Featured

Ένα κείμενο και μια φωτογραφία: Το δώρο της νονάς

Ξύπνησε στις πέντε το πρωί. Στις πέντε το πρωί ξυπνούσε άλλωστε εδώ και τριάντα χρόνια.

Χρήστος Ωραιόπουλος
ένα-κείμενο-και-μια-φωτογραφία-το-δώρο-582303
Χρήστος Ωραιόπουλος

Ξύπνησε στις πέντε το πρωί. Στις πέντε το πρωί ξυπνούσε άλλωστε εδώ και τριάντα χρόνια. Από τα δεκαοκτώ του και τις σπουδές του στην Αθήνα, μέχρι σήμερα στο διαμέρισμά του στο κέντρο της Θεσσαλονίκης και την εργένικη ζωή. Σηκώθηκε χωρίς αδικαιολόγητες καθυστερήσεις και ριψοκίνδυνες παρατάσεις.

Έπλυνε τα μούτρα του με ζεστό νερό, το κρύο το είχε σιχαθεί στα χρόνια του στρατού και βούρτσισε τα δόντια του. Έσκισε μια καινούρια εξάδα νερά, άνοιξε ένα μπουκάλι, γέμισε την κούπα, με την οποία έπινε καφέ εδώ και εφτά χρόνια, -από τότε δηλαδή που του την έφερε μια ασήμαντη μέρα η πρώην γυναίκα του από την αγορά- δυο φορές και έριξε το νερό στην καφετιέρα.

Έβγαλε ένα φίλτρο, προσπάθησε να ανοίξει τη βρύση τόσο όσο, ώστε να μην μουσκέψει πολύ την άκρη του φίλτρου και έπειτα από λίγες προσπάθειες και την ιδανική υγρασία το τοποθέτησε στη θέση του στο μηχάνημα. Κατέβασε από το ντουλάπι το βαζάκι με τον καφέ, έπιασε το κουταλάκι με την εκ κατασκευής χωρητικότητα κατάλληλης δόσης και το βύθισε μέσα στους άπειρους κόκκους. Ένα κουταλάκι προς μια κούπα νερού, αλλά τη συγκεκριμένη δική του κούπα, που του έκανε δώρο η πρώην γυναίκα του μια ασήμαντη μέρα που γύρισε από την αγορά.

Ίδια διαδικασία κάθε μέρα, κάθε πρωί εδώ και χρόνια. Μια τελετουργία που προκαλούσε όμοια απόλαυση και παρόμοια αδιαφορία.

Σέρβιρε τον καφέ του, άνοιξε το λάπτοπ του και τακτοποιήθηκε στο ξύλινο τραπέζι απέναντι ακριβώς από το μεγάλο παράθυρο, από το οποίο τρύπωνε γλυκά ο ήλιος και έπεφτε απαλά στο ξύλο του πατώματος και του τραπεζιού. Άναβε ένα τσιγάρο πάντα πριν πιάσει να κοπανάει τα πλήκτρα και χάζευε την απέναντι πολυκατοικία ή τον καπνό, καθώς φεύγει από την κούπα ή απ’ το τσιγάρο και πάει, ποιος ξέρει πού;

Ήταν Μεγάλη Πέμπτη και έτσι όπως χάζευε του ήρθε μέσα από ασυνείδητους συνειρμούς, εφηβικούς λαβυρίνθους της σκέψης, παραπονεμένες επιθυμίες που γεννά η μοναξιά, τα δώρα που του έκανε η νονά του μαζί με τη λαμπάδα κάθε Μεγάλη Πέμπτη. Έτσι δεν λέει το έθιμο;

Περιηγήθηκε με το μυαλό του σε χρόνια, πρόσωπα, κατσίκια, αρνιά, αυγά, φώτα, κεριά, κουτιά δώρων και μεταξύ πολλών άλλων, θυμήθηκε τα πρώτα χρόνια της ζωής του ή μάλλον ένα δώρο που έλαβε στα πρώτα χρόνια της ζωής τους. Ένα μεγάλο κουτί από γνωστό παιχνιδάδικο. Και μόνο που το είδε χόρτασε το μάτι και το είναι του μέχρι το επόμενο Πάσχα. Μπορεί όλα εκείνα τα παιχνίδια που είχε μέσα το κουτί να χάθηκαν στις μετακομίσεις ή να χαρίστηκαν σε παιδάκια που δεν είχαν παιχνίδια να παίξουν, αλλά ένα μικρό ανθρωπάκι -θυμάται ότι- το ξεχώριζε και το είχε κρατήσει μέχρι και σήμερα. Όταν διάβαζε στο λύκειο το είχε στο γραφείο του, στο πανεπιστήμιο ξενυχτούσε μαζί του στις εξεταστικές και του είχε καρφωθεί στο μυαλό πως και σήμερα το είχε φέρει μαζί του στο σπίτι. Τον καβάλησε έντονη επιθυμία να το βρει και ασάλευτη βεβαιότητα πως κάπου μέσα στο σπίτι θα ‘ναι.

Άφησε το λάπτοπ ανοιχτό, τον καφέ να κρυώνει και βάλθηκε να ψάχνει όλο το σπίτι. Κατέβασε όλη τη βιβλιοθήκη. Ενώ πάντα ήταν ιδιότροπος μην τυχόν και τσαλακωθούν τα βιβλία του, τα πετούσε από εδώ και από εκεί. Πίσω του, στο πάτωμα, στο τραπέζι, τα εκτόξευε χωρίς να στοχεύει πουθενά παρά μόνο να βρει το παιχνίδι. Με ένα σούρσιμο του χεριού του έριξε χάμω όλα τα CD. Άνοιξε όλα τα ντουλάπια, έκανε άνω κάτω τα ρούχα και τα έπιπλα του σπιτιού. Η κυρία από κάτω του χτύπησε την πόρτα ανησυχώντας για κλέφτες.

Όλα εντάξει, αλλάζω διακόσμηση.

Ανέβηκε σε μια σκαλίτσα για να ψάξει εκείνο το ντουλάπι-αποθηκάκι που στα σπίτια συνήθως βρίσκεται πάνω από την πόρτα του μπάνιου. Και εκεί έπειτα από ώρες και ένα σπίτι αχούρι βρήκε εκείνη τη ρημάδα την κούτα με τα αντικείμενα που λάτρεψε στα χρόνια που είχε ζήσει. Εκείνο το παιχνίδι, το ανθρωπάκι που του είχε φέρει μια Μεγάλη Πέμπτη η νονά του και που ξεχώρισε ανάμεσα σε χιλιάδες παιχνίδια ήταν ξανά στα χέρια του. Κάθισε πάλι στο τραπέζι –τι έκφραση κι αυτή- και έβαλε τα κλάματα. Εκείνα τα κλάματα τα βαριά που σου κόβουν την ανάσα και ανοίγουν για τα καλά τη βρύση. Όχι τόσο από νοσταλγία, αλλά επειδή βρήκε αυτό που είχε βάλει σκοπό να βρει. Τα κατάφερε και συνειδητοποιώντας το ήξερε πως θα ένιωθε κενός για το υπόλοιπο της ημέρας. Τόσο κενός που κάθισε να το γράψει.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα