Ένας Φαντάρος-Αρχιτέκτονας, ο Άνω Καλαμώνας, μία αναμνηστική πλακέτα και ένας Στρατηγός
Ο Πρόδρομος Νικηφορίδης με αφορμή μια αναμνηστική πλακέτα...
Στα νιάτα μου δεν είχα ποτέ καλή σχέση με τον Στρατό. Ειρηνιστής, επαναστάτης, αμέσως μετά τη Δικτατορία δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Μετά από 10 χρόνια παραμονής στη Γαλλία αποφασίζω στα 29 μου να πάω φαντάρος. Θέλω να μπορώ να γυρίζω ελεύθερα στον τόπο μου. Δεν έχω καμία φωτογραφία από αυτή τη περίοδο του στρατού, καμία απολύτως.
Στα 18 μου ήρθε πρόσκληση για το Μηχανικό. Όταν τελείωσα την αρχιτεκτονική με κατέταξαν στο Πυροβολικό. Κόρινθος, Χαϊδάρι και μετά Ρόδος. Είχα πεισματικά αρνηθεί οποιαδήποτε παρέμβαση για ευνοϊκή μετάθεση. Σε μερικά θέματα ήμουν και συνεχίζω να είμαι απόλυτος.
Στη Ρόδο βρέθηκα εξαιτίας του τόπου γέννησης μου, το Ηράκλειο Κρήτης. Όπως αντιλαμβάνεστε το 1986 το ταξίδι Ρόδος – Θεσσαλονίκη δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Αρνήθηκα πεισματικά τη μη συμμετοχή στις αγγαρείες λόγω ηλικίας και μόρφωσης, έτσι ήταν τότε. Δεν αρνήθηκα βέβαια τη μη συμμετοχή σε στρατιωτικές ασκήσεις λόγω άλλων καθηκόντων.
Έμεινα σχεδόν 1 χρόνο με μοναδική και πολύ ευχάριστη ενασχόληση να σχεδιάσω ένα πρότυπο ιταλικό χωριό* του μεσοπολέμου στην ευρύτερη περιοχή Πεταλούδες, που είχε γίνει στρατόπεδο προκειμένου τα κτίρια να πάρουν αριθμό μητρώου. Ως γραφείο-σχεδιαστήριο χρησιμοποιούσα ένα οκτάγωνο δωμάτιο με 7 παράθυρα σε κάθε μία από τις 7 πλευρές και πόρτα στην όγδοη στο 1ο όροφο ενός κτιρίου που βρισκόταν στη πλατεία του χωριού-στρατόπεδο. Μαθημένος από τη σχολή ξενυχτούσα πολύ συχνά για να προλάβω να σχεδιάσω όλα τα κτίρια.
Εκείνη τη χρονιά είχε χιονίσει στη Ρόδο, στο στρατόπεδο είχαμε μόνο κρύο νερό και οι ντουζιέρες βρίσκονταν σε ένα ισόγειο κτίριο χωρίς πόρτες και παράθυρα. Έβγαινα συχνά στη πόλη της Ρόδου και εκείνη την περίοδο είδα το Blue Velvet στο κινηματογράφο. Προς το τέλος της θητείας μου, ζήτησα με αίτηση προς το αρμόδιο γραφείο τη μετάθεση μου στη Θεσσαλονίκη επειδή είχα ξεκινήσει ένα διδακτορικό στη Σορβόννη με θέμα τη Θεσσαλονίκη. Ήθελα να μπορώ να αφιερώνω τον ελεύθερο μου χρόνο στην έρευνα γύρω από το θέμα μου.
Μου ήρθε μετάθεση στο ΛΑΕΟ (δεν είμαι σίγουρος για τα αρχικά) στο Λαγκαδά. Μονάδα που φυλούσε ειδικά όπλα, σε υπόγειες εγκαταστάσεις και σε ειδικές συνθήκες, υπήρχε και παρουσία Αμερικανών στρατιωτών. Βγαίναμε κάθε 15 μέρες, τις υπόλοιπες κλεισμένοι μέσα, πολύ συχνά στις υπόγειες εγκαταστάσεις. Κατά κάποιο τρόπο το αίτημα μου να έρθω στη Θεσσαλονίκη ικανοποιήθηκε, ελεύθερος χρόνος όμως δεν υπήρχε. Ήταν καλοκαίρι και ήμουν μακριά από τη Ρόδο, κλεισμένος σε υπόγειες εγκαταστάσεις στο Λαγκαδά.
Πέρασαν τα χρόνια, πολλά χρόνια και με την ευκαιρία κάποιων δράσεων καθαρισμού στη Νέα Παραλία με το Γ΄ Σώμα Στρατού γνωρίζω τον αντιστράτηγο Αλκιβιάδη Στεφανή. Μία πολύ γόνιμη συνεργασία που μεταξύ των άλλων περιελάμβανε ομιλία στα στελέχη του Γ’ Σώματος αρχικά και του Γενικού Επιτελείου Στρατού αργότερα με θέμα το δημόσιο χώρο και τον εθελοντισμό. Τους θεσμούς τους κάνουν οι άνθρωποι και είμαι ιδιαίτερα ευτυχής που γνώρισα μία άλλη πλευρά των θεσμών. Η αναμνηστική πλακέτα από την ομιλία στο ΓΕΣ. Δεν θα το φανταζόμουν ποτέ…
«*Peveragno (Άνω και κάτω Καλαμώνας) ήταν το όνομα που δόθηκε σε ένα ιταλικό κέντρο αποικισμού που χτίστηκε το 1931. Εδώ η ιταλική εταιρία “Società Agricola Frutticoltura” είχε αγοραστεί από τους Τούρκους ιδιοκτήτες μια μεγάλη έκταση ανεκμετάλλευτης γης που είχαν μερικά σπίτια με στάβλους με αγελάδες και άλογα, είχαν ένα τζαμί και ονομαζόταν (Calamonaς). Σε αυτήν την έκταση η εταιρία είχε δημιουργήσει έναν σύγχρονο οικισμό και έμεναν αγροτικές οικογένειες που είχαν μεταναστεύσει από την Ιταλία και εγκαταστάθηκαν εκεί. Ο αγροτικός αυτός οικισμός ήταν εξοπλισμένος με όλες τις δημόσιες υπηρεσίες Δημαρχείο, Σχολείο, Διοικητήριο και Αστυνομία. Για εκκλησία μετέτρεψαν και χρησιμοποίησαν το τζαμί. Είχε νερόμυλους και εργαστήρια για την παραγωγή και την επεξεργασία των προϊόντων, και ήταν φυτεμένο με ελαιόδεντρα, αμπέλια, μουριές και οπωροφόρα δέντρα. Το γεωργικό αυτό κέντρο ονομάστηκε Peveragno Rodio. Μετά την απελευθέρωση το 1947 το χωριό και η εταιρεία εγκαταλείφθηκαν.». Γεωργαλίδης Σταύρος.