Ένα υπέροχο ημερολόγιο με λέξεις, πινέλα και πένες για τον Βαρδάρη!

Ένα μοναδικό ημερολόγιο για το 2021 που πραγματικά αξίζει να αποκτήσεις.

Parallaxi
ένα-υπέροχο-ημερολόγιο-με-λέξεις-πινέ-699174
Parallaxi

hmerologio

Σε καιρούς πρωτόγνωρους, ρευστούς και αβέβαιους, που όλα δείχνουν ότι η μια μέρα θα διαδέχεται την άλλη έτσι απλά, χωρίς μεγάλη διαφορά, που η επαφή μας με άλλους ανθρώπους εκχωρείται σε οθόνες και κινητά, που η φωνή καλύπτεται από μάσκες, ένα πανέμορφο ημερολόγιο για το 2021 έρχεται να ομορφύνει τις ημέρες μας και να μας γεμίσει με συναισθήματα. 

Ο λόγος για ένα ημερολόγιο που σε πείσμα των καιρών αποδεικνύει πως ακόμα μπορεί να επιστρατεύεται η δημιουργικότητά μας και να συμπορευόμαστε με όχημα την ιστορία, την τέχνη, την ποίηση!

Εντός του περικλείεται η πεποίθηση ότι μόνο μέσα από την μνήμη, τη δημιουργία, την γνώση, την έμπνευση και τη συνεργασία, μπορούμε να βγούμε «ζωντανοί».

Είναι αυτά τα στοιχεία που τους περισσότερους από εμάς, μας κράτησαν όρθιους και βάσταξαν τα βήματα μας σε μια προσπάθεια να βρούμε ένα νόημα, μια ελπίδα… στην καθημερινότητα μας.

hmerologio 1 Με αφορμή το ημερολόγιο λογοτέχνες, ποιητές, ζωγράφοι και ξεναγοί δέχτηκαν πρόθυμα την πρόσκληση και συναντήθηκαν για συνδημιουργία.

Πρόκειται για μια σπουδαία δουλειά, λοιπόν, η οποία χτίστηκε λιθαράκι λιθαράκι από το πλεόνασμα ψυχής, έμπνευσης, γνώσης και δημιουργικότητας όλων αυτών που γενναιόδωρα  παραχώρησαν εικόνες του δικού τους Βαρδάρη, μέσα από τις αλληλουχίες των λέξεων, τα πινέλα και τις πένες τους.

Μία από τις πολύ όμορφες σελίδες του ημερολογίου
Παρακάτω το υπέροχο εισαγωγικό κείμενο στο ημερολόγιο του Θωμά Κοροβίνη με τίτλο “Με τον έρωτα ξορκίζαμε τον Θάνατο στο Βαρδάρη”:

Με τον έρωτα ξορκίζαμε τον θάνατο στο Βαρδάρη. Ναι, κάποτε, στα νιάτα μας, ωραίοι ως ανυποψίαστοι, θαρρούσαμε πως με τον έρωτα ξορκίζαμε τον θάνατο. Ωραίοι και μοιραίοι, κι ο πόθος με τον πόνο να ρίχνουν κλήρο κάθε σούρουπο ποιος θα μας κερδίσει. Θαρρούσαμε ξορκίζαμε τον θάνατο. Κι όμως γίνεται! Γίνεται, σα να γίνεται, πραγματικότητα ή αυταπάτη, το ίδιο κάνει.

Σε μια στιγμή, σ’ ένα κλάσμα, καθώς χάνεται το μυαλό, η όποια γνώση μοιάζει ανώφελη, η κάθε αντίσταση περιττή, και η παράδοση στο πάθος φτάνει στο κρεσέντο της, δίνεις γκάζια και ταξιδεύεις στο υπερπέραν για λίγα λεπτά, ένα δώρο είναι κι αυτό, δώρο δυσεύρετο, όσο μαζεύεις χρόνια τόσο κι εξατμίζονται τέτοιες ψευδαισθήσεις, ψευδαισθήσεις υπερβατικές και ζωογόνες, βοηθούσε πολύ το σκηνικό του Βαρδάρη, όλος ο παρδαλός σκανδαλιάρικος θίασος, το γλεντοκόπι, το ρίσκο, το ρίγος υπό το ημίφως, τα ζουμιά της νιότης, η κόντρα στον άνοστο καθωσπρεπισμό, ο οριστικά απολεσθείς παράδεισος της αγλαής αθωότητας.

Ζούσα τη ζωή μου σα μαγεμένος, ζούσα «σαν τα πάντα να είναι ένα θαύμα» όπως είχε προτείνει ο Αινστάιν. Και θαύματα εγένοντο πολλά. Πολλά και συνταρακτικά. Κι έβαζα από πάνω κι εγώ το χέρι μου για να γεννηθούν άλλα τόσα. Σύντομα κατάλαβα ότι τα θαύματα όπως αστράφτουν ξαφνικά, έτσι απότομα ξεψυχάνε. Και μένεις σαστισμένος, σ’ αρρωσταίνει ο χαμός τους. Μα ξαναρχινάς.

Ο Βαρδάρης μας, το πρωί ζωή της αγοράς, το βράδυ ζωή αγοραία, μαρσάριζαν από δίπλα τα οχήματα στην Γιαννιτσών, άλλοι έβριζαν, έπαιζαν ξύλο, παζάρευαν όρθια ξεκαυλώματα, φτηνά δηλητήρια, τσατσάδες με παγωμένα πισινά στην ξυλόσομπα κολημμένα, ο αγριοβάρδαρος έπαιρνε τις κουρελούδες από κάτι αυτοσχέδια παραπήγματα, έσκουζαν τα γυφτάκια παγωμένα, ανατριχίλα, ξυπόλητα, τα γκρέμια των Κάστρων παραδίπλα σα να μας γελούσαν, μην ταράζεστε, σου λέει, είδαμε κι είδαμε εμείς, διαβήκαν από δω απ’ τα μέρη μας πλανόδιοι και πεπελανημένοι, φυλάξτε μας, λατρέψτε μας, σα να μας μιλούσαν οι πέτρες, εμείς είμαστε η ιστορία της πόλης σας, η δόξα και το πένθος της, τώρα που μας βρήκατε, αύριο μπορεί να μας πάρουν γερανοί, στη θέση μας να φυτέψουν εργοτάξια τρόμου, ο ποιητής ξεροστάλιαζε εμπρός στο σινέ «Ίλιον», καρτερώντας κανένα τρυφερό δήμιο να το γιάνει το μαράζι, οι τραβεστί πλακώνονταν με θρασύδειλα τσογλανόπαιδα, χαίρε Μοργκάνα, χαίρε Μαίρη Πίκφορντ, αλλά και μεταξύ τους, τις γιαούρτωναν, εκείνες πετούσαν ξύλα, πέτρες, φερτά υλικά που ξεφόρτωνε στα ρυάκια η βροχή, βροχή της Σαλονίκης τω καιρω εκείνω, όχι αστεία, σφύριζε μες απ’ τα σκοτάδια ο Τζάνγκο, περιστασιακά εκδιδόμενος, φαναρτζής το επάγγελμα, από το Τόπσιν όπου υπέγραψε ο Ταχσίν πασάς την παράδοση της Θεσσαλονίκης στους Έλληνες, ζημιάρες εποχές, μεθυσμένοι ζητιάνοι ξημερώνονταν σε χαντάκια, το τμήμα ηθών έκανε ντου στα αλανιάρικα μαγαζιά, τους ξεφορτώνονταν αναλόγως, κονομούσαν και το μπαχτσίσι τους, αλίμονο, παλιά μας τέχνη κόσκινο, ένα βράδυ, το ’92, την είχαν κάψει την «Σεχραζάτ», δε θυμάμαι, τραγουδούσε ο Κεφάλας, έπαιζε και το ζητιανόξυλο έμορφα, «Μ’ένα χαστούκι σου ήρθα να σ’ αγαπήσω», Τσιτσάνης, μια στιγμή άφηνε το όργανο, το ’πιανε ο άλλος παίχτης και χόρευε τη ζεϊμπεκιά του πάνω σ’ ένα τενεκεδάκι Ζαναέ, στου «Αλίτσου», οδός Οδυσσέως, το πούσι μάς μούσκευε εντός και εκτός, έτσι όπως πάει κι η ψυχή μας θα σκουριάσει μωρέ, η ομίχλη το χαβά της, κατέβαινε από ψηλά απ’ τις εξοχές καθιζόταν πάνω απ’ το Τσαούς μοναστίρ, τουρτουρίζαν τα ψωραλέα παγώνια του, αιχμάλωτα κι αυτά σαν την καρδιά μας στην ωραία φυλακή αυτής της πόλης, ωραία, όμως τι τα θες, σαν πελώριο κελί που χωράει νοματαίους μιλιούνια, «Μεθ’ ημών ο Θεός, γνώτε έθνη και ηττάσθε, ότι μεθ’ ημών ο Θεός» διάβαζε από μέσα απ’ τον ναό ο ρασοφόρος αναγνώστης κι έμενε η ψυχή ολοτσίτσιδη στο έλεος της απόλυτης απόγνωσης, να ψάχνει καταφύγιο και προστασία, το σώμα αδύνατον, αδελφοί, αγκαλιάστε με, λύπη, λύπη, «το σώμα μου είναι μια λύπη γύρω από την ψυχή μου» είπε η Ζωή Καρέλλη, ποιήτρια Θεσσαλονικιά με ένθεη πνοή, σαν παλαιά βυζαντινή κυρά που ήταν, νότιζε η μούχλα τους θαμώνες, της «Δόμνας», του «Τζότζου».

Ο Καμπουρέλλος γηροκομούσε σε μια γωνιά τα στερνά του σεκλέτια, γρατζούνιζε θεσπέσια το μπουζούκι του αλλοπαρμένος σαν Αγιονορείτης ασκητής σε ώρα ύψιστης κατάνυξης, τα αδέσποτα συνασπίζονταν για μάσα και γρύλλισμα μεσονύχτιο, παραδαρμένα, σακατεμένα, και γι’ αυτό ανελέητα όπως όλα τα στριμωγμένα όντα στην υφήλιο, εις μάτην ο άνθρωπος, αλλά πού, ολόγυμνο χωρίς βρακί θα σε παραχώσουν βλάκα- κατέβαινε η ομίχλη, έλουζε τους πύργους της φυλακής, οι δεσμώτες πέθαιναν για μια τζούρα ελεύθερου τσιγάρου, για ένα μαυράκι στη γύρα, το λαρύγγι της Μπέλλου απ’ το ηλεκτρόφωνο έστηνε δικαστήριο στους κατρουλήδες του κόσμου τούτου, «Αν είμαι εγώ μποέμισα εσένα τι σε νοιάζει, θα κάνω τα καπρίτσια μου και να μη σε πειράζει», ένας κόμπος η Σαλόνικα, ένας κόμπος, μια θηλιά η Σαλόνικα, ένας βαλκανικός κορσές παλιομοδίτικος, μια πρέσα, μια κραυγή που ξεψυχάει πριν γεννηθεί, φωνάξτε ρε, φωνάξτε να λούσει τα παιδιά σας μια αχτίδα δικαιοσύνης, πνίγομαι, πνίγομαι, αέρα, πλησιάστε, μιλήστε μου, χαϊδέψτε με, φιλήστε με, δαγκώστε με, δείρτε με, ξεσκίστε με, ναι, με τον έρωτα, μόνο με τον έρωτα ίσως ξορκίζουμε τον θάνατο- να σας δείρω κι εγώ, να σας ξεσκίσω, σας αγαπώ και σας σιχαίνομαι, σας ποθώ και σας ξερνάω μαζί, αγαπητοί μου συμπολίτες, μπαγιάτικες φρατζόλες και διαλυμένες μαριονέτες όλοι μας, εδώ που εμείς το γλεντάμε έφτυσαν αίμα φουκαράδες Εβραίοι Σαλονικάι, από δω πέρασαν και άφησαν τη στάμπα τους λαοί και λαοί, απόγονοι του Βαρλαάμ, του πατρός Ευσταθίου, της πορφυρογέννητης Άννας Παλαιολογίνας, του σουλτάνου Μουράτ, των ραββίνων, στρατιώτες των Συμμάχων και το πουταναριό της Βαρσοβίας, Σμυρνιές φλυτζανούδες και μαγκίτες μοβόροι, αμνοί και δράκοι, Γκεσταμπίτες και ανταρτομάνι, όλη η ιστορία που τάραξε την περιοχή έπαιξε στα καλντερίμια ετούτη τη μοίρα της στο τζόγο των Μεγάλων εκείνου του καιρού, κι ο Βαρδάρης το κέντρο-απόκεντρο, η Κολυμβήθρα του Σιλωάμ, η αχόρταγη μήτρα των ανθρωπίνων παθών, αλληλούια, «Εγώ ποτέ στα κέφια μου αφεντικό δε βάζω, πολλά ο κόσμος θα μου πει μα δε τον λογαριάζω», με ακολουθούσε η φωνή της Σωτηρίας, έσκιζε σα σπαθί το πηχτό σκοτάδι και ευφραινόμουνα, μας έλεγε ένας μάγκας παμπάλαιος, τα ’χε ζήσει στα νιάτα του, πως το ’24, μετά την ανταλλαγή απ’ την πατρίδα, στην οδό Αγάπης, πίσω από κάτι ερείπια, προσφυγοπούλες κάναν πεζοδρόμιο με το μωρό στο ρωγοβύζι –τι ευτελισμός και τι χρεία, Θεέ μου σ’ χώρα με, και τι δεν είδαν τα μάτια του, αυτός ο Βαρδάρης— έπαιζαν μερικοί τη φαμίλια τους, λέει, κάθε βράδυ στα ζάρια, σε κάτι καφενεία της συμφοράς, τρώγλες που έζεχναν, χαμοκέλες, πανάρχαια καταφύγια, δεν ξέρω πόσες στοές μυστικές, ρωμαϊκές διαδρομές υπόγειες, και πόσα πονηρά και ζοφερά κι ανεξιχνίαστα μονοπάτια, έχει, λέει, αυτή, η βασανισμένη και βασανιστική πολιτεία, και τόσους και τόσους άταφους νεκρούς ανεκδίκιωτους από φρικαλέα εγκλήματα που δεν ευρέθη μπάτσος να τα ανθιστεί και δικαστής να τα κρίνει.

Όμως εμείς με τον έρωτα μπορεί και να ξορκίζαμε τον θάνατο στο Βαρδάρη.

Αυτά καθώς νιώθω κι εγώ να πλακώνομαι, σαν πόσους άλλους συγγενείς εν ζωή συμπολίτες μου, «αποκλεισμένος στη Σαλονίκη», όπως τραγούδησε η μούσα του αγαπημένου που ενταφιάσαμε πέρσι στην «Μητέρα Θεσσαλονίκη», του Γιώργου Ζήκα, του οποίου και την εις αιώνας μνήμην επιτελούμε με τούτο το ταπεινό μας ποίημα.

january 1
Εικόνα: Μία ακόμα από τις σελίδες του ημερολογίου
Όσοι συνετέλεσαν άμεσα ή έμμεσα στη δημιουργία του εν λόγω ημερολογίου:

Βάσω Καρτσιακλή και Κοιν.Σεπ. Δέσποινα Βενετούλια συμπαράσταση, πολύτιμες συμβουλές και παραχώρηση δικαιωμάτων των έργων του Λουκά Βενετούλια. Τελλόγλειο Ίδρυμα των έργων του ΑΠΘ, παραχώρηση του ψηφιακού υλικού των έργα του Λουκά Βενετούλια. Δημήτρης Ζουρούδης, Πρόεδρος του Τμήματος Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών της Σχολής Καλών Τεχνών ΑΠΘ. Μαρία Κενανίδου πολύτιμες συμβουλές και βοήθειά στο «ανοιχτό κάλεσμα»» στους εικαστικούς. Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων του ΑΠΘ. Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Δήμου Θεσσαλονίκης. Εκδόσεις Ψυχογιός, Ιανός, Κέδρος, Πατάκη και Σύγχρονοι Ορίζοντες για την παραχώρηση πνευματικών δικαιωμάτων Ημερολόγιο 2021.

Οι άνθρωποι των Γραμμάτων:

Κούλα Αδαλόγλου, Χαρούλα Αποστολίδου, Έλενα Αρτζανίδου, Σοφία Βόικου, Ιωάννα Γιαννακοπούλου, Θεόδωρος Γρηγοριάδης, Χρίστος Ζαφείρης, Ισίδωρος Ζουργός, Αλεξάνδρα Καλτσογιάννη, Εύη Κουτρουμπάκη, Κώστας Κουτρουμπάκης, Ευτυχία – Αλεξάνδρα Λουκίδου, Απόστολος Λυκεσάς, Σοφία Μακρή, Γιώργος Οικονόμου, Αντώνης Παπαϊωάννου, Θοδωρής Σαρηγκιόλη, Σάκης Σερέφα, Σάμη Ταμπώχ, Γιώργος Τσιτιρίδης, Τέλλος Φίλης και για την παραχώρηση των κειμένων τους.

Οι άνθρωποι των Τεχνών:

Γιώργος Αντωνιάδης, Βιολέτα Γαζέα, Γρηγόρης Γρίσπος, Αντιγόνη Ηλιάδου, Γιώργος Κεβρεκίδης, Αναστάσιος Κοτσάκος, Γιώργος Λυμπερόπουλος, Χρήστος Μακρής, Αδαμάντιος Μπόμπας, Eva MGrey, Μαρίνα Προβατίδου, Αλίκη Σιτζόγλου, Κατερίνα Στόικου και Γεωργία Τρούλη για την παραχώρηση των εικαστικών τους έργων.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα