Επικήδειο γράμμα ενός επαναστάτη
O Ραφαήλ Μπελενιώτης γράφει το επικήδειο γράμμα ενός επαναστάτη.
του Ραφαήλ Μπελενιώτη
Ίσως, κάποτε, να πέσει στα χέρια σου κάποιο κείμενο μου, στριμωγμένο ανάμεσα σε άλλες σελίδες ενός βιβλίου μου, με μαύρο δερμάτινο εξώφυλλο και κεντημένα χρυσά καλλιτεχνικά γράμματα του ονόματος μου. Δεν θα είναι δικό μου εκείνο το κείμενο. Ίσως το κατανοήσεις μα δικό μου δεν θα’ ναι. Οι λέξεις θα μου είναι άγνωστες και το μελάνι που αδίκως θυσιάστηκε, νωθρό.
Ίσως ακούσεις για μένα να συζητάνε στα κουλτουριάρικα πηγαδάκια, τα οποία σιχαινόμουν, τα οποία με σιχαίνονταν, μέχρι που πέθανα. Θα ακούσεις να λένε για μένα πολλά, θαυμαστά και ηρωικά, τα γνωστά, ξέρεις, που λένε για τους επαναστάτες, εκείνα που γράφονται στους σχολικούς πίνακες… Τα στυγνά, στεγνά, μες την σήψη και την βαρεμάρα, τα οποία ανιαρά αποστηθίζουν οι μαθητές για να τα πουν στο δάσκαλο. Θα προτιμούσα να μη με διάβαζαν ποτέ, να μην με άκουγαν καθόλου, ούτε κατά τύχη, καλύτερα έτσι. Καλύτερα στη λήθη παρά στην τυπολατρία και στην ηλιθιότητα. Τι μικροί που’ ναι οι άνθρωποι! Όσο ζούσα δεν με άκουγαν, δεν με πλησίαζαν, δεν αναγραφόμουν πουθενά, δεν έμπαινε στον κόπο ουδείς να με αποστηθίσει, ουδείς να με γνωρίσει, ώσπου πέθανα.
Ε, λοιπόν ένας επαναστάτης δικαιώνεται στον θάνατο. Κι ας σου φαίνετε γελοίο, κι ας μου φαινότανε γελοίο. Αλλά ναι, τότε δεν το ‘ξερα. Πόσο ωραία μοστράρει η μούρη μου στις φανέλες των τουριστών, στις τσάντες, στις γιγαντοαφίσες των κομμάτων, στα σαλόνια που με μανία πολέμησα… Και άδικο να πω, όπως ο ποιητής, ότι όλη μου η ζωή στάθηκε ένα όνειρο. Έζησα μοναχικά; Εσείς το λέτε αυτό για να συνεχίσετε να πλάθετε αυτό που ποτέ δεν υπήρξα, αυτό που θέλατε να υπάρξω, σχόλια επί σχολίων, αναλύσεις επί αναλύσεων, ανία στην ανία. Έχουμε βαλτώσει. Ζούμε την βαρβαρότητα: Όταν ένας επαναστάτης ξαναγεννιέται μετά θάνατον, στα μέτρα τα δικά τους.
Kάποτε λοιπόν θα ακούσεις για όλα αυτά, θα τα διαβάσεις, θα τα γευτείς τόσο πικρά, τόσο ξένα, τόσο ψεύτικα όσο ο κόσμος τους. Γιατί το καταφέρανε και αυτό: Να μην αφήσουν κανέναν επαναστάτη στην ησυχία. Κι ας έζησε αγωνιζόμενος μονάχα για αυτό.
Όταν λοιπόν δεις την γιγαντοαφίσα μου κι από μπροστά της να ποζάρουν μορφονιοί, σκύψε το κεφάλι σου κάτω, κοίτα την άσφαλτο, ξέχνα με. Όταν θα διαβάσεις την ζωή μου σε τόμους επί τόμων: κάψτους σε μια άσβεστη φωτιά, κι εκεί, όταν θα ‘χουν μείνει μόνο στάχτες και καπνοί, κλάψε για μένα, κρυφά, να μην σε δει κανείς.
Περπάτα γρήγορα ανάμεσα στους πραματευτάδες που πουλάνε το όνομα μου, τους πολιτικάντηδες που θα με υιοθετήσουν, όσο για τα παιδιά που με αποστήθισαν, λυπάμαι. Ίσως κάποτε να ακούσεις για μένα, αλλά προς Θεού, δεν θα ‘μαι εγώ.
Σε παρακαλώ να με συγχωρέσεις. Να με συγχωρέσεις που δεν στάθηκα, όσο ζούσα αντάξιος της απαλλοτρίωσης της ζωής μας, που αντιστάθηκα, που πάλεψα, που μάτωσα και κηλίδωσα τα ωραία πουκάμισα τους με το πορφυρό ζεστό μου αίμα.
Τους λέρωσα, τους στιγμάτισα. Για αυτό με απαρνιούνται ακόμη και τώρα. Ακόμη και τώρα το όνομα μου συνειρμικά τους θυμίζει τον λεκέ απάνω στα άσπρα τους σχέδια, την μουντζούρα στις καλλιγραφίες τους, την μαύρη τυλιγμένη κορδέλα σε μια ανθοδέσμη κόκκινων τριαντάφυλλων.
Αν μπορείς, αν έχει μείνει μέσα σου λίγη από την σπάνια ανόθευτη αγάπη, κοίτα βαθιά το μαύρο χώμα που με σκεπάζει και ρώτα με αν είμαι ευχαριστημένος.
Δεν θα λάβεις απάντηση. Έτσι ήταν και η επανάσταση. Έτσι θα είναι και μετά. Θα γεννηθεί, θα γεννήσει, θα εξυψωθεί, θα εξυψώσει και στο τέλος μια χούφτα μαύρο υγρό χώμα θα την σκεπάσει. Θα πεθάνει και θα σκοτώσει τους πιστούς της στις κρεμάλες της ατολμίας, της ανικανότητας, της μικροπρέπειας του ανθρώπου. Κι έπειτα θα θαφτεί και θα θάψει τα νεκρά τομάρια στα μνήματα της λήθης. Ίσως τελικά η επανάσταση να μην είναι για τους ανθρώπους. Ίσως να είναι η μόνη απόδειξη, η μόνη κληρονομιά, των θείων αόρατων δυνάμεων: Ένα απραγματοποίητο δώρο ελπίδας.
Ας είναι. Καλοδεχούμενο.
Άκου κι αυτό: Ένας επαναστάτης οφείλει την ύπαρξη του στο σύστημα. Χωρίς αυτό δεν θα υπήρχε, ούτε θα μπορούσε να αυτοπροσδιοριστεί στη ζωή. Θα ήταν ένας χαμένος. Ο Ιησούς θα ήταν περιττός αν δεν υπήρχαν αμαρτίες, αν δεν υπήρχε ο Ιούδας. Έχει την υποχρέωση να πάρει τις ευθύνες από τους άλλους και να τις μεταθέσει στις δικές του πλάτες.
Μην ψάχνεις την επανάσταση στα μεγάλα. Εκεί, σε αυτά τα ασήμαντα, που γεννά το σύστημα, εκεί μπολιάζει η επανάσταση. Αυτά και μόνο αυτά, μπορούν να τη θρέψουν στην πιο ύψιστη μορφή της. Δύο γυναικεία γαλαζοπράσινα μάτια υπό το φώς του ήλιου, που τα καλύπτουν καστανά λαμπερά μαλλιά, ένα θεσπέσιο μελαγχολικό πρόσωπο, και ένα χαμόγελο που σπάει την αποτυπωμένη ομορφιά του προσώπου και την απελευθερώνει, προσφέροντάς σου την απλόχερα.
Αν θες να τα γευτείς, έχεις κιόλας επαναστατήσει. Έχεις κερδίσει την ζωή.
Μην λοιδορείς την επανάσταση και μην ακούς τα μουρμουρητά των ευτελών παραδομένων. Μην κρατάς μέσα σου την επανάσταση. Είναι επικίνδυνο να κρατάς την εφόρμηση στην καρδιά σου βαθιά στριμωγμένη. Είναι ακανόνιστη και άπειρη, δεν χωρά πουθενά. Να την εκφράζεις, να την ζωγραφίζεις και να την αποτυπώνεις με ανεξίτηλες γραμμές στις ράγες της ζωής σου. Γιατί αλλιώς θα εκραγεί από μέσα σου σαν βόμβα και θα σε διαλύσει, θα σε σκορπίσει.
Ο καλλιτέχνης είναι ο δημιουργός ωραίων πραγμάτων. Σκοπός της τέχνης είναι να αποκαλύπτει τον εαυτό της και να κρύβει τον καλλιτέχνη. Δεν αποφέρει κανένα όφελος στον καλλιτέχνη. Παρά μόνο ανακουφίζει προσωρινά την ακόρεστη δίψα του για δημιουργία. Μπορούμε να συγχωρέσουμε κάποιον επειδή έκανε κάτι το οποίο δεν επιθυμούσε, αλλά ήταν χρήσιμο και αναγκαίο. Για να κάνει κάποιος ένα άχρηστο πράγμα πρέπει να το θαυμάζει απεριόριστα. Η τέχνη είναι άχρηστη για τον καλλιτέχνη. Έτσι και η επανάσταση για τον επαναστάτη.
Μη νιώσεις ούτε ψήγμα μίσους για όλα αυτά. Σε παρακαλώ να μην το κάνεις. Και να αντισταθείς στις ορμήσεις της οργής που τείνουν να σε μετατρέψουν σε άγριο θεριό, λυσσαλέο για αίμα. Όχι, δεν είναι αυτό ο άνθρωπος. Πρέπει να παραμείνεις άνθρωπος σε πείσμα των χαλεπών καιρών. Ένα μικρό, όμορφο δείγμα ανθρώπου. Τι πολύτιμο! Η μοναδική σωτηρία πλέον είναι να εξακολουθείς να αγαπάς.
Το «οφθαλμός αντί οφθαλμού» το μόνο αποτέλεσμα που επιφέρει είναι η ολική τύφλωση.
Η θλίψη και ο πόνος είναι θεμιτά και χρήσιμα, όπως υμνεί και ο Γκαίτε:
«Όποιος δεν έφαγε ποτέ ψωμί με θλίψη,
Όποιος δεν πέρασε τις νύχτες του με δάκρυ,
Προσμένοντας νε έρθει καινούρια αυγή,
-ακόμα δεν σας γνώρισε ουράνιες δυνάμεις».
Μέσα στο ταξίδι που ξεκίνησες στις ερημιές της ύπαρξής σου, αν γίνεις έρμαιο του μίσους, δεν θα συναντήσεις στον δρόμο σου ούτε ένα σκιερό βράχο να ξαποστάσεις. Μονάχα φοίνικες με μαραμένα κλωνάρια και πηγάδια με πικρό νερό. Πρέπει να ξυπνήσει η φαντασία σου από το μακροχρόνιο λήθαργό της. Το άκαρπο μίσος ήταν και θα είναι για πάντα η πηγή της ατελείωτης δυστυχίας των ανθρώπων, του απέραντου πόνου, της απέραντης θλίψης δίχως όρια, δίχως τέλος της βάρβαρης στασιμότητας.
Τους κλείνει τα μάτια και δεν βλέπουν την αλλαγή που συντελείται μπροστά τους. Βιώνεις το μίσος από τη στιγμή που γεννιέσαι. Μήπως πρέπει πριν πεθάνεις να συναισθανθείς τι σημαίνει αγάπη και ποια είναι η ουσία, η δύναμη και η αξία της; Ποτέ δεν είναι αργά για να το μάθεις, αν κι εγώ χρειάστηκε να πεθάνω για να σου το διδάξω.