιστήμια επιδιώκουν -ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια και με κίνητρο επιπλέον κρατικά κονδύλια- τη στενή συνεργασία στα πλαίσια εθνικών δικτύων και κοινοπραξιών (πχ German Centres for Health Research στην υγεία, Copernicus Projects στον τομέα της ενέργειας). Παράλληλα, συναγωνίζονται για τα καλύτερα «μυαλά» για την έρευνα, αλλά και τη διοίκηση, με αποτέλεσμα τη δημιουργία καινοτόμων υποδομών κατάρτισης, όπως επίσης και τη σημαντική βελτίωση των προοπτικών εξέλιξης για τη νέα γενιά.
Η Ελλάδα, παρόλες τις δυσκολίες των περασμένων ετών, συνεχίζει να έχει αξιόλογα ερευνητικά κέντρα και πανεπιστήμια. Καθοριστική για την επιτυχία τους θα είναι μια κάθετη αύξηση των κρατικών επενδύσεων, καθώς και η αξιοποίηση αυτών των πόρων, όπως επίσης και των ήδη υπαρχουσών δυνατοτήτων και υποδομών μέσα σε ένα πνεύμα υγιούς συναγωνισμού αλλά και συνεργασίας.
Το κυριότερο όμως θα είναι η προσέλκυση νέων ανθρώπων για την έρευνα, μέσω εκπαίδευσης διεθνούς επιπέδου και τη δημιουργία ουσιαστικών επαγγελματικών προοπτικών. Βασική προϋπόθεση είναι μια «εθνική συναίνεση» ότι η παιδεία, η έρευνα και η καινοτομία αποτελούν την καλύτερη επένδυση για το μέλλον.
Δρ. Βασίλης Ντζιαχρήστος- Καθηγητής Πανεπιστημίου Τεχνολογίας Μονάχου- Διευθυντής του Ινστιτούτου Βιολογικής και Ιατρικής Απεικόνισης του Κέντρου Helmholtz στο Μόναχο
Υπάρχουν πολύ συγκεκριμένα πράγματα που κάνει ένα επιτυχημένο πανεπιστήμιο οπουδήποτε στον κόσμο και ασφαλώς στη Γερμανία. Αριστεία, δημιουργία ενός ασφαλούς περιβάλλοντος όπου προάγεται η ελεύθερη επιστημονική σκέψη, η συνεργασία και η καινοτομία, σύνδεση με την κοινωνία, προώθηση των παραγωγικών, οικονομικών και άλλων συμφερόντων των πολιτών και φυσικά μηχανισμοί που εγγυώνται υψηλής ποιότητας διδασκαλία και έρευνα. Αυτές οι αρχές φέρνουν την απαραίτητη εξωστρέφεια και χρηματοδότηση, όχι μόνο στο πανεπιστήμιο, αλλά σε ολόκληρη την χώρα που το συντηρεί.
Η Ελλάδα δεν έχει να μιμηθεί κάτι από το εξωτερικό, απλά γιατί εδώ και δεκαετίες έχει χάσει τη δυνατότητα να εξελίξει τα πανεπιστήμιά της. Οι ηρωικές προσπάθειες πολλών από τους διδάσκοντες, ερευνητές και φοιτητές και ενός μικρού μέρους της ελληνικής κοινωνίας που θέλει καλύτερα ελληνικά πανεπιστήμια, δεν αρκούν για να αλλάξουν τα δεδομένα. Οι λίγοι που τολμούν να αλλάξουν κάτι, βρίσκονται αντιμέτωποι με τους πάντες και συνήθως χάνουν θέσεις, υπουργεία ή εκλογές.
Από την άλλη, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στη Γερμανία, τα ελληνικά πανεπιστήμια φαίνεται να κακοποιούνται συστηματικά ως χώροι άσκησης βίας χωρίς περιορισμούς, κομματικών παιχνιδιών και πεποιθήσεων ή, τελευταία, ακόμη και ελεύθερου εμπορίου ναρκωτικών, παθογένειες που δεν έχουν καμία σχέση με τις μοντέρνες αξίες της έρευνας και της μάθησης. Επίσης, ακούγεται τελευταία ολοένα και περισσότερο η πεποίθηση ότι η μετριότητα είναι καλύτερη από την αριστεία.
Οπότε ας είμαστε ρεαλιστές. Δεν υπάρχει θέμα μίμησης. Υπάρχει ένα τεράστιο θέμα κοινωνικής και πολιτικής βούλησης να μείνουν τα πανεπιστήμια ως έχουν η, αν γίνεται, να αλλάξουν προς κατευθύνσεις που τα απομακρύνουν ακόμη περισσότερο από τα προηγμένα Πανεπιστήμια του κόσμου όπως τα γερμανικά. Μάλλον θα χρειαστεί πολύς καιρός ακόμη, μέχρι η ελληνική κοινωνία να αποκτήσει συνείδηση για το μείζον αυτό θέμα και να απαιτήσει ένα διαφορετικό Πανεπιστήμιο για τα παιδιά της.
Δρ. Ελευθέριος Γουλιελμάκης- Επικεφαλής της Ομάδας Αττοηλεκτρονικής του Ινστιτούτου Κβαντικής Οπτικής Μαξ Πλανκ στο Γκάρτσινγκ
Νομίζω ότι η επιτυχία στην έρευνα και στην τεχνολογία σε οποιαδήποτε χώρα εξαρτάται σημαντικά από τον βαθμό στον οποίο η κοινωνία διατίθεται να επενδύσει σε αυτές. Κατά πόσο δηλαδή οι πολίτες έχουν εμπιστοσύνη ότι μια τέτοια επένδυση αποτελεί πραγματικά μια παρακαταθήκη για μέλλον της χώρα η όχι.
Σε πολλές χώρες, όπως η Γερμανία, η κοινωνία θεωρεί τα ερευνητικά κέντρα και τα πανεπιστήμια ως πυλώνες ανάπτυξης. Οι πολίτες έχουν δει τη χώρα τους επανειλημμένα να επωφελείται από την επένδυση στη διεύρυνση της γνώσης. Οι σημαντικές δημόσιες οικονομικές δαπάνες στον τομέα της έρευνας είναι η εκδήλωση αυτής της εμπιστοσύνης. Μία εμπιστοσύνη που εκφράζεται και από τη συμβολή αρκετών κοινωφελών ιδρυμάτων στην υποστήριξη της έρευνας στη Γερμανία, στην Αμερική και αλλού.
Αυτή η εμπιστοσύνη νομίζω ότι στην Ελλάδα είναι λιγότερη. Η βασική εκπαίδευση έχει μπροστά της ένα σημαντικό έργο, προκειμένου η ελληνική κοινωνία να αφομοιώσει την ιδέα ότι επενδύοντας στο πανεπιστήμιο και στην έρευνα σημαίνει επενδύω στο μέλλον και στις επόμενες γενιές. Όταν η κοινωνία είναι έτοιμη, η πολιτική δεν έχει άλλη επιλογή πάρα να υλοποιήσει.
Δρ. Μαρία Σπύρου- Ερευνήτρια στο Τμήμα Αρχαιογενετικής του Ινστιτούτου Μαξ Πλανκ για την Ανθρώπινη Ιστορία στην Ιένα
Εργάζομαι στη Γερμανία εδώ και μερικά χρόνια ως ερευνήτρια στον τομέα της Παλεογενετικής. Η εμπειρία μου είναι θετική, καθώς επιπλέον του υψηλού επιστημονικού επιπέδου της ομάδας στην οποία ανήκω, αισθάνομαι προστατευμένη μέσα στο γερμανικό σύστημα από άποψη χρηματοδότησης και ασφάλισης. Διεθνούς κύρους γερμανικά ινστιτούτα όπως είναι τα Ινστιτούτα Μαξ Πλανκ, χρηματοδοτούνται γενναιόδωρα από το κράτος, το οποίο πραγματοποιεί συνεχείς και αποτελεσματικές επενδύσεις σε καίριους τομείς της τεχνολογίας και επιστήμης. Φυσικά, αυτά συμπληρώνονται με συνεχείς προσπάθειες των ερευνητών να προσελκύσουν χρηματοδοτήσεις.
Το σύστημα δουλεύει αξιοκρατικά, εμπιστεύεται και στηρίζει τους ικανούς ερευνητές. Μιλώντας πιο συγκεκριμένα για τη δική μου εμπειρία, ο τομέας μου απαιτεί ιδιαίτερα εξειδικευμένες εργαστηριακές εγκαταστάσεις και γι’ αυτό δίνεται μεγάλη έμφαση στην άψογη συντήρηση, αλλά και στην εξέλιξη των τεχνικών που χρησιμοποιούνται στα εργαστήρια. Αυτά φυσικά απαιτούν χρηματοδότηση, αλλά και ένα σύστημα που δεν θέτει γραφειοκρατικά εμπόδια.
Στην ομάδα μας, που είναι διεθνής με μέλη από 15 χώρες, υπάρχει συνεργατικό πνεύμα και διαρκής διάθεση για ανάπτυξη συνεργασιών με άλλα επιστημονικά ινστιτούτα και πανεπιστήμια. Τέλος, το χαρακτηριστικό που με έχει εντυπωσιάσει περισσότερο μέχρι στιγμής σε αυτήν τη χώρα, είναι το ότι επενδύει στους νέους, δίνοντάς τους ευκαιρίες για γρήγορη εξέλιξη, αλλά και σημαντικές ευθύνες, μέσα στα πλαίσια ενός απόλυτα οργανωμένου και υποστηρικτικού συστήματος».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ